REVIEWS

Τα Μπάσταρδα είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ελληνικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών

Τα Μπάσταρδα του Νίκου Πάστρα έδωσαν αναμφισβήτητα τον παλμό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο και συζητιούνται μέχρι τώρα.

Τα Μπάσταρδα του Νίκου Πάστρα έδωσαν αναμφισβήτητα τον παλμό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο. Δεν ήταν μόνο το sold out τους – πολλοί χρειάστηκε να δουν την ταινία online και ας βρίσκονταν εκεί δια ζώσης – αλλά η συζήτηση πριν την πρεμιέρα, μετά την πρεμιέρα, και για μήνες έκτοτε. Μιλάμε για ένα από τα πιο πολυσυζητημένα σκηνοθετικά ντεμπούτα των τελευταίων αρκετών ετών, με έναν Αργυρό Αλέξανδρο στο τμήμα Film Forward του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και δύο υποψηφιότητες για τα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Ο Νίκος Πάστρας είχε ήδη πορεία στις ταινίες μικρού μήκους (Ακρυλικό, Μελατονίνη) πριν τα Μπάσταρδα, αλλά και στο μοντάζ έχοντας κόψει τη Winona του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Τα Μπάσταρδα λοιπόν, εμπνευσμένα από το άλμπουμ Μπάσταρδο του MAZOHA, γυρίστηκαν καραντινικά και DIY. Στο εξοχικό της Ναταλίας Swift, μίας εκ των πρωταγωνιστριών που έχει επίσης credits makeup και κοστουμιών για την ταινία, μεταμορφωμένο σε καταφύγιο δέκα ηρώων, νέων, μακριά από το αστικό κέντρο και τις κοινωνικές του συμβάσεις, από τον γονεϊκό κανόνα.

Η φούσκα αυτή έχει κατασκευαστεί με αναφορές στον Gaspar Noe, στο Euphoria, στον Lars von Trier ακόμα και τους Ηλιθίους του, που – μεγαλύτεροι, αφομοιωμένοι ενήλικοι εκείνοι – είχαν βρει διέξοδο από τις συναισθηματικές αναπηρίες της σύγχρονης ζωής κάνοντας πράξεις φαινομενικά παιδαριώδεις.

Στα Μπάσταρδα, όπως συνέβαινε και σε εκείνη την ταινία, η αίσθηση για τη συνθήκη που έχουν φτιάξει οι ήρωες, ένας δικός τους παράδεισος λαγνείας, απαγορευμένου και αθωότητας, είναι πως κάποια στιγμή θα παραβιαστεί.

Μπάσταρδα

Η φούσκα διαπερνάται πράγματι σε ένα ακραία δραματικό φινάλε, όταν το «σύμπτωμα που δεν μπορείς να αγνοήσεις» όπως τραγουδάει ο MAZOHA δεν αγνοείται πια, και ο έξω κόσμος, αμείλικτος όπως ο ήλιος που μας ξυπνάει στο φινάλε από την τρανς των neon φώτων και του γκλίτερ, χτυπάει βίαια την πόρτα του κοινοβίου τους.

Ο Πάστρας είναι κατάλληλος για τα Μπάσταρδα και την ιστορία τους – μοιάζει τόσο κοντά με τους ήρωες ώστε να μην είναι ακριβώς ο θείος που θέλει να κάτσει με τη νεολαία, αλλά και τόσο μακριά ώστε να μην την αφηγείται άναρχα. Είναι γοητευμένος από αυτούς και έχει καλλιεργήσει εμφανώς το ελεύθερο περιβάλλον που χρειάζονται ερμηνείες όπως οι αυθόρμητες που δίνει εδώ το σύνολο του καστ, όμως η ταινία δεν του φεύγει.

Χρειαζόταν λιγότερη επαναληπτικότητα για να δέσει ακόμα καλύτερα αλλά και, πιο σημαντικά, περισσότερα για τη ζωή αυτών των παιδιών πριν την απόφασή τους να διαφύγουν. Οι χαρακτήρες θα ήταν έτσι περισσότερο ανθρώπινοι χωρίς να χάνουν συμβολισμό, ο οποίος ως έχει είναι κυρίως αυτός του εφηβικού άγχους και της εκχείλισης συναισθημάτων που δε θέλουν να περιορίζονται από την κοινωνία.

Τα Μπάσταρδα κυκλοφορούν στις αίθουσες από το Cinobo.