2023/Eli Joshua Adé/Universal Pictures via AP
ΣΙΝΕΜΑ

Ο σκηνοθέτης του νέου Εξορκιστή εξηγεί πώς θέλει να μας τρομάξει αυτή τη φορά

Έχοντας ολοκληρώσει μια μοντέρνα Halloween τριλογία, ο David Gordon Green αναλαμβάνει την αναβίωση του εμβληματικότερου ίσως φιλμ στην ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου. Και εξηγεί τα πώς και τα γιατί σε ένα Q&A που εξασφάλισε το OneMan.

Λίγοι σκηνοθέτες έχουν πιο περίεργη καριέρα στο σύγχρονο Χόλιγουντ από ό,τι ο David Gordon Green. Ο οποίος ξεκίνησε γυρίζοντας τρυφερά, μελαγχολικά indie darlings όπως το All the Real Girls, για μικρού βεληνεκούς ιστορίες στο κοινωνικό περιθώριο, συνέχισε με stoner κωμωδίες όπως το Pineapple Express και σήμερα –έχοντας στο μεταξύ σκηνοθετήσει μερικές από τις κορυφαίες σάτιρες της σημερινής τηλεόρασης, όπως το Righteous Gemstones– βρίσκεται πλέον εξ ολοκλήρου στο χώρο του κινηματογραφικού τρόμου.

Μια παράνοια ίσως, αλλά αυτή η διαδρομή κάνει τις ταινίες του να είναι πάντοτε απρόσμενες. Όπως η τριλογία των Halloween του, όπου καμία ταινία από τις τρεις δε μοιάζει με την άλλη, κι ενώ η πρώτη παίζει το παιχνίδι των αναφορών και της νοσταλγίας, οι επόμενες δύο είναι σχεδόν προκλητικά ιερόσυλες με τον τρόπο τους η κάθε μία.

Η ταινία Ο Εξορκιστής: Πιστός (The Exorcist: Believer) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.

Μετά λοιπόν την ολοκλήρωση της εμπορικά πετυχημένης τριλογίας, ο David Gordon Green ανανεώνει τη συνεργασία του με το μοντέρνο σπίτι του τρόμου, τη Blumhouse δηλαδή, του φίλου του σάιτ, μεγαλοπαραγωγού Jason Blum. Αυτή τη φορά, ξεκινά μια νέα τριλογία, νέα αναβίωση ενός κλασικού horror αριστουργήματος: Εξορκιστής.

Ένα franchise ήδη συναρπαστικό (όπως είχαμε αναλύσει πέρσι) που τώρα αποκτά ένα απευθείας σίκουελ στην πρώτη, κλασική ταινία του William Friedkin από το 1973, με την Ellen Burstyn μάλιστα να επιστρέφει για πρώτη φορά, ως Chris McNeill. Αυτή τη φορά, τα δαιμονισμένα παιδιά δεν είναι ένα, αλλά δύο: Δύο φίλες που χάνονται μια μέρα, μόνο για να εμφανιστούν ξανά σώες, τρεις μέρες μετά. Καμιά τους όμως δεν έχει ανάμνηση όσων μεσολάβησαν.

Μέσα από αυτό τον «συγχρονισμένο δαιμονισμό» όπως λέει, ο David Gordon Green ξεκινά να εξερευνήσει ιδέες πίστης και ενοχής αλλά σε μια κλίμακα πολύ πιο ευρεία από τα συνηθισμένα μοτίβα της καθολικής ενοχής. Και να το κάνει, κρατώντας μας σε αγωνία και τρομάζοντάς μας. Το αν τα κατάφερε θα το δείξει το αποτέλεσμα, αλλά ως τότε εμείς εξασφαλίσαμε ένα Q&A στο οποίο ο σκηνοθέτης μιλάει για τις ιδέες και τις δυσκολίες πίσω από αυτό το μοντέρνο σίκουελ σε ένα κλασικό αριστούργημα του είδους.

Τι σημαίνει για σένα το κλασικό φιλμ του 1973;

Είδα την ταινία όταν πήγαινα σχολείο και νομίζω πως θολώνει τα όρια ανάμεσα στον τρόμο και το δράμα, ανάμεσα στην τέχνη και την εμπορικότητα. Αγάπησα το πώς πήρε κάτι εντυπωσιακό, ανεξήγητο και υπερφυσικό, το προσγείωσε με εντελώς γήινους χαρακτήρες που βρίσκονταν μέσα σε εντελώς αναγνωρίσιμες καταστάσεις. Μπήκε βαθιά μέσα μου και δεν έφυγε ποτέ.

Και πώς προέκυψε η ιδέα αυτής της συνέχειας, 50 χρόνια αργότερα;

Η εμπειρία που είχα με τη Blumhouse και τη Universal στην τριλογία των Halloween μας ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει στην καριέρα μου ως προς τη δημιουργική ελευθερία, την εμπορική επιτυχία και το να μπορέσεις να βρεις μια κινηματογραφική οικογένεια που αναζητούσα για χρόνια. Θεωρώ πως οι ταινίες δαιμονισμού είναι ένα υπο-είδος τρόμου, κι όταν η Morgan Creek –που έχει τα δικαιώματα του Εξορκιστή– απευθύνθηκε σε εμάς, σκεφτήκαμε τι σπουδαία ευκαιρία θα ήταν να επεκτείνουμε αυτή την οικογένεια.

Μου δόθηκε η δυνατότητα να απομακρυνθώ από το υπο-είδος του slasher –όπου νιώθω πως είπα όσα είχα να πω– και να φέρω λίγα από τα εργαλεία κι από το πάθος που έχω για τα ανεξάρτητα δράματα που έκανα στην αρχή της καριέρας μου, στην αρένα του εμπορικού σινεμά. Η δημιουργική ομάδα που έφτασε να δουλεύει σε αυτό το φιλμ επιβεβαίωσε ότι σεβαστήκαμε την ακεραιότητα του πρωτότυπου και ότι πάμε πέρα από μια αρπαχτή, από μια απλή εκμετάλλευση ενός αναγνωρίσιμου τίτλου.

Οπότε από τη δημιουργική σκοπιά, τι είναι η ιστορία που λες στην ταινία Ο Εξορκιστής: Πιστός;

Με μια ευρύτερη έννοια, λέω την ιστορία γονέων που αντιμετωπίζουν την αβεβαιότητα μιας αρρώστιας που καταλαμβάνει τα παιδιά τους. Είναι μια κλινική όσο και πνευματική εξερεύνηση του αγνώστου.

Joel C Ryan/Invision/AP

Αυτή η εξερεύνηση πραγματοποιείται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, εμπλέκοντας δύο νεαρά κορίτσια που δαιμονίζονται την ίδια στιγμή.

Ναι, και για μένα προσέφερε μια ευκαιρία επειδή ο κόσμος είναι τόσο αχανής και έχει εξελιχθεί τόσο πολύ τα τελευταία 50 χρόνια που έχουν περάσει από την ταινία του Friedkin – όχι μόνο με την έννοια των παράγωγων αφηγήσεων, αλλά επίσης και ως προς την πολιτισμική ανάγνωση του δαιμονισμού. Οπότε, σκέφτηκα πως το να διαλέξω μόνο μία θρησκεία, μία τελετή, ένα έθιμο, και ένα άλμα πίστης από μια οικογένεια, ήταν κάτι αποθαρρυντικό. Αλλά η ιδέα του να έρθουμε αντιμέτωποι και να έχουμε μια συζήτηση με πολλαπλές γωνίες και θρησκείες σε έναν συγχρονισμένο δαιμονισμό, αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί πριν και ήταν κάτι που με ενθουσίαζε.

Τι σήμαινε για σένα να έχεις την Ellen Burstyn να επιστρέφει στον εμβληματικό ρόλο της Chris MacNeil για πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια;

Η Ellen όχι μόνο έχει ένα εκπληκτικό σύνολο έργου, αλλά επίσης έχει μια σπουδαία ενέργεια και παρουσία όταν φτάνει σε ένα σετ. Οπότε ήταν τεράστια τιμή μου να δουλέψω με την Ellen Burstyn, η οποία παίζει σε τουλάχιστον τρεις από τις 10 αγαπημένες μου ταινίες: The Last Picture Show, Alice Doesn’t Live Here Anymore, και Ο Εξορκιστής.

Ήμασταν τυχεροί να την έχουμε μαζί από νωρίς κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του πρότζεκτ, όπου έμαθα πολλά για το πώς είχε εξελιχθεί η ζωή της μετά την επιτυχία του πρωτότυπου. Βασικά, με πολλούς τρόπους ο χαρακτήρας που σχηματίζαμε μπήκε σε μια παράλληλη τροχιά γιατί ήταν επίσης μια γυναίκα που είχε επηρεαστεί μνημειωδώς από τα γεγονότα του 1973. Το να γνωρίσουμε καλύτερα την Ellen μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρχαν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, κι ήταν μαγική εμπειρία να αντλήσουμε από την σοφία και από τη διορατικότητά της. Το να γνωρίζω καλλιτέχνες που έχουν και αυτοπεποίθηση αλλά και να είναι και ευάλωτοι, και έχουν την διάθεση να χορέψουν μαζί μου, είναι ένα από τα πιο ικανοποιητικά κομμάτια αυτής της δουλειάς.

Ο χαρακτήρας της έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή που ανακαλύπτουμε στην ταινία, και που δείχνει εξίσου το πόσο δυνατή αλλά και το πόσο ευάλωτη είναι.

Ναι, έχει μια δύναμη στο να αντιμετωπίσει το κακό, αλλά είναι και ευάλωτη επειδή έχει χάσει τη σύνδεσή της με την κόρη της. Μετά την τραυματική της εμπειρία 50 χρόνια πριν, η Chris προσπαθεί να μοιραστεί τη γνώση της και να συνδεθεί με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοιες κακουχίες. Το πρόβλημα είναι πως με το να προσεγγίζεις τόσο παθιασμένα τον κόσμο γύρω σου, μπορείς να απομακρύνεις τον εαυτό σου από το άτομο που είναι πιο κοντά σε εσένα εξαρχής. Το βρίσκω συναρπαστικό αυτό και πιστεύω πως μπορεί να οδηγήσει σε μια περίπλοκη αφήγηση με την οποία θα συνδεθούν οι άνθρωποι.

Το κοινό μπορεί να συνδεθεί και με τον νέο χαρακτήρα, τον Victor Fielding, που έχοντας αντιμετωπίσει την απώλεια για χρόνια, τώρα συναντά τον αδιανόητο τρόμο του να βλέπει την κόρη του δαιμονισμένη.

Πάντα έβλεπα τον Victor ως ένα χαρακτήρα γεννημένο μες στην πίστη, που καθώς ήρθε αντιμέτωπος με την απόλυτη πρόκληση, έκανε πίσω από τη θρησκεία του και μπήκε σε ένα προστατευτικό κέλυφος, όχι μόνο για να προστατέψει τον εαυτό του αλλά και την κόρη του.

Πώς αντιδρά όταν αντιμετωπίζει κάτι που δεν καταλαβαίνει, και το οποίο πληγώνει τον άνθρωπο που αγαπά περισσότερο στον κόσμο;

Νομίζω πως, όπως θα έκαναν και πολλοί από εμάς, κι εκείνος απλά ψάχνει για μια απάντηση. Κάτι λογικό και προσγειωμένο, ένα χάπι που μπορεί να πάρει, ή μια σωματική θεραπεία που μπορεί να βοηθήσει. Αλλά δεν βρίσκει απαντήσεις, κι η κατάσταση χειροτερεύει. Ένας από τους λόγους που αυτή η ταινία έχει τίτλο Ο Εξορκιστής: Πιστός, είναι ακριβώς επειδή ακολουθεί το ταξίδι κάποιου που αναζητά την πίστη.

Η κόρη του Angela κι η φίλη της Katherine βρίσκονται ταυτόχρονα δαιμονισμένες. Πώς ήταν η δουλειά με τις νεαρές ηθοποιούς Lidya Jewett και Olivia O’Neill, αντίστοιχα, ώστε να χτίσετε τους χαρακτήρες;

Το όριο ήταν ήδη πολύ ψηλά με τη Linda Blair στο πρωτότυπο φιλμ, οπότε είδαμε εκατοντάδες οντισιόν για αυτούς τους χαρακτήρες μέχρι να βρούμε αυτές τις ταλαντούχες ηθοποιούς. Μετά ήμουν αποφασισμένος να δημιουργήσω ένα υγιές περιβάλλον για τη Lidya και την Olivia, καθώς τους ζητάμε να κάνουν πολύ δύσκολα πράγματα κι όχι μόνο από μια ερμηνευτική σκοπιά. Αλλά και λόγω των πολύωρων μακιγιάζ, και το να πρέπει να εξισορροπήσουν το σχολείο με αυτούς τους τόσο απαιτητικούς χαρακτήρες.

Οπότε ως νέος καπετάνιος του franchise, προσέγγισα τη Linda Blair για ό,τι συμβουλές είχε να προσφέρει ως προς το πώς να δημιουργήσω μια υγιή διαδικασία μέσα από την οποία μπορούμε να φτάσουμε στα επικίνδυνα σημεία που ζητούν οι χαρακτήρες. Φέραμε παιδοψυχολόγους, δασκάλους, και τους γονείς ώστε να είναι οι πάντες στην ίδια σελίδα, για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, που μπορούσε να προβοκάρει αλλά να είναι και παιχνιδιάρικο.

Επίσης, τα κορίτσια έγιναν κατευθείαν φίλες, κι ήταν σπουδαίο να τις βλέπω να συνδέονται επειδή χρειαζόμασταν αυτή η φιλία να είναι πολύ εμφανής και φυσική – γι’αυτό εξάλλου και κάποιοι από τους διαλόγους τους δεν ήταν γραμμένοι στο σενάριο.

Πώς σε εξέπληξαν;

Με το να είναι πειστικές σε κάθε μία λήψη. Όσο κι αν το προβάραμε όλο, κάθε λήψη μαζί τους φαινόταν φυσική και σα να συμβαίνει ενστικτωδώς. Γι’αυτό και πολλές φορές αντί να φωνάξω «Cut!» έλεγα απλώς «Ευχαριστώ».

Πώς είναι λοιπόν η ενέργεια στο σετ μια τρομακτικής ταινίας όπως είναι Ο Εξορκιστής: Πιστός;

Υπάρχουν καλές μέρες και κακές μέρες, επειδή όχι μόνο ζητάς από ανθρώπους να δημιουργήσουν κάτι που είναι δύσκολο λογιστικά αλλά και συναισθηματικά, αλλά επίσης είχαμε και λιγοστό χρόνο για να το καταφέρουμε. Κάποιες φορές μπορεί να είχαμε μόνο δυο ώρες με τα κορίτσια, ανάμεσα στο μακιγιάζ και το μάθημα – οπότε το ζητούμενο ήταν μια τρομερή αποτελεσματικότητα μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά και να μοιάζουν όλα αυθεντικά και οργανικά, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο.

Υπήρχαν πιο ανάλαφρες, χιουμοριστικές στιγμές μέσα σε όλη τη διαδικασία;

Απόλυτα! Η ταινία δεν αντικατοπτρίζει τόσο το χιούμορ, επειδή θέλαμε να πάρουμε τα πάντα πολύ σοβαρά, αλλά η ενέργεια στο σετ ήταν συχνά παιχνιδιάρικη, όπως όταν τα κορίτσια θα έλεγαν κάτι παρανοϊκό φορώντας το δαιμονικό τους μακιγιάζ, ή όταν πέταγα κάποια αυτοσχεδιαστική ατάκα. Είχαμε ένα καστ γεμάτο αγάπη και παρόλο που οι πάντες είχαν διαφορετική προσωπική διαδικασία, τελικά υπήρχε σεβασμός για το τι έφερνε καθένας στο σύνολο.

Άλλος ένας χαρακτήρας-κλειδί ερμηνεύεται από την Ann Dowd, είναι η νοσοκόμα και γειτόνισσά τους.

Η Ann είναι εθνικός θησαυρός και έγραψα αυτό το ρόλο για εκείνη επειδή έχει την ανθρωπιά αλλά και τη βαρύτητα ώστε να φέρει όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις λεπτές πτυχές και την περιπλοκότητα πο ήθελα, και να τις δώσει στον χαρακτήρα. Κι αν υπάρχει κάποιος αστείος άνθρωπος στο σετ, είναι η Ann Dowd! Πρέπει να την φωνάζεις τουλάχιστον 10 λεπτά πριν πραγματικά τη χρειαστείς, γιατί αγκαλιάζει κάθε άνθρωπο που συναντάει στη διαδρομή της από το τρέιλερ στο σετ.

Πώς ήταν η εμπειρία του γυρίσματος της ταινίας σε αληθινές τοποθεσίες στην Δομινικανή Δημοκρατία;

Ένα από τα βασικά συστατικά σε μια ταινία που ακολουθεί τον πρωτότυπο Εξορκιστή, είναι το εξωτικό άνοιγμα. Εδώ αρχίζουμε με μια ιστορία που έγινε 13 χρόνια πριν στην Αϊτή και επειδή θέλαμε να σεβαστούμε την τραγωδία που συνέβη, πήγαμε στη Δομινικανή Δημοκρατία για να κάνουμε το γύρισμα, με ηθοποιούς από την Αϊτή και ακόμα και με ανθρώπους που ήταν εκεί στον τρομακτικό σεισμό.

Είναι πάντα καλό να θυμάσαι τις κακουχίες των άλλων και τη δύναμη της κοινότητας που σχηματίζεται μετά από τέτοιες καταστροφές, κάτι που σε αυτή την περίπτωση δίνει το πάτημα στον Victor Fielding να ξεπεράσει τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει όταν επιστρέψει σπίτι.

O David Gordon Green δίπλα στον Jason Blum. / AP Photo/Chris Pizzello
O David Gordon Green δίπλα στον Jason Blum.

Η τριλογία Halloween ήταν η πρώτη σου συνεργασία με τη Blumhouse και τον παραγωγό Jason Blum, και τώρα έχετε ξεκινήσει μαζί ένα νέο πρότζεκτ, προσπαθώντας να δημιουργήσετε μια νέα αρχή για ένα από τα πιο εμβληματικά φιλμ στην ιστορία του τρόμου.

Γνωρίζω τον Jason πολλά χρόνια. Το Halloween ήταν η πρώτη μας επαγγελματική συνεργασία και κατευθείαν κλικάραμε, πάνω στο πώς να προχωρήσουμε με τέτοια πρότζεκτ, με ένα τρόπο που για μένα μεγιστοποιεί τις δημιουργικές ευκαιρίες και για εκείνον ακολουθεί ένα σπουδαίο εμπορικό μοντέλο που όμως πάντα είναι υποστηρικτική απέναντι στους καλλιτέχνες. Μου αρέσει να έχω έναν παραγωγό που μπορεί να διαχειριστεί την ένταση του συστήματος γύρω του. Ο Jason κι εγώ ακολουθούμε την καριέρα ο ένας του άλλου εδώ και πολλά χρόνια και το ότι μπορούμε να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον μας κάνει να ευχόμαστε Ο Εξορκιστής: Πιστός να είναι η αρχή μιας νέας τριλογίας.

*Η ταινία Ο Εξορκιστής: Πιστός (The Exorcist: Believer) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.