© iStock
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ»: Η θρυλική ιστορία του Edgar Allan Poe σε νέα μετάφραση

Μία πρώτη ανάγνωση στην πρώτη αστυνομική ιστορία όλων των εποχών που κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις Διόπτρα. Προσοχή όμως: η έκπληξη δεν κρύβεται στο whodunnit αλλά στην εγγύτητα των ανθρώπων με τη βία και τον τρόμο.

Ο Edgar Allan Poe έγραψε τους Φόνους της οδού Μόργκ πριν από 182 χρόνια με την ευκολία που κάποιος βάζει ένα ποτήρι νερό στον εαυτό του. Τότε ακόμη οι όροι «αστυνομική λογοτεχνία» και «ντετέκτιβ» απλά δεν υπήρχαν. Δεν ήταν φυσικά η μοναδική πρωτοπορία του συγγραφέα/αρθρογράφου/ποιητή. Στα λίγα χρόνια ζωής που πέρασε πάνω στη Γη (πέθανε μυστηριωδώς σε ηλικία μόλις 40 ετών) πρόλαβε να αλλάξει την αμερικανική ποίηση και να ιδρύσει δύο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη όπως τα γνωρίζουμε σήμερα: το crime fiction και τη λογοτεχνία του τρόμου.

Στις 7 Ιουνίου Οι Φόνοι της οδού Μοργκ και άλλες ιστορίες κυκλοφορούν ξανά, σε μετάφραση της Βιολέττας Ζεύκη και με εισαγωγή του Πέτρου Μάρκαρη, από τις εκδόσεις Διόπτρα. Η νέα σειρά Crime moments εξερευνά γραφές που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της αστυνομικής λογοτεχνίας (Poe, Leroux, Staalesen μέχρι στιγμής). Οι τίτλοι που εντάσσονται σε αυτή αποτελούν μια επιλογή στιγμών χωρίς χρονικούς ή γλωσσικούς φραγμούς με τη φιλοδοξία να αποτελέσουν τα στοιχεία ενός συνόλου χωρίς σύνορα.

Τι ακριβώς διαπραγματεύεται το συγκεκριμένο διήγημα; Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, δολοφονούνται στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Το δωμάτιο όμως που έμεναν στον 4ο όροφο ήταν κλειδωμένο. Πώς λοιπόν διαπράχθηκε το απεχθές έγκλημα; Ο ανώνυμος αφηγητής παρακολουθεί τον Ογκίστ Ντιπέν να βρίσκει τη λύση κομμάτι-κομμάτι χρησιμοποιώντας τη λογική του. Είναι ο πρώτος λογοτεχνικός ήρωας ο οποίος κάνει κάτι τέτοιο, πολλές δεκαετίες πριν από τον Sherlock Holmes.

Γιατί είναι τόσο σημαντικό; Διότι, όπως είχε σημειώσει η Dorothy L. Sayers, κορυφαία εκπρόσωπος της βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, αποτελούν μαζί με τις άλλες δύο ιστορίες (Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ, Το κλεμμένο γράμμα) που περιλαμβάνονται στην έκδοση «ένα σχεδόν πλήρες εγχειρίδιο της θεωρίας και πράξης του crime fiction».

Τι είναι εκείνο που ξεχώριζε όμως από την πρώτη κιόλας στιγμή τις αστυνομικές ιστορίες του Poe από εκείνες των πρώτων ντετέκτιβ; Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Πέτρος Μάρκαρης στην εισαγωγή του, η έκπληξη δε βρίσκεται στις παγίδες που στήνει ο συγγραφέας στους αναγνώστες του ή στην υπεράνθρωπη ιδιοφυΐα του ντετέκτιβ-πρωταγωνιστή, αλλά στην αδιάκοπη σχέση των ανθρώπων με τη βία και τον τρόμο.

«Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ»: Ένα απόσπασμα

Τα πνευματικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζονται αναλυτικά επιδέχονται ελάχιστη ανάλυση καθαυτά. Τα αντιλαμβανόμαστε μόνο από τα αποτελέσματά τους. Ξέρουμε, μεταξύ άλλων, ότι για τον κάτοχό τους, όταν τα διαθέτει σε υπερβολικό βαθμό, αποτελούν πάντοτε πηγή έντονης ευχαρίστησης. Όπως ο ρωμαλέος άντρας επαίρεται για τη σωματική του δύναμη, απολαμβάνοντας ασκήσεις που δραστηριοποιούν τους μυς του, έτσι και ο αναλυτής αγάλλεται με την πνευματική δραστηριότητα του να εξιχνιάζει. Αντλεί χαρά ακόμα και από τις πιο ασήμαντες ενασχολήσεις, επιστρατεύοντας το ταλέντο του. Αγαπά τα αινίγματα, τους γρίφους, τα ιερογλυφικά, επιδεικνύοντας στη λύση τους έναν βαθμό οξυδέρκειας η οποία, στην κοινή αντίληψη, φαντάζει υπερφυσική. Τα κατορθώματά του, που πηγάζουν από την ίδια την ψυχή και την ουσία της μεθόδου του, έχουν πράγματι μια αύρα διορατικότητας.

Η ικανότητα της επίλυσης πιθανώς ενισχύεται κατά πολύ από τη μελέτη των μαθηματικών, και ιδίως εκείνου του ανώτατου κλάδου τους που, αδίκως, απλώς και μόνο εξαιτίας των αναδρομικών εξισώσεων, αποκαλείται, par excellence, ανάλυση. Ωστόσο το να υπολογίζει κάποιος δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι αναλύει. Ένας σκακιστής, παραδείγματος χάριν, επιτελεί το μεν χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια για το δε. Κατά συνέπεια, το σκάκι, σε ό,τι αφορά την επίδρασή του στον πνευματικό χαρακτήρα των ανθρώπων, είναι ένα παιχνίδι πολύ παρεξηγημένο.

Αυτή τη στιγμή δεν γράφω κάποια διατριβή, απλώς προλογίζω μια μάλλον παράξενη αφήγηση με ως επί το πλείστον τυχαίες παρατηρήσεις· ως εκ τούτου, δράττομαι της ευκαιρίας να ισχυριστώ ότι οι ανώτερες δυνάμεις της στοχαστικής διάνοιας καλλιεργούνται πιο καθοριστικά και εποικοδομητικά με το ταπεινό παιχνίδι της ντάμας παρά με την περίτεχνη ελαφρότητα του σκακιού. Σε αυτό το τελευταίο, όπου τα πιόνια κάνουν διαφορετικές και αλλόκοτες κινήσεις, με ποικίλες και μεταβλητές αξίες, αυτό που είναι απλά και μόνο περίπλοκο θεωρείται εσφαλμένα (ένα όχι ασύνηθες σφάλμα) ως βαθυστόχαστο. Σε αυτή την περίπτωση επιστρατεύεται με δυναμικό τρόπο η προσήλωση. Αν κάποιος αποσπαστεί έστω για μια στιγμή, τότε διαπράττεται μια αβλεψία που θα οδηγήσει είτε σε ζημία είτε σε ήττα.

Δεδομένου ότι οι εφικτές κινήσεις δεν είναι μόνο ποικίλες αλλά και σύνθετες, οι πιθανότητες τέτοιων αβλεψιών πολλαπλασιάζονται· και εννέα στις δέκα φορές τη νίκη κατακτά μάλλον ο πιο προσηλωμένος παρά ο πιο οξυδερκής παίκτης. Στην ντάμα, αντιθέτως, όπου οι κινήσεις είναι μοναδικές και με λίγες μόνο παραλλαγές, οι πιθανότητες της απροσεξίας μειώνονται και, συγκριτικά, δεν γίνεται ιδιαίτερη χρήση της προσήλωσης· τα όποια πλεονεκτήματα κάθε παίκτη αποκτώνται μέσω της ανώτερης οξυδέρκειάς του. Για να μην αναλωνόμαστε σε γενικολογίες, ας φανταστούμε ένα παιχνίδι ντάμας όπου έχουν απομείνει μόνο τέσσερα πιόνια και όπου, φυσικά, δεν αναμένεται καμία αβλεψία.

Είναι προφανές ότι σε αυτή την περίπτωση η νίκη μπορεί να κριθεί (αν οι παίκτες είναι ισόπαλοι) μόνο από μια κίνηση recherché, ως αποτέλεσμα έντονης διανοητικής προσπάθειας. Στερημένος από τα συνήθη μέσα, ο αναλυτής εισχωρεί στο πνεύμα του αντιπάλου του, ταυτίζεται με αυτό και, όχι σπάνια, βλέπει με την πρώτη ματιά τις μόνες μεθόδους (που ενίοτε είναι όντως απίστευτα απλές) με τις οποίες μπορεί να τον παρασύρει σε σφάλμα ή σε βεβιασμένους και λανθασμένους υπολογισμούς.

Το ουίστ είναι, εδώ και καιρό, γνωστό για την επίδρασή του σε αυτό που αποκαλούμε υπολογιστική ικανότητα· και είναι επίσης γνωστό ότι οι άνθρωποι με υψηλότατο βαθμό ευφυΐας αντλούν προφανώς μια ανεξήγητη απόλαυση από αυτό, ενώ αποφεύγουν το σκάκι ως ένα παιχνίδι ανάλαφρο. Χωρίς αμφιβολία, θέτει σε δοκιμασία την ικανότητα της ανάλυσης όσο τίποτα όμοιό του. Ο καλύτερος σκακιστής στον χριστιανικό κόσμο ίσως είναι κάτι ελάχιστα παραπάνω από τον καλύτερο σκακιστή· αλλά η επιδεξιότητα στο ουίστ συνεπάγεται την ικανότητα επιτυχίας σε όλα εκείνα τα πιο σημαντικά εγχειρήματα όπου ένα μυαλό αντιπαλεύει ένα άλλο μυαλό.

Κι όταν λέω επιδεξιότητα, αναφέρομαι στην τελειότητα στο παιχνίδι που περιλαμβάνει την κατανόηση όλων των πηγών απ’ όπου μπορεί να προκύψει ένα θεμιτό πλεονέκτημα. Αυτές δεν είναι μόνο πολυάριθμες, αλλά και πολύμορφες και βρίσκονται συχνά στις σκοτεινές γωνιές της σκέψης που είναι εντελώς απροσπέλαστες στην κοινή κατανόηση. Το να παρατηρεί κάποιος προσεκτικά σημαίνει να θυμάται με σαφήνεια· και, απ’ όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, ο συγκεντρωμένος σκακιστής θα τα πάει περίφημα στο ουίστ· ενώ οι κανόνες του Χόιλ (βασισμένοι στον απλό μηχανισμό του παιχνιδιού) είναι επαρκώς και γενικά κατανοητοί.

Συνεπώς, το να έχει κάποιος γερή μνήμη και να προχωρά «με το βιβλίο στο χέρι» είναι στοιχεία που θεωρούνται ως η επιτομή του καλού παιχνιδιού. Αλλά η δεξιοτεχνία του αναλυτή καταδεικνύεται σε ζητήματα πέραν των απλών κανόνων. Αυτός, σιωπηλά, προβαίνει σε ένα πλήθος παρατηρήσεων και συμπερασμάτων. Το ίδιο ίσως κάνουν και οι συμπαίκτες του· και η διαφορά στο εύρος της αποκτηθείσας πληροφορίας δεν έγκειται τόσο στην εγκυρότητα του συμπεράσματος όσο στην ποιότητα της παρατήρησης. Η απαιτούμενη γνώση αφορά το τι παρατηρεί κάποιος.

Ο παίκτης μας δεν θέτει κανένα όριο στον εαυτό του· και, εφόσον το αντικείμενο είναι το παιχνίδι, δεν απορρίπτει ενδεχόμενα συμπεράσματα από στοιχεία εξωγενή σε αυτό. Εξετάζει τις εκφράσεις του συμπαίκτη του, συγκρίνοντάς τες προσεκτικά μ’ εκείνες του κάθε αντιπάλου του. Περιεργάζεται τον τρόπο με τον οποίο τακτοποιεί τα χαρτιά του σε κάθε χέρι, υπολογίζοντας συχνά το κάθε ατού, την κάθε φιγούρα από τις ματιές που τους ρίχνουν οι κάτοχοί τους. Παρατηρεί ακόμα και την παραμικρή αλλαγή του προσώπου τους όσο εξελίσσεται το παιχνίδι, συλλέγοντας ένα κεφάλαιο γνώσης από τις διαφορές στις εκφράσεις σιγουριάς, έκπληξης, θριάμβου ή δυσαρέσκειας.

Από τον τρόπο που γίνεται ένα κόλπο κρίνει αν αυτός που το έκανε πρόκειται να το επαναλάβει στη συνέχεια. Αναγνωρίζει πότε μια κίνηση είναι προσποίηση από τον τρόπο με τον οποίο ρίχνεται το χαρτί στο τραπέζι. Μια ανέμελη ή αθέλητη λέξη· ένα χαρτί που πέφτει ή αποκαλύπτεται τυχαία, και η συνακόλουθη ανησυχία ή ανεμελιά όσον αφορά την απόκρυψή του· το μέτρημα των ατού, με τη σειρά τοποθέτησής τους· η αμηχανία, ο δισταγμός, η προθυμία ή η νευρικότητα – όλα αυτά παρέχουν, στην εμφανώς διαισθητική αντίληψη του αναλυτή, ενδείξεις για την πραγματική κατάσταση του παιχνιδιού. Έπειτα από τους δύο ή τρεις πρώτους γύρους έχει πλήρη εικόνα του περιεχομένου κάθε μοιρασιάς και στο εξής ανοίγει τα χαρτιά του με τόσο στοχευμένη ακρίβεια, σαν οι υπόλοιποι συμπαίκτες να του έχουν ήδη αποκαλύψει τα δικά τους.

Η δύναμη της ανάλυσης δεν θα πρέπει να συγχέεται με την υπέρμετρη ευφυΐα· γιατί, παρότι ο αναλυτής είναι κατ’ ανάγκη ευφυής, ο ευφυής άνθρωπος συχνά είναι εξαιρετικά ανίκανος για ανάλυση. Η επαγωγική ή συνδυαστική δύναμη, μέσω της οποίας συνήθως εκδηλώνεται η ευφυΐα, και στην οποία οι φρενολόγοι (εσφαλμένα θεωρώ) έχουν αποδώσει ένα ξεχωριστό όργανο, εικάζοντας ότι πρόκειται για θεμελιώδη ικανότητα, παρατηρείται τόσο συχνά σε άτομα των οποίων η νοημοσύνη αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας, ώστε ελκύει το γενικό ενδιαφέρον των ηθολόγων συγγραφέων. Ανάμεσα στην ευφυΐα και στην ικανότητα ανάλυσης υπάρχει πράγματι ένα χάσμα πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι ανάμεσα στη φαντασίωση και τη φαντασία, αλλά πολύ ανάλογης φύσεως. Διαπιστώνεται, μάλιστα, ότι οι ευφυείς είναι πάντα φαντασιόπληκτοι, ενώ οι πραγματικά ευφάνταστοι δεν είναι παρά αναλυτικοί.

Η αφήγηση που ακολουθεί ίσως φανεί στον αναγνώστη σαν ένα σχόλιο πάνω στους ισχυρισμούς που μόλις ανέπτυξα.