REVIEWS

Όλοι έχουμε μέσα μας λίγη από την οικογένεια Μπελιέ

Μερικές παραδοχές για τον εαυτό μας και την ελληνική οικογένεια μέσα από τα μάτια μιας κινηματογραφικής οικογένειας, ολίγον τι διαφορετικής.

Τις τελευταίες ημέρες κηρύχθηκε ένας άτυπος πόλεμος εσωτερικά στο Oneman. Δεν θα τολμήσω να τον αποκαλέσω εμφύλιο. Παρέα με τον Κωνσταντίνο Αμπατζή αποφασίσαμε να υπερασπιστούμε τον γαλλόφωνο κινηματογράφο των τελευταίων ετών ενάντια στην σαφέστατα εχθρική στάση του Θοδωρή Δημητρόπουλου απέναντι στα δημιουργικά αδέρφια μας τους Γάλλους. Ο πόλεμος κυρήχθηκε επίσημα στο αέρα του Sport24 Radio 103,3 όπου μπορείς να μας ακούς καθημερινά 6-8 το απόγευμα.

Η απορία για αυτή τη στάση του Θοδωρή είναι προφανής. Και αποτυπώνεται ορθότατα σε μία μόνο ερώτηση του Κωνσταντίνου. “Την Οικογένεια Μπελιέ την είδε; Τι είναι; Από πέτρα;”.

 

Ομολογώ ότι άργησα μερικούς μήνες για να δω αυτό το μικρό αριστούργημα του Eric Lartigau. Το οποίο παίζει από τα μέσα του χειμώνα στις αίθουσες αλλά οι περισσότεροι το ανακάλυψαν σε εκείνες τις αίθουσες που μοιάζουν να του ταιριάζουν καλύτερα. Στις αίθουσες των θερινών κινηματογράφων. Με αγιόκλημα και γιασεμιά. Και δεν είμαι απολύτως σίγουρος αν έστω υποσυνείδητα διαδραμάτισε το ρόλο του η συμβολή Hollande στο κλείσιμο της συμφωνίας με τους εταίρους που φτάνουμε μέσα καλοκαιριού για να αποθεώσουμε μία γαλλική παραγωγή αλλά σίγουρα το αξίζει. Το “La Famille Belier” είναι μία πολύ γλυκιά ταινία χωρίς μεγάλα νοήματα αλλά με την κανονικότητα μίας ιστορίας που θες να δεις στον κινηματογράφο για να ταυτιστείς, να οργιστείς, να αισθανθείς, να χαρείς, να δακρύσεις.

Ναι, θα δακρύσεις έτσι λίγο, βλέποντας την ταινία.

 

Θα σου πω μάλιστα ότι σε αυτές τις ταινίες ευρείας απήχησης, οφείλεις να κρατάς μικρό καλάθι. Γιατί συνήθως εκείνοι που θριαμβολογούν είναι οι γηραιότεροι οι οποίοι εμφανίζουν μια συνεπή άρνηση να απολαύσουν κάθε τι νεωτεριστικό στον κινηματογράφο κι έτσι οτιδήποτε τους θυμίζει “τις ταινίες που είχαμε στα χρόνια μας” ανεβαίνει αυτόματα στο πάνθεον. Η οικογένεια Μπελιέ δεν είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία που έχει να επιδείξει ο Γαλλικός κινηματογράφος. Όπως δεν ήταν και το επίσης υπέροχο Intouchables πριν μερικά χρόνια. Αλλά είναι και τα δύο ταινίες τις οποίες βλέπεις κάτι παραπάνω από ευχάριστα. Με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που αποδίδουν αυτό το normalité οι Γάλλοι στις ταινίες τους.

Για όσους δεν έχουν δει την ταινία, αφηγείται τη ζωή μίας οικογένειας κωφαλάλων, η κόρη της οποίας δεν είναι κωφάλαλη και μέσα από μία σειρά γεγονότων, καταφέρνει να κάνει τα πρώτα βήματά της στο τραγούδι. Λίγο πολύ αυτά θα είδες και στο trailer. Μόνο που  – πολύ σωστά – η ταινία δεν στηρίζεται τόσο πολύ σε αυτό το μουσικό ταξίδι της κόρης και στις όποιες δικές της ανησυχίες για αυτό αλλά παίζει εκστατικά υπέροχα με τις ιδιοτροπίες κάθε μέλους της οικογενείας, με τις συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στο σπίτι από την αναπηρία αυτή, με το τοπίο της Γαλλικής επαρχίας και των αντιλήψεων εκεί περί οικογενείας και του κατά πόσο τα παιδιά μπορούν να κάνουν το βήμα έξω από τη φωλιά.

 

Η σιωπηλή κραυγή της μάνας δεν είναι μόνο επειδή το παιδί της κάνει κάτι που δυσκολεύεται να αντιληφθεί, είναι επειδή το παιδί φεύγει από την μητρική αγκαλιά. Τα ρατσιστικά αστεία του πατέρα δεν είναι μία φωνή κατά του ρατσισμού, είναι η κρυφή παραδοχή της ύπαρξης ανομολόγητων ρατσιστικών τάσεων μέσα σε κάθε οικογένεια. Το χέρι του πατέρα στο στέρνο της κόρης του για να αισθανθεί τους παλμούς της φωνής της δεν είναι μόνο η ανάγκη αυτού του πατέρα να νιώσει τη φωνή του παιδιού του, είναι η ανάγκη κάθε πατέρα να έχει τη δική του μικρή στιγμή με την κόρη του, η ανάγκη του κάθε πατέρα να θυμίσει στο μικρό του κορίτσι ότι όσο και να μην την καταλαβαίνει, θα είναι πάντα μα πάντα εκεί.

 

 

Το γιατί βλέπω μικρές πτυχές αυτής της οικογένειας σε κάθε ελληνική οικογένεια, στο δικό μου τουλάχιστον το μυαλό είναι προφανές. Κι ακόμα σημαντικότερα παρατηρούσα μερικές μικρές κρυφές πτυχές της οικογένειας που αν δεν είχε αυτή τη φοβερή προστασία μίας ανάπηρης οικογένειας, δεν θα τολμούσε ο δημιουργός της ταινίας να παραδεχτεί. Αυτόν τον άκρατο εγωισμό της μάνας στο να θέλει να κρατήσει το παιδί κοντά της, τον είχαμε δει μέχρι τώρα τόσο ξεκάθαρο μόνο στο Boyhood. Η οικογενειακή αγκαλιά στο τέλος είναι μία τόσο οικεία σκηνή για όποιον έχει φύγει να σπουδάσει η οποία κρύβει μέσα της απίστευτη δυναμική, σημαντικά μεγαλύτερη από κάθε ανιαρό διάλογο που περιλαμβάνει ένα “το κοριτσάκι μας μεγάλωσε”.

 

 

Η αδυναμία των γονιών της μικρής Paula να ακούσουν και να μιλήσουν, ενδυναμώνει τη θέση τους, την άποψή τους, αυτό το οποίο πρέπει να γίνει απλά και μόνο γιατί έχουν αυτό το πρόβλημα. Κι η ταινία τους φέρεται τόσο ωμά και ρεαλιστικά όπως φέρεται και η ζωή η ίδια σε κάθε άνθρωπο με παρόμοιο πρόβλημα. Με τη διαφορά ότι στην οικογένεια Μπελιέ, γνωρίζουμε την καλή φάση της οικογένειας, αγνοώντας το πώς έφτασαν εκεί.

Η Paula Belier, από τις κλασικές ανησυχίες μία έφηβης, που δεν μας τρίβονται στη μούρη ως είθισται στην κάθε αμερικανιά, μέχρι τα μεγάλα διλήμματα ενός μικρομέγαλου που έχει επωμιστεί μεγαλύτερες ευθύνες (όπως να μιλά με τους προμηθευτές), υπηρετεί πιστά και πολύ όμορφα έναν ρόλο που σίγουρα θα της ανοίξει τις πόρτες για κάτι παραπάνω. Με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές να παγιδεύονται στους σχετικά μικρούς τους ρόλους και μόνο τον καθηγητή να ξεχωρίζει λίγο για αυτή την αγωνία της ανάδειξης, αυτή την αγωνία που κρύβει ο μέσος άνθρωπος να αναγνωριστεί η όποια μικρή του προσφορά.

 

Μία ταινία που μέσα στο κλασικό αγαπημένο γαλλικό χιούμορ της, καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή που δεν έχει πάει με απαιτήσεις στον κινηματογράφο. Και να σε αφήσει στο τέλος με μία γλυκιά αίσθηση δικαίωσης και νίκης όχι για εκείνον που σαχλά και αμερικάνικα κυνηγά το όνειρό του αλλά για εκείνον που καταφέρνει να σταθεί στα δυο του πόδια και να ορίσει από μόνος του τη μοίρα του ενάντια σε όποια δυσκολία.

Να σταθεί στα πόδια του είπα;

Να πετάξει εννοούσα