Κωνσταντίνος Μπαντούνας
RANKING

Quentin Tarantino: Στη σειρά όλες οι ταινίες του

Με αφορμή τα 60α γενέθλια του σκηνοθέτη, βάζουμε σε σειρά όλη του την ως τώρα φιλμογραφία.

Το μόνο που χρειάζεται να ξέρετε για αυτή τη λίστα είναι πως το Kill Bill μετράει ως δύο ταινίες (γιατί αν ήταν μία ταινία τότε, well, θα ήταν μία ταινία). Θοδωρής Δημητρόπουλος και Ιωσηφίνα Γριβέα ένωσαν τις πένες και τις λίστες τους και κατέληξαν σε μία ενοποιημένη κατάταξη της ως τώρα ταραντινικής συλλογής.

10, Django Unchained

 

Αντίθετα με τα αμερικανικά western και τον John Wayne που έχει δηλώσει ότι μισεί, ο Tarantino λατρεύει τα spaghetti western και τα τιμά εδώ φτιάχνοντας την πιο λαμπερή, μακάβρια εξτραβαγκάντσα του είδους που έχεις δει. Η υπονομευτική δύναμη του Django, η ειρωνεία του, η οπερατική του διάσταση, οι ερμηνείες του καστ, ο ενθουσιασμός που μεταδίδει ο Tarantino όταν φέρνει την κάθαρση κατακρεουργώντας εμπόρους σκλάβων και του συστήματος που τους συντηρούσε στα χέρια ενός μυθικού εκδικητή, είναι όλα ελκυστικά συστατικά που οριακά σώζουν την ταινία.

Ο Tarantino δεν υπήρξε ποτέ δημιουργός εκπτώσεων. Είναι αντιθέτως ένας υπέροχος εκπρόσωπος της κραιπάλης του ‘90s ανεξάρτητου κινηματογράφου. Καμία σκηνή του δεν είναι πολύ ασήμαντη για να κοπεί, καμία ιδέα του παραπανίσια. Για πρώτη φορά εδώ όμως δουλεύει χωρίς τη μοντέρ του Sally Menke που είχε πεθάνει λίγα χρόνια νωρίτερα, και φαίνεται. Το Django απολαμβάνει τόσο πολύ τη διάρκεια κάθε σκηνής και καρέ του που ισοπεδώνει την αίσθηση του κατεπείγοντος και, ως έμπνευση ενός λευκού δημιουργού που φαντασιώνεται εξαγνισμούς ενώ αρνείται την κριτική για τη χρήση του ‘n***er’ από την αρχή της καριέρας του, μοιάζει με πρότζεκτ ματαιοδοξίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο φιλμ του. -Ιωσηφίνα Γριβέα

9, The Hateful Eight

Ίσως στο μέλλον να θεωρείται κρυφά εξαιρετικό, όπως για πολύ καιρό συνέβαινε με το Jackie Brown, με την πολύ ουσιαστική διαφορά πως το Jackie Brown ποτέ δεν υπήρξε ξεχασμένο όσο ετούτο εδώ το κατά τόπους ανατρεπτικά υποβλητικό, κατά άλλος τόπους αληθινά δυσκίνητο, θεατρικού στησίματος θρίλερ δωματίου. Μετά το ποπ ξέσπασμα του Kill Bill και το περίτεχνο γεφύρωμα παρόντος-παρελθόντος του Death Proof, ο Tarantino αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο παρελθόν, κοιτώντας διαφορετικές πληγές της Αμερικής μέσα από ένα πρίσμα κινηματογραφικά, παιχνιδιάρικα ρεβιζιονιστικό. Ανάμεσα σε αυτό το κομμάτι της καριέρας του, οι Οχτώ ξεχωρίζουν ως μάλλον το λιγότερο προφανές, το λιγότερο εκρηκτικό, το λιγότερο σαφές. Αυτό δεν τους κάνει τη χειρότερη ταινία, αλλά σίγουρα την πιο δυσπρόσιτη.

Ο Tarantino βάζει τον Ennio Morricone να γράψει τη μουσική αντικαθιστώντας το κολάζ με την υποψία πρωτότυπου text, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αποτελεί το set-up για την κορύφωση, η οποία δεν είναι παρά μια εισαγωγή κρυμμένο στο βάθος της τρίτης πράξης. Η αποκάλυψη της αλήθειας για την καλύβα της Μίνι, μιας inclusive ουτοπίας για ανθρώπους κάθε χρώματος και προέλευσης, ξεσκισμένης από τον βίαιο κυνισμό της συνοριακής ηθικής, δίνει στο φιλμ το φιλοσοφικό του κεντράρισμα, αρκετά αφότου έχει χάσει την ισορροπία του.

Στον επίλογο, ένας κοινός μύθος (δεν είναι σινεμά, αλλά θα αρκέσει) γεφυρώνει την απόσταση και αποτελεί το γλυκόπικρο επιστέγασμα της λιγότερο εφετζίδικης, λιγότερο προφανούς, αλλά ακόμα κι έτσι ενδιαφέρουσας ιστορικής «διόρθωσης» της ταραντινικής φιλμογραφίας. -Θοδωρής Δημητρόπουλος

8, Reservoir Dogs

Δεν είναι μια τέλεια ταινία, αλλά ως σκηνοθετικό ντεμπούτο είναι εντυπωσιακό. Έχει θεματικές που διατρέχουν σχεδόν όλο το έργο του Tarantino, από την ανισορροπία δυνάμεων μέχρι την αυτοκαταστροφή και τη ζωηρή του διάθεση να αποδομήσει το αντριλίκι, σε επίπεδο πρωτόλειο μεν αλλά χαρακτηριστικό ενός σχεδόν έτοιμου δημιουργού. Το σενάριό του δεν έχει την περιέργεια για τους εγκληματίες του που θα ήθελα, αλλά επανορθώνει με πνεύμα, τη δουλειά του καστ και τους κοφτερούς διαλόγους του.

Η εισαγωγική σκηνή για το πουρμπουάρ στις σερβιτόρες ήταν το πρώτο δείγμα μιας απολύτως αδιάφορης συζήτησης που στα χέρια του Tarantino γίνεται αξέχαστη. Το Reservoir Dogs είναι ένα παραμύθι αφοσίωσης και εξαπάτησης, καθόλου φρέσκο ως ιδέα, δοσμένο όμως με τρόπο που το έκανε πρόταση. Μόνο έτσι μπορείς να μιλήσεις για ένα heist movie χωρίς ίχνος από heist. -Ιωσηφίνα Γριβέα

7, Death Proof

 

O Tarantino, όταν τον έπιασε το υπαρξιακό του άγχος και άρχισε να οραματίζεται μια τακτοποιημένη καριέρα 10 ταινιών που θα τον κρατήσουν γα πάντα ζωντανό στην αιωνιότητα, δήλωνε ανάμεσα σε άλλα πως «το “Death Proof” πρέπει να είναι η χειρότερή μου ταινία». «Πρέπει», όπως λέμε «οφείλει να παραμείνει».

Είναι η ταινία-κλειδί του έργου του λοιπόν, όχι επειδή είναι η χειρότερή του όπως νομίζει ο ίδιος, αλλά επειδή είναι, κυριολεκτικά και συμβολικά, η μεσαία. Εκείνη που τον έκανε να αλλάξει ταχύτητες, εκείνη που τον έστειλε να στροβιλίζεται αγχωμένος για το «μετά». Γιατί όλα αυτά για μια διασκεδαστική άσκηση ύφους-κλείσιμο ματιού στις exploitation και grindhouse ταινίες που τόσο αγαπά;

Η ίδια η ταινία είναι δύο ταχυτήτων. Το πρώτο μέρος, έχει την υφή μιας χαμένης ταινίας από 50 χρόνια πριν, τα χρώματα είναι καμμένα, οι δυναμικές παλιομοδίτικες, η απειλή γνώριμη. Στα μισά, το φιλμ μετατοπίζεται. Πάντα στο σήμερα διαδραματιζόταν, αλλά πλέον το δείχνει ξεκάθαρα. Οι ηρωίδες μιλάνε σαν τους ήρωες στο ξεκίνημα του “Reservoir Dogs”, το ξέσπασμα της βίας είναι σπαρταριστά εκδικητικό, ο βαριά απειλητικός Kurt Russell του πρώτου μέρους, μοιάζει αβοήθητη καρικατούρα στο “σήμερα”. Έξω, στον πραγματικό κόσμο, το σινεμά του Tarantino κάνει την ανάποδη στροφή, κι από τις pulp σύγχρονες ιστορίες εγκλήματος και εκδίκησης (“Reservoir Dogs”, “Pulp Fiction”, “Jackie Brown”, “Kill Bill”s,), χάνεται -για πάντα;- στο παρελθόν (“Inglourious Basterds”, “Django Unchained”, “The Hateful Eight”, “Once Upon a Time… in Hollywood”). Το “Death Proof” είναι ο καθρέφτης. -Θοδωρής Δημητρόπουλος

6, Once Upon a Time in… Hollywood

Η ταινία χτίζεται πάνω στη σχέση των δύο αντρών και το πώς ο ένας κουβαλάει τον άλλον, το πώς εν τέλει ο ένας είναι ολοκλήρωση, σκιά, άλλος εαυτός του άλλου. Μια τέτοια σχέση αποδίδει ο Ταραντίνο κι ανάμεσα στο σινεμά και την πραγματικότητα, σε ένα μάλλον φυσικό κι αναμενόμενο σημείο κορύφωσης του όλου του κινηματογραφικού θεωρήματος. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ ακολουθεί τον Ρικ και τον Κλιφ και τις περιπέτειές τους σε σινεμά και τηλεόραση, τα οποία ο Ταραντίνο αποδίδει αισθητικά σαν αποτέλεσμα μιας απόλυτης όσμωσης. Εδώ το σινεμά και η πραγματικότητα είναι στοιχεία αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες που συναντάμε στα σετ παίζουν τόσο περίτεχνα ανάμεσα στην αλήθεια και το fiction που τα όρια δεν υφίστανται. Στην έπαυλη δίπλα από εκείνη του κατασκευασμένου Ρικ Ντάλτον, η αληθινή Σάρον Τέιτ ζει ένα σαν-ψεύτικο χολιγουντιανό όνειρο, μέσα από το βλέμμα του Ταραντίνο.

Ένα φιλμ exploitation πάνω στην ίδια την εκμεταλλευτική σχέση του σινεμά με την πραγματικότητα, με το ίδιο το σινεμά, με τους μύθους του και με την ηθική των εικόνων του, το Κάποτε στο… Χόλιγουντ πετυχαίνει ως κατασκευή και θρασύτατη κορύφωση της αισθητικής μανίας του σκηνοθέτη στην πιο προκλητική στιγμή της καριέρας του, και μάλιστα παρά την επίμονη, σχεδόν εξοργιστική απουσία ουσιώδους κοινωνικής ή πολιτικής πλαισίωσης– ή μήπως εξαιτίας αυτής; Είναι η κοσμοθεωρία του “Death Proof” παιγμένη με τη διάθεση του “Jackie Brown”, ένας αυτοαναφορικός φιλμικός κόμπος που θα αρνείται για αρκετό καιρό να λυθεί. -Θοδωρής Δημητρόπουλος

5, Kill Bill: Vol. 2

Ένας λόγος που χαίρομαι για το κόψιμο της ιστορίας σε δύο ταινίες είναι το πόσο διαφορετικής υφής καταλήγουν να είναι τα δύο volumes. Το δεύτερο, εξακολουθώντας να είναι μια συλλογή καλλιτεχνικών και αισθητικών εμμονών του Tarantino, μοιάζει πολύ λιγότερο μανιακό από το πρώτο, και σαν ωριμότητα που φτάνει μετά την ξέφρενη διασκέδαση, χαράζει μια διαδρομή πολύ πιο εσωτερική, υπομονετική και φιλοσοφημένη.

Τα δύο μέρη καταλήγουν έτσι να βρίσκονται σε διάλογο με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο από το να ήταν απλώς κολλημένα μεταξύ τους ως μία ταινία- κι αν αυτό έχει το αθέλητο αποτέλεσμα του να καταλήγει ετούτο το δεύτερο μισό ως πιο υποτιμημένο, ας είναι. Ο Tarantino πάλι κάνει ό,τι θέλει, από το να σχηματίσει την κορύφωση ενός τρίωρου έπους δράσης και πολεμικών τεχνών με σχεδόν ακίνητη σκηνή διαλόγου για την πραγματική φύση του Σούπερμαν, μέχρι το απολαυστικά θρασύ κλείσιμο όπου το μουσικό μοντάζ των τίτλων τέλους διαδέχεται ένα δεύτερο μουσικό μοντάζ τίτλων τέλους. Standing ovation. -Θοδωρής Δημητρόπουλος

4, Pulp Fiction

Πληθωρικό, ρευστό και αδιάκοπα εμμονικό με τις όλες τις αγάπες του Tarantino, από ευρωπαϊκό art house και ‘70s b-movies μέχρι αστυνομικά μυθιστορήματα και μασάζ για πατούσες, το νεο-νουάρ φιλμ συγκεντρώνει τις πιο αξιομνημόνευτες ατάκες στον κατάλογο του σκηνοθέτη και μοιάζει να γράφεται όσο προχωρά. Βγαλμένο από έναν εγκέφαλο σε παραλήρημα για την ίδια του την εξυπνάδα, έτοιμο να σε τραβήξει πάση θυσία από τον λήθαργο, το Pulp Fiction μοιάζει ακόμα στο μεγαλύτερο μέρος του μπροστά από την εποχή του και φέρει διπλή κληρονομιά.

Την τόνωση της σινεφιλίας για νεότερες γενιές και την άδεια που έδωσε σε επόμενους δημιουργούς να πειραματιστούν στο mainstream. Η σεισμική δόνηση που προκάλεσε στη βιομηχανία η κυκλοφορία του το 1994, κάνει για πολλούς το Pulp Fiction την πεμπτουσία του μεταμοντέρνου σινεμά και δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς τον λόγο. Το στιλ, το όραμα, η γλώσσα, η μη γραμμική δομή του, το αμετανόητο κολάζ του, όλα όσα το έκαναν κάτι σαν νέο κινηματογραφικό συνάλλαγμα, προκάλεσαν τους ελιτιστές να δουν με άλλο μάτι είδη που υποτιμούσαν και έδωσαν στο Hollywood το ελεύθερο να επιτρέψει το κύμα του ανεξάρτητου σινεμά. -Ιωσηφίνα Γριβέα

3, Inglourious Basterds

Η εκδοχή του war movie από τον Tarantino δανείζεται από τη δράση και το χιούμορ των προπαγανδιστικών ταινιών των ‘40s για να φτιάξει το δικό του ‘Και οι 12 Ήταν Καθάρματα’ που, τελικά, γίνεται πολύ προσωπικό. Η ταινία επικεντρώνεται σε ανθρώπους που μεμονωμένα έχουν βιώσει απώλειες και θέλουν να πάρουν εκδίκηση, παρά σε μια πιο αφηρημένη έννοια όπως η ανθρωπότητα ή κάποιο έθνος. Και παρ’ όλα αυτά, η πρώτη του τόσο ευθεία, ηθική στροφή, όχι μέσα από ηθικά αινίγματα που προέκυπταν στη δημιουργία των χαρακτήρων του ως τότε αλλά με ένα παλιό, καλό βρωμόξυλο που ξαναγράφει την Ιστορία, μοιράζεται απλόχερα σε όλους μας.

Το παράτολμο παραμύθι του Tarantino τον εδραιώνει ως μετρ δονκιχωτικών απολαύσεων, μας συστήνει έναν Christoph Waltz που μοιάζει να υπάρχει στις ταινίες μας καμιά εικοσαετία, απογειώνει το slow burn και φτιάχνει στο τέλος μία ταινία για τις ταινίες. Όλοι οι χαρακτήρες υποκρίνονται, όλες οι δυναμικές είναι μία κακή περφόρμανς από το χείλος της καταστροφής και το πρόσωπο της Shoshanna θα γελάει για πάντα από μια γιγαντιαία οθόνη. -Ιωσηφίνα Γριβέα

2, Kill Bill: Vol. 1

Ένα λαχταριστό κινηματογραφικό fusion οριακά παραληρηματικό σε σύλληψη, οπωσδήποτε μανιακό σε εκτέλεση, λειτουργεί ακόμα πιο αποτελεσματικά επειδή είναι όλο κενό set-up προς το τίποτα. Ο Tarantino πλέκει τόσο τις επιρροές του όσο και τις ίδιες του τις αφηγηματικές εμμονές σε έναν συμφωνικό οίστρο που είναι όλο κρεσέντο και σταματά στην κορύφωση αφήνοντάς σε με ανοιχτό το στόμα απέναντι σε ένα απόλυτο αισθητικό high.

Από τα στυλιστικό ξεσήκωμα χρωμάτων και εικόνων μέχρι το πατρόν των φιλμ εκδίκησης, από τη Lady Snowblood ως τους Santa Esmeralda, από την «αφηγούμαι την ιστορία με τον τρόπο που βγάζει νόημα μες στη μνήμη μου» δομή του Pulp Fiction ως το σαπουνοπερατικά arch cliffhanger που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο εβδομαδιαίο 50s σίριαλ, από τα anime στον Sergio Leone, από τον Bruce Lee στην Meiko Kaji, από τις σειρήνες της μάχης στον ξύλινο γδούπο της πηγής, από τη νεκρικής ομορφιάς εισαγωγή τίτλων στο ανατριχιαστικά pulpy απότομο φινάλε, το πρώτο Kill Bill έτσι ακριβώς, παραδομένο ως μια ημιτελής ποπ σύνθεση που λειτουργεί αδιάκοπα, ανεβάζοντας διαρκώς την ένταση ως το μη-τέλος, είναι κάτι παραπάνω από μια σινεφιλική άσκηση ύφους. Είναι το πιο αγνά διασκεδαστικό χιτάκι του Tarantino, είναι το απόλυτο pop song.

«Silly Caucasian girl likes to play with Samurai swords», λέει η O-Ren Ishii αντιμέτωπη με τη Νύφη στη σχιζοφρενικά πανέμορφη σκηνή κορύφωσης του φιλμ. Για τον Tarantino μιλάει. -Θοδωρής Δημητρόπουλος

1, Jackie Brown

Δεν είχε τον νιχιλισμό του Reservoir Dogs και δεν είχε τη σαγήνη του ‘Pulp Fiction’. Δεν είχε και το box office του Kill Bill: Vol. 1 γιατί το αριστούργημα του Tarantino παρέκλινε από τις φανταχτερές, πιο θρασείες δουλειές του και σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε ως βαρετό. Το Jackie Brown έχει τις λιγότερες σφαίρες που έχουν ξοδευτεί στη φιλμογραφία του δημιουργού, αλλά έχει στη φαρέτρα του και μια σπάνια, ανεπιτήδευτη υπομονή που επιδίδεται σε απολαυστικούς, παρατεταμένους διαλόγους, στη μουτζουρωμένη σοφία τραμπούκων και σε ένα πένθιμο μελόδραμα που εξερευνά το συναισθηματικό εύρος του σκηνοθέτη.

Το κάστινγκ της Pam Grier, του πρώην σκληρού κοριτσιού των blaxploitation ταινιών των ‘70s, είναι εμπνευσμένο και χαρίζει μια δεύτερη ανάγνωση στον φορτισμένο, καταπιεσμένο, πανέξυπνο ρόλο της εδώ – ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα στη συγκεκριμένη ταινία είναι το πόσο έξυπνοι είναι όλοι οι χαρακτήρες και ο χώρος που τους δίνεται να σκεφτούν, αντί να εκβιάζει κάποιος σκηνοθέτης τα σχέδιά τους – δίνει ωστόσο στην ταινία και την απλουστευτική ταμπέλα της «απάντησης στο blaxploitation».

Το Jackie Brown είναι στον πυρήνα του μια ιστορία αγάπης που επαναπροσάρμοσε το κόνσεπτ ταραντινικών, κουλ χαρακτήρων που δύσκολα μπορείς ειλικρινά να υποστηρίξεις, σε πλάσματα μεγάλα και αρκετά ώριμα για να ξέρουν ότι θέλουν διαφορετικά πράγματα στη ζωή. Η πιο ανθρώπινη ταινία του Tarantino αφήνει τις πιο ζόρικες ερωτήσεις για το τέλος και γίνεται καλύτερη με κάθε επόμενή της θέαση -Ιωσηφίνα Γριβέα