ROCKHARD.GR
ΜΟΥΣΙΚΗ

15 χρόνια Rock Hard: O Σάκης Φράγκος μιλάει στο Oneman

Το Rock Hard κλείνει ακριβώς 15 χρόνια ζωής στην Ελλάδα και ο Σάκης Φράγκος θυμάται τις καλύτερες στιγμές του.

O Σάκης Φράγκος είναι αρχισυντάκτης, ραδιοφωνικός παραγωγός και διοργανωτής συναυλιών. Έχει περάσει μεταξύ άλλων από το Metal Invader, τον Atlantis και το Headbanger’s Ball του MTV. Σαν σήμερα πριν 15 χρόνια, ανήμερα των γενεθλίων του, κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Rock Hard, η ελληνική έκδοση του γνωστού γερμανικού περιοδικού για το ροκ και το μέταλ. Τα πρώτα χρόνια είχε μηνιαία κυκλοφορία, ενώ τα τελευταία οχτώ εξ αιτίας της κρίσης του τύπου, κυκλοφορεί διαδικτυακά. Μιλήσαμε με τον Σάκη Φράγκο για την πορεία του, από τότε που έφηβος κόλλησε με τη heavy metal μέχρι που κατάφερε χάρη στη δουλειά του να γνωρίσει όλους τους αγαπημένους του μουσικούς θρύλους.

Πότε ξεκίνησες να ακούς hard rock και heavy metal;

Το 1983. 8-9 χρονών με δίσκους και κασέτες από μεγαλύτερους φίλους και συγγενείς. Όταν πήγαινα Γυμνάσιο βγαίναν οι κορυφαίοι δίσκοι του είδους και κόλλησα.

Πώς ήταν να το ζεις αυτό; Θυμάσαι συγκεκριμένα κάποια κυκλοφορία που να περιμένεις πολύ;

Το 1987 υπήρξε κομβική χρονιά για την σκληρή μουσική, αφού βγήκαν δίσκοι όπως το ‘Appetite for destruction’ των Guns N’ Roses, το ‘1987’ των Whitesnake και το ‘Hysteria’ των Def Leppard, που σε συνδυασμό με την απόλυτη ακμή του MTV, έβαλαν το hard rock και το heavy metal σε κάθε σπίτι. Μετά την τηλεοπτική απορρύθμιση, δεν χρειαζόταν να περιμένουμε το «Μουσικόραμα» ή το «Μουσικό Kαλειδοσκόπιο» να δείξει κάποιο video clip πιο σκληρό από την pop που κατέκλυζε την τηλεόραση μέχρι τότε (και λογικό ήταν). Για μία τριετία τουλάχιστον, το hard rock και το heavy metal ήταν συνεχώς στο προσκήνιο, έβγαιναν και δίσκοι ιστορικής σημασίας, είχαν την προβολή που τους άρμοζε και πολλά παιδιά της ηλικίας μου ξεκίνησαν να ακούνε αυτήν την μουσική. Εγώ είχα την τύχη να έχω ξεκινήσει λίγο νωρίτερα αλλά ουσιαστικά, μπορείς να πεις ότι κατανοείς και «χωνεύεις» την μουσική όταν είσαι στο γυμνάσιο και μετά. Τότε, ήμασταν αρκετοί φίλοι και συμμαθητές, που μοιραζόμασταν κοινή «λόξα» για την μουσική αυτή, ψωνίζαμε κάθε Σαββατοκύριακο δίσκους και κασέτες -τις προτιμούσαμε στην αρχή, επειδή ήταν φθηνότερες, μπορούσαμε να πάρουμε περισσότερες και τις κρύβαμε πιο εύκολα από τους γονείς μας που μας φώναζαν ότι χαλούσαμε όλο το χαρτζιλίκι μας στο heavy metal! Με κασετόφωνα στις πλατείες, μέχρι και μπάσκετ παίζαμε με τις ώρες ακούγοντας AC/DC, Def Leppard, Iron Maiden στη διαπασών και μελανιάζαμε από το ξύλο!

Είμαι τυχερός που ξεκίνησα από μικρός, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου, να ακούμε αυτήν την μουσική, να επενδύω σε φυσικό προϊόν και να έχω πλέον πιο σφαιρική άποψη αφού τις περισσότερες κυκλοφορίες τις είχα ζήσει real time, λόγω ηλικίας. Ζηλεύω όμως και τους νεότερους που έχουν πλέον την ευκαιρία, μ’ ένα κλικ στον υπολογιστή τους, να έχουν μπροστά τους σχεδόν όλη την μουσική. Σίγουρα θα είχα αποφύγει πολλές σαβούρες που αγόρασα και δεν τις άκουσα τελικά ποτέ. Κάθε εποχή έχει τα ωραία της και δεν μου αρέσει να ωραιοποιώ αποκλειστικά καταστάσεις του παρελθόντος. Όσο για κυκλοφορίες που περίμενα με ανυπομονησία εκείνα τα χρόνια; Σίγουρα το ‘…and justice for all’ των Metallica, το ‘Keeper of the seven keys part II’ των Helloween, το ‘Extreme aggression’ των Kreator, το ‘Seventh son of a seventh son’ των Iron Maiden. Μιλάω για κυκλοφορίες, την περίοδο που πήγαινα Γυμνάσιο, άντε πρώτη Λυκείου, γιατί ακόμα και τώρα, κάνω σαν παιδάκι περιμένοντας οποιαδήποτε κυκλοφορία από αγαπημένο συγκρότημα.

Ως έφηβος μεταλλάς πως ενημερωνόσουν για τη μουσική; Υπήρχε κάποιο αντίστοιχο ελληνικό Rock Hard που να κυκλοφορούσε στην Ελλάδα;

Φυσικά υπήρχε. Ήταν το  Heavy Metal, που αργότερα έγινε Metal Hammer. Επειδή όμως η μούρλα παραήταν μεγάλη και πέρα από αγγλικά γνώριζα και γερμανικά (τα οποία όμως τα τελευταία χρόνια έχω παρατήσει παντελώς), αγόραζα και πολλά ξένα περιοδικά, ανάμεσά τους και το Γερμανικό Rock Hard, ένα περιοδικό που έβγαινε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και είναι από τα πιο σημαντικά παγκοσμίως. Ήθελα πάντα να έχω σφαιρική άποψη για τα πράγματα και νομίζω ότι η πολυφωνία βοηθάει και τους αναγνώστες αλλά και τα έντυπα να γίνονται καλύτεροι. Ακόμα κι όταν έβγαζα ο ίδιος περιοδικό, κάθε μήνα λάμβανα στο ταχυδρομείο μου, τουλάχιστον δέκα διαφορετικά έντυπα, από Αμερική, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Καναδά μέχρι και Βραζιλία. Παρότι δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα, ήθελα να γνωρίζω τι ακούγεται περισσότερο σε κάθε χώρα, τι συνήθειες έχουν και διάφορες τέτοιες επαγγελματικές διαστροφές. Πλέον έχουν κλείσει πάρα πολλά και βλέποντάς τα στην αποθήκη μου, με πιάνει μία θλίψη για την μοίρα του διεθνούς μουσικού Τύπου, και του Τύπου γενικότερα.

Έχεις τα δικαιώματα για το Rock Hard, τα τελευταία 15 χρόνια. Πώς ξεκίνησες όλο αυτό; Πως αποφάσισες να το κυκλοφορήσεις;

Καλή ερώτηση! Κόντευα να το ξεχάσω. Μετά από αρκετά χρόνια στα περιοδικά του χώρου, είτε ως συντάκτης, είτε ως διευθυντής σύνταξης, ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω περιβάλλον και να κάνω κάτι πιο μεγάλο. Κάτι πιο σπουδαίο ακόμα. Κάποια στιγμή, διαβάζοντας ένα τεύχος του γερμανικού Rock Hard, σκέφτηκα: «βρε λες να το δοκιμάσω;». Πήρα τηλέφωνο, μίλησα με τον Holger Stratmann, τον εκδότη τους κι έκλεισα ραντεβού για να συζητήσουμε λεπτομέρειες στην έδρα τους, στο Dortmund. Πήγα αυθημερόν και οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πάνω από 10 ώρες. Καταλήξαμε σε μία φόρμουλα, μίλησα με κάποιον εκδότη και ταξιδέψαμε μαζί του και με τον μετέπειτα συνεταίρο μου και αδερφικό μου φίλο, Δημήτρη Σειρηνάκη, για κάποιες μέρες στη Γερμανία για να μάθουμε κάποια πράγματα πως γίνονται εκ των έσω. Στην αρχή, το έντυπο Rock Hard, βγήκε από άλλη εκδοτική εταιρία, αλλά σ’ έναν καφέ με τον Δημήτρη, αποφασίσαμε να πάρουμε τον τίτλο μετά από 4 τεύχη, να ανοίξουμε δική μας εκδοτική εταιρία και στα 31 μου χρόνια, πήρα την απόφαση να γίνω εκδότης, κάτι που ήταν εντελώς παράτολμο.

Χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της Σέλκα-4Μ και του Κώστα Σελλούντου, τίποτα δεν θα ήταν εφικτό, αφού προσέφεραν τα μέγιστα στο υλικοτεχνικό κομμάτι και την εμπειρία των εκδόσεων. Ουσιαστικά το πρώτο μου τεύχος ως εκδότης, βγήκε τον Δεκέμβριο του 2005. Το πρώτο τεύχος του Rock Hard, γενικά, όμως, βγήκε την ημέρα των γενεθλίων μου, 21/6/2005.

 

Τι συχνότητα κυκλοφορίας είχε και ποσά έντυπα εκδίδατε;

Ως έντυπο βγάζαμε 11 τεύχη τον χρόνο (το καλοκαίρι βγάζαμε ένα τεύχος για Αύγουστο και Σεπτέμβριο), όμως πάντα φροντίζαμε να υπάρχει μία τουλάχιστον ειδική έκδοση στις αρχές του Σεπτεμβρίου και καταφέραμε να βγάλουμε μία ειδική έκδοση για τους Metallica (που είναι μακράν του δευτέρου το αγαπημένο μου τεύχος όλων των εποχών), μία για τους Iron Maiden, μία για τους Black Sabbath αλλά και δύο τεύχη με διάφορα σταυρόλεξα και γενικότερα trivia παιχνίδια για την παραλία, που έγιναν πραγματικά ανάρπαστα. Γενικότερα, είμαι περήφανος που δοκιμάσαμε πολλά πράγματα που δεν είχαν γίνει μέχρι τότε στον εγχώριο Τύπο. Άλλα με μεγάλη επιτυχία, άλλα με μικρότερη. Τα δοκιμάσαμε όμως. Είμαι ιδιαίτερα περήφανος, που ποτέ δεν κοροϊδέψαμε το αναγνωστικό μας κοινό, υπήρξαμε (όπως και τώρα στην ηλεκτρονική έκδοση), υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας της γνώμης και δεν ήταν λίγες οι φορές που φάγαμε κράξιμο από τις εταιρίες, επειδή δεν βάλαμε καλό βαθμό σε δίσκο που είχε διαφήμιση. Συνεχίσαμε να το κάνουμε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όταν υπήρχαν τεύχη που είχαν αρκετή διαφήμιση, για να μην στερήσουμε από το αναγνωστικό μας κοινό την ύλη που αγαπούσε να διαβάζει από εμάς, προσθέταμε ένα τυπογραφικό (16 σελίδες δηλαδή, για τους αμύητους), κάτι που σημαίνει ότι «εξαϋλώναμε» ουσιαστικά το όποιο κέρδος, ρίχνοντάς το και πάλι στην αγορά. Στην αρχή τυπώναμε 16.000 τεύχη, στην πορεία όμως διαπιστώσαμε ότι ο αριθμός ήταν υπερβολικός και μειώθηκε δραστικά. Όταν είχαμε συνοδευτικό CD με ακυκλοφόρητα τραγούδια, απευθείας από τους Γερμανούς, δίναμε την επιλογή στον κόσμο να το αγοράσει είτε χωρίς, είτε με αυτό, αλλάζοντας την τιμή.

Ήταν δύσκολη απόφαση η μετάβαση από το έντυπο στο ηλεκτρονικό;

Όσο δύσκολη ήταν, υπήρξε άλλο τόσο ρεαλιστική. Την περίοδο του μνημονίου, η μουσική ήταν ήδη χτυπημένη βάναυσα από το downloading. Οι εταιρίες δεν επένδυαν στις κυκλοφορίες τους, οπότε δεν έβαζαν τόσες πολλές διαφημίσεις (που ήταν το βασικό κέρδος του περιοδικού) κι αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Οι πωλήσεις μας, υπήρξαν σταθερές, υπήρχε ένα κοινό πιστό και σταθερό, που μας αγόραζε επειδή διάβαζε άποψη και σοβαρότητα. Η οικονομική κρίση όμως, έφερε πάρα πολλές οικονομικές δυσκολίες, αφού οι πληρωμές ήταν είδος σε ανυπαρξία και τα χρέη απέναντί μας διογκώνονταν. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είχαμε κάποιον μεγιστάνα από πίσω, να χώνει χρήμα σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά χρηματοδότες ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Βλέποντας τη δυσοίωνη κατάσταση, πήραμε τη γενναία και σοφή απόφαση, να κλείσουμε το έντυπο, ώστε να μην χρωστάμε σε κανέναν, όπως κι έγινε. Πλέον, στην ηλεκτρονική φάση του Rock Hard, η δουλειά παραμένει πάρα πολύ, αλλά ο οικονομικός βραχνάς δεν υπάρχει. Δεν θέλει να ξέρει κανείς πόσα χρήματα πρέπει να επενδύσει κάθε μήνα για να βγάλει ένα έντυπο με συνέπεια στο περίπτερο.

Τι είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο από το έντυπο;

Τα μπινελίκια στα κλεισίματα του τεύχους, όταν πήγαινε για τύπωμα και δεν είχε έρθει η ύλη στην ώρα της. Χαχαχαχαχα. Είχα (και) αυτόν τον άχαρο ρόλο, αφού εκτός από εκδότης ήμουν και αρχισυντάκτης. Μου λείπουν τα δημιουργικά ξενύχτια στα γραφεία της ΣΕΛΚΑ με τον Κώστα και τον Δημήτρη. Οι επισκέψεις στις εταιρίες για να πάρω εγκαίρως τα δείγματα και να τα ταχυδρομήσω στους συντάκτες μας, τρώγοντας μία ημέρα φτιάχνοντας πακέτα. Τα ταξίδια που πηγαίναμε για να ακούσουμε πρώτοι κάποιους δίσκους (αυτά σταμάτησαν λόγω κρίσης πλέον, όχι επειδή δεν βγάζουμε έντυπο). Δεν θα πω ότι μου λείπει το άγχος, θα πω ότι μου λείπει το δημιουργικό άγχος, που πάντα στις δύσκολες καταστάσεις προέκυπτε κάποια φαεινή ιδέα που σε «φυσιολογικές» καταστάσεις δεν θα υπήρχε. Αν μετάνιωσα που βγάλαμε το Rock Hard σε έντυπο; Όχι, σε καμία περίπτωση. Αν θα το ξαναέβγαζα τώρα; Όχι, σε καμία περίπτωση!!! Εκτός αν βρισκόταν κάποιος να χρηματοδοτήσει κάποια ειδικά τεύχη.

Ποια είναι τα αγαπημένα σου εξώφυλλα και αν θες μίλησε μου λίγο για αυτά.

Θα μιλήσω για τα αγαπημένα μου, από καλλιτεχνικής άποψης. Το εξώφυλλο του τεύχους με τους Dimmu Borgir (#19), που δείχνει τον τραγουδιστή τους, Shagrath, να τρώει το λογότυπό μας. Κάτι ιδιαίτερα ακραίο και ασυνήθιστο. Το εξώφυλλο του τεύχος #28 με τους Iron Maiden, που δείχνει την μασκότ τους, τον Eddie, σαν την μούμια του ‘Powerslave’, να έρχεται προς το μέρος μας απειλητικά, έχοντας «σπάσει» πάλι, το λογότυπό μας, στα δύο! Μου άρεσε πάρα πολύ και το κολάζ του τεύχους #51, που αφορούσε το αφιέρωμά μας στο 1983 και περιείχε ένα κολάζ από μερικούς εκ των κορυφαίων δίσκων εκείνης της χρονιάς (Ozzy Osbourne, Def Leppard, Iron Maiden, Quiet Riot). Φοβερή ιδέα του Δημήτρη. Θα έβαζα και το εξώφυλλο του τεύχους 29, που ήταν αφιερωμένο στην ελληνική σκηνή. Το οπισθόφυλλο (για την ακρίβεια), είχε ένα κολάζ από αγαπημένους δίσκους της ελληνικής σκηνής που παρουσιάσαμε και ως κεντρική φωτογραφία, μία που είχα τραβήξει εγώ, παρότι εντελώς άσχετος με το αντικείμενο. Η πλάκα είναι ότι η φωτό, δείχνει τον κιθαρίστα των Amorphis, Esa Holopainen, αλλά μας άρεσε τόσο, που την κοτσάραμε εκεί.

Από την άλλη, έχουμε κάνει αποκλειστικές συνεντεύξεις (και φυσικά εξώφυλλα), με όλους τους μεγάλους του χώρου. Iron Maiden, Metallica, Ronnie James Dio, Black Sabbath, KISS, Slipknot, Judas Priest, Guns N’ Roses, Megadeth, Manowar κ.ο.κ. για τα οποία είμαι υπερήφανος, όπως και για όλες τις σημαντικές αλλά “ασυνήθιστες” μπάντες που βάλαμε παίρνοντας ένα σημαντικό ρίσκο για την εποχή, όπως τους Trivium, Velvet Revolver, Korn, Serj Tankian, Lamb of God, Machine Head, σε εποχές που ήταν σχεδόν τρέλα να κάνεις κάτι τέτοιο -άσχετα αν τώρα είναι τεράστια ονόματα, τότε που τα είχαμε βάλει, στην Ελλάδα δεν ήταν και τόσο δημοφιλή.

Θες να μου περιγράψεις κάποια συναρπαστικά περιστατικά και ιστορίες που έχετε ζήσει στο Rock Hard;

Σκηνικά «εγκεφαλικού» όπως λέω, άπειρα με το περιοδικό. Να γυρίζουμε τεύχος από του τυπογραφείο επειδή άλλαξε ένα σημαντικό θέμα στο εξώφυλλο, να αλλάζουμε tracklisting στο συνοδευτικό CD, επειδή ξαφνικά μία δισκογραφική εταιρία, ενώ ήδη είχαμε άδεια, αποφάσισε να μας ζητήσει ένα τετραψήφιο ποσό την τελευταία στιγμή, για να μας χορηγήσει την άδεια και διάφορα τέτοια ωραία, που δεν μου λείπουν καθόλου.

Λίγο πριν γίνει η Eurovision του 2006, που νίκησαν οι Lordi, στην Αθήνα, στο τεύχος που είχε βγει λίγο πριν, είχαμε κάνει θέματα γι’ αυτούς, ως «τα τέρατα της Eurovision», έναν χαρακτηρισμό που τους ακολούθησε στην υπόλοιπη καριέρα τους. Δύο μέρες πριν τον διαγωνισμό, έγινε μία πολύ κλειστή εκδήλωση, για τους δημοσιογράφους, όπου το Rock Hard την παρουσίαζε. Υπήρξαν άπειρες φάσεις γέλιου, με τον τραγουδιστή του σχήματος να έχει πρόβλημα με τις πλατφόρμες που φορούσε, οι οποίες δεν χωρούσαν στα στενά σκαλοπάτια του venue, με αποτέλεσμα να τον πάμε σηκωτό στην κυριολεξία για να μην σπάσει κανένα πόδι, δημοσιογράφοι από κανάλια να είναι με σκελίδες σκόρδα να ξορκίσουν τους δαίμονες, τα κανάλια να μας βγάζουν σε ζωντανές συνδέσεις με μοναδικό ερώτημα να τους περιγράψουμε πως ήταν ο Mr. Lordi πίσω από την μάσκα (μεγαλεία), τη φωτογράφηση που κάναμε με το γκρουπ να διαβάζει τεύχη μας.

Το secret show των Blind Guardian, το είχαμε συζητήσει με το συγκρότημα δύο φορές στο παρελθόν, δεν προέκυψε όμως. Τον Ιανουάριο του 2015 όμως, σχεδόν 8 χρόνια από την πρώτη συζήτηση, συμφωνήσαμε ότι ο καιρός ήταν σωστός και το γκρουπ και ιδιαίτερα ο Hansi Kursch, ο τραγουδιστής τους, μου έκαναν την τιμή να έρθουν να παίξουν ένα μυστικό, ακουστικό show, μπροστά σε 20 μόνο τυχερούς αναγνώστες που βγήκαν ύστερα από κλήρωση και φυσικά όλη τη συντακτική μας ομάδα. Μιλάμε για ένα γκρουπ που είχε μπροστά του τρία sold out show σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για να καταλάβεις το μέγεθος της δημοφιλίας του, είχε να κάνει ακουστικό show πάνω από 20 χρόνια και το έκανε για τα 10 χρόνια του Rock Hard και την επέτειο γάμου μου, που ήταν εκείνη την ημέρα!

Κάποια στιγμή, είχαμε κάνει ένα ακουστικό show με τους Pain of Salvation. Περιμέναμε ότι θα έχει πολύ κόσμο, αλλά το venue που θα γινόταν το live, χωρούσε 600 άτομα, δεν υπήρχε προπώληση και είχαν μαζευτεί πάνω από 1000 απ’ έξω. Μέσα στον πανικό για το τι θα κάνουμε με τον κόσμο που δεν θα μπορούσε να μπει, έρχεται ο τραγουδιστής/κιθαρίστας, Daniel Gildenlow και μου λέει: «Σάκη, έχουμε ένα πρόβλημα. Μου έσπασε μία χορδή της κιθάρας και δεν έχω μαζί μου ανταλλακτική». Κυριακή απόγευμα, με τα πάντα κλειστά και τον κόσμο απ’ έξω να φωνάζει να ανοίξουμε τις πόρτες. Μετά από αρκετά τηλέφωνα, βρέθηκε ο φίλος ο Δημήτρης, που πήγε στο σπίτι του κι έφερε τη δική του χορδή από την ακουστική του κιθάρα και σώθηκε το live. Είχαμε προγραμματίσει να παίξουν 45’ και μετά να γίνει dj set από τον Matt DeVries των Αμερικάνων Chimaira, αλλά ο κόσμος ήταν τόσος που παρά την πολύ χαμηλή τιμή του εισιτηρίου απαιτούσε περισσότερο live. Με λίγα λόγια, το συγκρότημα έπαιξε όσα τραγούδια θυμόταν και στη συνέχεια ζητούσε παραγγελίες από τον κόσμο, ώσπου σταμάτησαν κάπου στις 2,5 ώρες.Τα δάχτυλά τους από το πολύ παίξιμο, είχαν πρηστεί τόσο που ήταν σαν μικρά παριζάκια! Ευτυχώς ο Daniel συνεχίζει και μου μιλά μετά από αυτό το βασανιστήριο που τον υπέβαλλα.

Ένα άλλο σκηνικό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι ένα dj set που είχαμε κανονίσει με τον Mikael Stanne, τραγουδιστή και ηγέτη των Σουηδών melodic death metallers, Dark Tranquility. Ήρθε στο μαγαζί που θα γινόταν το event και βλέπω την πόρπη στη ζώνη του, που είχε το λογότυπο των Rush. «Δικός μου είναι» σκέφτομαι, «ακούει progressive». Το θέμα όμως είναι πως από κάτω ήταν εκατοντάδες κόσμου που περίμεναν να ακούσουν από αυτόν death metal σχετικό με το σχήμα του κι εκείνος ήθελε να ξεκινήσει με Elton John. Τελικά βρήκαμε τη χρυσή τομή. Εγώ του έδινα μπύρες και τον άφηνα να είναι δίπλα μου κι έβαζα μουσική σαν να μου υποδείκνυε εκείνος τι να βάζω για να γλιτώσουμε το λιντσάρισμα!

Φοβερό ήταν και το σκηνικό με τον Doogie White, πρώην τραγουδιστή των Rainbow και του Yngwie Malmsteen, που ήρθε να ερμηνεύσει τραγούδια απ’ όλη του την καριέρα. Ένας εξαιρετικός gentleman, με τη σύζυγό του, λάτρεψε τα ντολμαδάκια (μην αρχίσω να λέω ιστορίες για το φαγητό με τους καλλιτέχνες, δεν θα τελειώσουμε ποτέ), την ελληνική κουλτούρα και τις συνήθειες των Ελλήνων. Η συναυλία έγινε την Παρασκευή 5/12/2008. Την επόμενη μέρα, την ώρα που του κάναμε το τραπέζι, μαθαίναμε ότι δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος στα Εξάρχεια και γίνονταν φασαρίες. Δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε όμως το μέγεθός τους και την επόμενη μέρα το πρωί, πετούσε για την πατρίδα του. Α, έμενε και κοντά στα Εξάρχεια… Ο φίλος, ο Ανδρέας που τον πήρε από το ξενοδοχείο και τον πήγε στο αεροδρόμιο, πρέπει να είναι σε θέση να περάσει οποιαδήποτε πίστα, σε οποιοδήποτε παιχνίδι καταδίωξης αυτοκινήτων στις παιχνιδοκονσόλες, περνώντας μέσα από μολότοφ, κομμάτια από τσιμέντο, μαδέρια κτλ, φτάνοντας τελικά τον άνθρωπο στην ώρα του στο αεροδρόμιο. Έκτοτε όμως, η άποψη του Doogie για τις συνήθειες των Ελλήνων, δεν ήταν η ίδια!

Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, ιδιαίτερα μετά τον θάνατό του πέρυσι τέτοια περίοδο, έχει το δωρεάν ακουστικό show του Andre Matos, πρώην τραγουδιστή των βραζιλιάνων Angra, που ουσιαστικά το είχα δει στον ύπνο μου. Ναι, κοιμόμουν και είδα ότι ο Matos με τον τραγουδιστή των Moonspell, Fernando Ribeiro (για να σας λύσω την απορία, εκείνη τη μέρα είχα στείλει ανταποκριτή μας σε listening session των Moonspell στη Δανία και είχα ακούσει το νέο άλμπουμ του Matos, έτσι λύνεται το μυστήριο) να ερμηνεύουν παρέα το τραγούδι ‘Lisbon’ (κάνοντας τους απαραίτητους συνειρμούς, όπως ότι ο Ribeiro είναι Πορτογάλος κι έχει κοινή γλώσσα με τον Matos). Επί τόπου, ξύπνησα, εκμεταλλεύτηκα τη διαφορά ώρας με τη Βραζιλία, έστειλα mail στον Andre, που απάντησε θετικά αμέσως και μετά στους ανθρώπους που ξενυχτούσαν πίνοντας μπύρες με τους Moonspell και κυριολεκτικά, μέσα σ’ ένα βράδυ (πολύ βράδυ όμως, μαύρα μεσάνυχτα), έστησα μία ολόκληρη συναυλία και μάλιστα χωρίς είσοδο!

Από εκεί και πέρα, δεν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ το διαφημιστικό που γυρίσαμε για το Headbanger’s Ball του MTV, το οποίο είχαμε αναλάβει εξ ολοκλήρου κι έγινε πριν τη συναυλία των AC/DC στο ΟΑΚΑ, το casting που κάναμε για τους παρουσιαστές και τα πολλά αξιόλογα παιδιά που είδαμε, τις ραδιοφωνικές μας εκπομπές σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος (μέχρι και σε κοτέτσι κάναμε κάποτε εκπομπή), φοβερά σκηνικά σε συναυλίες, όπως το μικρόφωνο που βρωμοκόπαγε τζατζίκι και κόντεψε να λιποθυμήσει η Anneke van Giersbergen, η τιμή που μας έκανε ο Arjen Lucassen, υπεύθυνος για τις rock όπερες των AYREON να παίξει μία από τις ελάχιστες συναυλίες του για εμάς. Και η λίστα συνεχίζεται για πάντα.

Ποιος είναι ο πιο καλός και ποιος ο πιο δύστροπος μουσικός θρύλος που έχεις γνωρίσει;

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Δύστροποι υπάρχουν πολλοί, αλλά τους δικαιολογώ τις περισσότερες φορές απόλυτα. Δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο να έχεις τον καθένα να θέλει να σου μιλήσει, να σε ακουμπήσει, να του δώσεις αυτόγραφο και να μην έχεις καθόλου προσωπικό χώρο ή χρόνο. Επίσης, πολλές φορές, οι άνθρωποι που τους συνοδεύουν, είτε λέγονται tour manager, είτε όπως αλλιώς θέλει κανείς, συνήθως δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο (πάντα όμως ακολουθώντας εντολές από τους καλλιτέχνες) και τους κάνουν να φαντάζουν κάπως σαν τέρατα ή τέλος πάντων πιο απρόσιτοι απ’ ότι είναι. Υπάρχει δηλαδή το παράδειγμα ανθρώπου που δεν άφηνε να στέκεσαι στον διάδρομο που θα περνούσε μισή ώρα αργότερα ένας καλλιτέχνης. Όταν όμως πέρασε, είχε τη διάθεση να μιλήσει με όλους!!! Φυσικά και υπάρχουν λοιπόν δύστροποι καλλιτέχνες, ιδιαίτερα όσο πιο σπουδαίοι είναι, αφού η ιδιοφυΐα πολλές φορές συνάδει με μία «προβληματική» συμπεριφορά, συνήθως αντικοινωνική. Δεν θα ήθελα να κατονομάσω λοιπόν, κανέναν ως δύστροπο, ακόμα και να είναι… Από την άλλη, καλούς έχω συναντήσει μπόλικους. Δεν ξέρω αν θεωρείται θρύλος ο Hansi Kursch των Blind Guardian, είναι όμως ο ευγενέστερος μουσικός που έχω συναναστραφεί, μαζί με τον Jordan Rudess των Dream Theater. Έχοντας την τιμή να δουλέψω και να συνεργαστώ με τον συγχωρεμένο τον Lemmy των Motörhead, έχω να λέω για το ήθος του, όπως και για τον Rudolf Schenker των Scorpions και τον –επίσης συγχωρεμένο- Jon Lord των Deep Purple.

Υπάρχει κάποιος ή κάποιοι που να απομυθοποίησες αφού τους μίλησες;

Έχοντας κάνει κυριολεκτικά εκατοντάδες συνεντεύξεις κι έχοντας προμοτάρει (κυρίως) αλλά και διοργανώσει πάρα πολλές συναυλίες, είχα κι έχω την τύχη να έχω γνωρίσει από κοντά ή τουλάχιστον να συνομιλήσω, με πάρα πολλούς από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Αυτό που έχω να πω, είναι ότι είναι αδύνατο να κρίνει κανείς κάποιον καλλιτέχνη μιλώντας του μετά το τέλος της συναυλίας, για παράδειγμα. Ή πριν από τη συναυλία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι τους είναι άνθρωποι και μετά από μία συναυλία, μπορεί να είναι πολύ κουρασμένοι ή εκνευρισμένοι με κάτι που συνέβη. Όταν κάνουμε συνέντευξη, πιθανώς δεν γνωρίζουμε πόσες ώρες συνεχόμενες μιλά ο καλλιτέχνης και πόσοι του έχουν σπάσει τα νεύρα με τις ηλίθιες ερωτήσεις του προηγουμένως. Μου έχει τύχει, πχ, να έχω συνέντευξη με τους Slipknot και χωρίς να γνωρίζει ότι ακουγόταν, ο Clown του γκρουπ φώναζε στον άνθρωπο της δισκογραφικής τους εταιρίας ότι ο Ιταλός συνάδελφος που μιλούσαν πριν, δεν ήξερε καθόλου καλά αγγλικά και του έλεγε συνεχώς “you know”. “I know motherfucker, I fuckin’ know”, φώναζε στο τηλέφωνο. Άντε μετά να κάνεις συνέντευξη… Όπως επίσης, σε κάποιες συνεντεύξεις που είχα κανονίσει εγώ για διάφορα μέσα, ο καλλιτέχνης με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε ότι ο άνθρωπος που μιλούσε, δεν ήξερε ούτε τα βασικά για την ιστορία του συγκροτήματος. Όπως καταλαβαίνετε, τέτοια περιστατικά, είναι αιτία εκνευρισμού και ο επόμενος που θα μιλήσει μαζί του, μπορεί να μην αποκομίσει τις καλύτερες των εντυπώσεων, όλο αυτό όμως είναι πλασματικό.

Έχοντας οικονομικό νταραβέρι, λόγω συναυλιών, έχω γνωρίσει ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το χρήμα, ανθρώπους που κατανοούν από φιλίες, ανθρώπους που είναι κατεστραμμένοι από διάφορες ουσίες (κι αυτό είναι το χειρότερο), ανθρώπους που είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες απ’ ότι περίμενα ή το αντίστροφο. Δεν μπορώ παρά να στηλιτεύσω περιπτώσεις καλλιτεχνών που μετά από πληρωμένο meet n’ greet έπλεναν μπροστά στον κόσμο τα χέρια τους με οινόπνευμα ή ανθρώπους που δεν τους άρεσε το στήσιμο των οργάνων τους στην σκηνή με αποτέλεσμα να τα κλωτσήσουν όλα και να απαιτήσουν να ξαναφτιαχτούν από την αρχή. Μου έχει πετύχει να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον Bruce Dickinson των Iron Maiden, ήμουν όμως η δέκατη+ συνέντευξη που είχε, μιλώντας πάνω από 5-6 ώρες και από το ξεκίνημα ήταν έτοιμος να κοιμηθεί στο τηλέφωνο. Βλέποντάς το τώρα, τον δικαιολογώ απόλυτα, αλλά τότε μου είχε κακοφανεί. Μιλώντας με τον Steve Walsh των Kansas ήταν ίσως η χειρότερη εμπειρία μου, αφού σε 10 ερωτήσεις που του είχα κάνει, απαντούσε κυριολεκτικά με μονολεκτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να του κλείσω το τηλέφωνο και να του πω ότι δεν σκοπεύω να χάνω τον χρόνο μου μιλώντας με κάποιον που δεν έχει διάθεση, παρά το ότι επανειλημμένως του τόνισα ότι αν είναι να απαντά με «ναι» και «όχι», δεν έχει νόημα η συνέντευξη. Τελικά τον ευχαρίστησα για τις 24 λέξεις που μου είπε, του τόνισα ότι δεν είχα να λογοδοτήσω πουθενά, αφού έκλεισα τη συνέντευξη για εμένα, επειδή είμαι οπαδός του γκρουπ του κι επειδή σκόπευα να συνεχίσω να τους ακούω, δεν θέλω να χαλάσω τη γνώμη μου γι’ αυτούς!

Σε γενικές γραμμές όμως, αυτό που δεν μπορώ να ακούω, είναι το «γαμώ τα παιδιά ο τάδε. Τον συνάντησα μετά τη συναυλία του κι έδειχνε φιλικός με όλους κτλ». Ναι, δεν θέλω να σας το χαλάσω, αλλά αυτή είναι η δουλειά του. Να μιλά με τους οπαδούς που πάνε στις συναυλίες του και αγοράζουν τις δουλειές του και να φωτογραφίζεται μαζί τους. Αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να το κάνει, απλά μένει στα καμαρίνια. Δεν μπορεί να βγάζει κανείς συμπέρασμα έχοντας δει έναν καλλιτέχνη για 2 λεπτά. Όπως δεν μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για οποιονδήποτε άνθρωπο.

Μέσα στο παραλήρημα αυτό, θυμήθηκα μία αντίστροφη περίπτωση από αυτή που μου ζητάς. Κάποια στιγμή, με τον φίλο μου τον Σάββα, είχαμε βγει για φαγητό και συνέντευξη με τον Mike Mangini, ντράμερ των Dream Theater. Ήταν Thanksgiving Day και μετά από 3-4 ώρες που είχαμε φάει το καταπέτασμα και είχαμε πει για τα πάντα, πέσαμε σε τρομερή κίνηση λόγω της βροχής που είχε. Η γκρίνια που εισπράξαμε, ήταν άνευ προηγουμένου, σε σημείο που ήμασταν έτοιμοι να τον παρατήσουμε να πάρει ταξί να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του. Πέρυσι, (3-4 χρόνια μετά το περιστατικό) ύστερα από τη συναυλία του γκρουπ στην Αθήνα, περίμενα να μιλήσω με άλλα μέλη των Dream Theater και όταν με είδε, ήρθε προς το μέρος μου και με ρώτησε: «πριν μερικά χρόνια, δεν είχαμε βγει μαζί για φαγητό;» Στην καταφατική μου απάντηση μου είπε: «έψαχνα πολύ καιρό ευκαιρία να σε δω και να σου ζητήσω συγνώμη για την άθλια συμπεριφορά μου εκείνο το βράδυ. I was a dickhead». Αλλάζει ή δεν αλλάζει η άποψή σου θετικά ύστερα από αυτό;

Σε ποια συνέντευξη που έχεις κάνει είχες το μεγαλύτερο άγχος;

Σε άλλους μπορεί να φανεί υπερβολικό, σε άλλους «ξύλινο», αλλά πριν κάνω οποιαδήποτε συνέντευξη, φροντίζω να έχω μελετήσει για πάρα πολλές ώρες, όσες περισσότερες πτυχές του καλλιτέχνη μπορώ, ανεξάρτητα από το πόσο καλά τον ξέρω. Όταν φτάσει η στιγμή να μιλήσουμε πλέον, είμαι όσο πιο έτοιμος γίνεται και η δουλειά μου γίνεται ευκολότερη. Άγχος, έχω κάθε φορά που κάνω οποιαδήποτε συνέντευξη, με όσο σπουδαίο ή λιγότερο σπουδαίο καλλιτέχνη έχω απέναντί μου ή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Με το που ξεκινήσουμε όμως την κουβέντα, ξεχνάω τα πάντα. Μπορώ να πω ότι περισσότερο άγχος τελικά, έχω με αυτούς που έχω κάνει τις περισσότερες φορές συνέντευξη (Geoff Tate πρώην τραγουδιστής των Queensryche ή οποιοδήποτε μέλος των Dream Theater), διότι μετά από τόσες συζητήσεις, ψάχνω να βρω τι να τον ρωτήσω που να μην το έχουμε υπεραναλύσει σε προηγούμενες συζητήσεις. Πάντα αγχωτικές ήταν οι συνεντεύξεις εξωφύλλου που γίνονται κοντά στο deadline, βασικά επειδή φοβάσαι μήπως αναβληθούν τελευταία στιγμή και πάει στράφι το τεύχος, αλλά και όλες οι συνεντεύξεις με τον αγαπημένο μου Dave Mustaine, ηγέτη των Megadeth. Μιλάμε για έναν ευφυέστατο άνθρωπο, που όμως δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου κλείσει το τηλέφωνο στη μούρη, πότε μπορεί να σε βουτήξει από τον λαιμό και πότε χαμογελάει κανονικά κι όχι ειρωνικά!!! Και οι τέσσερις συνεντεύξεις που έχω κάνει μαζί του, είναι «επεισοδιακές», αλλά τον θεωρώ ίσως τον καλύτερο συνεντευξιαζόμενο που είχα ποτέ απέναντί μου. Ο χειρότερος, γνωρίζω ποιος είναι, αλλά επειδή δεν ζει ανάμεσά μας, πλέον, δεν χρειάζεται να αναφερθεί. Οι παλιοί αναγνώστες, γνωρίζουν καλά.

Ποιες είναι οι καλύτερες συναυλίες που έχεις πάει στη ζωή σου;

Πφφφφ… Να πω ότι δεν περίμενα ότι κάποια στιγμή θα με ρωτήσεις κάτι τέτοιο; (γέλια) Θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατό πιο συνοπτικός. Ξεκινάω με όλες των Dream Theater που είναι το αγαπημένο μου σχήμα και είναι συνολικά 14 (παρότι τα τελευταία 10 χρόνια τους έχω δει μόνο μία φορά, στην Αθήνα). Δεν μπορώ να αφήσω απ’ έξω την πρώτη μου συναυλία, στο θρυλικό Ρόδον, με τους Γερμανούς thrashers, Sodom, το 1988. Επίσης, την πρώτη εμφάνιση των Savatage, για την οποία ταξίδεψα αυθημερόν από αρκετά μακριά, παρά το γεγονός ότι για λόγους υγείας δεν μου επιτρεπόταν. Συγκλονιστική στιγμή, πραγματικά. Δεν περίμενα με τίποτα ότι θα τρελαινόμουν στην πρώτη συναυλία των Armored Saint, όπου πέρασα ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ, οφείλω να ομολογήσω. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνω στο πρώτο φεστιβάλ που πήγα στο εξωτερικό, το Wacken Open Air στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το πρώτο Rock Hard Festival στο Gelsenkirchen που παρακολούθησα με τη γυναίκα μου, την οποία λίγες εβδομάδες πριν, είχα γνωρίσει, το release party του Rock Hard με τους Mastodon στην πρώτη τους συναυλία στη χώρα μας, το ακουστικό show των Blind Guardian κι από εκεί και πέρα βάζω όλες συναυλίες τις οποίες έχω διοργανώσει ή προωθήσει.

Μου έχεις πει ότι έχεις καλές σχέσεις με τους Dream Theater. Πως είναι να βγαίνεις μαζί τους;

Αν εξαιρέσει κανείς τον μπασίστα τους, που ο αστικός μύθος λέει ότι οριακά μιλάει, έχω κάνει συνεντεύξεις με όλα τα υπόλοιπα μέλη τους και μάλιστα αρκετές φορές, με αποκορύφωμα τον πρώην ντράμερ τους, Mike Portnoy, που πρέπει να έχουμε μιλήσει πάνω από 15 φορές και να έχουμε βρεθεί περίπου τόσες τα τελευταία 20+ χρόνια, σε διάφορες χώρες του κόσμου. Όταν το συγκρότημα ήταν λίγο μικρότερο σε δημοτικότητα και οι υποχρεώσεις λιγότερες, είχαμε την άνεση να συνομιλούμε μέσω e-mail, αρκετά τακτικά, να έχουμε βρεθεί για φαγητό, καφέ, ποτό, βόλτα, μόνοι μας, με τις γυναίκες μας κ.ο.κ. Ιδιαίτερα ο πληκτράς του γκρουπ, Jordan Rudess, είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, πραγματικός φίλος, που κάθε μα κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα, φροντίζει να με πάρει τηλέφωνο να πάω να τον συναντήσω όπου είναι και να βρεθούμε κάπου να τα πούμε με την ησυχία μας, το ίδιο και όταν παίζουν συναυλία στο εξωτερικό, όπου φροντίζουν να παρέχουν όλες τις ανέσεις σε εμένα ή τους φίλους μου. Πολλές φορές, οι μουσικοί είναι «μπουχτισμένοι» από κόσμο που τους ρωτάει συνεχώς για την μουσική τους και πόσο φοβεροί είναι και διάφορα τέτοια. Συνήθως μιλάμε για εντελώς ξεκάρφωτα πράγματα, για τις οικογένειές μας, τα παιδιά μας κτλ. Ούτως ή άλλως, κάθε μα κάθε φορά που έχουν οποιαδήποτε κυκλοφορία, μπορούμε να μιλάμε όση ώρα θέλουμε για τα της μουσικής.

O Σάκης Φράγκος παρέα με τους Dream Theater.

Ποσά άτομα τρέχετε αυτή τη στιγμή το Rock Hard; Αν κάποιος νέος θέλει να μπει στην ομάδα που θα μπορούσε να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του;

Το Rock Hard αυτήν τη στιγμή το τρέχω αποκλειστικά εγώ, με την έννοια ότι εγώ παίρνω οποιαδήποτε απόφαση σημαντική ή λιγότερο σημαντική, έχοντας έναν συγκεντρωτισμό που δύσκολα συναντάς αλλού!!! ΟΜΩΣ, αν δεν ήταν τα 30+ παιδιά που γράφουν στο Rock Hard, τίποτα απ’ όλα αυτά που έχουμε πετύχει μέχρι τώρα δεν θα ήταν εφικτό. Έχω την ευτυχία να συνεργάζομαι με ανθρώπους που έχουν εξαιρετική γνώση της μουσικής, είναι πολύ δυνατές πένες, αλλά πάνω απ’ όλα εξαιρετικοί χαρακτήρες, με πολλούς εκ των οποίων συνεργαζόμαστε ή γράφαμε μαζί σε άλλα έντυπα πάνω από 20 χρόνια, οπότε οι σχέσεις, είναι σχέσεις ζωής και τους θεωρώ όλους, οικογένειά μου. Αναγνωρίζω ότι -ιδιαίτερα παλιότερα- ήμουν πολύ απαιτητικός και πιεστικός, μου απέδειξαν επανειλημμένως όμως ότι δεν μασάνε και ότι μπορούν να φέρνουν οποιαδήποτε αποστολή εις πέρας, με ΠΟΙΟΤΗΤΑ, μια λέξη που είναι η πλέον βασική στο Rock Hard. Τους αγαπώ όλους, περισσότερο απ’ όσο μπορούν να φανταστούν. Όποιος θέλει να μπει στην ομάδα, ξέρει ποιος και που είμαι και μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου. Αν του αρέσει το prog και ιδιαίτερα οι Dream Theater, είναι στα συν του.

Ποια είναι τώρα η καθημερινότητα στο Rock Hard; Έχετε γραφεία ή το τρέχετε μόνο online;

Τα γραφεία του εντύπου υπάρχουν και χρησιμοποιούνται αρκετές φορές, από εμένα όμως! Πλέον, με τόσες ανέσεις της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν υπάρχει λόγος για συναντήσεις στα γραφεία όμως, παρά μόνο για κάποια meeting μέσα στη χρονιά, όποτε κρίνω ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για να μαζευτούμε κάπου 30 νοματαίοι και να είμαστε και άνετα για συζήτηση. Η καθημερινότητά μας, με βρίσκει κυρίως να φωνάζω για κείμενα που έχουν καθυστερήσει (ή για κείμενα που πιστεύω ότι μπορεί να καθυστερήσουν –προσέχουμε για να έχουμε), να κάνουμε εσωτερικό χαβαλέ για την μουσική -κι όχι μόνο- επικαιρότητα, να σχολιάζουμε συναυλίες, κυκλοφορίες, να χλευάζουμε ο ένας το γούστο του άλλου και γενικότερα να υπάρχει ένα κλίμα πλακατζίδικο, όπου οι χοντράδες δίνουν και παίρνουν, χωρίς όμως παρεξηγήσεις, αφού όπως είπα και πριν, η φιλία μας κρατά τόσα χρόνια που δεν υπάρχει χώρος για παρεξηγήσεις. Η καθημερινότητά μας, επιπλέον, έχει και τις διαδικτυακές ραδιοφωνικές εκπομπές στις 9 το βράδυ, πλην Πέμπτης που έχω τη ραδιοφωνική μας εκπομπή με τον Φραγκίσκο Σαμοΐλη, στην ErtOpen 106,7 FM.

Φέτος ήταν να έρθουν πάρα πολλά μεγάλα ονόματα. Για ποια συναυλία στεναχωρήθηκες περισσότερο που δεν θα γίνει;

Δουλεύοντας για πολλά χρόνια στην διοργάνωση των συναυλιών, έμμεσα ή άμεσα, στεναχωρήθηκα περισσότερο για τα παιδιά που δεν έχουν αντικείμενο εργασίας, για τους διοργανωτές που φεσώθηκαν με απίστευτα χρήματα χωρίς να φταίνε, για το γεγονός ότι η Πολιτεία μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει δώσει κάποια ουσιαστική λύση. Οπαδικά μιλώντας, περισσότερο μου λείπει η ατμόσφαιρα του φεστιβάλ, οι μπύρες που πίνουμε με φίλους ακούγοντας μουσικές που γουστάρουμε νιώθοντας και πάλι παιδιά, παρά κάποιο συγκεκριμένο σχήμα. Αν με πιέσεις σώνει και καλά να σου πω όνομα, η ζυγαριά θα παλάντζαρε ανάμεσα στους Slipknot και τους Mercyful Fate, αν και ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως το line-up στα φεστιβάλ.

Πόσο μεγάλο ήταν το πλήγμα του κορονοϊού για το Rock hard και για τη δουλειά σου γενικότερα;

Δε νομίζω ότι υπήρξε δουλειά που να μην μετρά τις πληγές της από τον κορονοϊό. Όπως είναι φυσικό, το οικονομικό πλήγμα ήταν πολύ μεγάλο στο Rock Hard (που είναι και η βασική μου δουλειά) αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητές μου, που έχουν να κάνουν ως επί το πλείστον με συναθροίσεις… Όμως, σε συνεργασία με την συντακτική μου ομάδα, φτιάξαμε ένα δημιουργικό πλάνο, το οποίο τηρήσαμε ευλαβικά, έχοντας ως βασική αρχή ότι προσπαθούσαμε να γράψουμε για πράγματα που μας αρέσουν, βάζοντας στην άκρη όλη την καταθλιπτική ατμόσφαιρα των ημερών. Η επιβράβευσή μας, ήταν ότι ενώ ο στόχος αρχικά ήταν όταν θα βγούμε από το lockdown να είμαστε όσο δυνατοί ήμασταν πριν, τελικά ο Απρίλιος και ο Μάιος ήταν οι δύο καλύτεροι μήνες μας από καταβολής Rock Hard, σε ότι αφορά τον όγκο του κόσμου που μας διάβασε και το κάνει πιο σημαντικό το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ούτε σημαντικά νέα, ούτε σημαντικές κυκλοφορίες να ασχοληθούμε. Φυσικά, όλο αυτό, το πιστώνεται σύσσωμη η συντακτική ομάδα, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Σήμερα μαζί με τα γενέθλια του Rock Hard συμπίπτει και η γιορτή του πατέρα. Έχεις μυήσει τον γιο σου στη μουσική που ακούς;

Ο γιος μου, κλείνει τα 9 του χρόνια σε λίγες μέρες. Το σπίτι που ζούμε, είναι ένα σπίτι γεμάτο μουσική, με πάρα πολλά μουσικά όργανα (αφού η σύζυγός μου παίζει πιάνο, άρπα κι ένα παραδοσιακό ιρλανδέζικο κρουστό). Μέσα στο σπίτι ακούγεται συνεχώς μουσική, γνωρίζει επακριβώς ότι οι δουλειές των γονιών του έχουν να κάνουν με μουσική, έχουμε πάει σε πολλές συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής αλλά και σε ανοιχτές συναυλίες όπως αυτή των Scorpions, που είναι το αγαπημένο του σχήμα και σε soundcheck συναυλίων που διοργανώνω. Μάλιστα, έχουμε βγει μαζί για φαγητό, με τον παλιό κιθαρίστα των Scorpions, τον Uli Jon Roth, ο οποίος του αρέσει πάρα πολύ. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν θέλω να του επιβάλλω τι να ακούσει, αφού δεν θέλω να γίνει ή να κάνει απαραίτητα αυτά που κάνω εγώ. Δεν έχω καμία τέτοια ψύχωση. Εγώ με τη γυναίκα μου, του δίνουμε ερεθίσματα που αρέσουν και σε εκείνον στη συνέχεια και από εκεί και πέρα, αν θέλει να ακούσει rock ή heavy metal (μέχρι στιγμής του αρέσουν οι Iron Maiden, ο Ozzy Osbourne και γκρουπ όπως οι Avantasia, εκτός από τους Scorpions), γνωρίζει ότι υπάρχει μία ΤΕΡΑΣΤΙΑ δισκοθήκη που τον περιμένει.