ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Κλάμα και Σβαρτζενέγκερ

Αναλογιζόμενοι το απίθανο δίπολο “The Fault in Our Stars” και “Sabotage” της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας.

Μπορεί να εννοούμε πολλά διαφορετικά πράγματα όταν μιλάμε για συγκίνηση. Δύο ταινίες αυτής της βδομάδας είναι πανηγυρικά διαφορετικές μεταξύ τους (και όχι εξίσου καλές) όμως με άφησαν με δυνατές, συναισθηματικές εικόνες καθώς απομακρυνόμουν από αυτές.

Όπως το φινάλε του “Sabotage” (imdb), που δε θα πω περισσότερα γι’αυτό, μη φοβάστε. Η ταινία είναι του Ντέιβιντ Άγιερ, σεναριογράφου του “Training Day” και σκηνοθέτη του “End of Watch”, και γενικά μια πολύ ενδιαφέρουσα φωνή στο macho περιπετειώδες σινεμά. Είναι επίσης κλασική περίπτωση δημιουργού που μου αρέσει λίγο λιγότερο από όσο ήθελα, λες και πάντα κάτι με κρατάει λίγο πιο πίσω σε αυτά που κάνει.

Στο νέο του φιλμ μας συστήνει μια ομάδα δίωξης ναρκωτικών που μοιάζει περισσότερο με τους αγροίκους του “Shield” από ό,τι με κάθε άλλο μπάτσο που έχεις δει ποτέ στην οθόνη. Έχουν όλοι τα μυστικά και τους κρυμμένους σκελετούς τους, κάτι που φυσικά θα παίξει ρόλο όταν αρχίσουν ένας-ένας, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, να δολοφονούνται με ακραίους τρόπους. Κάπου ανάμεσα στο μοτίβο των “Ten Little Indians” και του “Watchmen”, αυτή η σκληραγωγημένα αντρουά εκδοχή του “ποιος ξεκάνει όλους τους υπερήρωες” ξεφεύγει λίγο προς το καρτουνίστικο όταν δεν πρέπει, και δεν υπηρετεί πάντα το σκοπό του με τον ίδιο αποτελεσματικό ρυθμό, όμως κρύβει στην καρδιά του μπόλικο πόνο.

Ο Σβαρτζενέγκερ παίζει τον ‘περασμένα μεγαλεία’ αρχηγό της ομάδας που αρχίζει να αλληλοσπαράζεται κάτω από το ανήσυχο βλέμμα του, σαν εκείνο γονιού που βλέπει μια οικογένεια να διαλύεται και να μην ξέρει τι να κάνει για να τη σώσει. Το περισσότερο έργο κρέμεται πάνω του, σαν μια παραλλαγή πάνω στην ιδέα του γερο-καουμπόη του “Unforgiven” που πλέον βλέπει πέρα από έννοιες όπως το δίκαιο και το άδικο.

Η τελευταία σεκάνς του φιλμ μπορεί να εκληφθεί κι ως στοχασμός πάνω στο πώς ένας άνθρωπος κοιτάζει την κληρονομιά του ίδιου του εαυτού του. Μου αρέσουν οι ταινίες γερασμένων σταρς που αναρωτιούνται τι είναι αυτό που έχουν πετύχει, από τον Σταλλόνε του πρώτου “Expendables” μέχρι τον προαναφερθέντα Ίστγουντ του “Unforgiven”. Ο Σβαρτζενέγκερ είναι λίγο πιο περίπλοκη περίπτωση, όμως για την ώρα το “Sabotage”, ακόμα κι αν είναι σε σημεία ανόητο ή με μέτρια συναίσθηση του εαυτού του, είναι μια καλή εκπροσώπηση.

Μπορεί η macho υπερβίαια περιπέτεια με τον Άρνι να μοιάζει (και να είναι, υποθέτω) το άκρως αντίθετο ενός εφηβικού ρομαντικού δράματος, όμως -απίθανα- συνδέονται χάρη στην έγνοια που μοιράζονται για αυτή την κληρονομιά. Το legacy. Το “γιατί τα κάνουμε όλα” της υπόθεσης.

Παρακολουθώντας τη μεγάλη κυκλοφορία της βδομάδας, μια ταινία που στην πραγματικότητα δεν έχει καμία δουλειά να θεωρείται ‘μεγάλη κυκλοφορία’ αλλά χάρη σε ένα συνδυασμό λόγων και τάσεων, βρέθηκε να είναι #1 στο Αμερικάνικο box office και θεωρούμενη κάτι σχεδόν σαν μπλοκμπάστεριά, έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να ζυγίζει αυτό που βλέπει αντί να του αφήνεται. Δεν φταίει η ίδια η ταινία, φταίει το υλικό από το οποία συχνά έρχονται παρόμοιές της.

Το “The Fault in Our Stars” (imdb), βασισμένο σε υπερ-διάσημο εφηβικό βιβλίο του Τζον Γκριν (αυτά τα ‘ΥΑ’ που είναι στη μόδα, απλά χωρίς δυστοπικούς κόσμους και kick-ass εφήβους που παίζουν ξύλο με μεταφυσικά και μη πλάσματα), έρχεται να μιλήσει για μια δύσκολη σχέση, βουτηγμένη από την κορυφή ως τα νύχτια στη θλίψη και τον θάνατο, ντύνοντάς την με ανοιχτά χρώματα και feelgood ίντι τραγούδια. Είναι η ιστορία μιας κοπέλας που γνωρίζει ένα αγόρι σε γκρουπ στήριξης καρκινοπαθών και ακολουθεί τη σχέση τους καθώς ο καθένας τους προσπαθεί να διαχειριστεί τον άλλον, τη θέση τους στον κόσμο και τη θέση των ανθρώπων τους στον κόσμο αφότου οι ίδιοι πάψουν να είναι μέρος του.

Αυτό που εξαρχής τραβά το “Fault” μπροστά από μυριάδες άλλα ίντι ευαισθησίας δράματα που παίρνουν χαρακτήρες με προβλήματα ή/και με αρρώστιες και τους παρουσιάζουν σαν quirky αγγέλους που έρχονται για να βάλουν τον πονεμένο μας ήρωα στο δρόμο του, είναι καταρχάς ότι ποτέ δεν αποφεύγει τη βαρύτητα και τη σημασία αυτού που προσεγγίζει. Οι αρρώστιες δεν είναι character tics. Δεν είναι εκεί για να κάνουν κάποιον χαρακτήρα πιο ιδιαίτερο, πιο ξεχωριστό, πιο χαριτωμένο. Είναι εκεί επειδή ο αφηγητής έχει κάθε διάθεση να μιλήσει για τον θάνατο, για το άπειρο, για το τι σημαίνουμε και για το τι αφήνουμε πίσω.

Σε αυτό το ρομάντζο, είναι η κοπέλα, η Χέιζελ Γκρέις (η πάντα φανταστική Σέιλιν Γούντλεϊ του “Descendants”, γήινη, θνητή, χαϊδεύει το θάνατο και την απόγνωση και την ελπίδα δίχως ποτέ να μοιάζει να ίπταται πάνω από το έδαφος) που συναντά τον Manic Pixie Dream Guy, τον Ογκούστους Γουώτερς, ένα αγόρι που την ερωτεύεται και κάνει όλα τα υπερβολικά και χαριτωμένα πράγματα που συνήθως είναι κάποια μανιακή ίντι κοπέλα που κάνει για το Αγόρι σε αυτές τις ταινίες. Όμως, εκτός από την -ευπρόσδεκτη έτσι κι αλλιώς- αντιστροφή των ρόλων, είναι και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό που διαχωρίζει αυτό το ζευγάρι από κάθε άλλο κινούμενο χίπστερ χαριτωμενίστικο δίπολο του ανεξάρτητου σινεμά: Βγάζουν αλήθεια από την κάθε τους λέξη και την κάθε τους ανάγκη.

Αναλογίσου αυτό: Αντιμέτωποι με το θάνατο, με τη σκέψη δηλαδή του θανάτου, όλοι κάπως, σε κάποιο βαθμό, σκεφτόμαστε τον εαυτό μας σα να τον κοιτάζαμε απέξω, από μακριά. Υπολογίζουμε, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, τη θέση που καταλαμβάνουμε σε αυτό τον κόσμο. Τι σημαίναμε, τι σημαίνουμε, τι θα σημαίνουμε. Θα αφήσουμε κάτι πίσω; Έχει σημασία οτιδήποτε από αυτά που κάνουμε; Θα μας θυμούνται; Θα μας αγαπάνε; Θα μας μισούνε; Κάναμε κάτι που επηρέασε το οτιδήποτε;

Ο Ογκούστους τρέμει και φοβάται πως ο κόσμος θα προχωρήσει και θα τον ξεχάσει, σα να μην υπήρξε ποτέ, σα να ήταν ”μια σταγόνα στη βροχή”. Η Χέιζελ Γκρέις φοβάται το ανάποδο, πως ο κόσμος (της) δε θα μπορέσει ποτέ να πάει βήμα παρακάτω γιατί όλοι οι άνθρωποί (της) θα παραλύσουν με την απώλειά της. Το ρομάντζο τους δεν είναι συγκινητικό επειδή είναι βουτηγμένο στις σκέψεις περί θανάτου, είναι συγκινητικό επειδή είναι βουτηγμένο στις σκέψεις περί ζωής. Του τι σημαίνει, του πόσο μετράει, του πόσο κάναμε (κάνουμε) αρκετά με αυτήν. Ανάμεσα στα δύο αντίθετα άκρα αυτών των δύο κοσμοθεωριών, βρίσκεται εικάζω η αλήθεια. Είναι ο δεσμός τους, που τους επιτρέπει να κοιτάξουν την ύπαρξή τους ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου, και κάπως έτσι μόνο να νιώσουν ηρεμία.

Ναι, εντάξει, ναι. Υπάρχουν αρκετά σημεία που καταλαβαίνεις πως η ταινία σε σέρνει από τη μύτη μέσα από εντελώς κατασκευασμένα περιστατικά ώστε να βάλεις τα κλάματα. Μια σκηνή στο σπίτι της Άννας Φρανκ παραλείπει όσα στοιχεία χρειάζεται ώστε να μπορεί να καταλήξει σε ένα ενοχλητικά cheesy αποτέλεσμα. Διάφοροι σεναριακοί ζογκλερισμοί φέρνουν τα πράγματα σε μια φάση αρκετά πιο τακτοποιημένη από όσο η άχαρη ζωή θα μπορούσε ποτέ να επιτρέπει. Όμως ακόμα κι όταν η ταινία (του ως τώρα άσημου σκηνοθέτη Τζον Μπουν) στρίβει επιδεικτικά ώστε να σε παρασύρει σε συγκεκριμένες συναισθηματικές οδούς, το κάνει επειδή εν τέλει, έχει κάτι να πει.

Ο Μπουν καταφέρνει και σκηνοθετεί την ιστορία δίχως ούτε να αποφεύγει το σκληρό της χαρακτήρα, αλλά ούτε και να τσαλαβουτάει σε αυτόν. Σε όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης, βρισκόμουν σε πάλη με τον εαυτό μου: Θα μπορούσε να λείπει ένα cute τραγουδάκι, σκεφτόμουν, και θα μπορούσαμε να δούμε λίγο παραπάνω ασχήμια, έτσι, για την ισορροπία. Δεν ξέρω ποια είναι η παγκόσμια σταθερά κινηματογραφικής αλήθειας σε τέτοιες περιπτώσεις. Νιώθω πως εν τέλει ο Μπουν πάντως την πέτυχε. Είναι εύκολο (και επίπονο, όταν το διαπιστώνεις) μια ταινία τέτοιας θεματολογίας να μυρίζει εκμετάλλευση, ειδικά όταν γιγαντώνεται ως φαινόμενο περισσότερο από όσο θα είχε ανάγκη, όταν βλέπεις συναισθηματικές ατάκες από σημεία-κλειδιά του φιλμ να γίνονται catch phrases πάνω σε θήκες iPhone και φάτσες σε μπρελόκ.

Όμως το “The Fault in Our Stars”, με την ισορροπία (σχετικής) ελαφράδας όσο και ειλικρινά αποκαρδιωτικών στιγμών (σχεδόν κάθε σκηνή της Λόρα Ντερν, στο ρόλο της μητέρας της Χέιζελ Γκρέις, σου βαράει γονατιά στο στομάχι), με την προσοχή που επιδεικνύει στο πώς προσεγγίζει ένα δύσκολο στόρι, και κυρίως με τον τρόπο που μεταδίδει μια αληθινή, ειλικρινή σκέψη για το θάνατο, τη ζωή, και την ανάγκη μας για το απέναντι άκρο, για την αναζήτηση του ό,τι μας λείπει (μην πω έτερον ήμισυ και φτηνύνω αυτό που τόσο όμορφα πετυχαίνει το φιλμ), καταφέρνει να κερδίζει και τα δάκρυα, και το μέγεθος, και το hype του.

Επειδή, στην τελική, νοιάζεται για αυτό: Το “γιατί τα κάνουμε όλα” της υπόθεσης.