ΣΙΝΕΜΑ

Οι 9 καλύτερες ταινίες που είδαμε τον Ιούνιο

Βαγγέλης Μουρίκης εναντίον Godzilla, Emily Blunt εναντίον φαμίλιας Toretto. Διαλέγουμε τα καλύτερα φιλμ που παίχτηκαν πρώτη φορά τον περασμένο μήνα.

Ναι, επιτέλους. Οι αίθουσες είναι ξανά ανοιχτές.

Κι εμείς συνεχίζουμε στο τέλος κάθε μήνα να διαλέγουμε τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στη διάρκειά του σε πρώτη προβολή. Τώρα που η οσκαρική περίοδος έχει παρέλθει και τα επόμενα φεστιβαλικά φιλμ αργούν, η φύση γιατρεύεται κι έτσι σχεδόν το σύνολο των επιλογών μας βρίσκεται, και πάλι, στις αίθουσες. Αυτά βέβαια διαρκώς αλλάζουν κι εμείς είμαστε εδώ γι’αυτό.

Καθώς λοιπόν οι χειμερινές αίθουσες αρχίζουν κι αυτές να ανοίγουν κι ενώ τα θερινά σινεμά υποδέχονται κόσμο που το είχε ανάγκη το σινεμά (απλά υπέροχη εξέλιξη το πόσο καλά έχει πάει σε λιγοστές αίθουσες μια ταινία σαν το Digger, για παράδειγμα), εμείς ξεχωρίζουμε τις καλύτερες ταινίες του 30ημέρου. Έτσι, για να μη χανόμαστε ανάμεσα στις δεκάδες κυκλοφορίες της κάθε βδομάδας. Αυτά είναι τα φιλμ πρώτης προβολής στην Ελλάδα, που ξεχωρίσαμε τον Ιούνιο.

Digger

Ο Νικήτας μένει μόνος του στην κορυφή ενός ορεινού δάσους, έχοντας επαφή μόνο με τους ανθρώπους που συνθέτουν αυτή την μικρή, απομακρυσμένη κοινωνία. Η επίθεση που θα δεχτεί τώρα είναι διπλή. Από τη μία, μια βιομηχανία επεκτείνεται δίχως έγνοια για το φυσικό τοπίο, κάνοντας τα πάντα για να βάλει χέρι στην ιδιοκτησία του. Και ταυτόχρονα, ο γιος του έρχεται να τον συναντήσει ύστερα από 20 χρόνια, διεκδικώντας μερίδιο του κτήματος, μετά τον θάνατο της μητέρας του. Με φόντο ένα φυσικό τοπίο διαρκώς απειλούμενο, οι δύο άντρες θα έρθουν σε κατά μέτωπο σύγκρουση, αρνούμενοι να κάνουν πίσω.

Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης τοποθετεί μια γνώριμα ανθρώπινη δυναμική πατέρα-γιου-κοινωνίας μέσα σε ένα κόσμο τέτοιας αμόλυντης φυσικότητας που μοιάζει με κάτι το σχεδόν μουσειακό. Ο φακός του απορροφά κάθε λεπτομέρεια, κάθε στιγμή φυσικής ισορροπίας, κάθε σιωπή του δάσους, κάθε μικρή και μεγάλη ένωση ανθρώπου και περιβάλλοντος. Είναι ταυτόχρονα μια ιστορία πατεράδες και γιους και για ανείπωτους οικογενειακούς πόνους και εντάσεις, όσο και μια ιστορία για τη γη που χάνουμε- κι όλα όσα βυθίζονται μαζί της.

Με τη συνδρομή ενός εξαιρετικού καστ (ο Μουρίκης σε μια από τις μεστά ανθρώπινες και πονεμές ερμηνείες της καριέρας του, ο Πανταζάρας γεμάτος περιέργεια και θυμό, η Κόκκαλη σαν τοπικό πνεύμα), ο Γρηγοράκης δημιουργεί μια ψυχωμένη περιπέτεια στα σύνορα του βιομηχανικού πολιτισμού (αυτό αν μη τι άλλο δίνει στην ταινία έναν ουσιαστικά γουέστερν χαρακτήρα) για ήρωες κολλημένους στους ίδιους κύκλους και συνήθειες. Αλλά μήπως αυτό δεν μας κάνει ανθρώπους τελικά;

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

Minari

Μια οικογένεια από τη Νότιο Κορέα εγκαθίσταται στο Άρκανσας των 80s προσπαθώντας να ταιριάξουν σε αυτή τη νέα τους πατρίδα και να γίνουν μέρος του Αμερικάνικου Ονείρου. Τα πράγματα δεν κυλάνε ακριβώς ονειρικά όμως, κι όταν η υπέροχη γιαγιά θα έρθει από την Κορέα να μείνει κι αυτή μαζί τους, ο 7χρονος David θα βρει στο πρόσωπό της κάτι το συναρπαστικό, εξάπτοντας την περιέργειά του και βγάζοντάς τον από την ράθυμη αβεβαιότητα της στάσιμης καθημερινότητάς του.

Πρωτίστως μια ταινία για το να (ψάχνεις πού) ανήκεις, το Minari εντυπωσιάζει με τον αισθητικό του έλεγχο και το πώς μέσα από πλήρη αρμονία κάδρου, χρώματος και ερμηνειών ζωγραφίζει έναν πίνακα με ήρωες που σα να μοιάζουν σχεδόν κυριολεκτικά να προσπαθούν να ταιριάξουν με το φόντο τους, δίχως πάντα να έχουν συναίσθηση του χώρου και της κατάστασής τους. Κοιτούν διαρκώς κάπου αλλού, κάπου εξωτερικά, ή κινούνται με τρόπο συχνά αντιδιαισθητικό.

Είναι μια εντυπωσιακή ταινία που αυτο-σαμποτάρεται βάζοντας τρικλοποδιές πλοκής και φροντίζοντας τα πάντα στην τρίτη πράξη να είναι όσο δραματικά αλλά και ταυτόχρονα όσο τακτικά χρειάζεται. Δεν γκρεμίζεται ποτέ γιατί έχει τη σοφία να είναι πάντοτε ταπεινό και -πίσω από όλα- ειλικρινές. Βρίσκει εύκολα κανείς πολλά να αναγνωρίσει στην οθόνη και στις σχέσεις αυτής της οικογένειας, πολύ περισσότερα από όσα ποτέ θα φανταζόμασταν, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που η πλοκή παίρνει τον έλεγχο.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

A Quiet Place Part II

Τα μέλη της οικογένειας Άμποτ που επιβίωσαν της πρώτης ταινίας τώρα βρίσκονται έξω πια από το σπιτικό τους περιβάλλον, και πρέπει να επιβιώσουν στον έξω κόσμο, κατακλυσμένο πλέον όχι μόνο από τα τέρατα που κυνηγούν τον ήχο, αλλά κι από ένα σωρό άλλους κινδύνους. Απρόσμενα καλογυρισμένο σίκουελ της μεγάλης επιτυχίας του John Krasinski, ο οποίος εδώ περιορίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ρόλο του πίσω από την κάμερα, αφήνοντας την ταινία στους ώμους της Emily Blunt και του νεοεισελθόντα στο σύμπαν του φιλμ, Cillian Murphy.

Απαλλαγμένο από την ανάγκη ανόητων επεξηγήσεων και χτισίματος μιας κάποιας σοβαροφανούς μυθολογίας (και των μισοζεσταμένων θεματικών της επεκτάσεων, όπως είχαν παρουσιαστεί στο πρώτο φιλμ), αυτό το σίκουελ αφοσιώνεται πλήρως στον τρόμο της επιβίωσης και σε αγνότερα σετ-απ τρόμου, δίχως να φλυαρεί, δίχως να αναλώνεται, δίχως να διαθέτει το παραμικρό λίπος ή κάτι το περιττό, ιδίως στην (οριακά ανύπαρκτη) τρίτη του πράξη. Ένα σπάνιο προτέρημα για το σημερινό εμπορικό σινεμά. Σίγουρα ισχνό, σίγουρα αρκετά γνώριμο, αλλά πάντως σινεμά τρόμου σίγουρο για τον εαυτό του και έτοιμο να χαρίσει τίμια διασκέδαση στον θεατή δίχως να τον υποτιμά. Μεγάλη θετική έκπληξη, κι ένα σίκουελ οπωσδήποτε ανώτερο του πρωτότυπου.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

Μήλα

Στο μέσον μιας πανδημίας αμνησίας, ένας άντρας (Άρης Σερβετάλης παίζοντας σαν μελαγχολική φιγούρα κάποιου θλιμμένου κλόουν του βωβού σινεμά) επιβιβάζεται σε ένα λεωφορείο αλλά όταν ο οδηγός τον ρωτά πού πάει, εκείνος δεν θυμάται. Σε μια κλινική αποκατάστασης, κι αφού κανείς δεν τον αναζητά, ο άντρας λαμβάνει οδηγίες για το επόμενο βήμα της κοινωνικής επανένταξης: Να εκτελεί καθημερινές αποστολές μνήμης και εμπειρίας. Να κάνει ποδήλατο. Να πάει ένα σινεμά. Να χορέψει σε ένα μπαρ. Να φλερτάρει. Και μετά από κάθε πράξη, να πάρει μια φωτογραφία, να τη βάλει σε ένα άλμπουμ, σα να επιχειρεί να θυμηθεί από την αρχή την καθημερινότητα του να είσαι άνθρωπος.

Σε παραλληλισμό με την Αιώνια Λιακάδα του Charlie Kaufman, μια μεγάλη και σαφή επιρροή για τον νέο σκηνοθέτη, τα Μήλα ξεκινούν από μια απίθανα συμβολική κονσεπτική ακρότητα για να αναρωτηθούν ποιο κομμάτι της ύπαρξής μας, της προσωπικότητας, της ψυχής μας, συνδέεται απευθείας με τη μνήμη, με την αγωνία του να προσπαθείς να ξεχάσεις, με την αγωνία του να προσπαθείς να θυμηθείς. Η δράση τοποθετείται σε μια αχρονικά ρετρό εκδοχή της Αθήνας από όπου η τεχνολογία απουσιάζει πλήρως, σε αναζήτηση του χειροπιαστού χαρακτήρα της μνήμης. Εκφράζοντας ίσως έτσι την αγωνία του να προσπαθείς να χτίσεις νέες αναμνήσεις γύρω από ένα μεγάλο κενό, στη κοινωνία της διαρκούς πληροφορίας και των συνεχών notifications. Πώς βρίσκεις την απόλυτη ησυχία;

Το φιλμ οπωσδήποτε λειτουργεί πάνω σε γνώριμους στυλιστικούς κώδικες, όμως καταφέρνει να θέσει μια συμβολική σύλληψη μέσα από υπαινικτικούς συναισθηματικούς όρους, εντοπίζοντας την απελευθέρωση σε ένα μουσικό κομμάτι, σε έναν χορό που παρασέρνει τον ήρωα (στην καλύτερη σκηνή της ταινίας), σε ενστικτώδεις αποκρίσεις που ξεγελούν και τον ίδιο, στην ανάπτυξη νέων δεσμών και συνηθειών. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό στο να θες να τα μάθεις όλα από την αρχή.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο

Ο σκηνοθέτης του πετυχημένου θρίλερ Χάρι, ο Καλύτερος Φίλος του Ανθρώπου επιστρέφει σε φόρμα με μια εντυπωσιακά κατασκευασμένη λογοτεχνική διασκευή όπου η γωνία της αφήγησης και του ενδιαφέροντος διαρκώς μετακυλίεται σε επόμενους χαρακτήρες, σχηματίζονται ένα πορτρέτο αγωνίας και έντασης, αλληλοσυγκρουόμενων οπτικών. Σε μια καλυμμένη από χιόνι αγροτική κωμόπολη, μια γυναίκα εξαφανίζεται κι η αστυνομία μοιάζει ανήμπορη να ακολουθήσει το νήμα του μυστηρίου. Το φιλμ ακολουθεί τους υπόπτους, ή απλά τους ανθρώπους που με τον ένα τρόπο ή τον άλλον, είδαν τις ζωές τους να έρχονται σε επαφή με τη δική της.

Ο Moll στήνει έντεχνα την αφήγηση ώστε το ενδιαφέρον ποτέ να μην χάνεται, όσο κι αν τα επιμέρους επεισόδια μπορεί να φλερτάρουν με το τραβηγμένο. Ακροβατεί μέσα από μια εναλλαγή κινηματογραφικών χρόνων και σχεδόν ειδών (από ειρωνικό θρίλερ σε ερωτική σαπουνόπερα). Οι διασυνδέσεις που επιχειρεί, στυλιστικά και θεματικά, δεν είναι πάντα πετυχημένες, και το σύνολο της απόπειράς του ίσως να μη στέκεται απόλυτα στα πόδια του, αλλά η διαδρομή προσφέρει κάτι το απολαυστικό.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

F9

Επιτέλους, η παρέα πάει στο διάστημα! Όχι, αλήθεια. Πάνε στο διάστημα. Ο σκηνοθέτης που βοήθησε το franchise να γιγαντωθεί με το Fast Five και με το υποτιμημένο αλλά εκπληκτικό Tokyo Drift επιστρέφει μετά από απουσία δύο ταινιών φέρνοντας μαζί ξανά την μοναδική του αίσθηση ρυθμού και, εχμ, πρόσφυσης. Ο Lin αγκαλιάζει κάθε εξωφρενικό στοιχείο σε «τέρμα γκάζια» επίπεδο, παραδίδοντας ένα φιλμ όπου η πλοκή είναι πρακτικά αχρείαστη και οι χαρακτήρες είναι απλώς οχήματα για τους αληθινούς πρωταγωνιστές, δηλαδή τα οχήματα.

Η δράση και η πλοκή είναι ξανά δεμένη 100% σε πάσης φύσεως αυτοκίνητα, τανκς, φορτηγά, αυτοσχέδια διαστημόπλοια(!) κι αν αυτός είναι ένας τρόπος να επιστρέψει ξανά η σειρά στο τιμόνι του οδηγού (κάτι που απουσίαζε ολοένα και περισσότερα στις τελευταίες ταινίες), τότε καλώς. Είναι ένα κατασκεύασμα εντελώς κούφιο, αλλά ο Lin ξέρει να χορογραφεί εκπληκτικές σεκάνς δράσης, με τον δρόμο ως καμβά.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

Raya and the Last Dragon

Σε ένα μυθικό βασίλειο οι άνθρωποι ζούσαν σε ειρήνη μέχρι που η εμφάνιση ενός δαιμονικού κακού που μετατρέπει τα πάντα σε πέτρα έσπειρε τη διχόνοια και σταματήθηκε μόνο με τη θυσία των δράκων που πλέον έχουν εκλείψει. 500 χρόνια μετά, το κακό επιστρέφει κι η νεαρή πολεμίστρια Raya πρέπει να εντοπίσει τον τελευταίο δράκο ώστε μαζί να επικρατήσουν του κακού μια για πάντα. Η Disney δανείζει την κλασική φόρμα των animated παραμυθιών της σε μια ιστορία με βαθιές επιρροές από την Άπω Ανατολή, προκειμένου να αφηγηθεί μια περιπέτεια γεμάτη χρώματα, πλούσιους φανταστικούς κόσμους, διασκεδαστικούς χαρακτήρες, δράση και -τελικά- συγκίνηση. Έχει κάπως προσπεραστεί ήδη αλλά είναι από τις πιο ωραίες πρόσφατες δουλειές του στούντιο, ιδανική για όλη την οικογένεια.

Πού το βρίσκεις: Στις αίθουσες

Godzilla vs. Kong

Το πρώτο μεγάλο φετινό αμερικάνικο μπλοκμπάστερ δεν βρήκε κινηματογραφική διανομή στα μέρη μας αλλά τώρα οι δύο τεράστιοι αντίπαλοι μπορούν να γεμίσουν τη μικρή σου οθόνη. Η ταινία του Adam Wingard αποτελεί μια πρώτη κορύφωση του εντελώς παράξενου ενιαίου τερατοσύμπαντος και αν και δεν είναι απαραιτήτως μια πολύ καλή ταινία, είναι ανώτερη των προηγούμενων του franchise αν μη τι άλλο επειδή έχει ιδέες- οπτικές και όχι μόνο. Ιδέες μισοψημένες, ή παρατημένες μες στην ταινία σε φαινομενικά πολύ αρχικό επίπεδο σύλληψης, αλλά έστω κι έτσι- ιδέες! Στις δε μάχες ο Wingard καταφέρνει να στήσει σκηνές δράσης ανάμεσα σε CGI κατασκευάσματα που δε μοιάζουν εντελώς αβαρείς ή τυχαία καδραρισμένες και συμπληρωμένες μετέπειτα από κάποιο second unit, αλλά όλες αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου οράματος. Η ταινία πέραν των άλλων είναι φαν- κενό μεν, αλλά φαν.

Περισσότερα στα σχετικά μας podcast όπου αναλύουμε από τις παλιότερες γιαπωνέζικες ταινίες μέχρι το Shin Godzilla, κι από το υπόλοιπο franchise μέχρι ετούτο το ιδιόμορφο φιλμ:

 

Πού το βρίσκεις: Vodafone TV

I Was at Home, But…

Έφηβος εξαφανίζεται δίχως λόγο κι αιτία και τελικά επιστρέφει σπίτι δύο εβδομάδες μετά. Η μητέρα προσπαθεί να κρατηθεί όρθια μέσα από όλο αυτό. Στο σχολείο του μικρού, ένας δάσκαλος (ο Franz Rogowski του συγκλονιστικού Transit) δεν μπορεί με τίποτα να αφήσει πίσω του έναν έρωτα. Και την ίδια ώρα, οι μαθητές ερμηνεύουν Άμλετ. Υπάρχει σύνδεση σε όλα αυτά πέραν της τυχαιότητας των διαδρομών της ζωής που έφεραν τη μία ιστορία δίπλα στην άλλη;

Η Γερμανίδα Angela Shanelec σε ένα φιλμικό απόγονο του Bresson παρατηρεί τους ήρωές της μέσα από μια διαδοχή σχεδόν πλήρους ακινησίας σκηνών οι οποίες ερμηνεύονται, κορυφώνονται και εγκαταλείπονται σα να επρόκειτο για κάτι τόσο απόμακρο, για κάτι τόσο ανεπαίσθητα μικρό ή κάτι τόσο απροσδιόριστα μεγάλο (το ίδιο effect το ίδιο), που τελικά μοιάζουν στατικά. Το κείμενό της είναι meta αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα ελλειπτικό, σε σημείο που εξαναγκάζει το θεατή να ορμήξει και να αρπάξει οτιδήποτε του αναλογεί: Να απαντήσει στα ερωτήματα, να θέσει τα ερωτήματα, να αναλογιστεί την απώλεια, το θρήνο, τη μελαγχολία, ακόμα και να δημιουργήσει τη ροή της αφήγησης σα να διάβαζε ένα βιβλίο που περιμένει τον αναγνώστη να ζωντανέψει εικόνες στο νου του. Μια απολύτως απαιτητική φιλμική εμπειρία, αλλά κι ένα από τα πιο δημιουργικά αγνά έργα των τελευταίων χρόνων.

Πού το βρίσκεις: Mubi