ΣΙΝΕΜΑ

To ‘Top Gun’ γέννησε την εποχή του χολιγουντιανού μπλοκμπάστερ

Αυτό το καλοκαίρι δεν θα έχει νέα μπλοκμπάστερ. Γι’αυτό ταξιδεύουμε στο παρελθόν και θυμόμαστε τα αγαπημένα μας των περασμένων δεκαετιών. Σήμερα κλείνουμε έναν κύκλο άρθρων γυρίζοντας πίσω στο ‘Top Gun’, που τα ξεκίνησε όλα.

Το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο αναβάλουν τις μεγάλες τους εμπορικές κυκλοφορίες αυτού του καλοκαιριού λόγω του κορονοϊού. Ένα από τα μεγάλα καλοκαιρινά μπλοκμπάστερ που περιμέναμε για φέτος ήταν το δεκαετίες-μετά σίκουελ του ‘Top Gun’. Μες στην αβεβαιότητα για το αν και πότε θα δούμε αυτό, και τις υπόλοιπες μεγάλες εμπορικές ταινίες του καλοκαιριού, θυμόμαστε σήμερα την ορίτζιναλ ταινία του Τόνι Σκοτ, ένα έργο-σταθμό για το μοντέρνο εμπορικό σινεμά. Τομ Κρουζ, απογείωσέ μας.

Η ταινία

Υπάρχει η δημοφιλής θεωρία πως το ‘Top Gun’ ουσιαστικά σηματοδότησε την γέννηση του Χολιγουντιανού μπλοκμπάστερ με την έννοια που το ξέρουμε σήμερα. Όταν αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αυτή την Κυριακάτικη στήλη καλοκαιρινών μπλοκμπάστερ στο Oneman, τα όρια για να συμπεριληφθεί μια ταινία που έθεσα ήταν δύο: 1) να έχει κυκλοφορήσει καλοκαίρι και 2) να έχει κυκλοφορήσει μετά το ‘Top Gun’. Γι’αυτό και θέλαμε αυτός ο κύκλος άρθρων να κλείσει με αυτή την ταινία.

(Περισσότερα για τη συνέχεια της στήλης, στο τέλος του άρθρου.)

Υπό αυτή λοιπόν την έννοια, ο Τόνι Σκοτ γύρισε μια από τις πιο καθοριστικές ταινίες του σύγχρονου Χόλιγουντ – και η οποία μάλιστα στις μέρες της υπήρξε αληθινό φαινόμενο, γεννώντας μιμητές του στυλ της αλλά και του περιεχομένου της, με πιτσιρίκια να πωρώνονται με την ιδέα του να πάνε κι εκείνοι να καταταγούν. Η αεροπορία μάζευε υπογραφές έξω από τις αίθουσες, και δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν για ιδεολογικούς λόγους, από τον Μάθιου Μοντίν (στον πρωταγωνιστικό ρόλο) ως τον Μπράιαν Άνταμς (στο σάουντρακ).

Για τη μάλλον συζητήσιμη όμως θέση που κρατά η ταινία, τόσο στο ιδεολογικό φάσμα όσο και τελικά στο ρόλο της στην εξέλιξη του χολιγουντιανού καλοκαιριού, είναι εντυπωσιακό το πόσο πλήρως αισθητικά είναι τα στοιχεία στα οποία κρέμεται. Μπορεί σε επίπεδο πρόθεσης η ταινία να κόπηκε και να ενώθηκε μέσα στα γραφεία των μεγαλοπαραγωγών της Τζέρι Μπρουκχάιμερ και Ντον Σίμπσον, όμως η αισθητική στάμπα του Τόνι Σκοτ (που δυστυχώς χάσαμε πίσω στο 2012) είναι αναπόσπαστο μέρος της επιτυχίας και της εμβληματικότητας του όλου.

Μια ταινία πρακτικά χωρίς πλοκή: Είναι hotshots πιλότοι με μεγάλα εγώ και μεγάλα σκάφη και πάνε κόντρες μεταξύ τους και μέσα στο όλο machismo αέρος μπαίνει και μια σεξουαλική ένταση από εδώ ως τα σύννεφα. (Ειδικά σε αυτή την πρώιμη περίοδο του Τόνι Σκοτ, ο ερωτισμός αποτελούσε τεράστιο κομμάτι της ματιάς του.)

Σημαίες, ποζεριά, δίψα για ταχύτητα και για machismo, αλλά με μια φοβερή αφέλεια. Το να βλέπεις περιπέτεια (και δη μιλιταριστική) από πριν την 11η Σεπτεμβρίου είναι σχεδόν εμπειρία-ντοκουμέντο. Είμαστε σε μια στρατιωτική βάση όπου όλη τη μέρα όλοι το μόνο που κάνουν είναι χαλαρά ποτάκια, βόλεϊ στην παραλία, ραντεβουδάκια και cheesy ατάκες: «Εσείς οι δύο είστε πραγματικοί καουμπόηδες!» Προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αυτού του είδους οι περιπέτειες δεν είχαν πλέον την ανάγκη ή το έρεισμα να είναι κάτι άλλο πέρα από αφελή φωτορομάντζα.

Όμως και οι φωτογραφίες ήταν ωραίες, και το ρομάντζο.

Αφενός, σε σχέση με ένα τυπικό σημερινό μπλοκμπάστερ το ‘Top Gun’ διαθέτει σεξουαλική ένταση, που είτε ηθελημένα είτε όχι, πάει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Μάβερικ με την Κέλι ΜακΓκίλις, οι wingmen μεταξύ τους. Υπό τους ήχους ενός synthpop σάουντρακ που ντύνει κάθε ραντεβουδάκι, κάθε ρομαντική σκιά, κάθε αγωνιώδες κυνηγητό στους αιθέρες, κάθε τρέξιμο της κάμερας της ώρα κάποιου ηλιοβασιλέματος.

Αφετέρου, η καθαρή εικαστική του αξία. Ακόμα και δεκαετίες πριν φτάσει ο Τόνι Σκοτ στην τελευταία φάση της καριέρας του, όπου τα φίλτρα, η κάμερα, το μοντάζ, οι ήχοι, όλα μαζί δημιουργούσαν ένα οπτικοακουστικό ADD εφέ που δεν έμοιαζε με άλλο (κάτι σαν εμπορικό σινεμά πειραματικής αισθητικής υπερβολής) ήθελε εξαρχής τα έργα του να μοιάζουν με οπτικά επεξεργασμένες καυτές καλοκαιρινές αφηγήσεις. Είναι λες κι έχει γυρίσει όλη τη δράση της ταινίας στη διάρκεια του magic hour, έχοντας πάντα για background ένα μόνιμο λυκόφως.

Η ταινία μπορεί να γέννησε το μοντέρνο μπλοκμπάστερ, αλλά λίγα μοντέρνα μπλοκμπάστερ μοιάζουν με κάτι σαν αυτό. Τόνι Σκοτ: Ο άνθρωπος απλά ήξερε πώς να γυρίσει μια περιπέτεια, και πώς να σε κάνει να νιώσεις την σινεμασκόπ θερμότητά της.

Το ταμείο

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για το εμπορικό φαινόμενο που άλλαξε το Χόλιγουντ: Μια ταινία 15 εκατομμυρίων απέφερε έσοδα άνω των 350 εκατομμυριών. Τις βδομάδες μετά την κυκλοφορία συνέχισε να προσθέτει αίθουσες λόγω της πρωτοφανούς ζήτησης, και ήταν μόνο 6 μήνες μετά, που έφτασε να έχει λιγότερες αίθουσες από εκείνες με τις οποίες ξεκίνησε.

Οι μετριοπαθείς κριτικές γρήγορα ξεχάστηκαν πίσω από ένα θριαμβευτικό “Α” στις αντιδράσεις των θεατών και της τρέλας που ακολούθησε εκείνο το καλοκαίρι. Όχι μόνο η ταινία έφτασε προφανώς στο #1 εισπράξεων του 1986, αλλά ό,τι είχε να κάνει με αυτήν επίσης έγινε χρυσό, δείχνοντας ξεκάθαρα το δρόμο προς ένα μέλλον όπου όλα τα media είναι εκμεταλλεύσιμα, όπου σινεμά, διασκέδαση και διαφήμιση έρχονται να συμπτυχθούν σε ένα. Το σάουντρακ γίνεται 9 φορές πλατινένιο. (Και αποφέρει στο φιλμ και το ένα του Όσκαρ -σε 4 τεχνικές υποψηφιότητες-, για το κλασικό ‘Take My Breath Away’ γραμμένο από τον Τζόρτζιο Μορόντερ.) Η βιντεοκασέτα παραγγέλνεται σχεδόν 2 εκατομμύρια φορές πριν καν κυκλοφορήσει, ουσιαστικά μαζικοποιώντας ένα φορμάτ ακόμα στα σπάργανα. Οι πάντες φοράνε μπόμπερ τζάκετ. Οι πάντες φοράνε γυαλιά Ray-ban.

Αυτή είναι η στιγμή που αλλάζουν όλα.

Η κριτική

Αντί κριτικής, ας δούμε το πολύ σημαντικό κείμενο του Μαρκ Χάρις για το GQ που θεωρείται η βάση της ανάλυσης για τη γέννηση της σύγχρονης καλοκαιρινής μπλοκμπάστερ εποχής.

«Ο ορισμός της “καλοκαιρινής ταινίας” ήταν πολύ πιο ποικιλόμορφος από ό,τι είναι σήμερα. Μπορούσε να περιλαμβάνει φιλμ επιστημονικής φαντασίας χαμηλού τόνου και νηφάλια σαν το “Alien”, ένα δυομισάωρο φιλμ τρόμου σαν τη “Λάμψη”, ένα μοναδικό σκηνοθετικό όραμα σαν το “Blade Runner”, ένα ενήλικο νουάρ σαν το “Body Heat”, ένα χαμηλού βεληνεκούς (ναι, ήταν) φιλμ σαν τον “Ε.Τ.”, ένα ειλικρινώς ερωτικό ρομαντικό δράμα σαν το “An Officer and a Gentleman”. Το σεξ ήταν ΟΚ – και το ίδιο και ένα R rating. Στους ενήλικες συμπεριφέρονταν σαν ενήλικες παρά σαν μεγαλόσωμα παιδιά που θέλουν σώνει και καλά να φυλάσσουν ευλαβικά την ίδια τους την ανωριμότητα. Και μετά ήρθε το “Top Gun”».

«Το “Top Gun” προσγειώθηκε κατευθείαν στην καρδιά μιας γενιάς νεαρών θεατών των οποίων το attention span και τα αφηγηματικά γούστα ήδη αναπροσαρμόζονταν χάρη στο MTV και τα βιντεοπαιχνίδια. Αυτή η γενικά 16-24άρηδων -των αγοριών που ένιωσαν την αδρεναλίνη του “Top Gun” επειδή ήταν φτιαγμένο για να τους ενθουσιάσει- είναι τώρα στα 40 τους, ακριβώς στην ηλικία πολλών υπεύθυνων στούντιο. Και, όλο και περισσότερο, είναι το δικό τους γούστο, η δική τους όρεξη, η αισθητική της δικής τους μετα-εφηβείας από τα τέλη των ‘80s, που σχηματίζει το εμπορικό σινεμά».

Η σκηνή

H πρώτη σκηνή της ταινίας παραμένει και η καλύτερη: Ο Μάβερικ ουσιαστικά βοηθάει τον wingman του να προσγειωθεί με ασφάλεια όταν του τελειώνουν τα καύσιμα ύστερα από μια εναέρια περιπέτεια με ένα MiG. Είναι δυνατή, αγωνιώδης και σου δίνει εξαρχής ό,τι πρέπει να ξέρεις για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Όλη η υπόλοιπη ταινία είναι απλά για τα πεσίματα, τις βόλτες στον ουρανό και τα πλάνα με το πορτοκαλί ημίφως.

Το trivia

 

Αυτό το διαφημιστικό για τη Saab θεωρείται ο λόγος για τον οποίο οι Μπρουκχάιμερ και Σίμπσον διάλεξαν τον Τόνι Σκοτ για να εκπληρώσει τα MTV οράματά τους. Το 2007 ο Σκοτ έλεγε για το χώρο της διαφήμισης πως «όταν ξεκίνησα, η βιομηχανία ήταν κάπως καταθλιπτική. Αλλά μπορούσα να δω πως με τον τρόπο που εξελισσόταν η κοινωνία, με τον καταναλωτισμό και τα λοιπά, πως η διαφήμιση θα γινόταν ηγετική δύναμη. Αυτό ήταν που με έκανε να αποφασίσω να την πάρω πολύ σοβαρά. Προσπάθησα να ανυψώσω το μέσο», λέει δίχως να του περισσεύει μετριοπάθεια.

Αδερφός του ήδη κινηματογραφικού θρύλου Ρίντλεϊ Σκοτ, ήταν κι ο ίδιος παθιασμένος με το σινεμά και ομολογουμένως έφερε καθαρά κινηματογραφικές τεχνικές στο μέσο, είτε σκηνοθετούσε διαφημιστικά για αυτοκίνητα είτε για σκόνη πλυντηρίου.

Ο χαρακτήρας

Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας της ταινίας είναι τα χρώματα στον ουρανό.

*πρώτες νότες Τζόρτζιο Μορόντερ*

Η καριέρα

Από την αναδρομή στα ‘80s ξεκινήματα του Τομ Κρουζ πριν από χρόνια στο PopCode, γράφαμε:

«Το 1986 είναι μια χρονιά απολύτως χαρακτηριστική του ποιος είναι ο Κρουζ και σε τι θα στόχευε στην καριέρα του. Μέσα σε λίγους μήνας έβγαλε δύο ταινίες (δε θα ήταν ποτέ παραπάνω), η μία εμπορικό φαινόμενο, προσεγμένη, εμβληματική περιπέτεια, κι η άλλη ένα σοβαρό έργο σπουδαίου auteur, στηριγμένη εν πολλοίς πάνω του. Κανείς δεν κατάφερε να ισορροπήσει αυτές τις δύο όψεις του Αμερικάνικου σινεμά για τόσο πολύ καιρό και τόσο πολύ αποτελεσματικά, όσο o Κρουζ».

Το ένα ήταν το ‘Top Gun’, το άλλο ήταν το σκορσεζικό ‘Color of Money’. Και στην ταινία του Τόνι Σκοτ, «μπορείς σε κάθε δευτερόλεπτο παρουσίας του στην οθόνη, από τα μουράτα πιλοταρίσματα στα ποζαρίσματα υπό το φως της magic hour μέχρι τις σκηνές άπειρης ερωτικής έντασης με την Κέλι ΜακΓκίλις, να διακρίνεις πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από τη στόφα του πρωταγωνιστή».

*Με το ‘Top Gun’ ολοκληρώνουμε μια πρώτη ματιά σε έναν κύκλο σημαντικών, επιδραστικών μπλοκμπάστερ από τα τελευταία 35 καλοκαίρια. Θέλοντας όμως να εξετάσουμε αυτές τις ταινίες στο κινηματογραφικό τους πλαίσιο, δοκιμάζουμε από την επόμενη βδομάδα κάτι πιο συγκεκριμένο: Μπλοκμπάστερ σε συνέχειες.

Κι όχι μόνο μπλοκμπάστερ, αλλά σειρές ταινιών γενικότερα. Αφηγήσεις, χαρακτήρες, σταρ και ιστορίες που περνούν από έναν σκηνοθέτη στον άλλον, κι από τη μια εποχή στην άλλη, στο πέρασμα χρόνων και δεκαετιών. Ο Ιούνιος θα είναι αφιερωμένος στον Τζέιμς Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ.

* Δέκα χρόνια μετά το τέλος του ‘Lost’ και μια καραντίνα αργότερα, η ομάδα του POP για τις Δύσκολες Ώρες επιστρέφει στο Νησί. Μετά από ένα χρονικό άλμα 3 μηνών, ολοκληρώνουμε την περιήγηση στον κόσμο της θρυλικής σειράς, αναλύοντας τα κυριότερα σημεία της 6ης σεζόν και το πολυσυζητημένο φινάλε.