REVIEWS

Το τελευταίο ‘Star Wars’ έχει υπερβολικά πολλές (αλλά υπερβολικά λίγες) ιδέες

Μερικές σκέψεις -χωρίς spoiler- μετά το πολυαναμενόμενο 'Skywalker η Άνοδος' που κλείνει την νέα 'Star Wars' τριλογία.

Ο Τζ. Τζ. Έιμπραμς είναι αληθινά χαρισματικός στο να ξεκινά ιστορίες. Συνήθως δεν έχει ιδέα πού θα καταλήξουν, αλλά πάντα το αρχικό στήσιμο και διάσπαρτες ιδέες που υπονοούν κάτι πολύ μεγαλύτερο εισάγουν το κοινό σε νέους συναρπαστικούς κόσμους. Το έκανε στις σειρές του, όπως το «Alias» και το «Lost» (το πρώτο σύντομα έγινε ακατάληπτο- από το δεύτερο αποχώρησε πολύ-πολύ σύντομα), κι ήταν ένα ταλέντο που έφερε μαζί του και στο σινεμά.

Στο δε υπέροχο «Star Trek» του, χρησιμοποίησε εργαλεία της ίδιας μυθολογίας που θεωρητικά επανεκκινούσε, για να εμπλουτίσει συναισθηματικά το σύμπαν της ιστορίας. Κανείς δεν σοκαρίστηκε όταν η δεύτερη ταινία που επιχείρησε στην ίδια σειρά αποδείχτηκε άνευρη, κατάμαυρη, βαριά κι ασήκωτη.

Το τι ξέρει να κάνει καλά και τι όχι, είναι εμφανή και στο «Skywalker η Άνοδος», το τελευταίο κεφάλαιο της τελευταίας τριλογίας της σάγκα των Σκαϊγουόκερ. Φυσικά όλα αυτά τα τελειωτικά τα κρατάμε με επιφύλαξη, ειδικά σε μια εποχή που τίποτα δεν τελειώνει ποτέ, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Έιμπραμς έχει μια πράγματι δυνατή ιδέα για το κλείσιμο της ταινίας και της ιστορίας, με τρόπο που κάνει τη σάγκα να οδηγείται πράγματι σε ένα σημείο αληθινού αποχαιρετισμού. Το κλείσιμο της ταινίας, θεματικά αν μη τι άλλο, είναι ίσως και το κορυφαίο σημείο του φιλμ, μια ιδέα (μια εικόνα) που εμφανώς υπήρχε καιρό στα κεφάλια των ανθρώπων πίσω από την τριλογία.

Όμως η ίδια η ταινία, ως κορύφωση ιστορίας, χαρακτήρων και μοτίβων, είναι ένα χάος. Δεν θα αποκαλύψουμε από πού ξεκινά φυσικά η δράση- τα crawls της αρχής που περιγράφουν πάντοτε ένα εξωφρενικά μεγάλο και περίπλοκο κομμάτι εξιστόρησης είναι πάντα μέρος της διασκέδασης. Όμως θα πούμε ότι σε ένα πολύ βασικό επίπεδο, προσπαθεί να εκπληρώσει αυτό που εμφανώς ήταν επιθυμία τόσο του Έιμπραμς όσο και του καστ, να φέρει τους νέους ήρωες μαζί για μια περιπέτεια δίχως ανάσα, ύστερα από τα διαφορετικά μονοπάτια στα οποία τους είχε στείλει το «Last Jedi».

 

Ένα μεγάλο λοιπόν σεναριακό εύρημα στέλνει την ομάδα της Αντίστασης σε μια μάχη απέναντι στο χρόνο. Όπως και πολλά άλλα κεντρικά κομμάτια της πλοκής της ταινίας, έτσι και αυτό το εύρημα καταλήγει σε κάτι τόσο περίεργα περίπλοκο που σχεδόν παραιτείσαι μπροστά του. Για έναν προβληματικά μεγάλο αριθμό σημείων της ταινίας, θα αναρωτηθείς αν κάτι χρειαζόταν, αν προσέφερε κάτι, αν βγάζει νόημα, «ποιοι ήταν όλοι αυτοί», και τελικά θα ανασηκώσεις ώμους προχωρώντας παρακάτω. Προφανή MacGuffins και διαρκείς ευκολίες στο στήσιμο της πλοκής, αίσθηση επανάληψης, ανακύκλωση προσώπων και ιδεών σε μια φιλμική καραμπόλα πολλών άλλων ταινιών, ένα κατασκεύασμα που μοιάζει από τη μία να τρέχει χωρίς μην παίρνει ανάσα κι από την άλλη να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του. Κάτι που ίσως δικαιολογείται από τη διαδικασία δημιουργίας της και την αλλαγή δημιουργικής κατεύθυνσης κάπου στην πορεία, μετά την απομάκρυνση του Κόλιν Τρέβοροου (που παίρνει credit για την ιστορία).

Πολλές από τις προαναφερθείσες στιγμές είναι διασκεδαστικές ή έστω προσφέρουν επιμέρους εκλάμψεις, συνήθως στημένες πάνω στη δύναμη των ηθοποιών. Ο Όσκαρ Άιζακ παίρνει μεγάλος μέρος της ταινίας πάνω στους ώμους και στο ύφος του, γεμίζοντας ο ίδιος κενά της ανάπτυξης (το στόρι του μοιάζει με ένα από τα πολλά μισοψημένα concept της νέας ταινίας). Η Ντέιζι Ρίντλεϊ προσφέρει πυγμή και συνέπεια χαρακτήρα και arc στην Ρέι, ακόμα και στα σημεία που το σενάριο κάνει αεροπλανικές κωλοτούμπες στον μύθο σε μια προσπάθεια να είναι όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους. Ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ περνάει υπέροχα στο νέο του ρόλο. Κι ο Άνταμ Ντράιβερ, πάντα συναρπαστικός, δίνει την καλύτερη ερμηνεία στο φιλμ. Τα cameos είναι βέβαιο πως θα συγκινήσουν και θα εκπλήξουν. (“Εκπλήξουν”. Ξέρεις.) Και ο αποχαιρετισμός στην ηρωίδα της Κάρι Φίσερ είναι, δε θα πω απαραίτητα πετυχημένος, αλλά συγκινεί. Πώς γίνεται να μην;

Όμως ο Έιμπραμς, σε μια καταφανέστατα φοβισμένη (από την πίεση, από τις αντιδράσεις των φανς, από τις απαιτήσεις ενός στούντιο σε αβεβαιότητα, από την αδυναμία του να κλείσει ιστορίες ή να σκεφτεί πρωτότυπα) προσπάθεια να προσγειώσει το όλο πράγμα, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει ποτέ καν να το απογειώσει. Κάθε νέα σκηνή ή κάθε νέο set-up θα προσφέρει κάτι εν τέλει ασφαλές και εντελώς άμεσα προβλέψιμο, πασπαλισμένο με πλούσιες δόσεις γκλίτερ νοσταλγίας. Στην «Άνοδο», η αυτοαναφορικότητα είναι μοχλός πλοκής, όχι απλά στολισμός. (Κανένα σοκ φυσικά: Το «Force Awakens», αν και πιθανώς λίγο καλύτερη ταινία από ετούτη, παρέμενε στην ουσία ένα ριμέικ, μια επέκταση του brand.)

Η ασφάλεια και η ακινδυνότητα του εγχειρήματος εκφράζεται σε πολλά επίπεδα. Ο Έιμπραμς έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο παραγωγός παρά κινηματογραφιστής, και το να βλέπεις αυτή την ταινία μετά το «Last Jedi» (με την κινηματογραφικότατη χρήση χρωμάτων, την συναισθηματική περιπλοκότητα και τις πλούσιες νοηματικά και αισθητικά συνθέσεις των κάδρων) αποκαλύπτει ολοκληρωτικά το πόσο οπτικά ανώνυμη είναι. Ταυτόχρονα όμως ο Έιμπραμς έχει αφαιρέσει από την εικονογραφία του κάθε πιθανή αιχμή, κάθε ιδέα συμβόλου, κάτι που πάντα κατείχε κεντρικό ρόλο στην ιστορία του franchise, από τα πρίκουελς όπου η δημοκρατία καταλύεται, γουέλ, δημοκρατικά υπό ιαχές ενθουσιασμού και χειροκροτημάτων, μέχρι τα φασιστικά στρατεύματα, ζωγραφισμένα σε έντονες χρωματικές αποχρώσεις που ορμάνε στο μάτι υπακούοντας πειθήνια σε κραυγές μίσους.

Ο Έιμπραμς δεν είναι πολιτικός κινηματογραφιστής. Οι εικόνες του και τα σύμβολά του είναι εντελώς λεία, η μόνη πολιτική πεποίθηση των εικόνων του είναι η νοσταλγία. Ως εκ τούτου, τα πάσης φύσεως τσιτάτα ηθικής και πάλης μένουν ξεκρέμαστα στον αέρα, εύκολο να καταναλωθούν κι ερμηνευτούν προς πάσα κατεύθυνση. («Η Disney πιστεύει πως υπάρχουν καλοί πελάτες… και στις δύο πλευρές», όπως λέει η Καρίνα Λόνγκγουορθ κλείνοντας το έξοχο podcast της για την ταινία «Song of the South».)

Σε μια κομβική στιγμή του «Last Jedi» o Κάιλο Ρεν, έχοντας μόλις σφάξει τη σκιώδη φιγούρα του κυρίαρχου κακού, καλεί: «Άσε το παρελθόν να πεθάνει. Σκότωσέ το». Στο «Rise» όμως, ό,τι είναι νεκρό μιλάει ξανά. Όταν η ταινία του Έιμπραμς δεν έχει στόχο να πάρει πίσω ή να αμβλύνει κεντρικές προθέσεις του φιλμ που προηγήθηκε (με πιο εξοργιστική περίπτωση όλων μια συμπεριφορά τύπου Τζαρ-Τζαρ-Μπινκς-στα-σίκουελ απέναντι σε βασικό χαρακτήρα της ταινίας του Ράιαν Τζόνσον), μοιάζει να πλέει αβέβαιο, κατευθυνόμενο μηχανικά -και αχρείαστα περίπλοκα- προς μια ασφαλή κατακλείδα. Είναι μια φοβισμένη ταινία που προσπαθεί να κρύψει το ότι δεν έχει να πει τίποτα, μιλώντας συνέχεια.

***

Αν και εσύ αγαπάς τα Star Wars και την ιστορία τους, το αφιέρωμά μας ‘May the Pod Be With You’ είναι εδώ!

Στο 2ο επεισόδιο, αναλύουμε τις standalone ταινίες του franchise, Rogue One και Solo: A Star Wars Story: