ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Στο Βερολίνο, η Βουδαπέστη: Ο μεγάλος νέος Wes Anderson

Μια ιστορία πολλών αποτυχιών (δικών μου) και ενός μεγάλου θριάμβου (του Wes Anderson), στο ξεκίνημα του 64ου Φεστιβάλ Βερολίνου.

Έξι. Έξι προβολές.Έξι προβολές του “Grand Budapest Hotel” σε ένα διήμερο είχε προγραμματίσει το Βερολίνο, κι εγώ με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερα να βρεθώ να τρέχω καταϊδρωμένος σε μια άγνωστη περιοχή της πόλης, απόγευμα της 2η μέρας, ελπίζοντας να είμαι τυχερός και να στριμωχτώ στην 6η και τελευταία. Είμαι κι επισήμως ό,τι χειρότερο.

Στο Βερολίνο φέτος αποφάσισα να πάω σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω της επιλογής του νέου Γουές Άντερσον για ταινία έναρξης.

ΟΚ, ξεκάθαρο ψέμα για να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα η ιστορία, εντελώς ξεδιάντροπος. Θα πήγαινα στο Βερολίνο ακόμα κι αν άνοιγε με τον νέο Ζακ Μπραφ. (Αλλά ωστόσο να ένα κείμενο λατρείας για τον Άντερσον από 2 χρόνια πριν.)

Την ώρα που ετοιμαζόμουν να κλείσω το κινητό για την απογείωση ο αγαπημένος μου αμερικάνος κριτικός τουήταρε πως είχε μόλις φτάσει Βερολίνο και περίμενε τις αποσκευές του δίπλα στον Μπιλ Μάρεϊ. Εγώ κοίταξα δίπλα μου και είδα το Νίκο Περάκη. Αναρωτιέμαι αν θα τον πετύχω τυχαία καθόλου στο Βερολίνο για να πιούμε καμιά μπύρα. (Τον κριτικό, όχι τον Μπιλ Μάρεϊ.)

(Θα ΣΚΟΤΩΝΑ για μια μπύρα με τον Μπιλ Μάρεϊ.)

Η ΑΦΙΞΗ

Οι οιωνοί για το “Grand Budapest” είναι ήδη περίεργοι κι ακόμα δεν έχω προσγειωθεί. Την ώρα βέβαια που εγώ προσπαθώ να κοιμηθώ μες στο καρυδότσουφλο της EasyJet, στο Βερολίνο παίζεται η δημοσιογραφική προβολή της ταινίας.

Όταν φτάνω, και μέχρι να γίνουν τα σχετικά τσεκ-ιν, να φορτιστούν κινητά, να οργανωθούμε, να πάμε στο Grand Hyatt (σωστή πόλη, λάθος ξενοδοχείο βλάκα) για να παραλάβουμε δημοσιογραφικές διαπιστεύσεις, να κάτσουμε να φάμε κανά χυδαίο Γερμανικό κρέας για καλωσόρισμα, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, η μέρα έχει διαλυθεί. Εγώ είμαι στο υπόγειο του εμπορικού Arkaden για φαγητό (κι ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής και γενικώς σινεφίλ ήρωάς μας, Τζέιμς Σέιμους, εκεί πάει και τρώει, οπότε ΟΚ) και λίγο πιο πάνω ο Μπιλ Μάρεϊ περπατάει στο κόκκινο χαλί της επίσημης πρεμιέρας του έργου. Ε, τι να γίνει. Σάμπως τι, θα τον έκλεβα από εκεί για να τον πάω για μπύρες;

Μια ώρα μετά ξεκινά και η παράλληλη πρεμιέρα στο Friedrichstadt-Palast (λατρεύω τα ονόματα των αιθουσών στο Φεστιβάλ, ειδικά όσα ακούγονται σαν σνομπ προσβολές) αλλά όντας sold out εδώ και 2 μέρες, αποφασίζω να μη δοκιμάσω την τύχη μου, να αναβάλω τη δοκιμασία για αύριο, κι αντ’αυτού πάω και σουλατσάρω στο film market. Βλέπω αφίσες για ταινίες που δεν έχουν γυριστεί, αφίσες για ταινίες που έχουν γυριστεί και κανείς δε θέλει, και μια οθόνη με την ένδειξη ΚΑΝΕΝΑ ΣΗΜΑ στο Ελληνικό περίπτερο.

Στο τέλος της μέρας είμαι Θοδωρής-Budapest 0-3 αλλά δεν πτοούμαι.

Σημαντική παρατήρηση: Η ταινία θα παιζόταν συνολικά 7 φορές. Οι έξι του πρώτου διημέρου, κι άλλη μία σήμερα Σάββατο, μόνο που αυτή η 7η φορά δεν είχε ποσόστωση δημοσιογραφικών εισιτηρίων, και όλα τα κανονικά εισιτήρια ήταν sold out. Οπότε οι ελπίδες μου για να δω την ταινία κρέμονταν σε αυτό το πρώτο six-pack προβολών.

Την Παρασκευή, 2η μέρα στα χαρτιά αλλά 1η στην ψυχή μας (και στο καλεντάρι μας), σηκώθηκα περιχαρής να πάω στο Hyatt, την ξενοδοχειάρα-κέντρο δημοσιογραφικών επιχειρήσεων. Από εκεί κάθε πρωί προμηθευόμαστε εισιτήρια για τις προβολές ίδιας και επόμενης μέρας που έχουν εισιτήρια για δημοσιογράφους. Ή τουλάχιστον κάποιοι από εμάς. Εγώ πήγα κι ό,τι ζήταγα ήταν sold out. Ακούω έναν τύπο πίσω μου να μουρμουράει σε σπαστά αγγλικά στην διπλανή του, “πρέπει να σταματήσουν να διαπιστεύουν τους πάντες πια!”

“ΠΕΣ ΤΑ ΔΙΚΕ ΜΟΥ” φωνάζω κι εγώ έξαλλος από μέσα μου, πριν θυμηθώ ότι είμαι εκεί ως απεσταλμένος αντρικού σάιτ από την Ελλάδα.

Τελοσπάντων, προφανώς για το “Grand Budapest” δεν υπάρχει τίποτα, και γενικώς παίρνω απόφαση πως με αυτό το σύστημα φέτος εισιτήριο δε θα σταυρώσω. (Φτάνοντας στο γκισέ, κι ύστερα από τρία διαδοχικά “mmm… sorry, sold out!”, παραιτήθηκα ζητώντας εισιτήριο για μια τυχαία ταινία του Διαγωνιστικού, λαμβάνοντας πίσω ένα “that’s it??”. Μπράβο, ευχαριστώ, λίγη έξτρα ειρωνία είχα παραγγείλει για σήμερα μαζί με τον καφέ μου.)

Την ώρα της 4ης (από 6, οι ζωές λιγοστεύουν) προβολής του “Grand Budapest” εγώ βλέπω τη δημοσιογραφική του νέου Άιρα Σακς επειδή το παίρνω απόφαση πως μόνο σε δημοσιογραφικές θα καταφέρω να δω έργο φέτος. Εξάλλου για Άντερσον έχω λοκάρει στο πρόγραμμα την προβολή των 6 στο Friedrichstadt-Palast. Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Πας με το δημοσιογραφικό σου το πάσο ακόμα και σε ταινίες που δεν έχει βγάλει εισιτήριο, περιμένεις σε μια αυτοσχέδια δημοσιογραφο-ουρά στη ζούλα, και όταν είναι να αρχίσει η ταινία, βάζουν μέσα όσους διαπιστευμένους χωράνε.

Πάω εγώ και το ύφος μου στο σινεμά-παλάτι-όπερα λοιπόν, λέω στο παιδί στην είσοδο “καλησπέρα σας! οι δημοσιογράφοι πού περιμένουμε;” για να λάβω πίσω ένα ξεκομμένο “εδώ στο Friedrichstadt-Palast η είσοδος γίνεται μόνο με κάρτα ΚΑΙ εισιτήριο κύριε, όχι μόνο με κάρτα.” Εντάξει, καταρχάς ηρέμησε λίγο.

Κατά δεύτερον… well, κατά δεύτερον τσακίστηκα να πάρω μετρό για να προλάβω την 6η και τελευταία προβολή, σε ένα σινεμά που δεν είχα καν πάει πέρσι και ήταν σε εντελώς άλλο σημείο του Βερολίνου, ελπίζοντας πως εκεί δε θα ήταν τόσο έξαλλοι. Μετά από μια λάθος κατεύθυνση στη γραμμή U1 του μετρό που μου κόστισε περίπου τη μισή από τη μία ώρα που είχα μαξιλαράκι (αλήθεια, συνήθως προσανατολίζομαι καλύτερα, δε φταίω εγώ, θα ρίξω το φταίξιμο στον πορτιέρη της όπερας), και ψαχουλεύοντας τα στενά στο περίπου κοιτώντας τον χάρτη του προγράμματος και ρωτώντας πωλητές τσιγάρων στο δρόμο, κατάφερα και βρήκα το σινεμά Haus der Berliner Festspiele (δεν καταλαβαίνω τι είχε το ‘Δαναός’ ας πούμε).

Εκεί η γνωστή δημοσιογραφο-ουρά υπήρχε, χώθηκα κι εγώ, έπαθα ένα μικρό έμφραγμα όταν άρχισε ο πορτιέρης να μας βάζει και σταμάτησε ΑΚΡΙΒΩΣ μπροστά μου (“κάποτε θα τα λέω όλα αυτά στον Μπιλ Μάρεϊ καθώς πίνουμε μπύρες και θα γελάμε,” μια από τις σκέψεις μου), μέχρι που ευτυχώς ένας τύπος από μέσα έκανε στον πορτιέρη νόημα “zwei, zwei” κι έτσι κάπως ήμουν ένας από τους δύο τελευταίους που μπήκαμε στην ταινία. Μια στάση παραπάνω προς την άλλη κατεύθυνση να είχα κάνει, θα έβλεπα το “Budapest” στην Αθήνα.

Κάθισα στο τέρμα άκρο του εξώστη την ώρα που χαμήλωναν τα φώτα.

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

Δεν είχα ιδέα τι θα έβλεπα, γιατί ειδικά για τις ταινίες του Γουές Άντερσον προσπαθώ να μη μαθαίνω τίποτα πριν τις δω στην αίθουσα. Ας πούμε στο “Moonrise Kingdom” δεν είχα ιδέα ότι παίζει ο Μπρους Γουίλις πριν τον δω μπροστά μου στην ταινία. Εδώ δεν είχα δει ούτε πλάνο, ούτε εικόνα. Ήξερα ότι θα έπαιζε ο Ρέιφ Φάινς, αλλά ας πούμε για την Σίρσα Ρόναν απλώς το υπέθεσα όταν είδα πως ήταν στη συνέντευξη τύπου της ταινίας. #logic #math

Οπότε θέλω να πω πως τα πάντα εδώ μου ήταν έκπληξη, και το τέλειο είναι πως ήταν έκπληξη για όλους, γιατί κανείς δεν περίμενε ακριβώς μια τέτοια ταινία από τον Γουές Άντερσον.

Είναι για τον υπεύθυνο ενός ξενοδοχείου ή μάλλον, για τον ξενοδοχείο το ίδιο, ως πνεύμα,ως χαρακτήρα, ως σύμβολο, στο πέρασμα των δεκαετιών και των εποχών. Η ιστορία ξεκινάει στο σήμερα, και μετά ξεκινάει πάλι πριν 3 δεκαετίες και μετά ξεκινάει πάλι πριν άλλες 5 δεκαετίες, και εν τέλει ο Άντερσον αρχίζει να ξετυλίγει μια φρενήρη σλάπστικ περιπέτεια: Ο υπεύθυνος του Grand Budapest Hotel (Ρέιφ Φάινς) έχει πολύ κοντινές σχέσεις με μια πλούσια γερασμένη πελάτισα (Τίλντα Σουίντον) και έξαφνα βρίσκεται στο στόχαστρο της οικογένειάς της (γελάω τόσο πολύ με τον Άντριεν Μπρόντι), έχοντας ως μόνο του στήριγμα τον πιτσιρικά του λόμπι.

 

Είναι μια τρομερή κωμική περιπέτεια, η αστειότερη ταινία του Άντερσον μέχρι σήμερα, και ταυτόχρονα με φοβερή παραμυθένια δράση, με τα επιμέρους επεισόδια να μη φαντάζεσαι ποτέ τι σου επιφυλάσσουν και τα γνώριμα πρόσωπα να διαδέχονται το ένα το άλλο σα να επρόκειτο για διαγωνισμό. (Επικό καστ, κανένας Όλτμαν.)

Το φιλμ είναι απίστευτα στιλιζάρισμένο, και σε πρώτο επίπεδο ικανοποιεί κάθε όρεξη για γέλιο, διασκέδαση και γλύκα- όμως από και ύστερα διαθέτει κι άλλα επίπεδα, μιλώντας για την εξάπλωση του φασισμού (“τα δικά μας SS ονομάζονται ζιγκ ζαγκ,” λέει ο Άντερσον για τα βασισμένα στο ρεαλισμό, φανταστικά στοιχεία του φιλμ), τη διάλυση της Ευρώπης, την ανάγκη μας για αποδοχή (του άλλου) και τη σύνδεση γενεών μέσα από την τέχνη και τις ιστορίες. Κι όλα αυτά μέσω μιας κλασική Αντερσονικής ιστορίας απόδρασης και ωρίμανσης.

[Εδώ ένα πρώτο review αλλά θα πούμε και περισσότερα στις 6 Μαρτίου που βγαίνει η ταινία στις αίθουσες.]

Είναι υπέροχο. Ακόμα κι από την τέρμα άκρη του εξώστη.

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

Στη συνέντευξη τύπου του “Grand Bundapest Hotel” το Φεστιβάλ αραδιάζει τον έναν δίπλα στον άλλον, το μεγαλύτερο μέρος του καστ μιας ταινίας που επί της ουσίας έχει 2 πρωταγωνιστές, 3 περιφερειακούς χαρακτήρες, και μια ντουζίνα ακριβοθώρητα cameos. Ένα από αυτά είναι και τουο Μπιλ Μάρεϊ, ο οποίος παίζει για περίπου δύο λεπτά στην ταινία και είναι πια εμφανές πως πάει στα γυρίσματα των Γουές Άντερσον για τη φάση. (Για τις μπύρες;)

Παρόλο που δεν έχει πολλά να κάνει στο φιλμ, στη συνέντευξη τύπου είναι η κυρίαρχη περσόνα. Ακόμα και στο photo call είναι λες και ο Άντερσοντον αναζητούσε εκείνον ενώ αυτός χάζευε αριστερά και δεξιά. Η σχέση τους είναι μάλλον το κυρίαρχο στοιχείο του συνόλου του έργου του σκηνοθέτη, έστω κι αν σε αυτό το φιλμ ο Μάρεϊ κρατά τον λιγότερο ουσιώδη από όλους τους Γουεσικούς ρόλους του μέχρι σήμερα.

“Το ρομάντζο έχει χαθεί!”, αστειεύεται ο μέγας Μάρεϊ όταν ρωτάται για τις συνεχείς του συνεργασίες με τον σκηνοθέτη. “Είμαι ο γκριζαρισμένος βετεράνος υποθέτω. Είμαι βολικός.” Όταν η κουβέντα πάει στη σχέση πατέρα-γιου που προκύπτει μέσα από όλες αυτές τις ταινίες, εκείνος απαντά, “τα παιδιά μου πάντως δε συμπεριφέρονται όσο καλά ο Γουές. Αλλά ναι, υποθέτω είναι κάτι που παίζω σε μερικές από τις δουλειές. Κάποιος όπως στο “Rushmore”, στον οποίο μπορείς να βασιστείς αλλά ναι που μπορεί να είναι εντελώς ανώριμος σε στιγμές. Είναι ίσως ο πατέρας που κάποιος θα ήθελε να έχει ή και να είναι ο ίδιος.”

Μπιλ, γιατί συνεχώς επιστρέφετε στις ταινίες του Γουές οι ίδιοι άνθρωποι; “Μας υπόσχονται πάρα πολλές ώρες δουλειάς και πάρα πολύ χαμηλούς μισθούς,” λέει ξερά ο Μάρεϊ πριν αρχίσει η ομύγηρη να γελάει με καθυστέρηση δευτερολέπτων. Αυτό εκκινεί μια φανταστική συζήτηση ανάμεσα στον Μάρεϊ και τον Άντερσον για τις ώρες που έχει αφιερώσει ο πρώτος στις ταινίες του δεύτερου, ειδικά για ρόλους τόσο μικρούς σαν αυτόν του “Budapest”.

“Χάνεις λεφτά, στην πραγματικότητα. Ξοδεύεις σε πουρμπουάρ περισσότερα από αυτά που βγάζεις. Αλλά βλέπεις όλο τον κόσμο έτσι.” Σε μια φάση θυμάται για τότε που ο Γουές τον τράβηξε στο Λονδίνο για μια φωνητική ερμηνεία του “Fantastic Mr. Fox.” Ο Μάρεϊ εξιστορεί με το χαρακτηριστικό του στεγνό ύφος όσο ο σκηνοθέτης τον κοιτάζει με ένα μίγμα λατρείας και διασκέδασης στο βλέμμα του. “Η δουλειά μου εκείνη τη φορά κράτησε ακριβώς 19 λεπτά και ήμουν στο Λονδίνο για μια βδομάδα.”

Τελικά, “κάθε φορά που εμφανιζόμαστε ξανά οι ίδιοι, ο Γουές το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Υποθέτω τελικά συνεχίζουμε να το κάνουμε επειδή συμπαθούμε τόσο πολύ τον Γουές.”

Συγκρατείστε λίγο τα “awwww” παιδιά, έχει κι άλλο.

Ο Μάρεϊ κι ο Άντερσον αρχίζουν να θυμούνται παλιά τους γυρίσματα. Φτάνουν στο “Darjeeling Limited”. “Όταν γυρίσαμε την ταινία στην Ινδία είχες μια σκηνή που ήταν για τρεις μέρες και τελικά έγινε όλη σε μία,” λέει ο Άντερσον απευθυνόμενος σε αυτόν, οι δυο τους σα να έχουν προς στιγμήν ξεχάσει πως βρίσκονται μπροστά από δεκάδες δημοσιογράφους κι ανάμεσα σε ένα line-up που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Ρέιφ Φάινς, Τίλντα Σουίντον, Γουίλεμ Νταφό, Έντουαρντ Νόρτον, Σίρσα Ρόναν. Ζουν τη δική τους στιγμή, και μπορείς να δεις ψήγματα του φανταστικού δεσμού τους.

“Μετά από αυτό είχες άλλη μία σκηνή που γυρίστηκε ένα μήνα μετά,” του λέει ο Άντερσον. “Κι έκατσες όλο το μήνα στην Ινδία!”

Ο Μάρεϊ τον διορθώνει. Του θυμίζει πως έφυγε, γύρισε πίσω, και μετά μπήκε στο αεροπλάνο και ξαναπέταξε για Ινδία ένα μήνα μετά, για ένα γύρισμα λίγων ωρών, ξανά.

“Μα αφού σε θυμάμαι όλο τον καιρό με τις πυτζάμες σου,” μένει απορημένος ο Γουές.

*H ταινία “The Grand Budapest Hotel” βγαίνει στις αίθουσες 6 Μαρτίου. Το ΟΝΕΜΑΝ θα είναι στο Βερολίνο μέχρι τις 16 του μήνα.