EUROKINISSI/ΚΑΝΕΛΑ ΚΛΙΜΑΤΣΙΔΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ

Οι ιστορίες πίσω από εμβληματικά τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου

Από τη φυλακή στην τέχνη, η μουσική του καθόρισε μια εποχή.

Χθες (21/10), η ελληνική μουσική σκηνή έχασε έναν από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της, τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο θάνατός του αφήνει πίσω του μια κληρονομιά που έχει σφραγίσει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Με τη μοναδική του ικανότητα να αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία, τα τραγούδια του Σαββόπουλου δεν ήταν απλώς μουσική. Ήταν πολιτισμικά και κοινωνικά τοπία, ιστορίες ανθρώπων, εποχών και στιγμών που συνθέτουν το παζλ της ελληνικής πραγματικότητας.

Ο Σαββόπουλος δεν έγραψε απλώς για την αγάπη ή την πολιτική, έγραψε για τη ζωή, για τις αντιφάσεις της, για την καθημερινότητα. Η μνήμη του θα παραμείνει ζωντανή μέσα από τις μελωδίες και τους στίχους που δημιούργησε και που καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή.

Τραγούδια όπως «Η Συννεφούλα», «Το Κιβώτιο» και «Ο Μπάλος» αποκτούν σήμερα έναν ακόμα πιο βαρύ συμβολισμό.

Ανατρέχοντας στις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια του, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις προσωπικές και κοινωνικές του ανησυχίες, τη ματιά του πάνω στην Ελλάδα και τον κόσμο γύρω του. Στη μνήμη του, λοιπόν, ανακαλύπτουμε ξανά τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις νότες και τους στίχους του, ταξιδεύοντας στον κόσμο που ο ίδιος τόσο μοναδικά μοιράστηκε μαζί μας.

Δημοσθένους Λέξις

Το τραγούδι «Δημοσθένους λέξις» ο Διονύσης Σαββόπουλος το έγραψε όσο βρισκόταν στη φυλακή, καθώς ως μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ (Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά), είχε συλληφθεί από τη χούντα.

Ο ίδιος έχει πει για το τραγούδι του, «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Άλλοι ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο αλλά και για μένα ήταν δύσκολα γιατί με έριξαν σε ένα κελί και δεν πέρναγε η ώρα. Σε κάποια στιγμή βλέπω από τον φεγγίτη του κελιού το υπερυψωμένο δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας.

Από το ταβάνι κρεμόταν ένα φωτιστικό. Ήταν ακριβώς το ίδιο φωτιστικό που είχαμε στο πατρικό μου σπίτι στο σαλόνι. Μου φάνηκε σαν να ήρθε ένα φως από τα παιδικά μου χρόνια και να με βρήκε στη φυλακή. Ένιωσα μια παρηγοριά. Έχω, μπορώ να πω, γλυκές αναμνήσεις από τη φυλακή. Ακόμα και μέσα στη φυλακή έγραφα τα τραγούδια. Ήταν δύσκολα χρόνια».

Ο τίτλος του τραγουδιού όμως δεν ήταν πάντα αυτός, καθώς στην αρχή ο Σαββόπουλος είχε προτιμήσει τον κάπως πιο κυριολεκτικό τίτλο «Εμβατήριο» για μετέωρο φυλακισμένο, στην προσπάθειά του να ξεγελάσει τη λογοκρισία όμως, τον άλλαξε. «Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δε με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».

Μάλιστα, ο θρύλος λέει πως το «Δημοσθένους λέξις» προοριζόταν για τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά εκείνος τελευταία στιγμή είπε όχι, καθώς τον φόβισε ο στίχος.

Έλσα σε φοβάμαι

Μπορεί με το πρώτο άκουσμα να φαίνεται πως ο Διονύσης Σαββόπουλος απευθύνεται σε κάποια γυναίκα, στην πραγματικότητα όμως, το τραγούδι αφορά την Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΛ.Σ.Α). Ήταν ακόμα ένας τρόπος για τον εμβληματικό τραγουδοποιό να αποφύγει τη λογοκρισία της δικτατορίας.

Οι στίχοι συγκεκριμένα αναφέρουν: Έλσα σε φοβάμαι / Έλσα σ’ αγαπώ, μια στιγμή μαζί σου είναι μακελειό / Νόμιζα πως ήμουν ελεύθερο πουλί / κι όμως ελεύθερη είσαι μονάχα εσύ / Έλσα σε φοβάμαι για όσα μ’ αναγκάζεις / γι’ αυτό το αίμα γι’ αυτές εδώ τις φράσεις / είναι μια παγίδα και μια υποταγή / είν’ η αγάπη μου η τρελή.

Η Έλσα περιλαμβάνεται στον δίσκο Βρώμικο Ψωμί, που για πολλούς θεωρείται ο καλύτερος στην καριέρα του Διονύση Σαββόπουλου. Στον ίδιο δίσκο υπάρχει και η πρώτη εκτέλεση του Ζεϊμπέκικου, αλλά και το Άγγελος Εξάγγελος.

Συννεφούλα

Πρόκειται για ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο ίδιος είχε πει για τη Συννεφούλα σε τηλεοπτική του συνέντευξη πως την είχε εμπνευστεί από μια ταινία του Τρυφώ το Ζιλ και Τζιμ με τη Ζαν Μορό, στην οποία έπαιζε ένα βαλς, αλλά και από μια  «μια τσαπερδόνα που με ταλαιπωρούσε εκείνη την περίοδο. Κράτησα την ιδέα, και αργότερα έβαλα άλλη μουσική πιο ταιριαστή σε αυτούς τους ευτυχο-δυστυχισμένους στίχους και έγινε το εξής τραγουδάκι».

Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο

Το 1966, ο νεαρός Διονύσης Σαββόπουλος συνέθεσε το τραγούδι Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο, ένα κομμάτι γεμάτο από τη φρεσκάδα της νιότης, τον θαυμασμό και την τρυφερότητα. Όπως ο ίδιος είχε πει, «είναι ένα τραγούδι γραμμένο από έναν πολύ νέο άνθρωπο, που παρατηρεί με θαυμασμό τα κορίτσια της ηλικίας του καθώς περπατούν δίπλα-δίπλα στην Τσιμισκή της Θεσσαλονίκης, ένα τραγούδι για την αγάπη και τη γλυκιά τρυφερότητα».

Μαζί με την εικόνα αυτή, υπήρχε και μια νοσταλγική σκέψη για το πώς θα είναι αυτά τα κορίτσια χρόνια μετά. Πρόκειται για μια εικόνα της εποχής που, με την απλότητα και την αθωότητά της, κατάφερε να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, παραμένοντας διαχρονική και πάντα φρέσκια.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.