ΣΙΝΕΜΑ

Οι ‘Μεταφραστές’ είναι η τέλεια ταινία για θερινό σινεμά

Μια τίμια whodunnit αγωνιώδης διασκέδαση έρχεται σήμερα στα σινεμά.

Ένα πολυαναμενόμενο βιβλίο παραδίδεται από τον συγγραφέα στον εκδότη του και καθώς ο πλανήτης περιμένει με κομμένη την ανάσα την κυκλοφορία που θα ολοκληρώσει την πιο χοτ παγκοσμίως σειρά βιβλίων, μια ομάδα μεταφραστών προσλαμβάνεται ώστε να μεταφέρουν το έργο στις γλώσσες τους εγκαίρως και υπό συνθήκες άκρας μυστικοπάθειας και ασφαλείας. Όλοι οι μεταφραστές κλειδώνονται στο υπόγειο μιας απομονωμένης έπαυλης προκειμένου το πρωτότυπο να μην κυκλοφορήσει παρανόμως, όμως ένα πρωί οι πρώτες 10 σελίδες βρίσκονται ποσταρισμένες στο ίντερνετ, μαζί με έναν εκβιασμό: Ή πληρώνεις, ή οι επόμενες 100 σελίδες θα απελευθερωθούν. Έτσι ξεκινάει μια παλαβή whodunnit έρευνα: Ποιος μεταφραστής έκανε το έγκλημα;;

Ο Ρουανσάρ είναι ο σκηνοθέτης πίσω από το απολαυστικό “Populaire”, για μια γραμματέα που εκπαιδεύεται να πληκτρολογεί τόσο γρήγορα ώστε να κερδίσει έναν διαγωνισμό δακτυλογιαφίας(!), ένα ιδιόμορφο φιλμ που ήταν σα να βλέπεις αθλητική ταινία τύπου “Karate Kid”, αλλά γυρισμένη σαν ρομαντική κομεντί εποχής. Χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης επιστρέφει κι αν και οι “Μεταφραστές” διαφέρουν σε τόνο και θέμα, είναι και πάλι εμφανής η αγάπη του Ρουανσάρ για το σινεμά και για το πώς τα είδη μπορούν να σμίγουν απρόσμενα μεταξύ τους.

Η ταινία ενώνει ένα ωραιότατο διεθνές καστ, από τον Λάμπερτ Γουίλσον και την Όλγκα Κουριλένκο ως τον Εδουάρδο Νοριέγκα και τον απολαυστικό Μανώλη Μαυροματάκη (στο ρόλο του Έλληνα μεταφραστή, που από τη μία σκηνή στην άλλη όλο και κάτι θα μουρμουράει στα Ελληνικά), σκιαγραφώντας κάθε μεταφραστή βάσει των δικών του προσωπικών εμμονών και θέλω, στηρίζοντας έτσι ξεχωριστά κίνητρα για το “ποιος το έκανε”, την ίδια ώρα που επιχειρεί να εξερευνήσει τη σχέση του καθενός με τις ιστορίες που περνάν από τα χέρια τους και το πώς η αγάπη και η κάθε είδους σχέση με ένα κείμενο, το μεταφράζει ως κάτι μοναδικό στην απέναντι άκρη.

Δεν λειτουργεί ακριβώς αρμονικά όλο αυτό, καθώς πολλές ιδέες δεν ωριμάζουν ποτέ και πολλοί χαρακτήρες σα να ξεχνιούνται οδηγώντας εν τέλει σε μια σχετική σύγχυση. Όμως το set-up από μόνο του είναι γοητευτικό και απολύτως ταιριαστό με την εποχή και το πλαίσιο του θερινού σινεμά, και σε κάθε περίπτωση η βασική ιδέα πίσω από το όλο εγχείρημα (μέχρι και τελικής αποκάλυψης) κρύβει μέσα της κάτι το αγνά και ηθικά αντισυστημικό, πάνω στην απελευθέρωση της τέχνης και στην αγνότητα της δημιουργίας της. Μια χαρά περάσαμε.