ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Το πέρασμα του χρόνου

Πώς ο χρόνος που κυλάει κάνει το “Boyhood” μια ταινία-σταθμό και πώς ο χρόνος που κύλησε κάνει το “Sin City: A Dame to Kill For” την πιο περιττή ταινία της χρονιάς.

Οι ταινίες είναι τέλειες αλλά είναι ψέμματα. Δεν είναι κακό αυτό, λατρεύω το ψέμα, ο ρεαλισμός δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Όμως υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσεις για την αλήθεια και, στο σινεμά, ελάχιστοι από αυτούς έχουν να κάνουν με την απεικόνιση. Επειδή το σινεμά λέει ψέμματα.

Το σινεμά παγιδεύει πράγματα στο χρόνο, τα κρατάει για πάντα ίδια κι απαράλλαχτα. Τα φωτίζει ομορφότερα. Τα μακιγιάρει.  Όσο κι αν κυνηγήσεις το ρεαλισμό, το σινεμά πάντα θα σε βγάζει ψεύτη, γιατί ενώ η ιστορία σου λέει “και τότε πέρασαν δέκα χρόνια και εκείνος άδειασε ψυχικά κι εκείνη βάρυνε και η επαφή τους δεν ήταν ποτέ ξανά ίδια”, θα ξέρεις πως οι άνθρωποι που κοιτάζεις μπροστά σου είναι οι ίδιοι, και κανείς δεν άδειασε και κανείς δε βάρυνε και καμία δεκαετία δεν σκαρφάλωσε στις πλάτες τους για να τους προσγειώσει στο έδαφος.

Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ πάντα ήταν ένας δημιουργός άνισος μεν, αλλά ακόμα σημαντικότερα, ένας δημιουργός που ενδιαφερόταν για τα πάσης φύσεως μεγαλώματα. Για το ποιοι ήμασταν, για το τι ονειρευόμαστε να γίνουμε, για τους εφιάλτες που ριζώνουν μέσα μας, για το πώς γινόμαστε ό,τι γινόμαστε. Για το πώς ο χρόνος μας σχηματίζει, μας πλάθει, μας κάνει αυτό που είμαστε. Και, σταδιακά, διαπίστωσε πως ένα κινηματογραφικό δίωρο δε θα αρκούσε για να μπορέσει να πει όσα θέλει. Επειδή το σινεμά λέει ψέμματα.

Οπότε σκέφτηκε κάτι άλλο.

Υπάρχει μια απροσδιόριστη αλλαγή που συμβαίνει πάνω μας με το πέρασμα του χρόνου που δεν εξηγείται γιατί δεν είναι κάτι απτό ή συγκεκριμένο. Είναι απλά, πώς να το πω, ο χρόνος. Στο σινεμά δε γίνεται να το δείξεις, αλλά το βλέπεις στις σειρές που τρέχουν για χρόνια. Αν εκεί που βλέπεις μια σεζόν, βάλεις χωρίς λόγο ένα επεισόδιο της προηγούμενης σεζόν, οι πάντες φαίνονται διαφορετικοί ακόμα κι αν δεν έχουν αλλάξει κάτι πάνω τους. Συμβαίνει κι όταν κοιτάμε παλιές μας φωτογραφίες. Βλέπουμε αλλαγές πάνω μας ακόμα κι αν δεν έχουμε αλλάξει απολύτως τίποτα. Μπορεί να έχεις τα ίδια μαλλιά, τα ίδια κιλά, τα ίδια γυαλιά. Αλλά έχεις αλλάξει. Πάντα, μα πάντα, αλλάζεις.

Ο Λινκλέιτερ βρήκε τρόπο να προσθέσει χειρουργικά αυτό το προσόν των σειρών στην γλώσσα του σινεμά. Επειδή, όταν όλη η αφήγηση της καριέρας σου είναι ένας στοχασμός πάνω στο πώς μεγαλώνουμε, δεν γίνεται να μη μπορείς να αποτυπώσεις αυτό ακριβώς το μεγάλωμα. Η τριλογία των “Before” ήταν μια πρώτη θαρραλέα κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, δίνοντας fiction διάσταση σε μια φόρμα που ως τότε χρησιμοποιούσαν κυρίως ντοκιμνατεριστικές απόπειρες, όπως το “Up Series” του Μάικλ Άπτεντ (ανά επταετία ντοκιμαντέρ για 14 ανθρώπους) ή το “Άννα 6-18” του Νικίτα Μιχάλκοφ (όπου ο σκηνοθέτης θέτει στην κόρη του ερωτήσεις χρόνο μετά το χρόνο, καταγράφοντας έτσι την πολιτική ιστορία της χώρας του στα ‘80s).

Όμως αυτό που έκανε ύστερα του έδωσε στα αλήθεια τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα εντελώς αλλιώτικα.

Πήρε την Πατρίσια Αρκέτ, τον Ήθαν Χωκ, την κόρη του κι έναν 6χρονο πιτσιρικά, και για 12 διαδοχικά καλοκαίρια, τους μάζευε δυο βδομάδες της φορά και γύριζε μια ιστορία ωρίμανσης καθώς συνέβαινε. Τα παιδιά μεγαλώνουν, αποκτούν ανάστημα, αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά τους, αποκτούν ύφος, γεμίζουν το βλέμμα τους με αμφιβολία. Οι ενήλικες γερνάνε, αποκτούν ρυτίδες, παχαίνουν, αδυνατίζουν, σπάει το πρόσωπό τους, μοιάζουν άλλοε αποφασισμένοι άλλοτε παραιτημένοι. Και μέσα από όλα αυτά, παρακολουθούμε την απολύτως συνηθισμένη ιστορία ενός 6χρονου αγοριού καθώς μεγαλώνει για να γίνει ένας 18χρονος άντρας.

Είναι σημαντικό που η ιστορία δεν είναι ποτέ κάτι το ιδιαίτερο. Που αν της αφαιρούσες το τέχνασμα του αληθινού περάσματος του χρόνου, θα ήταν μια εντελώς συνηθισμένη coming of age ιστορία. Αυτό εξάλλου κάνει ο Λινκλέιτερ στις καλύτερες ταινίες του, αφήνει τον χρόνο και τις στιγμές να μιλήσουν. Έτσι, οι χαρακτήρες που βλέπουμε στην οθόνη γίνονται ευκολότερα Εμείς. Δεν παρακολουθούμε μια περίεργη ιστορία ενός συγκεκριμένους αγοριού που του συνέβη κάτι- παρακολουθούμε την διαδικασία του πώς είναι να μεγαλώνεις. Εσύ. Κι εγώ. Και όλοι.

Μουσικές, γκάτζετ, περιβάλλοντα, συνήθειες, σειρές και ταινίες, τα πάντα εδώ συνθέτουν την απόλυτη αναπαράσταση της εμπειρίας του να ανοίγεις ένα ξεχασμένο φωτογραφικό άλμπουμ. Δεν είναι απλά ότι θυμάσαι στιγμές της ζωής σου, γιατί η μνήμη είναι σαν το σινεμά, λέει ψέμματα. Τις βλέπεις. Κοιτάς ποιος ήσουν κι από τι περιτριγυριζόσουν. Κοιτάς πώς άλλαζες από τον ένα μήνα στον επόμενο. Θυμάσαι γιατί ήσουν κατσούφης σε εκείνη τη φωτό και γιατί χαζογελούσες στην άλλη. Αυτές οι εικόνες λένε αλήθεια επειδή κρύβουν πίσω τους, η κάθε μία, μια ολόκληρη δική της ταινία.

Και φτάνοντας στο τέλος, κλείνεις το άλμπουμ, συγκινείσαι, όχι επειδή έχεις δει κάτι συγκεκριμένο να συμβαίνει, αλλά επειδή τα είδες όλα εκεί μαζεμένα, το ένα μετά το άλλο, το ένα ως αποτέλεσμα του άλλου. Ένιωσες, χωρίς να χρειάζονται πολλά λόγια, το πώς όλη αυτή η εμπειρία σε έφτιαξε σε αυτό που είσαι στο -όποιο- τέλος. Ακούς τα λόγια που λες και σε κάθε σου λέξη διακρίνεις τις στιγμές που σε σχημάτισαν, που σε έφεραν εδώ. Είναι σχεδόν ενστικτώδες.

Κλείνοντας το άλμπουμ, νιώθεις σα να έχεις παρακολουθήσει κάτι larger than life (επειδή η κάθε μικρή αλήθεια κρύβει πίσω της άπειρες μικρότερες που δε χωράνε σε καμιά αφήγηση και καμιά απεικόνιση) αλλά και κάτι αβάστακτα μικρό την ίδια στιγμή (επειδή η ζωή πάντα σε αφήνει με την απορία, “Αυτό είναι όλο; Περίμενα κάτι περισσότερο”). Εν τέλει, αυτό το μεγάλο μυστικό της ζωής, μπορεί να αποκτήσει υπόσταση μόνο μέσα από ένα φιλόδοξο πείραμα σαν του Λινκλέιτερ, μια ταινία όπου η φόρμα αποκτά ουσία μουσειακού εκθέματος.

Το “Boyhood” (imdb | letterboxd) είναι αστείο, συγκινητικό, αληθινό, γεμάτο από ποπ αναφορές που θα σε κάνουν να τινάζεσαι από το κάθισμα κάθε πέντε λεπτά. Κρατά σχεδόν τρεις ώρες μα κυλάει σα νερό γιατί είναι απλά τόσο μα τόσο αβίαστο. Το “Boyhood” είναι, πολύ απλά, μια ταινία-εμπειρία, από αυτές τις καταδικασμένες να παραμείνουν για πάντα σημείο αναφοράς.

Διάβασε σχετικά:

Είναι ειρωνικό που την ίδια βδομάδα με το “Boyhood” βγαίνει στις αίθουσες το “Sin City: A Dame to Kill For” (imdb | letterboxd), με τον επικό ελληνικό τίτλο “Η Κυρία Θέλει Φόνο”.

Το “Boyhood” καταγράφει το πέρασμα του χρόνου με τρόπο άνευ προηγουμένου, ενώ το “Sin City” προσποιείται πως ο ίδιος χρόνο δεν κύλησε ποτέ. Σαν σίκουελ-φάντασμα της ταινίας του 2005, οι σκηνοθέτες Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και Φρανκ Μίλερ επιστρέφουν σα να μην πέρασε μια μέρα και κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ίδιοι ήρωες, ίδια ατμόσφαιρα, ίδια τεχνοτροπία, ίδιο κενό περιεχομένου περιεχόμενο.

Μόνο που δέκα χρόνια αργότερα, ο Ροντρίγκεζ έχει κάνει μία ταινία της προκοπής μόνο, τον Φρανκ Μίλερ κανείς πια δε τον παίρνει στα σοβαρά, και αυτό που κάποτε ήταν καινοτομία, τώρα μοιάζει με αντιγραφή των αντιγραφέων του. Δίχως την αισθητική πρωτοτυπία, οι κλισέ ιστορίες της Αμαρτωλής Πόλης μοιάζουν τώρα απολύτως προβλέψιμες και ανιαρές.

(Οι λιγοστές εξαιρέσεις αφορούν το μικρό στόρι του Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ και την παρουσία της Εύα Γκριν που σταθερά συνεχίζει να είναι καλύτερη από οτιδήποτε την περιβάλλει.)

Οι φανατικοί της πρώτης ταινίας θα περάσουν καλά γιατί η ταινία τους δίνει το ίδιο πράγμα ξανά, όμως κατά τα άλλα δε μπορείς παρά να αναρωτηθείς. Αν η ίδια ακριβώς ταινία έβγαινε πριν 7-8 χρόνια θα ήταν περίπου θρίαμβος. Σήμερα ήταν ένα υστερόγραφο που στην Αμερική έκανε εισπράξεις τύπου Ούβε Μπολ και αγνοήθηκε από κοινό και κριτική. Αν κάτι μας υπενθυμίζει έντονα το “Boyhood”, είναι πως κανείς και τίποτα δεν μένει παγωμένο στο χρόνο.

Εκτός, υποθέτω, αν είναι νεκρό.