ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Φωτιά στα Σαββατόβραδα

Η Τζένιφερ Λώρενς πρωταγωνιστεί στο ικανότατο σίκουελ “Hunger Games: Catching Fire”, το “Grande Bellezza” είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς και τέλος, στο Βέλγιο παίζουν και bluegrass.

Σχεδόν σε συνέχεια των όσων γράφαμε την προηγούμενη βδομάδα με αφορμή το νέο “Thor”, περί σινεμά σε κεφάλαια ή σε επεισόδια, έρχεται το “Hunger Games: Catching Fire” (letterboxd | imdb) να μας θυμίσει πως στην πραγματικότητα η τακτική του να αφήνεις μια ιστορία (και το θεατή) μπροστά από το γκρεμό, δεν είναι κάποια τακτική εντελώς καινούρια. Όταν στο “Star Wars Episode V: The Empire Strikes Back” οι θεατές ξέμεναν με τον Χαν Σόλο παγωμένο και αιχμάλωτο των κακών, θα επρόκειτο λογικά για ένα σοκ άνευ προηγουμένου. Τώρα είμαστε και κάπως εκπαιδευμένοι στην αναμονή του κινηματογραφικού cliffhanger, αλλά και με τη γνώση του πότε ακριβώς θα έρθει η συνέχεια.

Έτσι, το κάθε “Hunger Games” μπορεί να κλείνει όχι μόνο με όσο απότομο cliffhanger θέλει, αλλά και μπαίνοντας στην ιστορία του με φόρα, δίχως να κάτσει να χάνει χρόνο εξηγώντας σου τι έγινε στο προηγούμενο μέρος. Θεωρεί δεδομένο πως θυμάσαι την ιδέα (δυστοπικό μέλλον όπου μια απολυταρχική κυβέρνηση επιβεβαιώνει την ισχύ της επί του λαουτζίκου βάζοντας 2 εφήβους από κάθε μία εκ των 12 περιφερειών να σκοτώνονται κυριολεκτικά μεταξύ τους μέχρι τελευταίου επιζώντα μια φορά το χρόνο) και τι έγινε στο τέλος της πρώτης ταινίας (η Κάτνις απείλησε πως θα αυτοκτονήσουν κι οι δύο αν δε τους επιτρεπόταν να αποχωρήσουν ως συν-θριαμβευτές με τον Πίτα) αλλά κυριότερο, και τις δυναμικές που δεν προκύπτουν απαραίτητα μέσα από μια παράγραφο δελτίου τύπου.

Όταν ας πούμε η Κάτνις και ο Πίτα επισκέπτονται τις άλλες περιφέρειες  στο πλαίσιο ενός τουρ θριάμβου, και βλέπουμε τον φτωχό κόσμο δειλά αλλά πεισματικά να αρχίζουν να σηκώνουν χέρι σφυρίζοντας, μια πράξη υποψίας επανάστασης, αναγνωρίζουμε τι σημαίνει αλλά και τι επισύρει: θάνατο, όπως κάθε πράξη ανυπακοής.

Όλη η πρώτη πράξη της ταινίας αποφεύγει τα βαρετά set-up άλλων αντίστοιχων φιλμ (του “Thor”, καλή ώρα) παρά βουτά κατευθείαν στο ψητό, μέσα από σκηνές που μοιάζουν περισσότερο με κορύφωση τοου προηγούμενου, παρά με πρώτη πράξη του παρόντος. Αυτό δείχνει αυτοπεποίθηση σεναριακή, όσο και τη διάθεση του σκηνοθέτη Φράνσις Λόρενς να συνεχίσει να εστιάζει στον κόσμο που τόσο αποτελεσματικά χτίστηκε στο πρώτο φιλμ. Αντί να ξοδεύουμε χρόνο στην αρένα, όπου δοκιμασίες και δράση είναι, ας είμαστε ειλικρινείς, βαρετές και δραματουργικά ψευδείς (μη μου ξεπαστρεύεις τους μισούς χαρακτήρες από δηλητηριώδεις ομίχλες και μηχανικούς πιθήκους, έχε το θάρρος να τους βάλεις να σκοτώνονται όντως μεταξύ τους), συνεχίζουμε να εξερευνούμε τόσο τις συνθήκες εξαθλίωσης λαών σε κατάσταση υποταγής και εξαθλίωσης, όσο -κυριότερα- την επίδραση που ασκεί πάνω τους η παραμικρή αχτίδα ελπίδας.

Αν κάτι κάνει αληθινά εξαιρετικά αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας, είναι να παρουσιάσει με πειθώ το πώς ένα δυναμικό, συμπαθές, αγνό κορίτσι γίνεται σύμβολο μιας επανάστασης, δίχως καν να το επιδιώκει. Τα μεγαλύτερα πολιτικά κίνητρα εκκινούν από καθαρά προσωπικές υποθέσεις, ωστόσο το “Hunger Games”υπογραμμίζει κυρίως κάτι άλλο: Την ιδέα πως αν είσαι απεγνωσμένος για μια αλλαγή, θα αγκιστρωθείς σε οτιδήποτε (νομίζεις πως) στην προσφέρει και τελικά θα τη δημιουργήσεις μόνος σου. Γιατί χρειαζόμαστε πάντα την ψευδαίσθηση του κάτι μεγαλύτερου από εμάς;

(Κάποιες απαντήσεις δίνονται στο ψυχοφθόρο και τελικά συγκλονιστικό τρίτο μέρος της ιστορίας, που δυστυχώς θα πρέπει να το δούμε να απλώνεται σε 2 ταινίες, όπως πλέον είναι ο κανόνας να συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις young adult λογοτεχνικών σειρών.)

Η Τζένιφερ Λόρενς είναι φανταστική και πάλι -πότε δεν είναι;- αλλά ίσως υπερβολικά φανταστική. Όλο το φιλμ κρέμεται από σχέδια και αποκαλύψεις και μηχανορραφίες που συμβαίνουν πίσω από την πλάτη της, αυτός ο συχνά εκνευριστικός μηχανισμός πλοκής που συναντούσαμε συχνά και στη σειρά των Χάρι Πότερ, όπου μέντορες τύπου Ντάμπλντορ πάντα ήξεραν αλλά δεν έλεγαν. Μέχρι η Κάτνις να φτάσει στο σημείο να απαιτήσει, έχει περάσει υπερβολικά πολύς χρόνος όπου η Λόρενς παίζει κάτι πιο -όχι ακριβώς αδύναμο αλλά- αβέβαιο από ό,τι αξίζει. Δυσκολεύεσαι να το δεχτείς.

Εν μέσω κάποιων υπερβολικών συγκρίσεων με το “Empire Strikes Back” αλλά και μια τάση πλήρους απαξίωσης του πρώτου φιλμ της σειράς(*), δεν πρέπει να χαθεί η ουσία. Πως το “Catching Fire” είναι εξαιρετικό ειδικά για αυτό που είναι, δηλαδή το μεσαίο κεφάλαιο σε μια ιστορία όπου, σε λογοτεχνική τουλάχιστον μορφή, έκανε σαφή κοιλιά όντας σχεδιασμένη δυναμικά στην αρχή και το φινάλε της. Η Σουζάν Κόλινς έφτιαξε έναν συναρπαστικό κόσμο (που έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από αυτό που πίστεψαν όσοι βιάστηκαν να απορρίψουν την τριλογία ως αντιγραφή του “Battle Royale”), τον κατοίκησε με τραγικούς ήρωες, και τους άφησε να βρουν το δρόμο τους εκεί μέσα, συχνά βασανιστικά και επίπονα.

(*Κρίμα είναι. Το πρώτο “Hunger Games” σίγουρα ήταν πολύ πιο άνισο και αβέβαιο, και σαφώς υπέφερε πολύ στις σκηνές τις αρένας όπου δεν ήξερε πώς να απεικονίσει σκηνές βίαιων θανάτων 12χρονων παιδιών. Όμως το πρώτο μισό του φιλμ έπλασε το americana σύμπαν της σειράς με πειστικότητα και αυθεντικότητα που ελάχιστα blockbusters ποτέ καταφέρνουν επειδή μοιάζουν όλα τόσο πλαστικά και φτιαχτά και άφθαρτα. Εξακολουθεί να είναι ένα καλό φιλμ.)

Η ταινία, χτίζοντας πάνω σε γερά θεμέλια, χρησιμοποιώντας ένα καστ γεμάτο αγαπημένες φάτσες (ο Τζέφρι Ράιτ ως ντόπιος Μαγκάιβερ, η Τζένα Μαλόουν ως γενικώς έξαλλη και ανυπόμονη σπίθα, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ως Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), δίνοντας στην Τζένιφερ Λόρενς κι άλλα πράγματα να κάνει, ανεβάζοντας το επίπεδο παραγωγής, διευρύνοντας τελοσπάντων την οπτική μας μέσα σε αυτό τον κόσμο, καταφέρνει να κάνει αυτό το δεύτερο κεφάλαιο κάτι παραπάνω από μια διαδικαστική τοποθέτηση των πιονιών ενόψει της τελικής μάχης.

Δηλαδή πώς να το πω. Αυτό είναι, αλλά γίνεται με ένα στυλ που σε ξεγελά. Και έχει αρκετή ουσία ώστε τελικά να μη σε πειράζει. Δυνατό, τίμιο, ικανότατo blockbuster entertainment. Μακάρι να ήταν όλα έτσι.

Η ταινία της βδομάδας και, ίσως, της χρονιάς, έρχεται ωστόσο από την Ιταλία. Ο Πάολο Σορεντίνο έχει μια φανταστική ικανότητα, να μοιάζει πως μιλάει για κάτι ασφυκτικά και απόλυτα Ιταλικό, όταν στην πραγματικότητα απλώνει στην οθόνη κάτι αδιανόητα οικουμενικό. Όσο πιο ‘ιταλικές’ είναι οι ταινίες του, τόσο περισσότερο νιώθω πως με αφορούν, δεν είναι φανταστικό αυτό;

Το 2008 ας πούμε, το “Il Divo” έμοιαζε με κατάλογο ονομάτων της πρόσφατης ιταλικής ιστορίας, όμως εν τέλει ήταν μια πολιτική ποπ όπερα που ακριβώς με το να στηρίζεται εξωφρενικά πολύ στη γνώση και τη λεπτομέρεια, κατέληγε να μην τις χρειάζεται καθόλου. Αφορούσε την πολιτική και την ηθική, τελεία. Όχι κάθε ένα από τους 167 εμπλεκόμενους που παρήλασαν από αυτήν- τα ονόματα θα μπορούσαν να είναι ψεύτικα και η ιστορία φανταστική. Το ότι ήταν αλήθεια, είναι απλώς συμπτωματικό.

Η “La Grande Bellezza” (letterboxd | imdb) διαδραματίζεται σε μια Ρώμη όπως μόνο ένας 100% Ιταλός θα μπορούσε να την έχει δει και κινηματογραφήσει, σε ένα φιλμ γυρισμένο από το μάτι ενός ανθρώπου που έχει μεγαλώσει με τους μύθους του Φελίνι και έχει ζήσει το όνειρο σε συντριβάνια της Φοντάνα ντι Τρέβι και σε γυριστές σκάλες πριν κατανοήσει πως όλοι αυτοί οι μύθοι ήταν εκεί απλώς για να τον απογοητεύσουν ωριμάζοντας.

Είναι μια βαθύτατα Ιταλική ταινία από έναν βαθύτατα Ιταλό δημιουργό, οπότε γιατί στα κομμάτια δε λέει να φύγει από μέσα μας, μήνες αφότου την θαυμάσαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας;

Η ομορφιά του τίτλου είναι κάτι το κυριολεκτικό αλλά και κάτι το απατηλό ταυτόχρονα. Εν μέσω της ομορφιάς που φέρει η βαρύτητα του πολιτιστικά πλούσιου παρελθόντος, με τα χρώματα, τα γλυπτά, τα έργα, τα κτίρια που λειτουργούν ως σκηνικό, λαμβάνει χώρο το φευγαλέο σήμερα, με μια άλλη ομορφιά, επιφανειακή ίσως και σίγουρα δυσκολότερα καταγράψιμη και μετρήσιμη.

Εκεί που ενώνονται βρίσκεται ο Τζεπ, ένας συγγραφέας που κάποτε έγραψε ένα βιβλίο πετυχημένο κι έκτοτε αποφεύγει τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του Δύσκολου Δεύτερου Άλμπουμ. Είπε τότε όσα είχε να πει, τώρα δεν έχει ιδέα τι στα κομμάτια του απομένει γιατί ζει στο απόλυτο κενό. Μέσα στη μεγάλη ομορφιά, οι μέρες και οι νύχτες του είναι παραφουσκωμένες με πανέμορφο τίποτα, με κοσμικά πάρτι, με ανούσιες αυτοαναφορικές ‘φασούλες’, με τα ίδια άτομα ξανά και ξανά να γαργαλάνε αυτάρεσκα τα πηγούνια τους θαυμάζοντας το θαυμαστό τους αλληλοτίποτα.

Ο Ρότζερ Έμπερτ έγραψε κάποτε πώς του πήρε δεκαετίες και πολλές θεάσεις μέχρι κατανοήσει τη βαθιά πίκρα στον πυρήνα του φαινομενικού εντυπωσιασμού της “Dolce Vita” του Φελίνι. Είναι ειρωνία, είναι θλίψη, είναι εν τέλει αποδοχή των φαντασμάτων του παρελθόντος. Το “Grande Bellezza” είναι σαν το ψύχραιμο σίκουελ. Ή ριμέικ. Δεν είμαι σίγουρος.

Ο Σορεντίνο δεν βρίσκει απαντήσεις να δώσει, γιατί δεν είναι καλά-καλά σίγουρος για το αν υπάρχει κάποια ερώτηση που πρέπει να θέσει. Αν αυτό ακούγεται αρκετά αόριστο, τότε είναι. Μια από αυτές τις ταινίες πανέμορφης φιλοδοξίας που επιχειρούν να μιλήσουν για τη ζωή με ευρείς όρους (η τελευταία που το επιχείρησε ήταν η “Synecdoche, New York” του Τσάρλι Κάουφμαν, το αγαπημένο μου έργο της προηγούμενης δεκαετίας), η “Bellezza” αντιθέτως το κάνει δίχως άγχος και δίχως αίσθηση ευθύνης.

Αυτό διότι ο Σορεντίνο δεν θέλει να προλάβει να πει πράγματα- ξέρει πως από ένα σημείο και μετά, πιθανώς να μην υπάρχουν πράγματα να πεις. Ανακυκλώνεσαι και αυτοσυγχαίρεσαι και συνεχίζεις. Αποδέχεσαι και προσπαθείς και ζεις και, αν είσαι τυχερός, το κάνεις μέσα στην απόλυτη ομορφιά.

Αυτή τη βδομάδα ανοίγει και το πολύ καλό “Broken Circle Breakdown” (letterboxd | imdb) για το οποίο είχαμε γράψει δυο λόγια μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αν γουστάρεις να καλό, γερό μελόδραμα, αυτή είναι ταινία σου. Αν σου αρέσει το bluegrass και η φολκ, αυτή είναι επίσης η ταινία σου. Αν σου αρέσει το Βέλγιο (;!) τότε αυτή είναι επίσης η ταινία σου.

[Περισσότερα για την ταινία από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.]

Δεν ξέρω τι έχουμε κάνει για να το αξίζουμε αυτό. Ένα straight to DVD 60λεπτο έκτρωμα του περσινού Νοέμβρη, για κάποιο λόγο βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες. Οι δημιουργοί θα πρέπει να είναι ενθουσιασμένοι. Εγώ στη θέση τους θα έπαιρνα εισιτήριο για Ελλάδα για να το δω στη μεγάλη οθόνη. Η αλήθεια είναι πως μάλλον δεν αξίζαμε μια τόσο φανταστική κινηματογραφική βδομάδα, οπότε ήρθε αυτό ως κοσμικό αντιστάθμισμα.

Ωστόσο κρίμα θα είναι. Για όποιον έχει παιδιά, σε λίγες μέρες βγαίνει το “Frozen” της Disney που εσχάτως είναι σε τρομερή φόρμα. #SOON