AP Photos
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Ποια ήταν η τελευταία ελληνική βουβή ταινία;

Πότε γυρίστηκε, ποιοι πρωταγωνιστούσαν και ποιος μεγάλος Έλληνας συγγραφέας είχε γράψει το σενάριο.

Η τελευταία ελληνική βουβή ταινία κυκλοφόρησε το 1929, είχε τον τίτλο ‘Μπόρα’ και ήταν μία παραγωγή της εταιρείας DAG FILM. Ίσως ακουστεί περίεργο, αλλά ταυτόχρονα ήταν και η πρώτη ηχητική του ελληνικού σινεμά. Δεν μιλούσαν οι ηθοποιοί, απλώς είχαν προστεθεί με εξωτερικό τρόπο μικρά ηχητικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα το κελάηδισμα των πουλιών.

Αυτή ήταν μία -σχεδόν- πρωτόγνωρη εμπειρία για τους περισσότερους θεατές, καθώς μόλις έναν μήνα πριν είχε προβληθεί στην Αθήνα η πρώτη ομιλούσα ταινία με τον τίτλο ‘Φοξ Φολίς’, μία ξένη παραγωγή.

εφημεριδα αποκομμα βουβος κινηματογραφοσ

Η πρεμιέρα έγινε στον κινηματογράφο ‘Απόλλων’ στις 25 Νοεμβρίου 1929 με μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και ο τότε πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος συνεχάρη προσωπικά τους αδερφούς Γαζιάδη, τους επιχειρηματίες πίσω από την DAG FILM. Τους υποσχέθηκε μάλιστα την κατάργηση του φόρου δημοσίων θεαμάτων για τις ελληνικές ταινίες, ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή.

Η ‘Μπόρα’ συνέχισε να προβάλλεται για ακόμη δύο εβδομάδες, με την πρώτη εβδομάδα να κόβει 50 χιλιάδες εισιτήρια. Τις προβολές συνόδευε ορχήστρα μαζί με τον τενόρο Στελλάκη, ο οποίος τραγουδούσε τον ‘Όλυμπο και την Όσσα’. Στις 9 Δεκεμβρίου η ταινία μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ‘Σπλέντιτ’ του Πειραιά.

Το σενάριο της ταινίας το είχε γράψει ο σπουδαίος λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας, ο άνθρωπος που είχε γράψει και την ‘Αστέρω’, το προηγούμενο ‘blockbuster’ της εταιρείας. Πρωταγωνιστούσαν οι Εδμόνδος Φυρστ (πολύ γνωστός ηθοποιός του θεάτρου εκείνης της εποχής), ο Επαμεινώνδας Χέλμης, ο Περικλής Χριστοφορίδης (γνωστός σε μας από πολλές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60) και η Αλίκη Ιερωνύμου. Η τελευταία ήταν μία χορεύτρια καμπαρέ ισπανικής καταγωγής, η οποία δεν ήξερε καν ελληνικά και βαπτίστηκε ως “Αλίκη Ιερωνύμου” μόνο για τις ανάγκες της ταινίας.

Η υπόθεση αφορούσε δύο Έλληνες στρατιώτες, τον Παύλο και τον Αντρέα, οι οποίοι βρίσκονται αποκομμένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, πέρα από το Σαγγάριο, το 1922, και προσπαθούν να ενωθούν με τη μονάδα τους. Ο ένας, σοβαρά τραυματισμένος, δεν μπορεί να προχωρήσει και ζητά από τον συμπολεμιστή και συγχωριανό του να τον αφήσει και να φύγει για να γλιτώσει, ζητώντας του πρώτα να υποσχεθεί ότι θα φροντίσει τη γυναίκα του. Μένει στον δρόμο, όπου και τον βρίσκουν αργότερα οι Τσέτες και τον αιχμαλωτίζουν.

Ο Παύλος, ο στρατιώτης που σώθηκε επιστρέφει στο χωριό τους, τα Αμπελάκια, και πράγματι αναλαμβάνει την προστασία της γυναίκας του φίλου του. Οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά, θα ερωτευτούν και τελικά θα παντρευτούν.

Ο Ανδρέας, όμως, που δεν έχει πεθάνει, επιστρέφει στο χωριό μετά από χρόνια, και όταν μαθαί­νει πως η γυναίκα του, που τον νόμιζε για νεκρό, ξαναπαντρεύτηκε και μάλιστα με το φίλο του, αποφασίζει να τους εκδικηθεί. Μέσα στη μπόρα θα πάει στο σπίτι τους, με το πιστόλι στο χέρι αλλά μόλις τους δει να στέκονται μπροστά στην εικόνα του και να μιλούν γι’ αυτόν, θα κοκκαλώσει. Θα τους αφήσει να ζήσουν την ευτυχία τους και θα εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα.

η μπορα εφημεριδα αποκομμα βουβος κινηματογραφοσ

Το σενάριο, όπως είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Παύλος Νιρβάνας έμοιαζε εκπληκτικά με ένα θεατρικό έργο που είχε ανέβει λίγο καιρό πριν στην Αθήνα, με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη, το ‘Καρλ και Άννα’ του Λέονχαρντ Φρανκ. Εντούτοις, είχε εξηγήσει πώς το είχε ολοκληρώσει πριν την παρουσίαση του θεατρικού έργου στην Αθήνα και πώς η δική του ιστορία ήταν εμπνευσμένη από ένα αληθινό γεγονός που απασχόλησε την ελληνική δικαιοσύνη.

Ο 20χρονος τότε φοιτητής της Νομικής, Σπύρος Μαρκεζίνης, έγραφε κριτικές ταινιών και θεατρικών έργων με το ψευδώνυμο Ro-Ma. Για την ‘Μπόρα’ έγραψε ότι “το έργον στερείται αξίας και ενδιαφέροντος” και ότι επρόκειτο απλά για μία αντιγραφή του θεατρικού έργου που αναφέραμε προηγουμένως. Ο 63χρονος Ακαδημαϊκός, απαντώντας σε εκείνον αλλά και στους υπόλοιπους επικριτές του, θα γράψει μεταξύ άλλων:

“Άλλως τε ποίαν σημασίαν έχει το θέμα εις το έργον της τέχνης; Με το ίδιον θέμα ημπορούν να δημιουργηθούν τα πλέον διαφορετικά έργα. Τα καλλίτερα και τα χειρότερα”.

*Με πληροφορίες από τα taathinaika.gr και protestainies.blogspot.com