ΒΙΒΛΙΟ

Το παιδί του ΠΑΣΟΚ μεγάλωσε (ή ‘Πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια οικογένεια φανατικών Πασόκων’)

Η Ναταλί Σαϊτάκη γυρίζει στην Κρήτη του 1996 και αφηγείται όσα έζησε σε μια βαθιά πασοκική οικογένεια.

Είκοσι χρόνια πριν, στις 23 Ιουνίου του 1996, βρισκόμασταν οικογενειακώς στο εξοχικό μας, στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου. Ο παππούς μου χτύπησε την πόρτα του σπιτιού γύρω στις 9 το πρωί, μας ξύπνησε και μάς ανακοίνωσε το νέο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή. Κανείς δεν σοκαρίστηκε, κανείς δε συγκινήθηκε εκείνη τη στιγμή. Η από χρόνια βεβαρημένη υγεία του Αντρέα (σκέτο, χωρίς επίθετο) είχε αρχίσει να τον ξεθωριάζει από την καθημερινότητά μας. Η περίοδος της νοσηλείας του στο Ωνάσειο, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, είχε εξαντλήσει ψυχολογικά και ιδεολογικά τον μέσο πιστό ψηφοφόρο του κινήματος, το οποίο σταδιακά είχε πλέον «περάσει» στον Κώστα Σημίτη και τους «εκσυγχρονιστές συντρόφους».

Καθώς η οικογένειά μου, που υποστήριζε το ΠΑΣΟΚ από πριν την ίδρυσή του, δηλαδή από την εποχή του ΠΑΚ, είχε ήδη αποδεχθεί εν συνόλω την αλλαγή σελίδας του κόμματος και της χώρας, το ερώτημα «Μετά τον Αντρέα, τι» δεν τέθηκε ποτέ. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά που οι αναμνήσεις της ζωής κάθε μέλους της βαθιά πασοκικής οικογένειάς μου «έσκαγαν» σε κάθε συζήτηση.

Τι ήταν το ΠΑΣΟΚ για εμάς, μια μεσοαστική οικογένεια της επαρχίας; Για τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τον θείο μου, για καθέναν είχε πλαστεί ως κάτι διαφορετικό, ανάλογα με τις προσωπικές και ιστορικές εμπειρίες καθενός. Για μένα, το μεγάλο παιδί της οικογένειας, που γεννήθηκε το 1983 και πρόλαβε να ζήσει πολλές από τις ημέρες δόξας του κινήματος, το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Μεγάλωσα παράλληλα με αυτό, σε σημείο που να μου φαίνεται περίεργο, έως και αδιανόητο, σε κάποιες περιπτώσεις, κάποιος άνθρωπος που ζούσε περίπου όπως εμείς και δεν ήταν βαθύπλουτος, βαθιά «ψαγμένος» ή βαθιά «νυχτωμένος» να ψηφίζει κάτι άλλο (Νέα Δημοκρατία, Συνασπισμό και ΚΚΕ αντίστοιχα).

Το κάδρο του Αντρέα με το ζιβάγκο υπήρχε πάντα στον διάδρομο του σπιτιού της γιαγιάς μου. Η βιβλιογραφία των πνευματικών καθοδηγητών του κινήματος κοσμούσε αρκετά από τα ράφια της βιβλιοθήκης μας, η εφημερίδα που αγόραζε ο παππούς μου (μέχρι να ξεκινήσουν τα πρωτοσέλιδα με τη Δήμητρα Λιάνη) ήταν η «Αυριανή» και η τηλεόραση έπαιζε Βουλή καθημερινά. Θυμάμαι την εποχή του νηπιαγωγείου, πίνοντας το βραδινό μου γάλα, να παρακολουθώ της κοινοβουλευτικές αψιμαχίες Μητσοτάκη (Δρακουμέλ τον λέγαμε στο σπίτι) – Παπανδρέου μαζί με τους γονείς και τον παππού μου, να ακούω εκστασιασμένη τις συζητήσεις τους, κι ας μην καταλάβαινα τι έλεγαν κι ύστερα να πηγαίνω στο κρεβάτι μου ήσυχη, γιατί, εκτός από τους γονείς μου και τους παππούδες μου, νοερά βρισκόταν μαζί μου ο Αντρέας και το κίνημα. «Κάτι καλό έκαναν αυτοί οι άνθρωποι που ψηφίζαμε». Αυτό αισθανόμουν.

Θυμάμαι την επίσκεψη του Αντρέα στην Ελούντα πριν επανεκλεγεί το 1996, το συνωστισμό έξω από ένα μοναστήρι όπου έκανε στάση, τη γιαγιά μου να έχει πέσει πάνω μου για να μην με ποδοπατήσουν τα πλήθη και το χέρι του σχεδόν να με χτυπάει στο μέτωπο, καθώς το έτεινε για να τον χαιρετήσει ο παππούς μου. Θυμάμαι, ακόμα, την παραίνεση της γιαγιάς μου, κάθε φορά που πηγαίναμε στο χωριό, να μην μιλάω σε έναν συγχωριανό μας, γιατί «είναι Νεοδημοκράτης». Θυμάμαι, όμως, παράλληλα, και τις καθημερινές διαφωνίες των μελών της οικογένειάς μου, τόσο ως προς αρκετές πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, όσο και ως προς συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία δεν έπρεπε να βρίσκονται στις θέσεις που κατείχαν, είτε λόγω αμορφωσιάς, είτε λόγω της διαφαινόμενης απατεωνιάς τους. Όταν η διαφαινόμενη απατεωνιά είχε αρχίσει να γίνεται σκάνδαλο, οι διαφωνίες γίνονταν καβγάδες και το σαλόνι, Εκτελεστικό Γραφείο σε σύσκεψη πριν από συνέδριο εκλογής αρχηγού.

Έχω ακούσει κασέτα που ηχογραφήθηκε όταν ήμουν 4 ετών, όπου η μητέρα μου με ρωτάει «τι είναι ο Μητσοτάκης» κι εγώ απαντάω «αποστάτης». Έχω κουνήσει πλαστικές σημαίες, έχω πιει νερό από ποτήρια με σήμα τον πράσινο ήλιο, έχω τραγουδήσει με πάθος το «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο», έχω «καταναλώσει» σχεδόν όλο το πασοκικό merchandise των 80s.

Γιατί είχαν συμβεί όλα αυτά; Γιατί ψηφίζαμε και υποστηρίζαμε ΠΑΣΟΚ; Πρωτίστως διότι το ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε την εθνική αντίσταση και συμφιλίωσε τον κόσμο. Ο εμφύλιος είχε μεν τελειώσει μερικές δεκαετίες πριν, ωστόσο οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις στο πλαίσιο των οποίων δρούσε ανενόχλητο το παρακράτος και, στη συνέχεια, η χούντα, είχαν εγκαταστήσει τον «χωροφύλακα της ιδεολογίας» και του «διαφορετικού» τρόπου ζωής στην καθημερινή ζωή. Μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δεν υπήρχε πλέον χώρος δράσης για τους «ρουφιάνους» της γειτονιάς, του χώρου εργασίας και του χωριού. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάσαι να μιλήσεις μπροστά σε ένα όργανο της τάξης, πολύ δε περισσότερο να συρθείς στην Ασφάλεια επειδή υπήρχε η υποψία πως η ιδεολογία σου ήταν επικίνδυνη για το κράτος.

Στο σημείο αυτό, οφείλω να αναφέρω πως, μεγαλώνοντας σε έναν τόπο που ουσιαστικά δεν έζησε εμφύλιο, αρχικά η Ένωση Κέντρου και μετέπειτα το ΠΑΣΟΚ, κατά κάποιον τρόπο είχαν εκληφθεί από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ως «συνεχιστές» του έργου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Συνεπώς, η περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα στην Κρήτη, ήταν πάντα πολύ διαφορετική από αυτή στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ΠΑΣΟΚ τιμήθηκε στο σπίτι μας, ήταν η δημιουργία της μεσαίας τάξης. Με όσα λάθη (ορισμένα εκ των οποίων ολέθρια για τη μετέπειτα ιστορία της χώρας) κι αν έγινε αυτό, η μεσαία τάξη εμφανίστηκε τότε. Το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» βρήκε ανταπόκριση στη δική μου οικογένεια ως προς το γεγονός ότι ο παππούς μου και η μάνα μου είναι εκπαιδευτικοί, άρα ο μισθός τους αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και το βιοτικό μας επίπεδο βελτιώθηκε σημαντικά.

Για κάποια άλλη οικογένεια, ίσως να υπήρχε κι ένας τρίτος λόγος. Στη δική μας περίπτωση, όμως, λόγω αγνής ιδεολογίας και αφοσίωσης στις αρχές του κινήματος, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι καθένας ήταν ικανός να βρει μια δουλειά με βάση τη μόρφωση και τις ικανότητές του, κανείς ποτέ δεν διορίστηκε στο δημόσιο, ούτε προσλήφθηκε στον ιδιωτικό τομέα λόγω κομματικών πεποιθήσεων.

Για εμάς, το ΠΑΣΟΚ αντιπροσώπευε μια ομπρέλα ελευθεριών που για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία εκφραζόταν εν τοις πράγμασι. Δεν ήταν μηχανισμός διορισμού, αράγματος και είσπραξης προμηθειών δημοσίων έργων.

Το άγριο σφυροκόπημα του Αντρέα και του ΠΑΣΟΚ από την αξιωματική αντιπολίτευση ξεκίνησε λίγο πριν την παραπομπή του πρώτου στο Ειδικό Δικαστήριο. Παρακολουθούσαμε τη δίκη σε απευθείας σύνδεση, κανείς, όμως, από την οικογένειά μου δεν πίστευε πως ο Αντρέας θα πήγαινε φυλακή. Τα επιχειρήματα ήταν πολιτικά και νομικά μαζί. Κανείς στο σπίτι δεν έπαψε να υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ, ούτε καν μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η «δεξιά», με ό,τι αντιπροσώπευε διαχρονικά, απέτρεπε την οικογένειά μου από την υποστήριξή της, παρά τα αίσχη που είχαν συμβεί στο μεταξύ από τις δυο συνεχόμενες τετραετίες «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης.

Η σταδιακή πτώση του Αντρέα αντικατοπτρίστηκε σπίτι μας κυρίως λόγω της αντίληψης ότι η χώρα έπρεπε να αλλάξει ξανά κι ο Ηγέτης ήταν πλέον πολύ (διε)φθαρμένος και, πάνω απ’ όλα, γέρος. Εκείνος δήλωσε το 1995 μετά την τότε Ευρωπαϊκή Σύνοδο ότι «τα διευθυντήρια» της Ένωσης «δεν μας παίζουν». Φυσικά και ήταν ένας από τους κύριους φταίχτες της οικονομικής κατρακύλας της χώρας. Η charme του υπήρχε, όλα τα υπόλοιπα είχαν, όμως, τελειώσει.

Η περίοδος του ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Κώστα Σημίτη βρήκε την οικογένειά μου λιγότερο παθιασμένη με το κίνημα. Όχι λόγω της ηγεσίας. Το αντίθετο, μάλιστα, στο πρόσωπο του Κώστα Σημίτη βλέπαμε τις περισσότερες προϋποθέσεις που έπρεπε να πληροί ένας ηγέτης για να πάει μια χώρα μπροστά. Η ζωή μας συνεχιζόταν, πάντα χωρίς ρουσφέτια κι εξυπηρετήσεις, πάντα «με τον σταυρό στο χέρι» και πάντα «με τον σταυρό στο ψηφοδέλτιο». Οι συζητήσεις μας, όμως, για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ και το μέλλον του, είχαν αραιώσει αισθητά. Το ΠΑΣΟΚ τράβηξε τον δρόμο του κι εμείς τον δικό μας.

Κανείς μας δεν χάρηκε όταν εξελέγη η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή το 2004. Ούτε το 2007. Το 2009, η ρωγμή στην οικογένεια είχε επέλθει. Για τους παππούδες μου, ο ΓΑΠ ήταν ο γιος του Αντρέα, άρα ο φυσικός συνεχιστής του κινήματος. Για τους νεότερους, ο ΓΑΠ ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να απαλλάξει τη χώρα από κάποιες φαυλότητες, ξεκινώντας από την εκκαθάριση του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Για κάποιους άλλους, ο ΓΑΠ ήταν ένα «αναγκαίο κακό» ή ένα «τίποτα».

Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία που γράφεται τώρα και θα επανεκτιμηθεί πολλές φορές στο μέλλον.

Εγώ, το «παιδί του ΠΑΣΟΚ», που γεννήθηκα μέσα στο «σοσιαλιστικό θαύμα» και πολιτικοποιήθηκα υπό την έννοια της διαρκούς ενημέρωσης για τα πολιτικά τεκταινόμενα και της συνεπακόλουθης διαμόρφωσης άποψης γι’ αυτά, υπερασπίστηκα το κίνημα πολλές φορές στην ανήλικη και ενήλικη ζωή μου. Κάποιος άλλος στη θέση μου, ίσως να είχε πάει κόντρα σε όλο αυτό το οικογενειακό κλίμα. Σε εμένα αυτό δεν συνέβη. Μετανιώνω για τις στιγμές που δεν συνειδητοποιούσα κάποια από τα εγκληματικά λάθη του ΠΑΣΟΚ. Είμαι, όμως «παιδί» του. Κι αυτό σημαίνει πως κρατάω και τα καλά και τα κακά του. Τα καλά του, τα έχω αναπτύξει παραπάνω. Τα κακά του με βοήθησαν, όμως, να αντιλαμβάνομαι ευκολότερα τις προθέσεις των πολιτικών, να «διαβάζω» καταστάσεις και να παίρνω τις αποφάσεις μου. Αν οι αποφάσεις αυτές είναι σωστές ή λανθασμένες, θα φανεί στο μέλλον.

Όλοι είμαστε παιδιά των γονιών μας και κάποιου άλλου πράγματος. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα θα φτιάξουμε τη ζωή μας, όσα ΠΑΣΟΚ, όσες ΝΔ κι όσοι ΣΥΡΙΖΑ κι αν περάσουν από τη ζωή μας.