ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Στο τέλος της ημέρας, είμαστε όλοι «Σχεδόν Ενήλικες»

Η Μυρτώ Κοντοβά επιστρέφει στην τηλεόραση μετά από 10 χρόνια και επιβεβαιώνει ότι οι παρέες είναι αυτές που γράφουν ιστορία.  

Δε γίνεται να είσαι 40άρης και να μην τρελάθηκες με το πρώτο επεισόδιο (που πλέον θα προβάλλεται κάθε Πέμπτη στις 21:00 στο MEGA). Δε γίνεται να είσαι Αθηναίος και να μην ταυτιστείς ανεξίτηλα μαζί της (χωρίς αυτό να σημαίνει -για να μην παρεξηγηθούμε- ότι δεν αφορά τους μικρότερους, τους μεγαλύτερους και την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια).

Δε γίνεται να είσαι απολυμένος, να έχεις καψουρευτεί την κοπέλα που γνώρισες κάποτε σε πάρτι Trainspotting στα ’90s ή να σου αρέσουν τα πατατάκια  και να μην τη γουστάρεις θανάσιμα (με bonus τη σφιχτοδεμένη κωμική πλοκή και το κινηματογραφικό γύρισμα).

Δε γίνεται να σε παράτησε ποτέ ξαφνικά η κοπέλα που πίστευες ότι θα είναι το άλλο σου μισό, να έχεις δουλέψει για κάποιον εντελώς κόπανο, να χρωστάς από 50-450.000 στην εφορία, να έχεις προβλήματα στύσης και να μην αναγνωρίσεις τον εαυτό σε κάποιον από τους χαρακτήρες (αληθινούς, ενδιαφέροντες και ενδεχομένως της διπλανής πόρτας).

Δε γίνεται, τέλος, να το παίζεις αυθεντία στις σειρές, έχοντας ξεκοκαλίσει ότι υπάρχει διαθέσιμο από streaming service, και να μην αναγνωρίζεις την ποιότητα όταν αυτή σου προσφέρεται στο πιάτο. Γιατί το Σχεδόν Ενήλικες είναι από εκείνες τις σειρές που τις βλέπουν οι άλλες και ζηλεύουν. Ακόμη και εν μέσω μιας χρονιάς όπου η made in Greece μυθοπλασία τα πάει αρκετά καλά, έχοντας να παρουσιάσει αρκετές αξιόλογες προσπάθειες.

Ναι, η Μυρτώ Κοντοβά (υπεύθυνη εδώ για το σενάριο και τη σκηνοθετική επιμέλεια) ξέρει πως να γράψει δυνατούς και επίκαιρους χαρακτήρες (βλέπε «Υπέροχα Πλάσματα» και «Μίλα μου Βρώμικα»). Απλώς τώρα, εδώ, κατά τη γνώμη μου είναι καλύτερη από ποτέ. Η’, τουλάχιστον, αυτή είναι η πρώτη φορά που εγώ ένιωσα στο πετσί μου τον πόνο και την αλήθεια του κάθε μέλους της τετράδας ξεχωριστά.

Ξεκινώντας από τον πρώην golden boy Μάκη Παπαδημητρίου, που πλέον γράφει κείμενα για site telemarketing. Παραμένοντας ταυτόχρονα αθεράπευτα καψουρεμένος με τη φίλη και γειτόνισσά του, Θεοδώρα Τζήμου (πρώην party animal, νυν θύμα απάτης από το λαμόγιο σύντροφό της).

Την εικόνα συμπληρώνει ο Γιάννης Στάνκογλου ως ο -παντρεμένος με παιδί- φίλος του που χάνει τη δουλειά του και αναγκάζεται να φέρνει παράνομο καπνό από το Αγρίνιο για να μπορέσει να πληρώσει τα κόκκινα δάνεια του (χάνοντας στην πορεία και τη γυναίκα του).

Ενώ τους 20άρηδες έρχεται και αντιπροσωπεύει ο Γιώργος Παπαγεωργίου ως ο «πλανόδιος μουσικός» βαφτισιμιός του Μάκη που έρχεται να μείνει μαζί του όταν το κορίτσι που πίστευε ότι είναι το άλλο του μισό του έδωσε την ηλεκτρική κιθάρα του στο χέρι.

Όπως είναι σαφές, το casting είναι επιεικώς φαντασμαγορικό. Και, προσωπικά, θα έβλεπα τη σειρά ακόμη και αν κάθε επεισόδιο έδειχνε απλά τον Μάκη Παπαδημητρίου να κοιτάζει την μπογιά στον τοίχο να στεγνώνει επί 50 λεπτά.

Το ταλέντο του, η ψυχή και ο πόνος που βγάζει με κάθε του βλέμμα, το κωμικό του timing, τα πάντα πάνω του «ουρλιάζουν» ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ηθοποιό που έχει αφήσει, πρόκειται να αφήσει ή θα έπρεπε να αφήσει εποχή. O ολόδικός μας μπαμπάτσικος Philip Seymour Hoffman / Ζack Galifianakis (είπαμε, με κωμική περιπέτεια έχουμε να κάνουμε εδώ, όχι με δράμα) που παίρνει το καλό υλικό και το απογειώνει δυο επίπεδα παραπάνω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμώ σε καμία περίπτωση τους άλλους δυο βετεράνους του cast που έχουν επίσης αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τα κότσια τους.

Όλοι αυτοί οι «μπαρουτοκαπνισμένοι» (βλέπε οικονομική κρίση, μνημόνια, ανεργία, κορονοϊός, καραντίνα) έρχονται και συναντιούνται στην ταράτσα της παλιάς διπλοκατοικίας στο κέντρο της πόλης όπου ζει o Παπαδημητρίου και η Τζήμου). Αυτό είναι το ορμητήριό τους, το δικό τους Central Perk.

Εδώ, εν μέσω μιας γειτονιάς γεμάτη σουβλατζίδικα, post modern-μπακάλικα και all day café, έρχονται να καταστρώσουν τα σχέδιά τους και να στηριχθούν ο ένας στον άλλο προκειμένου να επιβιώσουν, σε μια ιστορία συγκατοίκησης και φιλίας που έχει τα πάντα όλα (αστείες στιγμές, τρυφερότητα, έρωτα, μουσική ακόμα και απαγωγές). Και, πάνω από όλα, φαίνεται να διαθέτει τα τρία πράγματα που θεωρώ κρίσιμα, δηλαδή αλήθεια, αισθητική και flow.

 Μοναδικός ενδοιασμός μου, μετά από το πρώτο επεισόδιο που μας έκανε μια χαρά establish τους χαρακτήρες Αθηναίους της μεσαίας τάξης (γεμάτους, όπως λένε οι ίδιοι, «χρέη, αυτοάνοσα και όμορφες αναμνήσεις»), είναι πού και πόσο μακριά θα πάει η βαλίτσα. Αν το σενάριο δεν ξεφύγει στη στρατόσφαιρα και οι χαρακτήρες συνεχίσουν να είναι αληθινοί, έχω την αίσθηση ότι παίζει και να βρήκαμε το νέο -πιο ενήλικο, πονεμένο, επίκαιρο- Παρά Πέντε.