© Konstantinos Tsakalidis / SOOC
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Πάρε ανάσα»: Μία πρώτη ανάγνωση στο νέο ψυχολογικό θρίλερ του Δημήτρη Σίμου

Ο 36χρονος συγγραφέας επιστρέφει δριμύτερος, τοποθετεί τη δράση του στις καλλιέργειες μυδιών της Χαλάστρας λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη και μας συστήνει τους μυστηριώδεις Νυχτοβάτες. Ακολουθεί ένα εκτενές απόσπασμα της καταιγιστικής αστυνομικής ιστορίας που κυκλοφορείς στις 11 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Νυχτοβάτες, ένοχα μυστικά από το παρελθόν, καλλιέργειες μυδιών, πτώματα με μακιγιάζ. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις λέξεις-κλειδιά πάνω στις οποίες στήνει το νέο του αστυνομικό μυθιστόρημα, ο Δημήτρης Σίμος. Γνωρίσαμε τον 36χρονο συγγραφέα πριν περίπου επτά χρόνια, τον είδαμε να ωριμάζει, να μετατρέπεται σε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα νέα ονόματα του ελληνικού crime fiction και να είναι έτοιμος πια για το επόμενό του λογοτεχνικό βήμα. Σίγουρα, η μεταφορά του Σώσε με (εκδ. Μεταίχμιο) στην τηλεόραση τον βοήθησε να αποκτήσει ακόμα πιο ευρύ κοινό.

Τι λοιπόν περιμένουμε από το νέο, καταιγιστικό μυθιστόρημα με τίτλο Πάρε ανάσα (εκδ. Μεταίχμιο); Καταρχάς, αυτήν τη φορά ο Δημήτρης Σίμος κινείται πολύ κοντά στα μονοπάτια του ψυχολογικού θρίλερ ενώ η δράση λαμβάνει χώρα στη Βόρεια Ελλάδα.

Πιο συγκεκριμένα, διαβάζουμε στο δελτίο τύπου: «Η Σίλβια Κώτσου έχει επιστρέψει στη Χαλάστρα, όπου μεγάλωσε, μαζί με τις δύο ανήλικες κόρες της. Παράλληλα, εργάζεται ως δύτρια στις τοπικές μυδοκαλλιέργειες στο Δέλτα Αξιού. Η Σίλβια και οι κόρες της έχουν επιζήσει μιας εγκληματικής επίθεσης στην Αθήνα, κατά την οποία δολοφονήθηκαν ο πατέρας της και ο άντρας της».

Τι είναι εκείνο που ταράξει για μία ακόμα φορά την καθημερινότητά τους; «Το παρελθόν θα εμφανιστεί και πάλι μπροστά της, όταν ο δικηγόρος της οικογένειάς της ανασύρεται νεκρός από τη θάλασσα των μυδιών. Το πρόσωπό του είναι βαμμένο με γυναικείο μακιγιάζ. Την υπόθεση θα αναλάβει ο αστυνόμος Λάζος, ενώ τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν μπορεί να αποκαλυφθεί, καθώς η Σίλβια Κώτσου κρύβει το κλειδί της υπόθεσης, τους Νυχτοβάτες».

Προδημοσίευση: Ένα απόσπασμα σε 2 χαρακτήρες

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο Δημήτρης Σίμος ήδη από τη γενική περιγραφή του νέο του βιβλίου έχει καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον μας.

Το υγρό σχεδόν απειλητικό τοπίο, οι αντικρουόμενοι χαρακτήρες που στην περίπτωση της Σίλβιας Κώτσου έχουν πολλά να χάσουν, και το μυστήριο που πλανάται πάνω από τις σελίδες του βιβλίου δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για τον αναγνώστη.

Ακολουθεί ένα ένας εκτενές απόσπασμα δοσμένο από τη σκοπιά των δύο διαφορετικών χαρακτήρων για να πάρεις μία πρώτη γεύση από το Πάρε Ανάσα, το οποίο κυκλοφορεί στις 11 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Αστυνόμος Λάζος

Ο αστυνομικός διευθυντής Κώστας Καλίδης τέλειωσε το τηλεφώνημα με την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Έπρεπε να επιβεβαιώσει πως ο άντρας που βρέθηκε στα μύδια είχε παραληφθεί από τον ιατροδικαστή, ώστε να συντάξει την αναφορά του και να προλάβει να φτάσει στο σπίτι του πριν τα μπιφτέκια που μαγείρεψε η γυναίκα του κρυώσουν και ο αγώνας ποδοσφαίρου ΠΑΟΚ-ΑΕΚ ξεκινήσει.

Είχαν περάσει έξι ώρες από τη στιγμή που ο καπετάν Νικόλας τηλεφώνησε για τη σορό που βρέθηκε δεμένη στη μυδοκαλλιέργεια και τριάντα λεπτά αφότου έφυγε με τους δύο παραγιούς του από το αστυνομικό τμήμα, δηλώνοντας και γραπτά τα ίδια που είχε πει στον Καλίδη το πρωί: Βγήκε με το πλήρωμα στις οκτώ, έφτασαν στα πρώτα πλωτά, πεντακόσια μέτρα από την ακτή, δεν πρόλαβαν να σηκώσουν εμπόρευμα, όταν είδαν το πτώμα δεμένο από το χέρι σε έναν από τους μπλε πλωτήρες, το έλυσαν, το φόρτωσαν στο σκάφος, τηλεφώνησαν…αυτά.

Ο Καλίδης άναψε τσιγάρο. Η κλήση που είχε κάνει στο Εγκληματολογικό της Θεσσαλονίκης για συλλογή στοιχείων από το λιμάνι και το καΐκι του καπετάνιου ήταν σίγουρος πως θα έφερνε κόσμο στο γραφείο του.

Έδωσε άλλη μισή ώρα στον εαυτό του πριν γυρίσει σπίτι.

Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία αναφορά και δεν θυμόταν τίποτα το σημαντικό που να είχε απασχολήσει το μικρό Αστυνομικό Τμήμα της Χαλάστρας, πέρα από καβγάδες για τις άδειες στη ζώνη μυδοκαλλιέργειας και μερικές τουφεκιές εκτός κυνηγητικής περιόδου, που είχε κάθε λόγο να παραπονιέται πως ήταν δουλειά του φορέα διαχείρισης του Πάρκου και όχι της αστυνομίας.

Άνοιξε την ηλεκτρονική φόρμα καταχώρισης με έναν δεύτερο αναστεναγμό, και τότε χτύπησε η πόρτα.

«Τι έγινε, ρε Θέμη;»

«Διοικητά, είναι ένας αξιωματικός που θέλει να σας δει».

Ο Καλίδης σηκώθηκε όρθιος, προσπάθησε να ισιώσει όσο μπορούσε το μπλε πουκάμισο της στολής, που έμοιαζε να κρύβει από κάτω μια ολόκληρη μπάλα μπάσκετ, και σκέφτηκε πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να κάνει τον ξεναγό στα μέρη του. Το γρηγορότερο, το καλύτερο.

«Να περάσει ο άνθρωπος».

Στην αρχή παρατήρησε τα χτενισμένα σε χωρίστρα μαλλιά του άντρα που έμπαινε στο γραφείο του και στη συνέχεια το γκρι παντελόνι και τις εντελώς αταίριαστες μουσταρδί μπότες Timberland που φορούσε. Ο άντρας απέναντί του ήταν από αυτούς που δεν θα ένιωθες έκπληξη αν σου έλεγαν πως είναι σαράντα ούτε θα απορούσες αν άκουγες πως πλησιάζει τα εξήντα. Το πρώτο πράγμα που έκανε τον Καλίδη να χαμογελάσει ήταν αυτό το κουρασμένο βλέμμα που διέθετε αυτός ο άντρας και έκανε τους άλλους να χαμηλώνουν τις άμυνές τους, να προσαρμόζονται σε έναν αργό ρυθμό που σε κάνει να νιώθεις οικεία.

Ο Καλίδης άπλωσε πρώτος το χέρι του πάνω από το γραφείο. Αυτή η αίσθηση πως κάπου τον ήξερε και ας ήταν σίγουρος πως δεν τον είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή του τον έκανε να του σφίξει δυνατά το χέρι.

«Διοικητής του Τμήματος Χαλάστρας. Αστυνομικός Διευθυντής Καλίδης».

«Αστυνόμος Διονύσης Λάζος. Χαίρω πολύ».

Οι δυο άντρες έσφιξαν τα χέρια και κάθισαν αντικριστά.

«Εδώ είναι το φύλλο πορείας μου» είπε ο αστυνόμος Λάζος αφήνοντας το χαρτί πάνω στο γραφείο του Καλίδη.

Ο Καλίδης έβγαλε ένα πακέτο Marlboro από την μπροστινή θήκη του σακακιού του και τράβηξε το πρώτο τσιγάρο καθώς μελετούσε το φύλλο πορείας.

«Έρχομαι από τη Δίωξη Εγκλημάτων κατά Ζωής, Διεύθυνση Αττικής. Εκεί είναι η έδρα μου».

«Έδρα;»

«Ανήκω σε έναν παλιό τομέα όπου ασχολούμαστε με υποθέσεις σε όλη την Ελλάδα. Δουλειά των Αμερικανών και των εκπαιδεύσεών τους από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μηδέν γεωγραφικός περιορισμός μηδέν ζωή, όπως λένε».

«Και σας έστειλαν οι Αμερικάνοι εδώ;»

Ο Λάζος μειδίασε.

«Εδώ με έστειλαν τα Κεντρικά. Βρέθηκε ένας νεκρός άντρας στο Δέλτα Αξιού στις οκτώ το πρωί».

«Και να φανταστείτε πως δεν έχω προλάβει να καταθέσω γραπτή αναφορά».

«Πήρατε τηλέφωνο στα Κεντρικά της Θεσσαλονίκης, στείλατε τη σορό στο Ιατροδικαστικό, ζητήσατε τη Σήμανση. Αρκετά για να φτάσει η πληροφορία. Ξέρετε πώς σκοτώθηκε ο άντρας που στείλατε στο Ιατροδικαστικό;»

«Όχι, εσείς ξέρετε; Ο μακιγιαρισμένος άντρας που βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα μύδια δολοφονήθηκε χθες τη νύχτα, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή. Ο γιατρός ανακάλυψε τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και ένα εσωτερικό αιμάτωμα στο κρανίο του που έδειχνε πως είχε χτυπηθεί με δύναμη από πίσω, πριν βρεθεί να επιπλέει δεμένος σε μια σημαδούρα στα νερά του Αξιού».

Ο Λάζος σηκώθηκε όρθιος.

«Κύριε Καλίδη, θα μπορούσατε να με ξεναγήσετε στο μέρος όπου βρέθηκε η σορός του κυρίου Παπαπέτρου;»

«Ξέρετε το όνομα του θύματος».

«Έχω ενημερωθεί».

«Εγώ δεν έχω. Φαίνεται οι πληροφορίες δεν φτάνουν το ίδιο γρήγορα στο χωριό μας» είπε με ένα ψεύτικο παράπονο.

Ο Καλίδης σηκώθηκε όρθιος, προσπαθώντας να κρύψει τη δυσφορία του για την αλλαγή στο πρόγραμμά του, και οδήγησε τον Λάζο στην έξοδο. Πάει το ντέρμπι. Πάνε τα μπιφτέκια. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του.

Ο διοικητής του Τμήματος Χαλάστρας ξεκλείδωσε το περιπολικό και οι δυο άντρες μπήκαν μέσα στο υπηρεσιακό Citroën. Έβαλε το ραδιόφωνο στη θέση 1, εκεί που ήταν ο αθλητικός σταθμός. ΠΑΟΚ και ΑΕΚ μόλις είχαν μπει στο γήπεδο. Δεν πρόλαβε να βάλει μπρος τη μηχανή και ο άντρας δίπλα του ρώτησε:

«Γιατί άραγε κάποιος να βάψει με γυναικείο μακιγιάζ τον Λεωνίδα Παπαπέτρου; Μπορείτε να σκεφτείτε;»

Για πρώτη φορά στην καριέρα του ως αστυνομικός κάποιος του ζητούσε να σκεφτεί για μια υπόθεση δολοφονίας.

«Μα δεν βάφτηκε μόνος του;» αναρωτήθηκε ο Καλίδης και χαμήλωσε το ραδιόφωνο.

Σίλβια Κώτσου

Η ώρα ήταν 14:32 όταν κοίταξα την πόρτα, καθώς άκουσα τα βήματα των κοριτσιών μου στην αυλή. Ένα λεπτό μετά η Φοίβη άνοιγε την πόρτα και η Έλλη ακολουθούσε πίσω της.

Δυο χρόνια διαφορά, αλλά γεμάτες αντιθέσεις. Εξωτερικά η Φοίβη έφερνε στον πατέρα της: σκούρο δέρμα, αυστηρές γωνίες, μαύρα μάτια, κάτι εξωτικό, κορίτσι Ανατολής. Φορούσε ένα κίτρινο μπουφάν με σχέδια δυο μεγάλα αναρριχητικά φυτά που ξεκινούσαν από τη μέση της και άνοιγαν σε δυο ροζ μπουμπούκια στον γιακά.

«Εδώ είσαι, μαμά;»

«Δεν πήγες δουλειά;» συμπληρώνει η Έλλη.

Η Έλλη, ανοιχτόχρωμη καστανή, με έντονα φρύδια, έφερνε σε εμένα. Πέντε πόντους ψηλότερη από τη Φοίβη, γεροδεμένη, παρότι δυο χρόνια μικρότερη. Έχει τα μάτια μου, ίδιο σχήμα και μέγεθος, η απόσταση μεταξύ τους όμως είναι φυσιολογική και έχει γλιτώσει τις σαυρο-κοροϊδίες. Της μικρής της αρέσει να πιάνει τα μαλλιά της κοτσίδα, να φορά στενά τζιν και σκούρα ρούχα, να δείχνει αυστηρή – είναι αυστηρή.

«Κάτι προέκυψε» δικαιολογούμαι και αμέσως ξεχωρίζω το πρώτο σπινθήρισμα αγωνίας στα μάτια τους.

Η μαμά έχασε τη δουλειά της. Απολύθηκε! Πού θα βρούμε πάλι λεφτά; Όχι ξανά, ρε μαμά! Γιατί, ρε μαμά; Πρέπει να αλλάζουμε πάλι σχολείο; Ποιος θα πληρώνει το νοσοκομείο για τη γιαγιά;

«Δεν είναι τίποτα. Είχε κλείσει η αστυνομία τον δρόμο».

«Η αστυνομία;» αναρωτιέται η Έλλη.

Προσπαθώ για άλλη μια φορά να κρύψω κάθε μου συναίσθημα. Εξάλλου δεν είμαι σίγουρη πως είχα αναγνωρίσει σωστά τον νεκρό άντρα στη φωτογραφία που μου είχε δείξει ο Θέμης.

«Κάτι πρέπει να έγινε στο λιμάνι. Θα λάσπωσε κάνα καΐκι στην άμπωτη».

«Πεινάω» ακούω τη Φοίβη να λέει.

«Έχω φτιάξει μακαρόνια με κιμά. Είναι στην κατσαρόλα».

Η Έλλη με κοιτάζει κατάματα. Μικροσκοπικές φακίδες γύρω από τη μύτη της. Είχα ακριβώς τις ίδιες.

«Λοιπόν, θα στρώσω να φάμε όλες μαζί, μιας και είμαι σπίτι».

Οι μικρές κοιτάζονται ταυτόχρονα μεταξύ τους και μένουν για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητες, σαν να κρατούν την ανάσα τους πριν ξεκαρδιστούν στα γέλια.

«Καλό, μαμά, καλό» λέει η Φοίβη και φεύγει για την κουζίνα.

«Τι είναι τόσο αστείο;»

Η Έλλη απαντά σαν να μου κάνει χάρη:

«Έλα, ρε μαμά, αυτά τα κάναμε μικρές».

Άκουσα τα ντουλάπια της κουζίνας να ανοίγουν, πιάτα να ακουμπούν το μαρμάρινο πάσο. Η Φοίβη βγαίνει από την κουζίνα με μακαρόνια στο πιάτο και ένα πιρούνι στο χέρι.

«Κιμά δεν θα βάλεις;»

«Έλεος, ρε μαμά!»

Περνά βιαστικά από μπροστά μου, μην τυχόν προλάβω και της ξαναμιλήσω, και κρύβεται στο δωμάτιό της.

«Εσύ να βάλεις σάλτσα. Έκανα τόσο κόπο» επισημαίνω στην Έλλη.

«Έλα, ρε μαμά! Ξεκόλλα με το φαΐ».

«Να μιλάτε καλύτερα, μητέρα σας είμαι, δεν…»

Άκουσα την κόρνα απ’ έξω. Στην αρχή αδιαφορώ. Κάνω να συνεχίσω το κήρυγμα, αλλά στο δεύτερο ενοχλητικό μπιπ αναγκάζομαι να τραβήξω την κουρτίνα του παραθύρου.

Το λευκό φορτηγάκι με την επωνυμία «Αρπίδης Α.Ε.» κόρναρε για τρίτη φορά.

«Αρπίδης Α.Ε. Εκτροφή-εμπορία μυδιών» γράφει το logo στα πλάγια της πόρτας και το πρόσωπο του Δημήτρη Αρπίδη στο τιμόνι δεν μου αφήνει περιθώρια να αγνοήσω τα κορναρίσματα.

Η Έλλη ξεκίνησε να τρώει αδιάφορη τα μακαρόνια της και εγώ την άφησα μόνη με ένα «Έρχομαι σε λίγο». Ανάθεμα και αν ήξερα αν ερχόμουν ή αν φεύγω από τα παιδιά μου. Η αίσθηση πως όποτε πλησίαζα κοντά τους αισθανόμουν ξένη φώλιαζε μέσα μου.

Δίχως να το καταλάβω, είχα βγει στην αυλή και από εκεί στον δρόμο έξω από το σπίτι. Το λευκό φορτηγάκι του Αρπίδη με περιμένει με αναμμένη τη μηχανή και ο οδηγός του προσμένει να πλησιάσω.

«Τα έμαθες;» ρωτά από το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού πριν καλά καλά φτάσω κοντά του.

Δεν πρέπει να προδοθώ. Ο Δημήτρης με κοιτά με το αξύριστο πρόσωπο και τα πράσινα μάτια του. Πενήντα χρονών, ιδιοκτήτης της επιχείρησης με τα μύδια όπου εργάζομαι. Το είδος του άντρα που δεν φοβάται ούτε να λερώσει τα χέρια του στην αλμύρα ούτε να τα απλώσει παραπάνω από εκεί που τον έπαιρνε. Μερικές φορές ακόμα και εκεί που δεν τον έπαιρνε.

«Έφυγαν οι μπάτσοι; Έχουμε δουλειά να κάνουμε» λέω για να τον αποπροσανατολίσω.

Δεν τα καταφέρνω.

«Τι δουλειά, ρε Σίλβια; Πας καλά; Γαμηθήκαμε».

Ο Αρπίδης είχε το παρατσούκλι «Άρπας», και δεν οφειλόταν στο μουσικό όργανο αλλά στη βουλιμία που έδειχνε για το χρήμα, το εμπόριο και τα φέσια.

«Μπες μέσα. Θέλω να σου πω».

Πέρασα μπροστά από τη μούρη του αυτοκινήτου, άνοιξα την πόρτα και κάθισα στη θέση του συνοδηγού.

Δεν πρόλαβα να ακουμπήσω την πλάτη μου πίσω και το φορτηγάκι άρχισε να κινείται.

«Πού πάμε;» διαμαρτυρήθηκα.

«Ήρθα να σ’ τα πω εγώ, γιατί θα τα μάθεις και έπρεπε να σε προλάβω…»

Το φορτηγάκι κινείται τώρα αργά στον χωματόδρομο έξω από το σπίτι και κατηφορίζει προς τη λιμνοθάλασσα.

«Η αστυνομία ήρθε από τις βάρκες μου, Σίλβια. Μίλησαν μαζί μου, με τον Καλαρίτσο, τον Ντροπίδη, τους άλλους τους μαλάκες του καπετάν Νικόλα, τέλος πάντων με όλους που έχουμε μπίζνα κάτω. Βρήκαν έναν άντρα στη θάλασσα δεμένο στους πλωτήρες του καπετάν Νικόλα και…»

Αποφάσισα να του κόψω τη φόρα.

«Τι δουλειά είχε ο δικηγόρος στα πλεούμενα;»

Και μαζί με τη δική του φόρα κόβεται και αυτή του αυτοκινήτου. Η ζώνη κόλλησε στο δέρμα μου καθώς ο Άρπας πάτησε φρένο.

«Πού το ξέρεις εσύ;» ρωτά έντρομος και στρέφει το κεφάλι να με κοιτάξει. Ιδρώτας στους κροτάφους του, το μέτωπό του γυαλίζει. Βρίσκει μόνος του την απάντηση. «Ο Θέμης ο αστυφύλακας, ε; Φαντάζομαι δεν δείχνει τις φωτογραφίες μόνο σ’ εμένα… Σε ρώτησαν αν τον γνώριζες; Γιατί εμένα με ρώτησαν».

«Τι είπες;»

«Τι να πω… Ειλικρινά σ’ το λέω, δεν θα ορκιζόμουν πως ήταν ο Παπαπέτρου, έτσι όπως ήταν».

Ο Άρπας έφερε πίσω το κεφάλι και ξεφύσησε δυνατά. Ο άντρας δίπλα μου ήταν παντρεμένος και, όσο και αν η εξωτερική του εμφάνιση μπορούσε να σε παρασύρει σε μια νύχτα μαζί του, η σκοτεινή του πλευρά ενεργοποιούσε όλες τις άμυνές μου για να μείνω μακριά του.

«Είμαι πιεσμένος, Σίλβια, και ο Παπαπέτρου είχε τον τρόπο να με ξελασπώνει».

«Ξανά τα ίδια;»

«Είναι τα φράγκα. Εύκολα φράγκα. Όσα κάνουμε έναν μήνα στην κωλοδουλειά, τα βγάζουμε σε πέντε μέρες, και δεν κάνω τίποτα κακό. Εγώ απλώς τα φυλάω στο…»

«Μη μου λες. Δεν θέλω να ξέρω πού τα χώνεις. Δεν γουστάρω να μπλέξω».

«Έλα, ρε Σίλβια! Μην το παίζεις Παναγία, ο Παπαπέτρου ήταν να με δει χθες. Να έρθει από το σπίτι να τα πούμε. Δεν μπορούσε και ξέρεις το γιατί».

Άνοιξα την πόρτα και ξεκίνησα να περπατώ προς το σπίτι. Ο Άρπας έφτασε δίπλα μου με το φορτηγό.

«Αύριο έλα από τις επτά, έχουμε να σηκώσουμε τους γόνους» είπε και δεν επέμεινε να με γυρίσει.

Το φορτηγάκι χάθηκε στον παράδρομο, ενώ εγώ έμεινα μόνη να περπατώ ανάμεσα στα χόρτα, πλάθοντας την ιστορία που θα έπρεπε να πω στους μπάτσους.

Αν ο Άρπας ήξερε πως θα συναντιόμουν με τον Παπαπέτρου χθες το βράδυ, ήταν ζήτημα ωρών να το μάθει η αστυνομία. Έπρεπε να σκεφτώ, να πλάσω τον κόσμο όπου η Σίλβια ήταν αθώα – και ήμουν αθώα, ή τουλάχιστον αυτό έπρεπε να πιστεύω για να μην τρελαθώ.


Δημήτρης Σίμος

Δημήτρης Σίμος

Ο Δημήτρης Σίμος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1987. Τα Βατράχια,η πρώτη του συγγραφική δουλειά, έλαβαν την πρώτη θέση στον πανελλήνιο διαγωνισμό μυθιστορήματος Ασημένια Σελίδα, ενώ ήταν και υποψήφιος για το βραβείο Νέου λογοτέχνη του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Δραστηριοποιείται παράλληλα ως σεναριογράφος. Η σειρά βιβλίων «Σκοτεινά νερά» διασκευάζεται για τηλεοπτική σειρά, ενώ το ψυχολογικό θρίλερ Σώσε με προβάλλεται στη μικρή οθόνη σε σενάριο του Δημήτρη Σίμου.