ΣΙΝΕΜΑ

Με τη ‘Μάσκα’, ο Jim Carrey έγινε το αγαπημένο καρτούν μιας γενιάς

Αυτό το καλοκαίρι δεν θα έχει νέα μπλοκμπάστερ. Γι’αυτό ταξιδεύουμε στο παρελθόν και θυμόμαστε τα αγαπημένα μας των περασμένων δεκαετιών. Σήμερα η μόνη “Μάσκα” που όλοι θα θέλαμε να φορέσουμε.

Το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο αναβάλουν τις μεγάλες τους εμπορικές κυκλοφορίες αυτού του καλοκαιριού λόγω του κορονοϊού. Αφού φέτος δεν θα έχουμε νέα καλοκαιρινά μπλοκμπάστερ, εμείς θυμόμαστε τα αγαπημένα μας από τα περασμένα καλοκαίρια. Σήμερα, η καρτουνίστικη (και επίκαιρη!) “Μάσκα” γίνεται η κωμική περιπέτεια που δεν κουραζόμαστε να βλέπουμε ξανά και ξανά.

Ο Τζιμ Κάρεϊ χρησιμοποιεί την πλαστικότητά του για να γίνει ένα ολοζώντανο καρτούν οδηγώντας την ταινία με τη μανία ενός 6λεπτου animation, με την Κάμερον Ντίαζ δίπλα του στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο να κόβει την ανάσα. Βασισμένο στην ομώνυμη σειρά κόμικς, μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί δεν βλέπουμε πιο συχνά “υπερηρωικές” ταινίες σαν αυτή.

Η ταινία

Το παραγνωρισμένο “Χαλκ” του Ανγκ Λι αναφέρεται πολύ συχνά ως παράδειγμα υπερηρωικού μπλοκμπάστερ που πειραματίζεται με την κινηματογραφική φόρμα για να πει μια κομιξική ιστορία διατηρώντας κάποια διάσταση του αφηγηματικού ρυθμού, αλλά ας πάμε λίγα χρόνια πιο πίσω γιατί ένας άλλος πράσινος κομιξικός ήρωας τα πρόλαβε όλα αυτά. Η ταινία του Τσακ Ράσελ από το 1994 είναι βέβαια πιο συμβατική στη δομή της όμως η ουσία είναι αυτή: Ελάχιστες ταινίες έχουν καταφέρει να αποδώσουν πιο ολοκληρωτικά την μανιακή αίσθηση και ενέργεια ενός καρτούν.

Η ιστορία του Στάνλεϊ Ίπκις, ενός τραπεζικού υπαλληλάκου που ζει μέτρια χωρίς καν να δίνει μια ευκαιρία στον εαυτό του, βρίσκει μια μέρα μια μάσκα ευλογημένη από τους θεούς (από τον Λόκι συγκεκριμένα, τον μόνο σημαντικό δηλαδή) που όταν τη φοράει βλέπει όλα του τα καταπιεσμένα ένστικτα να ζωντανεύουν. (Να δούμε από αύριο εμάς τι θα βγάλουν από μέσα μας οι δικές μας μάσκες.) Και συγκεκριμένα να ζωντανεύουν με μια καρτούν αισθητική αναρχία, δίχως φίλτρο και δίχως έγνοια για τους κανόνες της φυσικής- ή της κοινωνίας. Είναι αυτή η ταινία το “Fight Club” 5 χρόνια νωρίτερα; Τροφή για σκέψη! Είναι πάντως εξίσου αστεία και καρτουνίστικη.

Ο Τζιμ Κάρεϊ σε ένα από τα απλά τέλεια ταιριάσματα ρόλου-ηθοποιού της δεκαετίας, χρησιμοποιεί την πλαστική εκφραστικότητα του κορμιού και του προσώπου του και γίνεται ιδανικό δοχείο της παρανοϊκής ενέργειας του σεναρίου. Το οποίο πατά πάνω σε μοτίβα γκανγκστερικού φιλμ και υπερηρωικής ανάπτυξης χαρακτήρα για να πει μια πολύχρωμη, φωνακλάδικη ιστορία με χιούμορ και εντυπωσιακή αρμονία σωματικού και ψηφιακού χιούμορ. Τα εφέ εξάλλου είναι μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, με την παντοδύναμη τότε ILM να τα αναλαμβάνει φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα που σφύζει από ενέργεια και προσωπικότητα.

Ο Ράσελ σκηνοθετεί την ταινία με μια έγνοια προς την πυκνότητα περιστατικών, ώστε να μην υπάρχει πρακτικά σημείο που να μην ψαρεύει τον θεατή- είτε πρόκειται για κάποιο απολύτως αναγνωρίσιμο μοτίβο (ο “κακός γκάνγκστερ”, που by the way μετατρέπεται σε εντυπωσιακά τρομακτική Κακή Μάσκα, η εκτυφλωτική “κοπέλα του γκάνγκστερ”, ο καταπιεσμένος καθημερινός άνθρωπος και η προβολή των επιθυμιών του) είτε απλά για ένα μπαράζ από γκαγκς. Εκ των οποίων βέβαια αρκετά δεν είναι απαραιτήτως πετυχημένα, αλλά αν μη τι άλλο η ταινία δεν τεμπελιάζει ποτέ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, με πυρήνα τον Τζιμ Κάρεϊ στην απολύτως ελίτ εποχή της σωματικής του κωμωδίας.

Το ταμείο

Με μπάτζετ μόλις 23 εκατομμυρίων δολαρίων, η ταινία κατάφερε δύο πράγματα. Πρώτον, να κάνει στούντιο να ντρέπονται για μια ζωή γιατί αν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι που φαίνεται τόσο ακριβότερο από ό,τι είναι, με αυτά τα χρήματα, τότε οι σύγχρονες καταβόθρες χρήματος μοιάζουν ακόμα πιο υπερβολικές.

Το δεύτερο που κατάφερε είναι να μαζέψει 350 εκατομμύρια παγκοσμίως και να γίνει η δεύτερη εμπορικότερη ταινία βασισμένη σε κόμικ ως εκείνο το σημείο, μετά μόνο από το “Batman”. Μάλιστα ένα εμπορικό ρεκόρ του φιλμ είχε διατηρηθεί μέχρι και πριν λίγους μήνες: Θέτοντας τις εισπράξεις παγκοσμίως σε σχέση με το μπάτζετ, η ταινία ήταν η πιο κερδοφόρα ταινία βασισμένη σε κόμικ όλων των εποχών, μέχρι που την προσπέρασε στη φετινή σεζόν το “Joker”.

Οι γενικώς θετικές (ή μέτριες προς θετικές έστω, σε αρκετές περιπτώσεις) έδωσαν ένα επιπλέον πάτημα στο φιλμ, το οποίο εκτός από εντυπωσιακή πορεία στις αίθουσες έζησε μια εξίσου κερδοφόρα ζωή στη συνέχεια, παίζοντας μονίμως σε προθήκες σε βιντεάδικα αλλά και σε ατελείωτα ριπίτ στην τηλεόραση- είναι από εκείνες τις ταινίες που κάθε της στιγμή μπορεί να σε πείσει να κάτσει να τη δεις ξανά.

Έφτασε τελικά ακόμα και στα Όσκαρ, με υποψηφιότητα για Όσκαρ Εφέ (που έχασε από το “Φόρεστ Γκαμπ”). Ενώ λίγο νωρίτερα, ο Τζιμ Κάρεϊ είχε προταθεί για Χρυσή Σφαίρα Α’ Ανδρικού Ρόλου σε Κωμωδία, χάνοντας από τον Χιου Γκραντ για το “Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία”. Ακόμα και ως μεγάλος φαν του Κάρεϊ, εδώ είναι δύσκολο να διαμαρτυρηθεί κανείς: Η συγκεκριμένη ερμηνεία του Χιου Γκραντ υπήρξε μια από τις πιο επιδραστικές της δεκαετίας, γεννώντας ένα νέο τύπου leading man σε από τις πλέον εμβληματικές ρομεντικές κομεντί του σύγχρονου σινεμά.

Η κριτική

Γράφει ο Κένεθ Τουράν στους Los Angeles Times, εστιάζοντας στον Τζιμ Κάρεϊ:

«Όχι μόνο είναι ειδήμων του σωματικού χιούμορ, με το είδος της ωμής, σλάσπστικ εμηνείας που ανασύρει τους κλασικούς κλόουν της κλασικής βωβής περιόδου, αλλά ο Κάρεϊ έχει επίσης μια φωτεινή και συμπαθή παρουσία στην οθόνη, μια διάσταση χαμένου κουταβιού που απρόσμενα εμπνέει αγάπη».

Η σκηνή

H πρώτη σκηνή της μεταμόρφωσης μας ρίχνει στα μούτρα κατευθείαν ένα σωρό τρικς. Είναι ασταμάτητη, είναι ένα σερί εκπλήξεων, και δουλεύουν τα πάντα, με τον Κάρεϊ να το απολαμβάνει τόσο μα τόσο πολύ. Δεν το χορταίνεις.

Το trivia

Καθώς το “Batman” του Τιμ Μπάρτον έκανε αίσθηση στις αίθουσες το 1989, η πρόθεση για κόμικ μεταφορές όπως είναι φυσικό έγινε κάπως πιο κυρίαρχη. Οι άνθρωποι της εκδοτικής Dark Horse προσέγγισαν την New Line, διανομέα με μια κάποια παράδοση στις ταινίες τρόμου (όπως τον “Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες”), για πιθανή διασκευή του κόμικ τους. Οι πρώτες προσπάθειες μεταφοράς ήταν με μια πιο ευθέως τρομακτική οπτική, με ζόμπι, πτώματα και σκληρές σωματικές μεταμορφώσεις.

Η New Line, που σκόπευε να μετατρέψει τη “Μάσκα” σε νέο horror franchise, προσέφερε την ταινία (ύστερα από αρκετά χρόνια που πέρασε σε development hell) στον σκηνοθέτη Τσακ Ράσελ, ο οποίος πριν λίγα μόλις χρόνια είχε ανανεώσει το προαναφερθέν franchise του Φρέντι Κρούγκερ, με το φανταστικό τρίτο φιλμ της σειράς, “Dream Warriors”. Η ταινία εκείνη, που ήταν κάτι σαν horror X-Men και που ανυπομονώ να καλύψουμε στο σάιτ για κάποιον οποιονδήποτε λόγο βρούμε, έκανε τον Ράσελ να μοιάζει όντως με φυσικό ταίριασμα με οτιδήποτε είχε να κάνει με τρόμο κομιξικής διάστασης.

Η έκπληξη ήρθε όταν ο Ράσελ βρήκε ενοχλητική τη βία της ιδέας σε εκείνο το στάδιο και, μαζί με τον σεναριογράφο Μάικ Βερμπ που ο ίδιος έφερε στο πρότζεκτ, είχαν την ιδέα να το μετατρέψουν σε μια παρανοϊκή ρομαντική κωμική περιπέτεια. Και κάπως έτσι, παρά όλες τις προθέσεις από τα ανώτερα κλιμάκια, η ταινία εξελίχθηκε στο παλαβό καρτούν που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε. Όσο για τις franchise προθέσεις, πάντα θέλαν οι εμπλεκόμενοι να προχωρήσουν σε σίκουελ, αλλά τελικά ο Τζιμ Κάρεϊ απέρριψε την ιδέα, κι έτσι τίποτα δε συνέβη ποτέ. Ένα spin-off που ήρθε μια δεκαετία αργότερα, “Son of Mask”, αγνοήθηκε από κοινό και κριτική.

Ο χαρακτήρας

Κρίμα που δεν έχουμε Άλαν Ρίκμαν εδώ για τρίτη συνεχόμενη βδομάδα (ίσως όταν μιλήσουμε για τον “Ρομπέν των Δασών” με τον Κέβιν Κόστνερ;;). Τη σκυτάλη παίρνει ο απολύτως awesome σκύλος Μάιλο, το καλύτερο sidekick που θα μπορούσε να ζητήσει άνθρωπος και ο οποίος κέρδισε επάξια τη Μάσκα για τον εαυτό του. Μπράβο Μάιλο, good boy!

Η καριέρα

Το ‘94 ήταν η χρονιά που ο Τζιμ Κάρεϊ εδραιώθηκε ως ο κωμικός της γενιάς του. Τρεις ταινίες του έκαναν πολύ απλά πάταγο και ανάμεσα στη “Μάσκα”, το “Ντετέκτιβ Ζώον” (απλά σπουδαίος ελληνικός τίτλος) και το “Ηλίθιος και Πανηλίθιος” των Φαρέλι ήταν παντού, από το box office μέχρι τα σχολικά προαύλια όπου έφηβοι της εποχής έκαναν άπαντες μιμήσεις Τζιμ Κάρεϊ και αντάλλαζαν ατάκες από τις κωμωδίες του, μεταξύ τους.

Οι τρεις αυτές ταινίες έδειξαν το κωμικό εύρος του Κάρεϊ, που μπορούσε να παίξει με σωματικό χιούμορ, σλάπστικ, κωμωδία παραλόγου, και χιούμορ σουρεαλιστικής ανοησίας. Ήταν απλά τα πάντα. Και οι τρεις ταινίες έγιναν τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, με τη “Μάσκα” μεγαλύτερη όλων- ειρωνικά, ήταν η μόνη από τις 3 που δεν απέκτησε σίκουελ, τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τον Κάρεϊ.

Σε ένα ακόμα δείγμα του πόσο πλήρως ανόητος και δίχως την παραμικρή αίσθηση χιούμορ θεσμός είναι τα βλακώδη Χρυσά Βατόμουρα, πρότειναν εκείνη τη χρονιά (μια από τις πιο κυρίαρχες χρονιές που είχε οποιοσδήποτε σταρ οποιαδήποτε στιγμή των ‘90s) τον Τζιμ Κάρεϊ ως Χειρότερο Νέο Σταρ. Αποβάλεστε, αστοιχείωτοι!