ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ο Χοακίν Φοίνιξ είναι ακόμα εδώ

Επιστρέφοντας από το μεγάλο του διάλειμμα από την ηθοποιία για χάρη του “Master”, ο ταλαντούχος ηθοποιός μας κάνει να αναρωτηθούμε τι είναι τόσο ιδιαίτερο με την πάρτη του.

“Δεν θα είμαι ποτέ ικανοποιημένος…”, ξεκινά να απαντά μια ερώτηση στην ήδη διάσημη συνέντευξή του για το περιοδικό Interview ο Χοακίν Φοίνιξ. “Μάλλον, θα σου πω κάτι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αυτό μπορώ να σου εγγυηθώ: Αν είμαι ποτέ ικανοποιημένος με κάτι που έχω κάνει, τότε θα είναι πολύ κακό.”

Δε μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να αναζητά συνεχώς το διαφορετικό σε σημείο αυτοκαταστροφής, όμως όταν το έχει -και το γνωρίζει, όπως ο Φοίνιξ-, τότε πρέπει να του βγάλεις το καπέλο. Ο Χοακίν Φοίνιξ δεν είναι ικανοποιημένος. Αν υπάρχει ένα πράγμα που ήταν πάντα εμφανές σε όλη του τη διαδρομή, είναι αυτό ακριβώς: Ότι δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος.

Αυτό ακούγεται ίσως κάπως ξινό ή/και σνομπίστικο, αλλά δεν είναι. Μάλλον δηλαδή, δε τον ξέρουμε τον άνθρωπο. Αλλά η πορεία του Φοίνιξ έχει δείξει πως πρόκειται για έναν ηθοποιό που δε θέλει να κάνει πράγματα απλώς για να τα κάνει. Και, ακόμα κυριότερα, έναν άνθρωπο που συχνότερα από ό,τι όχι, αισθάνεται ξένος μέσα στο ίδιο του το πετσί.

Γεννημένος στο Πουέρτο Ρίκο από γονείς που έκαναν τουρνέ στη Νότιο Αμερική ως μέλη μιας περίεργης θρησκευτικής σέχτας (την οποία εγκατέλειψαν αργότερα, αλλά και πάλι, φαντάσου να έχεις κάτι τέτοιο να λες), μεγάλωσε στο Λος Άντζελες όπου η μητέρα του είχε πιάσει δουλειά ως γραμματέας, ύστερα του τη βάρεσε και περιόδευσε με τον πατέρα του στη Λατινική Αμερική, κι αργότερα μπήκε στον κόσμο του θεάματος θέλοντας να τον φωνάζουν Λιφ. Φύλλο.

(Σχετικοάσχετο. Είναι μέλλος της P.E.T.A. και είναι φυσικά χορτοφάγος.)

Αυτό ήταν και το καλλιτεχνικό του μέχρι τις αρχές των ‘90s, όταν το όλο σύστημα (παρότι ακόμα δεν ήταν παρά ένα ανερχόμενο ταλέντο) είχε αρχίσει να τον απωθεί. Το 1992 έγινε διασημότερος από ποτέ, για τον τραγικότερο των λόγων: Επειδή το απεγνωσμένο του τηλεφώνημα για βοήθεια, όταν ο αδερφός του Ρίβερ έπεσε νεκρός από υπερβολική δόση μπροστά από το Viper Club, παίχτηκε και ακούστηκε από όλους. Για πολύ καιρό.

Εν τέλει αποφάσισε να επιστρέψει στην ηθοποιία ύστερα από ένα διάλειμμα 6 χρόνων, πρώτα δειλά, το 1995, κάνοντας δυο-τρεις ταινίες μέσα σε ισάριθμα χρόνια, αλλά ήταν το 1998 που θα έπεφτε με τα μούτρα, εκκινώντας την κυρίως δεκαετία της καριέρας του. Θυμάμαι να τον βλέπω στα “8 χιλιοστά” με τον Νίκολας Κέιτζ και να φεύγω εντυπωσιασμένος από το παίξιμο του “αδερφού του Ρίβερ Φοίνιξ”. Σύντομα, θα σταματούσε να είναι αδερφός του αδερφού του, παίρνοντας υποψηφιότητες Όσκαρ (για το ρόλο του ως Κόμμοδο στο “Μονομάχο” πρώτα, για την ερμηνεία του ως Τζόνι Κας στο “Walk the Line” μερικά χρόνια αργότερα) ή παίζοντας σε εντελώς διαφορετικές και προσωπικές ταινίες όπως το “Yards” ή το “Όλα για την Αγάπη” του Βίντερμπεργκ.

 

Σε όλη αυτή την πορεία, με καλές ερμηνείες σε καλές ταινίες καλών σκηνοθετών, έχει σημασία να γνωρίζει κανείς πως ο Φοίνιξ δεν υπήρξε ποτέ το είδος του συμβατικού σταρ. Το PR τον άφηνε αδιάφορο, το να παίξει σε μεγάλα εμπορικά οχήματα επίσης — καλά καλά δεν τον συνάρπαζε η ίδια η ιδέα του να συνεργαστεί με σκηνοθέτες που θαυμάζει. Έχει εκμυστηρευτεί πως όταν συζητά με έναν δημιουργό, δεν κάθεται καν να δει τις προηγούμενες ταινίες του. “ΟΚ, τον Ρίντλεϊ Σκοτ τον ήξερα, είχα δει μικρός το ‘Alien’ και το ‘Blade Runner’ πριν κάνω τον ‘Μονομάχο’,” παραδέχεται, αλλά ως εκεί.

Προτιμά να συνεργάζεται με κάποιον επειδή του αρέσει σαν άνθρωπος, επειδή πιστεύει ότι έχει εμπειρίες και στιγμές να κερδίσει, παρά επειδή νιώθει, υπολογιστικά, πως θα κάνει ένα μεγάλο βήμα καριέρας. Αυτό τώρα, τι σου λέει;

Λέει πως, τελικά, δεν φάνηκε σε κανέναν περίεργο όταν το 2008 τα ‘παράτησε’. Για χρόνια αισθανόταν πως δεν ανήκε, παραδέχεται πως δεν του αρέσει η ώρα που περνά στο σετ, οι δημόσιες σχέσεις και τα πηγαδάκια τον απωθούν, και σύντομα, όπως λέει κι ο ίδιος, δε τον ενδιέφερε ‘αυτό το είδος’ της ηθοποιίας πια.

Το 2005 είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, χάρη σε ό,τι είχε να κάνει με το “Walk the Line”: Ο Τζόνι Κας, η ηχογράφηση του -εξαιρετικού- σάουντρακ με τη φωνή του ίδιου και της Ρις Γουίδερσπουν, τα κόκκινα χαλιά, η οσκαρική κούρσα, οι αναπόφευκτες προσφορές πολλών εκατομμυρίων. Η απόλυτα φυσική αντίδραση; Αυτή:

Λίγο καιρό αργότερα, ο Φοίνιξ δηλώνει πως αποσύρεται (ξανά, οριστικά όμως τώρα) από την ηθοποιία για να κάνει καριέρα στο χιπ-χοπ.

Μέχρι που βγήκε και το είπε και στον Λέτερμαν, καθώς άναυδη η Αμερική και ο κόσμος τον έβλεπαν να χάνει τα λόγια του, να μη βγάζει νόημα, να είναι ένα σουρεαλιστικό κέλυφος του πρότερου εαυτού του. Ήταν μπλόφα φυσικά. Αλλά κανείς δεν ήξερε την αλήθεια πέρα από μια χούφτα ανθρώπους και, το κυριότερο, όλοι ήταν έτοιμοι να το πιστέψουν, ότι θα έκανε κάτι τόσο παλαβό και ακραίο. “Ναι μωρέ, ο Χοακίν είναι,” θα σκέφτηκαν πολλοί συνάδελφοι ή συνεργάτες, “καλό παιδί αλλά περίεργο.” Ξέρεις. “Δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος.”

Όπως βέβαια τώρα γνωρίζουμε, όλα ήταν μέρος μιας απολαυστικά τραβηγμένης φάρσας για το mockumentary “I’m Still Here” που έστησε μαζί με τον φίλο του, Κέισι Άφλεκ (αδερφό του Μπεν), πάνω ακριβώς στην ανάγκη ενός καλλιτέχνη να απομακρυνθεί και να επανεφεύρει τον εαυτό του. Όπως έξηγεί, όλο αυτό το πείραμα ήταν κάτι που είχε γεννηθεί μέσα από τις, μεταξύ αστείου και σοβαρού (δηλαδή πάντα σοβαρού) κουβέντες που για χρόνια είχαν με τον Άφλεκ: “Λέω να σταματήσω”, θα έλεγε συνεχώς ο ένας στον άλλον. “Και τι θα κάνεις από τον άλλο μήνα;”, θα απαντούσε ο άλλος. “Θα γίνω ράπερ!”, πιθανώς απάντησε κάποια στιγμή σε κάποια από αυτές τις συζητήσεις -πιθανώς πάνω από μπόλικο αλκοόλ- ο Φοίνιξ.

(Πέρασε και την απαραίτητη φάση αποτοξίνωσης εκεί λίγο μετά το “Walk the Line”.)

Ξέρεις πώς είναι. Όλες οι μεγάλες αποφάσεις γεννιούνται σε κάποιο ημι-μεθυσμένο διάλογο ‘μεταξύ αστείου και σοβαρού’. Κάπως έτσι ο Χοακίν Φοίνιξ εγκατέλειψε την ηθοποιία. Για ψέμματα. Αλλά και, εν τέλει, αλήθεια. Φυσικά δεν ασχολήθηκε με το χιπ χοπ, αλλά η επανεφεύρεση του εαυτού του ήταν αληθινή. Ακριβώς επειδή όλο αυτό πήγαζε από μια ανάγκη. Την ανάγκη του να μην παίζει απλώς για να παίζει. Να κάνει κάτι που τον προκαλεί, που τελοσπάντων, τον ικανοποιεί. Αν γίνεται αυτό.

 

4 χρόνια μετά από εκείνες τις περίεργες δημόσιες εμφανίσεις, και 2 μετά την πρεμιέρα του ‘ντοκιμαντέρ’ “I’m Still Here”, ο Φοίνιξ επιστρέφει (για δεύτερη φορά) στην ενεργό δράση με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο “The Master” του Πολ Τόμας Άντερσον. Μια μεγάλη ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη, με έναν μεγάλο συμπρωταγωνιστή (τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), το “Master” αφηγείται την προσωπική ιστορία ενός βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην κοινωνία, βρίσκεται στο δρόμο ενός κήρυκα για ένα μυστήριο cult τύπου Σαϊεντολογίας.

Η ταινία αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από διαλογικά μέρη ανάμεσα στους δύο άντρες – ο Χόφμαν με μια πιο επιβλητική (και ταυτόχρονα εσωτερική) εμφάνιση, ο Φοίνιξ με έναν ρόλο πιο αβανταδόρικο, πιο εφετζίδικο, που απαιτεί συνεχώς να κάνει πράγματα στην οθόνη, να μιλάει, να κινείται, να τραβά την προσοχή. Μεταξύ αστείου και σοβαρού (και είπαμε τι σημαίνει αυτό), λέει στο Interview πως ο Άντερσον τον πήρε στην ταινία λόγω του “I’m Still Here”, γνωρίζοντας πως δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανε, και πως από ένα σημείο και μετά τον δοκίμαζε, για να δει τι άλλη ακρότητα θα τον βάλει να κάνει στην οθόνη.

Ο ρόλος έχει στοιχεία καθαρά Οσκαρικής ερμηνείας, και υπήρξε πράγματι μια φάση όπου ο Φοίνιξ εθεωρείται σκληρό φαβορί. Έκτοτε η ταινία σταμάτησε να συζητιέται τόσο πολύ (σε οσκαρικά πλαίσια, διευκρινίζουμε) για διάφορους λόγους, και ο Φοίνιξ συγκεκριμένα τώρα είναι βέβαιο πως δεν έχει τύχη. Γιατί λέτε να είναι έτσι τα πράγματα;

Ας επιστρέψουμε σε αυτή τη συνέντευξη και πάλι, που όπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, είναι ήδη διάσημη. Να γιατί είναι διάσημη: “Νομίζω πως είναι μαλακίες. Είναι απολύτως, εντελώς μαλακίες, και δε θέλω να είμαι μέρος αυτού του πράγματος.” Α, για τα βραβεία μιλάει, σε περίπτωση που απορούσες. “Είναι ένα καρότο, και είναι το πιο άγευστο καρότο που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Δε το θέλω αυτό το καρότο. Είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, θέλω να πω. Και το να βάζεις ανθρώπους να μάχονται ο ένας εναντίον του άλλου… Είναι το πιο ηλίθιο πράγμα στον κόσμο.”

(Αργότερα ζήτησε μια μισοψημένη συγγνώμη για όλα αυτά, όμως α) η ‘ζημιά’ είχε ήδη γίνει και β) ήταν εμφανές ποια από τις δύο δηλώσεις ήταν ο αληθινός Χοακίν. Και μετά την παρένθεση συνεχίζουμε.)

“Μια από τις πιο άβολες περιόδους της ζωής μου ήταν όταν το “Walk the Line” έκανε το γύρο όλων αυτών των βραβείων. Δε θέλω να ξαναζήσω ποτέ μου αυτή την εμπειρία. Δε ξέρω πώς να το εξηγήσω. Και δεν είναι πως βρίσκομαι σε ένα σημείο στην καριέρα μου που νομίζω πως είμαι πάνω από όλα αυτά,” λέει λίγο πριν καταλήξει:

“Απλά δε θέλω ποτέ μου να αισθανθώ άνετα με αυτά τα πράγματα.”

Κάτι μας λέει πως αυτή τη στιγμή, ο Χοακίν Φοίνιξ είναι κάπως ικανοποιημένος.

 

*Το “The Master” του Πολ Τόμας Άντερσον με τους Χοακίν Φοίνιξ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και Έιμι Άνταμς προβάλλεται ήδη στις αίθουσες από την Odeon.