© ALAMY/VISUALHELLAS.GR
1821

O Θωμάς Κοροβίνης ονειρεύτηκε τον θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Η συζήτηση με τον γνωστό συγγραφέα ξεκίνησε από τον παρεξηγημένο αγωνιστή του 1821, προχώρησε στα καφενεία της Μηχανιώνας, έκανε στάση στις ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, συνάντησε τον Δράκο του Σειχ Σου, ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι, για να επιστρέψει, στο τέλος, σε έναν ήρωα που εκτελέστηκε χωρίς καν να δικαστεί.

«Δεν υπάρχει χαμένος χρόνος για την τέχνη». Μικρή παύση με τον αέρα να φυσά μέσα από το ακουστικό. «Ο Ingmar Bergman νομίζω το είπε αυτό» λέει στο τηλέφωνο ο Θωμάς Κοροβίνης, καθώς περπατάει για να βρει καλύτερο σήμα. Στο background ακούγονται τα σκυλιά του να γαβγίζουν. «Έχω μια ιδέα και την αφήνω μέσα μου να δουλεύει -όσο σκάβω τις πορτοκαλιές, όσο κάνω βόλτες- και κάποια στιγμή έρχεται και με βάζει σε μία δίνη· μπαίνω σε έναν ανεμοστρόβιλο».

Στο τελευταίο του βιβλίο Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε! (εκδ. Άγρα) αφηγείται τις έσχατες στιγμές του Οδυσσέα Ανδρούτσου, λίγο πριν ο αγωνιστής του 1821 εκτελεστεί χωρίς δίκη. Ο Θωμάς Κοροβίνης μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Λεχώνια του νομού Μαγνησίας. Τους τελευταίους έξι μήνες όμως, και εξαιτίας του κορονοϊού, κατοικοεδρεύει στο Δυτικό Πήλιο.

«Εδώ είναι μαγικά» τον ακούω να μου λέει με τη βαθιά, χαρακτηριστική του φωνή, πριν συνεχίσει: «Βρίσκομαι ανάμεσα σε λεμονιές και πορτοκαλιές, ανάμεσα σε πεδιάδες, θάλασσες και βουνά».

Αντί εισαγωγής

Θωμάς Κοροβίνης © Γιώργος Πούπης

O γύρος του θανάτου, ‘55, Αγγελόκρουσμα, Τι πάθος ατελείωτο, Το πρώτο φιλί, Σκίρτημα Ερωτικόν. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, ο 68χρονος συγγραφέας παραδίδει κείμενα που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας για πρώτες ύλες τη λαϊκή παράδοση, μία γλώσσα ολόδική του αλλά και διαλόγους ικανούς να τσακίσουν κόκαλα λυγίζοντας παράλληλα και την πιο σκληρή καρδιά.

Ο τρόπος που δουλεύει αποτελεί έναν γοητευτικό γρίφο στο μυαλό μου. «Είμαι της συγκολλητικής τέχνης εγώ, εργάζομαι όπως ο Νίκος Καββαδίας -τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω κάποτε- που δούλευε με τα πακέτα των τσιγάρων».

Διακόπτω τη χειμαρρώδη αφήγησή του, γιατί δεν μπορώ να μην το ρωτήσω το πώς και το πότε. «Τον είχαν φέρει στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης που σπούδαζα». Τι είπε σε μία από τις σημαντικές φυσιογνωμίες των ελληνικών γραμμάτων για τον 20ο αιώνα; «Τον ρώτησα: Κύριε Καββαδία, γιατί είστε αμαρτωλός ποιητής;».

Πάνω στην Ακρόπολη, δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο

Θωμάς Κοροβίνης Οδυσσέας Ανδρούτσος
PUBLIC.GR

ΟΛΙΓΗ ΜΠΕΣΑ ΩΡΕ ΜΠΡΑΤΙΜΕ!

Μια φανταστική δημόσια εξομολόγηση, την τελευταία ώρα της ζωής του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στη φυλακή της Ακρόπολης.
12,50 11.25
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

«Τώρα σιμώνουν με χολήν οι παλαιοί μου βλάμηδες, οι αγαπημένοι μου αδελφοποιητοί, οι ψυχαδερφοί μου οι ένδοξοι, να μου κόψουν την κεφαλή απαζάρευτη. Γαμώ τα γένια σας, λέγω» λέει ανερυθρίαστα ο πρωταγωνιστής του Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!, στην αρχή του λόγου του, σε ένα βιβλίο γραμμένο εξ’ ολοκλήρου σε πρώτο πρόσωπο.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι, αδιαμφισβήτητα, ένας από τους πλέον αδικημένους αγωνιστές του 1821. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον πέταξαν από την Ακρόπολη. Το μετερίζι που ο ίδιος είχε χτίσει για να την υπερασπιστεί από τους Οθωμανούς χρησιμοποιήθηκε σαν ικρίωμα, τονίζει ο Κοροβίνης. Η ζωή του ήταν -κυριολεκτικά- μυθιστορηματική. Μιλούσε τρεις γλώσσες (Ελληνικά, Αρβανίτικα, Ιταλικά), τη σπάθα του τη φώναζε «Ασήμω», ήταν άσος στο σημάδι, σπουδαίος καβαλάρης και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Μάλιστα, ο Αλή Πασάς είχε τόσο μεγάλη αδυναμία στον σωματοφύλακά του Ανδρούτσο ώστε να του συγχωρεί τα πάντα· ακόμα και τις προσβολές που εξαπέλυε ο τελευταίος ενάντια στους γιους του.

«Αυτό είναι μία μονογραφία» σημειώνει ο Θωμάς Κοροβίνης, πριν αναρωτηθεί σχεδόν ρητορικά στο τηλέφωνο: «Πώς ένιωθε αυτός ο άνθρωπος όσο περίμενε την εκτέλεσή του; Ήταν προδομένος από τους φίλους του· βρισκόταν μακριά από τους αγαπημένους του, τη γυναίκα, το παιδί του· ήταν απομακρυσμένος από τα όπλα αλλά ακόμη και από τα ρούχα του. Βίωσε μία τρομερή προδοσία και λίγο μετά μία απίστευτη ποινή».

Αναφέρω στον συγγραφέα ότι, καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα, το μυαλό μου πήγε αυθόρμητα στην ομολογία του Σωκράτη. «Ο παραλληλισμός με τον αρχαίο φιλόσοφο είναι σωστός: απολογούμενος, εξομολογούμενος και αυτοαναλυόμενος ο Σωκράτης βάζει τους κατήγορους του σε μία θέση εδωλίου. Ο Ανδρούτσος, βέβαια, όπως εγώ τον συνέλαβα, δεν είναι άνθρωπος που κατηγορεί μόνο τους άλλους. Αντίθετα, έχει πολλά ράμματα να ομολογήσει και για τη δική του γούνα».

Αψύς στα όρια του τραμπούκου, γενναίος σε σημείο τρέλας, αμφιλεγόμενος σε αρκετές αποφάσεις του, άνθρωπος που ήθελε να ρουφήξει τη ζωή μέχρι του μεδούλι, τζοχανταραίος (σ.σ: σωματοφύλακας) του Αλή Πασά, ελευθερωτής της Αθήνας, υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος για τους αντιπάλους του – τόσο για τους Οθωμανούς, όσο και για τα πρόσωπα της επανάστασης που ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του. 

«Ο χαρακτήρας του ήταν ατίθασος, η πορεία του όμως ηρωική. Δείτε πώς πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς. Όλα τα αντικρουόμενα στοιχεία δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Ένα μείγμα που εμένα με ελκύει πραγματικά» αναφέρει ο Κοροβίνης, ο οποίος φαίνεται να πονά πραγματικά τον ήρωά του. Οι ατάκες του συγγραφέα δεν έρχονται αβίαστα. Νομίζεις ότι μιλά για κάποιον δικό του άνθρωπο, με μία φωνή που ακούγεται σαν να βγαίνει από αναλογικό τηλέφωνο· εκείνα τα παλιά με τo στριφογυριστό καλώδιο.

Ποιο είναι, τελικά, το στοιχείο που κάνει τον συγκεκριμένο αγωνιστή του 1821 να θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας; «Η φιλία είναι ιερή, γιατί την έχεις επιλέξει. Το να προδώσεις τον φίλο σου είναι χειρότερο από το να προδώσεις την ίδια σου τη μάνα» λέει, χωρίς περιστροφές, ο συγγραφέας. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, λοιπόν, προδόθηκε και εκτελέστηκε από τον Γιάννη Γκούρα. Το δεξί του χέρι, τον επιστήθιο φίλο και αδελφοποιητό του.

Το παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου μιλά από μόνο του: «Ολίγη μπέσα, ωρέ Γκούρα, ολίγη μπέσα, μπράτιμε παλιέ! Όταν σε ήυρα και σε κράτησα, σ’ είχα να μου βαστάς απ’ την αλυσίδα το σκύλο μου, ναι, τον Σαμψώνη, όμως εξετίμησα την αξιάδα σου και σ’ ανέβασα ψηλά».  

Στα καφενεία και τα ψαροκάικα της Μηχανιώνας

Θωμάς Κοροβίνης © Γιώργος Πούπης

Οι βασικοί χαρακτήρες στα κείμενα του Θωμά Κοροβίνη είναι σχεδόν πάντα ιστορικά πρόσωπα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Δράκος του Σέιχ Σου, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. «Δεν τους επέλεξα εγώ, είναι σαν να με επέλεξαν εκείνοι» με διορθώνει, όταν το ρωτάω γιατί διάλεξε αυτόν τον δρόμο. «Οι ήρωές μου είναι λαϊκοί, αλλά και όταν είναι διανοούμενοι, πάντοτε είναι πρόσωπα που έχουν παιδευτεί, έχουν τυραννιστεί στη ζωή τους». 

Όταν ζητάω περισσότερες εξηγήσεις, ο συγγραφέας δε διστάζει να μου τις δώσει: «Ασχολούμαι με ανθρώπους που βρίσκονται στην προσωπική μου μυθολογία – πρόσωπα που τα νιώθω δικά μου». Για εκείνον, το να καταπιαστεί με ένα θέμα δεν αποτελεί φλερτ, πρέπει να είναι κάτι που βρίσκεται σκαμμένο βαθιά μέσα του.

Λαϊκό τραγούδι, μύθοι και θρύλοι των πόλεων, παροιμίες, αστικές αφηγήσεις. Πόσο σημαντική είναι η «λαϊκότητα» στο σύμπαν του Θωμά Κοροβίνη; «Ο λαϊκός πολιτισμός για μένα είναι η ζωή μου» εξομολογείται, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα. Πώς όμως προέκυψε αυτό;

«Μεγάλωσα στον πιο τρανό ψαρότοπο της Ελλάδας, τη Μηχανιώνα. Ανάμεσα στους μούτσους, τους καπεταναίους, και τους ψαράδες που μαζεύονταν στο καφενείο του πατέρα μου. Από τη μητέρα μου γνώρισα τον κόσμο της αγροτιάς. Έτσι, από μικρό παιδί πάντα πήγαινα στους γέροντες» αναπολεί ο συγγραφέας. Τι, όμως, τον γοήτευε σε αυτούς τους ανθρώπους; «Οι πιο παλιές γενιές είχαν πολλές ιστορίες να πουν, γνώριζαν πως να μιλούν με παροιμίες».

Ο Κοροβίνης αγαπά τις ταβέρνες, λατρεύει το λαϊκό πάλκο και τη ρετσίνα. «Είμαι κοινωνικός πότης, πίνω μόνο όταν είμαι έξω. Όσο για το τσιγάρο; Αυτό, άστο καλύτερα, γιατί πάει σύννεφο!». Τον κάνω εικόνα να κρατά σημειώσεις πάνω σε πακέτα τσιγάρων σε κάποιο παραδοσιακό μαγέρικο της Θεσσαλονίκης. Οι σκηνές που ζωγραφίζει στα κείμενά του είναι καρτ-ποστάλ από άλλες εποχές· όχι, όμως, από αυτές τις τουριστικές, τις ψεύτικες, αλλά από τις άλλες, εκείνες τις ζωντανές εικόνες που μπορούν να σε γοητεύσουν από τη μια και να σε στοιχειώσουν από την άλλη.

«Όλοι οι κλασικοί -ο Fyodor Dostoevsky, o Charles Dickens, ο Victor Hugo, ο Miguel de Cervantes- ασχολούνται με ήρωες που βρίσκονται στις παρυφές της κοινωνικής ζωής. Κανείς δε θέλει να πει ιστορίες με έναν μέσο τύπο» μου εξηγεί, πριν συνεχίσει: «Ο μικροαστός δεν ταιριάζει στην τέχνη. Αν τώρα η εξουσία θέλει τον μικροαστό, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία»

Η Θεσσαλονίκη του Θωμά Κοροβίνη

Θωμάς Κοροβίνης Ο γύρος του Θανάτου Αρίστος Δράκος Σείχ Σου
PUBLIC.GR

Ο γύρος του θανάτου

Δες εδώ αναλυτικά!
15,06 9,08
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

«ΠΑΟΚ, Τούμπα και ΕΔΑ», αυτή ήταν η λαϊκή Θεσσαλονίκη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όπως την περιγράφει ένα γυναικείο πρόσωπο της πόλης στο μυθιστόρημα Ο γύρος του θανάτου (εκδ. Άγρα). Το βιβλίο καταπιάνεται με τα έργα και της ημέρες του Αριστείδη (Αρίστου) Παγκρατίδη, του ανθρώπου που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε -άδικα, όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν- ως ο περιβόητος Δράκος του Σείχ-Σου.

Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι που δε ζουν τη Θεσσαλονίκη από κοντά, καταδικάζουν τη συμπρωτεύουσα ως άντρο συντήρησης. «Υπάρχει μία στρεβλή εικόνα της πόλης. Από μέσα μαθαίνεις πολλά, αναγνωρίζεις την πραγματική νοοτροπία των ανθρώπων» αναφέρει ο Κοροβίνης, πριν συνεχίσει: «Η Αθήνα είναι ομφαλοσκοπική. Υπάρχει ένα λεκτικό νοιάξιμο για τα πράγματα – αν είσαι πατριώτης πρέπει να αγαπάς την πατρίδα σου από τον Έβρο μέχρι την Κάρπαθο, και από τα Αντικύθηρα μέχρι το Πισοδέρι της Φλώρινας».

Η μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ελλάδας έχει μία πραγματικά ταραγμένη μεταπολεμική ιστορία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παίχτηκε και η τραγωδία του Αρίστου Παγκρατίδη. Τον ρωτάω, αν, τελικά, ήταν ένας αποδιοπομπαίος τράγος. «Βόλεψε η περίπτωσή του πολύ. Είναι πράγματα που έχουν συμβεί ξανά και ξανά.  Άλλωστε, όλα τα κοινωνικά πειράματα της Ελλάδας πραγματοποιούνταν στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη υπήρξε πειραματόζωο για την εξουσίας της εποχής του ‘60 αλλά και παλιότερα». Χρωστά, άραγε, η κοινωνία μία συγγνώμη στη μνήμη του εξιλαστήριου θύματος; Η απάντησή του είναι μονολεκτική: «Ναι». 

Προσπαθώ να σκαλίσω λίγο περισσότερο τα κιτάπια της ιστορίας, αφού η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη αποτελεί ιδανικό σκηνικό για νουάρ αφηγήσεις. Αναρωτιέμαι αν αληθεύει η πεποίθηση ότι μεγάλο μέρος του πλούτου της πόλης στήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πάνω στις περιουσίες των Εβραίων που μαρτύρησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

«Αυτά τα πράγματα έχουν αποκαλυφθεί. Σε ένα διήγημα της συλλογής Τι πάθος ατελείωτο (εκδ. Άγρα) μιλάω για τις περιβόητες μεσεγγυήσεις» μου λέει χαρακτηριστικά ο Κοροβίνης, πριν εξηγήσει πιο συγκεκριμένα: «Εγγυητές έμπαιναν οι “γείτονες”. Όταν οι λίγοι που σώθηκαν γύρισαν δεν είχαν που να μείνουν· οι απόγονοι όσων έγιναν σαπούνι στα κρεματόρια δεν είχαν κανέναν δικαίωμα στην περιουσία των θυμάτων. Έγιναν εγκλήματα, άνθρωποι πάτησαν επί πτωμάτων».

Πολύ ευγενικά, με ρωτά αν μπορούμε να διακόψουμε για λίγο, έτσι ώστε να ηρεμήσει λίγο τα σκυλιά του που έχουν αρχίσει ένα ασταμάτητο γάβγισμα. Όταν επανέρχεται, με την κουβέντα να έχει μείνει στη μέση, περιγράφει μέσα σε λίγες λέξεις το δικό του όραμα για τη Θεσσαλονίκη: «Για να σηκώσω περήφανα τη σημαία της πόλης που θέλω να πρεσβεύω έχω κάποιες απαιτήσεις από τους συμπολιτες μου. Δεν τους θέλω με σκυμμένο κεφάλι, δεν τους θέλω να μην είναι φιλοπρόοδοι ώστε να ανοίξει η πόλη τα φτερά της, θέλω να δουν τα λάθη, τις βαριές σχέσεις του παρελθόντος, να συνειδητοποιήσουν πού έγινε το κακό, γιατί κακοφόρμισαν οι πληγές, να αυτοπροσδιοριστούν, να σηκωθούν ψηλά από κάθε άποψη· δεν μπορείς να συνεχίσει να ζεις κάνοντας την “κορόιδα”. Αυτό είναι που με καίει».

Επόμενα σχέδια, ωραίες αναμνήσεις

To θέατρο αγαπά τον Θωμά Κοροβίνη – με πάθος θα μπορούσε να πει κανείς. Τα δικά του κείμενα ανεβαίνουν ξανά και ξανά στο σανίδι. «Ήθελα να γίνω ηθοποιός μικρός αλλά νόμιζα ότι αυτό θα γίνει μόνο του, εκ θεού!» λέει στο τηλέφωνο ο Θωμάς Κοροβίνης, βάζοντας παράλληλα τα γέλια. Μάλιστα, ο Αρίστος σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, μία παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα Ο γύρος του θανάτου, ήταν μέχρι το lockdown μία από τις πιο σημαντικές θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. Όταν έρθει η άγια μέρα που θα τελειώσει η καραντίνα, όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει την πορεία της.

«Έχουμε σχεδιάσει με τον φίλο μου τον Στέλιο τον Μάινα να ανεβάσουμε τον Ανδρούτσο σε μορφή μονολόγου και σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου» αναφέρει, πριν συνεχίσει και με άλλα θεατρικά σχέδια: «Με τη Χρύσα Ρώπα ετοιμάζουμε ένα ανέβασμα του Κατάδεσμου (εκδ. Άγρα)· ενός σαρκαστικού κειμένου, όπου μία γυναίκα ¨”ξεσκίζει” τον άντρα της με τα όσα λέει, έναν άνθρωπο που συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματά που μπορεί να έχει ένα αρσενικό. Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Η κακιά Ελλάδα».

Τι κάνει, όμως, όλες εκείνες τις ώρες που δεν περπατά στις πεδιάδες αγναντεύοντας τα βουνά του Πηλίου; «Δουλεύω ένα μεγάλο δοκίμιο για το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι στη Θεσσαλονίκη τον 20ο αιώνα. Έχω προχωρήσει πολύ τη μελέτη και κοντεύω να την ολοκληρώσω. Επίσης, ετοιμάζω ένα μυθιστόρημα που λέγεται ο Μασίστας ενώ παράλληλα κάνω και δραματοποίηση για το θέατρου της νουβέλας μου με τίτλο ‘55» λέει με αρκετά επίσημο τόνο ο Κοροβίνης. Σχεδόν ξαφνικά, αποκτά ξανά μία ευτράπελη διάθεση: «Έχω τρία πράγματα που δουλεύω δηλαδή, αλλά αν μου έρθει καμιά “φαείνα” μπορούν να πάνε όλα πίσω και να πέσω με τα μούτρα. Έχει συμβεί και παλιότερα».

Αν αναρωτιέσαι ποιο θα είναι η ιστορία του Μασίστα, θα πρέπει να γυρίσεις αρκετές δεκαετίες πίσω στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί όπου ένας έφηβος, ο Κομνημός, βλέπει την ομώνυμη επιτυχία της Cinecita και θέλει να μοιάσει στον ήρωα. «Θέλει να ζήσει μία ζωή χωρίς περιορισμούς, χωρίς κανέναν Προκρούστη να του κόβει κομμάτια από τη ζωή του και την ελεύθερή του βούληση» αποκαλύπτει ο Κοροβίνης. Τι συμβαίνει στη συνέχεια; «Ερωτεύεται τον επιστήθιο φίλο του και συμμαθητή του. Ο Κομνημός έχει μία περιπετειώδη ζωή -πάει στην Αμερική, κάνει έξαλλη ζωή στην Αθήνα της δεκαετίας του ‘80, τότε που οργίαζαν τα μπαρ της Πλάκας, επιστρέφει, παντρεύεται- με κέντρο όμως πάντα τον βαθύ αλλά μυστικό προς τα έξω έρωτα για τον φίλο του».

Στο επόμενο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας σκοπεύει να καταπιαστεί -όπως συνήθως- με μερικές από τις πλέον κρίσιμες δεκαετίες του 20ου αιώνα για την Ελλάδα. Όσο όμως κρατάω σημειώσεις για τη συνέντευξη, θυμάμαι ότι κάτι σημαντικό ξέχασα να ρωτήσω. Έχει ζήσει, εργαζόμενος ως φιλόλογος, για οκτώ ολόκληρα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Πώς ήταν άραγε αυτή η εμπειρία;

«Ω του θαύματος! Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον;» ψάλει βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Η αγάπη του Κοροβίνη για τον λαϊκό πολιτισμό θυμίζει μεταφυσική εμπειρία. Ξεφεύγει, όμως, από τις αναμνήσεις που κατακλύζουν το μυαλό του και βρίσκει ξανά τον ειρμό του: «Μία καταπληκτική Βαβυλωνία μέσα στον χρόνο και τον μύθο που το ελληνικό στοιχείο την έχει ορίζει. Φυσικά, είναι και η αχλή του Ανατολικού Κόσμου που εκφράζει. Δεν υπάρχει άλλη πόλη που πατάει σε δύο ηπείρους: το ένα της κομμάτι στην Ευρώπη και το άλλο στην Ασία. Ένα εκπληκτικό κράμα δύο κόσμων. Προσωπικά, μέσα μου ανακαλεί ένα θαύμα».

Αντί επιλόγου: Μία φράση του Κοροβίνη

Θωμάς Κοροβίνης © Γιώργος Πούπης

Η ώρα έχει περάσει. Όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε στο Κουκάκι είχε λιακάδα, τώρα στο Δυτικό Πήλιο πρέπει πια ο ήλιος να έχει δύσει. Η μυθοποίηση των ηρώων του 1821, όπως αναφέρει ο Κοροβίνης, είναι απoλύτως λογική – άσχετα, αν όπως λέει, οι οπλαρχηγοί πολύ συχνά αυθαιρετούσαν, αφού ήταν πρώην μισθοφόροι με πολλά στόματα να θρέψουν. Παραμένουν όμως οι απελευθερωτές ενός τόπου. Το ζήτημα, βέβαια, είναι εμείς τι κάνουμε;

«Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την ένδοξη αντανάκλαση του παρελθόντος, ιδιαίτερα αυτή της Αρχαίας Ελλάδας» αναφέρει ο συγγραφέας στο τηλέφωνο, όσο ακούγεται άλλο ένα γάβγισμα από τα σκυλιά του. Τους τελευταίους μήνες έχει ζοριστεί και αυτός, καθώς ο κορονοϊός δεν βοηθά την εκδοτική διαδικασία. «Μνημόνια, κορονοϊός και αστυνομικό κράτος» μου λεει. Φοβάται πως θα βγούμε από όλο αυτό πολίτες με μαραμένη βούληση. Άλλωστε, ο ίδιος έχει πει παλιότερα το αμίμητο στην προσπάθειά του να περιγράψει την Ελλάδα: «Γυφτοβασίλειο με άλλοθι το αρχαίο κάλλος».

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι πολλές φορές, καλώς ή κακώς, ακούσια ή εκούσια, το παρελθόν μας δίνει κουράγιο. Έτσι, τον ρωτάω τι θα έκανε, αν είχε μπροστά του τον τελευταίο του πρωταγωνιστή, τον ήρωα του 1821, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Και ο Θωμάς Κοροβίνης απαντά:

«Θα τον αγκάλιαζα, θα τον έκανα φίλο μου, καρντάσι. Θα τον ρωτούσα για τους πόνους του, για τους αγώνες του, για την άθλια προδοσία που έζησε. Θα τον έκανα και συμπότη, συμποσιαστή. Πιθανόν, και εραστή».