ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Το γεμάτο ξενοδοχείο του Wes Anderson

Ο Wes Anderson επιστρέφει με το “Grand Budapest Hotel”, εσύ μπορείς να δεις μια αποκλειστική σκηνή της ταινίας, οι “300” συνεχίζουν να τα βάζουν με τον Ξέρξη και την Αρτεμισία.

Από τη μέρα που ο Anderson χτύπησε δημιουργικό χαμηλό με το “Darjeeling Limited” έχει συμβεί το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έπαθε auteur τα τελευταία χρόνια: Επανεφηύρε τον εαυτό του βουτώντας όλο και πιο βαθιά μέσα στις μικρές εμμονικές γωνίες του σύμπαντός του, καταφέρνοντας να εξελίξει τη γλώσσα και τη θεματολογία του. Στο “Darjeeling” η ιστορία αφορούσε τρία αδέρφια που έκαναν ένα ταξίδι αυτογνωσίας κυριολεκτικό και μεταφορικό, αλλά πέραν αυτού η ταινία δεν προσέφερε τίποτα νέο σε σχέση με τα όσα ο Άντερσον έλεγε ως τότε με τις ταινίες του. Αν μη τι άλλο, έμοιαζε περισσότερο με αυτο-παρωδία, με έργο προχωρημένης περιόδου ενός δημιουργού που έχει ξεμείνει από ιδέες αλλά θέλει ακόμα να λέει τις παλιές.

Τι συνέβη μετά: Κάθε νέα ταινία του Άντερσον είναι και μια μεγεύθυνση. Εγκατέλειψε την αόριστη προσέγγιση του μόνο-σκελετός-και-συναίσθημα “Darjeeling” και άρχισε την εξερεύνηση: Το “Fantastic Mr. Fox” ήταν το animation ξέσπασμα, από έναν σκηνοθέτη που σε όλη του την καριέρα αντλούσε συναίσθημα από ανθρώπινα καρτούν. Το “Moonrise Kingdom” ήταν ο ώριμος ύμνος ερωτικής αφύπνισης δύο παιδιών, από έναν σκηνοθέτη που σε όλη του την καριέρα αφηγείτο ιστορίες αιώνιων δωδεκάχρονων. Το “Grand Budapest Hotel” είναι η φρενήρης κωμική περιπέτεια για το πνεύμα μιας πολιτισμένης Ευρώπης που αργοπεθαίνει, από έναν σκηνοθέτη που σε όλη του την καριέρα έγραφε ιστορίες νεαρών ευγενών στο σήμερα.

Κι επίσης είναι η πιο αστεία και διασκεδαστική ταινία του μέχρι σήμερα. Οπότε έχουμε κι αυτό τον παράγοντα.

Πάρε μια γερή γουλιά από το αναψυκτικό σου, ετοιμάσου για σινεμά και πάμε να συζητήσουμε για τον Γουές Άντερσον και το ξενοδοχείο του.

Η κεντρική φιγούρα του “Grand Budapest Hotel” (letterboxd | imdb) είναι, ναι, το καρτουνίστικα επιβλητικό ξενοδοχείο, που όσο σου κόβει την ανάσα καθώς το κοιτάς από μέσα, άλλο τόσο ο Άντερσον φροντίζει να το τοποθετήσει αναμφίβολα στο πολύχρωμα ψεύτικο σύμπαν του μέσα από τις απίστευτες πλαστές εικόνες που το περιβάλλουν. Το πνεύμα του ξενοδοχείου, ο επιστάτης του Ρέιφ Φάινς (ο οποίος είναι συγκινητικά καλός) παίρνει υπό την προστασία του έναν μετανάστη πιτσιρικά (ο άγνωστος Τόνι Ρεβολόρι) και παρέα μπλέκονται σε μια τρελή καταδίωξη γεμάτη παρεξηγήσει και απρόοπτα που παραπέμπουν σε πρωινό καρτούν Σαββάτου, με όλη την παράνοια και την δίψα για γέλιο και θαυμαστές καταστάσεις που ένα τέτοιο καρτούν μπορεί να κρύβει μέσα του.

Η ιστορία ξεκινάει κάπου στα 1930 και μαζί με τους χαρακτήρες ταξιδεύουμε μέσα από τη φρίκη του πολέμου και του φασισμού που ακολουθεί- παρουσιασμένου, όπως θα ήταν συνεπές με τον Άντερσον, σαν κι αυτό να ήταν ένα καρικατουρίστικο συμβάν. Με τη διαφορά πως εδώ υπάρχει αληθινή ψυχή και αληθινή έγνοια σε αυτό που απεικονίζεται. Μπορεί οι φασίστες αντί για Ες Ες να λέγονται Ζιγκ Ζαγκ, και μπορεί τα πρόσωπά τους αντί για τετραγωνισμένα μουστάκια να μοιάζουν ας πούμε με τον Έντουαρντ Νόρτον, αλλά τον φασισμό τον ξέρεις πολύ καλά όταν τον βλέπεις. (Ή τελοσπάντων το 85-90% των συνανθρώπων μας.)

[Δες ένα αποκλειστικό κλιπ από την ταινία “The Grand Budapest Hotel”.]

 

Η καταστροφική λαίλαπα του φασισμού βάζει φωτιά σε ό,τι βρει, από τον νεαρό μετανάστη που γίνεται στόχος όχι μόνο μία φορά, μέχρι την τέχνη, τον πολιτισμό, τα όσα είναι η ευγενής Ευρώπη που σαφέστατα συμβολίζει το Grand Budapest, τόσο περήφανο και γεμάτο πνεύμα πριν τον πόλεμο, τόσο ερειπωμένο σήμερα.

Η σύνδεση και ταυτόχρονη κορύφωση αυτών των θεματικών συμβαίνει με τρόπους που δεν γίνεται να σε αφήσουν ασυγκίνητο, πετυχαίνοντας μια απίστευτη τομή ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό, το σκληρό και το ξεκαρδιστικό. Εξάλλου, όλη η αυτή η περιπέτεια του Φάινς και του πιτσιρικά Ζίρο (Ζίρο!) δεν παύει να είναι ένα καθαρόαιμα αντερσινονικό road trip ανάμεσα σε πολύχρωμα, προσεκτικά καδραρισμένα, καρτούν σκηνικά, μεταξύ χαρακτήρων που αποζητούν μια κάποια ωρίμανση. Αυτή η ωρίμανση, αυτή φορά, σημαίνει και κάτι πολύ ευρύτερο.

Και θυμήσου. Χαρακτήρες σαν τον Ζίρο βρίσκονται πάντα στα περιθώρια των ιστοριών του Άντερσον. Από τον έρωτα του Άντονι για την Ινέζ στο “Bottle Rocket” ως τον μεγάλο και ιερό Παγόδα που έσωσε τη ζωή του Ρόγιαλ (αφού πρώτα τον μαχαίρωσε) στο “Royal Tenenbaums”, η εικόνα του μετανάστη πάντοτε ήταν παρούσα στα παστέλ ψηφιδωτά των upper class συναισθηματικά ανάπηρων ηρώων του σκηνοθέτη. Μόνο που εδώ για πρώτη φορά ο Ζίρο της ιστορίας βρίσκεται στο κέντρο και την κινεί, και ενσαρκώνει όλα όσα αυτή σημαίνει. Υπό το πρίσμα του θεματικά ενοποιημένου Αντερσονικού σύμπαντος, είναι λες κι ο Γουές για πρώτη φορά ένιωσε αρκετά έτοιμος και ώριμος για να πάει τον μύθο του ένα βήμα βαθύτερα.

Σε τελική ανάλυση εξάλλου, όλα συνδέονται, κι αυτό είναι κάτι που η ταινία υπογραμμίζει με τον πλέον συγκινητικό τρόπο χάρη στο πώς είναι δομημένη η αφήγησή της. Ιστορία μέσα στην ιστορία μέσα στην ιστορία (και όλο το φιλμ, με τη σειρά του, μια ιστορία κι αυτή μέσα σε μια άλλη, όπως φανερώνει η αφιέρωση του Άντερσον στον συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ από τον οποίο εμπνεύστηκε τα πάντα). Που θα πει, ναι, είναι μια ταινία για μια ταινία, και είναι ένα κινηματογραφικό σύμπαν που λειτουργεί καλύτερα μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κινηματογραφικού σύμπαντος. Το context είναι, όπως ξέρουμε, τα πάντα.

Όμως σημαίνει και κάτι άλλο, για τις ιστορίες που διαιωνίζουν μύθους και ιδέες και ιδανικά, για τους ήρωες που επιβιώνουν το πέρασμα από τη μία γενικά στην άλλη, επιβιώνουν πολέμους και καταστροφές, επιβιώνουν.

Ο Γουές Άντερσον αφηγείται μια ακόμα ιστορία αργοπορημένης ωρίμανσης, ένα ακόμα φανταστικό ταξίδι, παραλληλίζοντάς το με το πνεύμα ενός πολιτισμού που επέζησε διαμέσου του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας του Τζουντ Λο (ο Τσβάιχ;) εμπνέεται από το ταξίδι του Φάινς και του Ζίρο, ο Άντερσον εμπνέεται από τις πυκνές ιστορίες του Τσβάιχ, και μια μέρα κάποιος θα εμπνευστεί από τα πολύχρωμα, συγκινητικά, αστεία παραμύθια του Άντερσον, και η ζωή με τις ιστορίες της θα συνεχίσει να συνεχίζεται.

Και τώρα, οι 5 αγαπημένες μου σκηνές από τη φιλμογραφία του Γουές Άντερσον:

5, “I love you but you don’t know what you’re talking about” στο “Moonrise Kingdom”

4, O Μπούμερ διασύρεται από τον Γκάντι στο “Royal Tenenbaums”

3, Τα τελευταία 20” του “Grand Budapest Hotel”

[Δες το!]

2, Ο Στιβ Ζισού αντικρύζει το σπάνιο πλάσμα στο “Life Aquatic”

1, O Μπιλ Μάρεϊ χάνει το τρένο στο “Darjeeling Limited”

Διάβασε επίσης:

Όσο το σκέφτομαι νομίζω πως δε θα μπορούσαν δύο ταινίες να είναι περισσότερο αντίθετες από όσο είναι ο νέος Γουές Άντερσον με το “300: Rise of an Empire” (letterboxd | imdb), όμως τι να γίνει που βγαίνουν την ίδια βδομάδα. Είναι κι οι δύο ταινίες με τεράστια έμφαση στο στιλιζάρισμα, όμως από εκεί και ύστερα, τόσο σε επίπεδο αισθητικό (η μία σε χαϊδεύει με απαλά, στατικά, πανέμορφα κάδρα, η άλλη σε ρίχνει στη λάσπη με slow-motion κίνηση) όσο και θεματικό (το πώς αντιμετωπίζουν την ιδέα της καταστροφής του πολέμου), είναι λες και κάποιος ήθελε να βεβαιωθεί πως αυτή τη βδομάδα δε θα υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος με δίλημμα ως προς το τι να πάει να δει στο σινεμά.

Μ’αυτά και μ’αυτά σχεδόν αισθάνομαι άσχημα γι’αυτό, όμως πρέπει να ομολογήσω πως σε ένα αρκετά ικανό επίπεδο, το σίκουελ του “300” μου άρεσε. Είχα μπει με ομολογουμένως πάρα πολύ αρνητική προκατάληψη στην αίθουσα, όμως η ταινία που είδα -όσο κι αν εξακολουθώ να διατηρώ μεγάλες ενστάσεις σε επίπεδο αισθητικής όσο και περιεχομένου- με εξέπληξε εν μέρει.

Αφενός διότι η δομή της είναι από τις πιο παράξενες που έχω δει σε πρόσφατο σίκουελ. Διαδραματίζεται ταυτόχρονα πριν, παράλληλα, και μετά το “300”, κάνοντάς το κάτι σαν χρονολογημένο “Νονό 2”, αλλά και ένα ταυτόχρονο “Empire Strikes Back” και “Return of the Jedi” αν το αρχικό “Star Wars” διαδραματιζόταν ανάμεσα σε αυτά τα δύο και επίσης είχε αντίστροφο φινάλε…; Ugh, μπερδεύτηκα.

Αφετέρου, και κυριότερα, η επιβλητική παρουσία της Εύα Γκριν στο ρόλο της Αρτεμισίας έχει ως αποτέλεσμα μια αληθινά σπάνια περίπτωση κεντρικού ρόλου σε mainstream Χολιγουντιανή ταινία. Η Αρτεμισία είναι ταυτόχρονα ο πρωταγωνιστής και ο villain της ταινίας, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα -συχνά ασύνδετα- κεφάλαια που απαρτίζουν αυτό το περίεργο φιλμ, και ταυτόχρονα ο χαρακτήρας του οποίου το arc ακολουθούμε στην πραγματικότητα. Συνήθως στις mainstream περιπέτειες οι γυναικείοι χαρακτήρες υπάρχουν για να συνμπληρώσουν τη διαδρομή του άντρα ήρωα, εδώ ο Ξέρξης κι ο Θεμιστοκλής είναι εκεί για να θαυμάσουν την Εύα Γκριν, όπως κι εμείς.

Κι όσο για την κεντρική σκηνή του φιλμ, μια άγρια και φοβερά δυνατή σκηνή σεξ και βίας; Ανθολογία. Κατευθείαν, και χωρίς πολλά-πολλά.

Λέω απλά: Μες στη μουτζούρα, υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Απολαύστε υπεύθυνα.

Είσαι έτοιμος για σινεμά; Για δες πόσο δυνατός είσαι στο να θυμάσαι ατάκες από το σινεμά