Netflix
ΣΙΝΕΜΑ

Ποιος ήταν ο πραγματικός Mank την ιστορία του οποίου αφηγείται ο David Fincher

Η ιστορία του Mank είναι η ιστορία δημιουργίας του καθιερωμένου ως του μεγάλου αριστουργήματος του Hollywood, του Citizen Kane.

Το έχουμε καταλάβει εδώ και καιρό. Το βλέπουμε και τώρα. Το Hollywood περνάει σε φάση νοσταλγίας. Αυτή η νοσταλγία μπορεί να εκφράζεται μέσα από διάφορα remake ή επαναφορές παλιών πετυχημένων franchise. Μπορεί όμως να εκφράζεται και μέσα από αυτοαναφορικές ταινιές του Hollywood που αφορούν το ίδιο το Hollywood. Με κάποιον περίεργο τρόπο αυτή ήταν και η ιστορία του Mank, της νέας ταινίας του David Fincher που στριμάρει εδώ και λίγες μέρες στο Netflix. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα biopic που περιστρέφεται πρώτα γύρω από τη ζωή του Herman Mankiewicz. Στην πραγματικότητα όμως ο Mankiewicz (με τον εξαιρετικό Gary Oldman) προσφέρει την κατάλληλη οπτική γωνία στον Fincher προκειμένου αυτός να μιλήσει για τη δημιουργία του αριστουργήματος του αμερικανικού κινηματογράφου Citizen Kane. Της ταινίας δηλαδή που αποτέλεσε το γραμματολογικό ορόσημο για το Hollywood, επί δεκαετίες αφού κυκλοφόρησε.

Μπορεί να μην το φαίνεται τόσο αλλά όσα αφηγείται η ταινία είναι σε μεγάλο βαθμό πραγματική ιστορία. Ο σχεδόν συνειρμικός τρόπος με τον οποίο ακολουθούμε τη ροή της ταινίας από το ατύχημα του Mank και μετά κάνει τον κεντρικό χαρακτήρα να μοιάζει περισσότερο με σύμβολο παρά με άνθρωπο που έζησε και έδρασε στην πραγματικότητα. Ίσως αυτή η πρωτοποριακή αντίληψη ενός biopic να είναι εξάλλου και αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ταινία είτε μας άρεσε είτε όχι. Δεν έχουμε μια βαρετά στιβαρή και γραμμική αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου που μοιάζει με λήμμα της Wikipedia. Και αυτό είναι πολύ καλό. Τουλάχιστον για όσους από εμάς έχουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, όταν είναι να δουν κάτι «βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα».

Ο πραγματικός Herman Mankiewicz

Ένα μεγάλο μέρος όσων βλέπουμε στην ταινία για τον Mank είναι, λοιπόν, βασισμένο σε πραγματικές αναφορές για τον ίδιο. Από τον γοητευτικά δύστροπο χαρακτήρα του, στη φιλία του με τη Marion Davies και φυσικά στη σχέση εξάρτησης που είχε με το αλκοόλ. Ο Mankiewicz ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος που έγραφε κατά βάση ως κριτικός θεάτρου για τον New Yorker. Το 1926 έφτασε στο Hollywood και εκεί γνώρισε την επιτυχία δουλεύοντας στην Parmount και στην MGM για μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες. Man of the World, Dinner at Eight και, το σημαντικότερο όλων, The Wizard of Oz. Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίες του 1930, ο Mankiewicz ήταν ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ανθρώπους στη βιομηχανία του Hollywood. Οι αυτοκαταστροφικές του τάσεις και ο δύστροπος χαρακτήρας του όμως πάντα ήταν εμπόδιο για τον ίδιο.

Η ιστορία που βλέπουμε στην ταινία ξεκινάει το 1939. Ο Mankiewicz ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και τραυματίστηκε σπάζοντας το πόδι του. Ήταν σε ηλικία μόλις 30 ετών και είχε προλάβει να δει την καριέρα του να εκτοξεύεται και τελικά να συντρίβεται (τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση) μέσα σε μόλις μια δεκαετία. O Mank ακόμα και σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές της ζωής αλλά και της καριέρας του περιγράφεται ως μια πολύ γοητευτική προσωπικότητα, με αυτοκαταστροφικές τάσεις και με τρομερό εγωκεντρισμό.Ο ακόμα νεότερος και μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του Hollywood, Orson Welles, τον επέλεξε για να γράψει το σενάριο της ταινίας που επρόκειτο να κάνει εκεινη την περίοδο, του Citizen Kane. O Mankiewicz είχε μείνει πλέον άνεργος έχοντας χάσει τη λάμψη αλλά εν μέρει και τις καλές σχέσεις με τους ανθρώπους της βιομηχανίας.

Ποιος έγραψε τον Kane;

Όπως γράψαμε και παραπάνω, η περίπτωση του Citizen Kane δεν είναι μια απλή περίπτωση ταινίας. Προκείται για τη σημαντικότερη ταινία -με όρους κύρους- που έχει να επιδείξει το Hollywood. Με δεδομένο δε ότι στην κινηματογραφική βιομηχανία δεν έχει υπάρχει πραγματικός αντίπαλος, ουσιαστικά πρόκειται για την ταινία που το ίδιο το Hollywood δείχνει στον εαυτό του για να συνεχίσει. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο καθαρά, ακόμα και όταν μιλάμε για τα στηρίγματα του Κανόνα της δυτικής φιλμογραφίας. Ένα άρθρο πολλών χιλιάδων λέξεων που έγραψε στον New Yorker η κριτικός Pauline Kael έφερε στο προσκήνιο μια εκδοχή και ένα debate του οποίου οι απολήξεις είναι ζωντανές μέχρι σήμερα. Το κεντρικό point του άρθρου αυτού ήταν ότι στην πραγματικότητα τα credits για την ταινία πρέπει να ανήκουν όχι τόσο στον Welles όσο στον ξεχασμένο εκείνη την εποχή (ας το ομολογήσουμε και σήμερα ξεχασμένο) Mankiewicz.

Στο Mank ο Fincher φαίνεται σαφώς να παίρνει μέρος σε αυτή τη διαμάχη μάλλον προς υπεράσπιση εκείνων που θεωρούν ότι ο Mankiewicz αδικήθηκε και έμεινε στη σκιά του Welles. Αυτή την οπτική ο Fincher την πήρε από μια έρευνα που είχε κάνει ο πατέρας του, David. Εκείνος τη δεκαετία του ’90 έγραψε ένα σενάριο που κατά βάση εναρμονιζόταν με την αφήγηση της κριτικού του New Yorker, Pauline Kael. Σύμφωνα με αυτό, ο Mankiwicz ήταν ο πραγματικός δημιουργός και αυτόν στον οποίο οφειλόταν όλη η φανταστική πολυπλοκότητα και το στοχαστικό βάθος της ταινίας. Ο Welles απλώς ήξερε πώς να διαφημίζει τον εαυτό του. Περίπου αυτή την οπτική είναι που παίρνει από τη δουλειά του πατέρα του ο David παρουσιάζοντάς τη στο Mank.

Πρέπει να τη δεχτούμε ως την απόλυτη αλήθεια; Όχι. Ο Fincher κάνει ταινία και όχι documentary. Σε μια ταινία, λοιπόν, σαν και αυτή -όσο πιστή και αν φαίνεται στα γεγονότα- ο δημιουργός της, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως τελικά μέσω της απεικόνισης των χαρακτήρων περνάει τα όρια της πραγματικής τους υπόστασης. Ο Fincher μιλάει πράγματι για έναν άνθρωπο που υπήρξε. Η παρουσίασή του όμως μπλέκεται ως ένας τρόπος να γίνει ένα σχόλιο του δημιουργού για τη σκοτεινή πλευρά του κινηματογράφου (και της τέχνης γενικότερα) και το πώς καμιά φορά ένας δύστροπος χαρακτήρας μπορεί να χάσει τα credits που του ανήκουν από έναν φαφλατά που ξέρει να πλασάρει καλά τον εαυτό του. Περίπου δηλαδή από έναν άνθρωπο όπως είναι ο Welles στην ταινία. Πόση σημασία έχει τελικά αν αυτό ισχύει ή όχι;