ΒΙΒΛΙΟ

Ο Βασίλης Βασιλικός όταν δεν γράφει, είναι δυστυχής

Όσα μάθαμε για τον εμβληματικό συγγραφέα διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα».

Ο Βασίλης Βασιλικός έχει γράψει περίπου εκατόν είκοσι βιβλία. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Σε δύο χρόνια θα συμπληρωθούν εβδομήντα χρόνια ενεργής παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα. Αποτελεί λοιπόν εξ ορισμού ένα πολύ σημαντικό εκδοτικό γεγονός η κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» (εκδ. Κέδρος).

Τη διάβασα απνευστί. Τσάκισα σχεδόν τις μισές σελίδες και υπογράμμισα παραγράφους ολόκληρες (πάντα καλά σημάδια αυτά). Τα μαθήματα ζωής που ακολουθούν είναι μια κάποια σταχυολόγηση.

Ο Βασίλης Βασιλικός το μακρινό 1968.

Στο γραπτό αυτό ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει το τότε μέσα από ένα τώρα δύσκολο για τον γράφοντα. Αλλά χωρίς αυτή τη δυσκολία δεν θα είχε προκύψει η ανάγκη να διηγηθώ τα παλιά, για να σκοτώσω την ώρα, για να «σκεδάσω» ή να «διασκεδάσω» τον καιρό.

Σποραδικές αναμνήσεις. Από το σχολείο έμαθα δύο βασικά: Πρώτον, ότι η ζωή είναι πόνος και, δεύτερον, ότι η ζωή στον πλανήτη οφείλεται στην ιδιότητα του πάγου να γίνεται ελαφρύτερος από το νερό και να ανεβαίνει ως εκ τούτου εις την επιφάνεια της θαλασσής, επιτρέποντας έτσι στη ζωή στον βυθό να συνεχίζει την αναπαραγωγή της.

 

Μόνο μια τέχνη, ένα επάγγελμα δεν μπορεί να ξεφύγει του καημού του: το συγγραφικό. Διότι σε αυτό αναπαράγεται η ζωή, κι έτσι λησμονιά εύκολα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και πολλοί συγγραφείς καταφεύγουν σε ξεδόματα ουτιδανά, για να μπορούν να αναπνεύσουν. Κάνουν τον κηπουρό, τον μάγειρα, τον ταξιδευτή, τον εξερευνητή κοραλλιών, τον ψαροτουφεκά. Μα είναι κυρίως πότες. Μόνο με το πιοτί καταφέρνουν να ξεχάσουν το επώδυνο επάγγελμά τους, που είναι η επιστροφή στο κείμενο, είτε διά του κειμένου είτε διά των κριτικών, αναφορών, επιστολών, τηλεφώνων, φαξ, e-mail και τηλεοράσεων, είτε διά του πλέον επώδυνου «διάβασα το βιβλίο σου που με συγκλόνισε». Η μόνη φυγή από την κόλαση της γραφής είναι εντέλει ο ύπνος. Μα κι αυτός δεν είναι πάντα εύκολος.

Με τον Γιώργο Σεφέρη στο Παρίσι το 1971

Επιμένω πως δεν είναι απομνημονεύματα αλλά συγγραφικές αναμνήσεις. Γιατί, όπως πάντα, τα πιο σημαντικά δεν τα διηγούμαστε ποτέ έτσι, για να περάσει η ώρα. Τα καταγράφουμε σε κείμενα βαθυστόχαστα, όπου δεν είναι πάντα εύκολη η πρόσβαση. Τα βασικά μένουν έξω από το γραπτό. Ωστόσο, κι αυτό το καημενούλι έχει την όποια αξία του. Υπήρξε πλήρης η ζωή μου.

Γεννήθηκα ένα Σάββατο, όπως μου είπαν, ξημερώματα, με μάσκα. Τη μάσκα αυτή την είχε ο πατέρας μου στο πορτοφόλι του και μου την έδειχνε. Οι δικοί μου στάθηκαν ευνοϊκοί για την επίδοσή μου στα γράμματα. Ο πατέρας μου συνήθιζε να μας ξυπνά τα πρωινά με τη φράση «γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή». Και όταν είχαμε μια δασκάλα της γαλλικής, πριν φύγει τα απογεύματα στο γραφείο του, άνοιγε διακριτικά την πόρτα κι έλεγε: «Toujours en français, toujours en français». Ήταν γενικά χαρούμενος κι αισιόδοξος άνθρωπος. Όταν ήταν ικανοποιημένος, έτριβε τα χέρια του. Τη δική μου γέννηση την ανήγγειλε στο Κόμμα των Δημοκρατικών με τα εξής λόγια: «Φίλοι μου, σήμερα γεννήθηκε ένας ακόμα ψηφοφόρος της Δημοκρατίας».

Σε όλη τη διάρκεια της επάρατης Χούντας, που το μεγαλύτερο κακό ήταν η εφτάχρονη παραμονή της, υπήρξα «παναγουλικός». Όταν με ρωτούσαν σε ποια παράταξη ανήκα, απαντούσα «είμαι με τον Αλέκο Παναγούλη».

Με τον Αλέκο Παναγούλη στη Ρώμη το 1973

Τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του -δυο μέρες μετά που φάγαμε στο πιθάρι-, με πήρε ή τον πήρα στο τηλέφωνο. Οι τελευταίες κουβέντες μας υπήρξαν τα παράπονά του για το πόσο άσχημα γράφουν οι Έλληνες λογοτέχνες. «Μα αυτά δεν είναι ελληνικά», μου είπε.

Πρωτομαγιά ήμουν στον Πόρο, στο Λεμονοδάσος. Από το τρανζίστορ κάποιου περαστικού έμαθα τα θλιβερά μαντάτα. Ο κύρης μου σκοτώθηκε στης ερημιάς τη στράτα. Έτρεξα στο ξενοδοχείο. Από την τηλεόραση ο εκφωνητής διαλαλούσε την πραμάτεια του: 0,5 αλκοόλ, έλεγε, βρέθηκε στο αίμα του. Ήθελε να πει 0,005 (σε χιλιοστά) κι έφαγε τα δυο μηδενικά. Επίτηδες. Γιατί ήταν κι ο τηλεπαρουσιαστής της Χούντας. Έσπασα το τζάμι της τηλεόρασης.

Σε δυο μέρες πληθώρα τηλεγραφημάτων, από τους τριάντα τρεις εκδότες μου του Ζ, μου ζητούσαν το καινούργιο Ζ, για τον Παναγούλη. Με πλήρωναν προκαταβολικά όσα λεφτά ήθελα. Ο λόγος που τους έπιασε αυτό το αμόκ ήταν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στη Le Monde, τη γαλλική εφημερίδα, δείχνοντας ένα Mirafiori να ντεραπάρει και τα λάστιχα να γράφουν στην άσφαλτο ένα ζιγκ ζαγκ στο σχήμα του Ζ. Το σκίτσο, με την επιτυχημένη αναφορά στην υπόθεση Λαμπράκη, έκανε τον γύρο του κόσμου. Και οι εκδότες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους εκλιπαρώντας με, με τέλεξ και τηλεγραφήματα, για το Ράμπο Νο 2. Μπορούσα να εκμεταλλευτώ την περίσταση, να γεμίσω τις τσέπες μου λεφτά και να τους δώσω μια πατάτα στο πιάτο, με σάλτσα Μπάλτσα. Δεν το έκανα. Τους αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ήμουν πολύ κοντά στον Αλέκο, για να τον δω σαν θέμα βιβλίου. Τον Λαμπράκη ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει. Τους ανθρώπους σου, που αγαπάς, δεν τους σκέφτεσαι σαν κείμενο. Το κείμενο είναι πάντα μια προδοσία.

Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1979

Το σχολείο είναι πυρήνας ζωής. Το κουκούτσι όπου δένει αργότερα ο καρπός της ελιάς. Εγώ τα δύο πράγματα που ξέρω στο σχολείο τα έμαθα. Μετά, που μπήκα στο πανεπιστήμιο, δεν έμαθα τίποτα.

Οι κακοί άνθρωποι έρχεται μια στιγμή του βίου τους όπου αλλάζουν και γίνονται καλοί. Αυτή η μεταστροφή δεν είναι μηχανική ούτε γίνεται από υπολογισμό. Γίνεται γιατί μέσα στον κάθε άνθρωπο αντιπαλεύουν ο Σατανάς και ο Χριστός και, όταν μια ζωή κερδίζει ο πρώτος, σ’ εκείνους βέβαια που διαθέτουν κάποια ευαισθησία, έρχεται ο δεύτερος και παίρνει το πάνω χέρι, κοντά στο τέλος του βίου τους – και ως «τέλος» εννοούμε ακόμα και τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής τους -, γιατί πιστεύω πως βασικά θέλουν να παραδώσουν καλή ψυχή στον Θεό.

Όταν δεν γράφω, είμαι δυστυχής. Όταν γράφω, ξεχνώ τη δυστυχία μου. Όταν δεν έχω όρεξη για γράψιμο, σημαίνει πως είμαι ευτυχισμένος.

Μακάρι να υπήρχαν ατζέντηδες και επαγγελματικά γραφεία, όπως στο εξωτερικό, που να αναλάμβαναν έναντι του 10% την προώθηση των βιβλίων, ώστε να μη χρειάζεται, εμείς οι συγγραφείς, να το κάνουμε. Διότι, αν δεν το κάνουμε εμείς, κανείς άλλος δεν θα το κάνει για μας και το μήνυμα, που δεν είναι άλλο τις περισσότερες φορές από την ύπαρξη του ίδιου του κειμένου, όπως στα πραγματικά γεννητούρια, θα έμενε μετέωρο, στα αζήτητα. Υποτίθεται ότι όποιος δημοσιεύει το κάνει για να φτάσει το βιβλίο του σε κάποιον τρίτο. Γι’ αυτό και δεν αποκαλείται γραφέας, αλλά συγγραφέας. Στις μέρες μας δεν υπάρχει δυστυχώς η πολυτέλεια του να ανακαλύψει κάποιος το μπουκάλι που ρίξαμε στο πέλαγος. Δεν υπάρχουν πια τέτοια μπουκάλια. Τα γυάλινα βυθίζονται. Τα πλαστικά μονάχα επιπλέουν ρυπαίνοντας τις θάλασσες.

Δεν περιμένω να κρυώσει το γεγονός για να το μετουσιώσω σε λογοτεχνία. Εγώ κάνω ό,τι μπορώ ενώ βράζει. Κρύο, ξενέρωτο, αναπολημένο ή ιστοριογραφημένο δεν με ενδιαφέρει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να γράψω ιστορικό μυθιστόρημα παρά ως παρωδία, ως θυμηδία. Μπορώ να κάνω το παρόν παρελθόν. Αλλά το παρελθόν δεν μπορώ να το ξαναζωντανέψω. Νομίζω πως είναι ένα από τα βασικά κλειδιά της ψυχοσύνθεσής μου, η κλειδαρότρυπα από όπου θα μπορούσε κανείς να με ερευνήσει ψυχαναλυτικά για την πράξη της δημιουργίας, που παραμένει για μένα ανεξιχνίαστη, σκοτεινή. Τι οδηγεί στο γράψιμο; Δεν το ξέρω.

Με τον Günter Grass το 1969

Ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξα υπάλληλος. Διότι υπάλληλος και συγγραφέας δεν γίνεται. Γιατρός και συγγραφέας ίσως μπορεί και να συνυπάρξουν, γιατί αντλεί ο συγγραφέας από τον γιατρό εμπειρίες, όπως ο Κρόνιν, και άλλοι. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να εγκαταλείψει το ιατριλίκι. Δικηγόρος και συγγραφέας είναι ασυμβίβαστα, αν και πολλοί στην Ελλάδα το επιχείρησαν.

Άλλο λογοτέχνης και άλλο συγγραφέας, όπως το εννοώ εγώ. Λογοτέχνης μπορεί να είναι ο καθένας που έχει ένα άλλο, πλην της γραφής, βιοποριστικό επάγγελμα. Το συγγραφιλίκι όμως απαιτεί μια ολοήμερη, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, απασχόληση.

Αν έχω κάτι για να περηφανεύομαι από τη συγγραφική μου ζωή, είναι ότι υπήρξα ο πρώτος που πέρασα στον τηλεφωνικό κατάλογο ως συγγραφέας. Κι αυτό όχι τον 19ο αιώνα, όπως θα φανταζόταν κανείς. Αλλά το 1967.

Νομίζω πως τους πολιτικούς, πριν τους εμπιστευτούμε τη διακυβέρνησή μας, πρέπει κανονικά να τους περνάμε από ψυχαναλυτικά τεστ. Βέβαια, το πρόβλημα είναι ποιο θα ήταν το υπερπολιτειακό εκείνο όργανο που θα εντελλόταν ένα τέτοιο τεστ.

Το πρόβλημα με τους πολιτικούς είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να βγάζουν πάνω στις μάζες τα προσωπικά τους απωθημένα.

Με τον Julio Cortázar το 1969

Με την ωριμότητα και το προχώρημα, το μέστωμα της ηλικίας, νομίζω πως οι διασπάσεις και τα λοιπά, όπως παλιότερα οι αιρέσεις, σε κόμματα και θρησκείες, που είναι ξεκομμένες ουσιαστικά από το ποίμνιο, τη βάση τους, γίνονται κυρίως για να μην πεθάνουν από την πλήξη τους και την αδράνεια οι οπαδοί-πιστοί.

Βαρέθηκα να ακούω για τα πρώτα βιβλία μου. Γίνεται εχθρός μου όποιος αναφέρεται στην Τριλογία. Τον μισώ. (Για το Ζ όχι.)

Ο πατέρας μού το έλεγε όταν ήμουν μικρός: «Θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία». Τελικά, μπορεί να βγει δικαιωμένος. «Αλλά δεν έζησα, μπαμπά, στην ψάθα. Έζησα στα πλούτη, μπαμπά, με τη λογοτεχνία. Αν πεθάνω στην ψάθα, είναι το λιγότερο. Τι να τα κάνεις τα πλούσια φέρετρα;

Η αφέλεια είναι ίδιον των συγγραφέων και όχι των πολιτικών.

Η αυτοβιογραφία του Βασίλη Βασιλικού με τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.