ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Τα φετινά Όσκαρ τα αγαπώ ήδη

Αναλύοντας τις υποψηφιότητες-έκπληξη για το φετινό Όσκαρ Σκηνοθεσίας, όπου η Ακαδημία έκανε κάτι σπάνιο. Χαλάλι που σνόμπαραν ταινίες που γουστάρω.

Πάντα υπάρχει εκείνη η μία ταινία που σε εκνευρίζει που είναι εκεί, που νιώθεις ότι δεν πολυάρεσε στην πραγματικότητα σε κανέναν ιδιαίτερα. Που είναι εκεί απλώς επειδή την σπρώχνει το κατάλληλο στούντιο την κατάλληλη στιγμή, με τους κατάλληλους πρωταγωνιστές, με το κατάλληλο θέμα. Ας το πούμε Περίπτωση Reader.

Πριν πούμε γιατί οι φετινές υποψηφιότητες με ενθουσίασαν, ας εξηγήσουμε λίγο την Περίπτωση Reader, γιατί είναι αρκετά ενδεικτική όσων είναι λάθος στα Όσκαρ.

To “Reader” είναι μια ταινία του Στίβεν Ντάλντρι από το 2008 για τη σχέση ενός νεαρού με μια μεγαλύτερή του γυναίκα η οποία αποδεικνύεται πως ειχε δεσμούς με το ναζιστικό καθεστώς. Η γυναίκα είναι η Κέιτ Γουίνσλετ, παραγωγός της ταινίας ο Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν, κι αυτά είναι όσα χρειάζεται να γνωρίζεις για το φιλμ.

Το “Reader” προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 2008 αφήνοντας έξω από την 5άδα πολλές ταινίες μεταξύ των οποίων τον “Σκοτεινό Ιππότη” και το “WALL-E”.

(Το φαινόμενο αναλύσαμε και στο παρελθόν με την ευκαιρία ενός προφίλ του Χάρβεϊ.)

Πολλές φορές βέβαια μια ταινία που δεν πολυγούσταρε κανείς αφήνει πίσω τις δημοφιλείς επιλογές, όμως εδώ υπήρχε κάτι διαφορετικό, ένας κυνισμός που πήγαινε σε άλλο επίπεδο. Το Reader έχει κάνει χαμηλότερο box office από αυτές τις ταινίες, έχει χαμηλότερο metacritic από αυτές τις ταινίες, έχει μικρότερο imdb score από αυτές τις ταινίες, έχει κερδίσει λιγότερα βραβεία από αυτές τις ταινίες, επιστρέφει λιγότερα αποτελέσματα στο google από αυτές τις ταινίες. Δηλαδή αντίστοιχα: Ταμεία, κριτικοί, κοινό, βραβεία, επίκεντρο ενδιαφέροντος. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μετρήσιμο που να υπονοεί πως το “Reader” είναι καλύτερο σε οτιδήποτε από αυτές τις δύο ταινίες.

Κι όμως προτάθηκε. Επειδή ήταν το δράμα εποχής της σεζόν. Επειδή φτιάχτηκε για τα Όσκαρ και το έσπρωχνε ο Γουάισταϊν. Επειδή οι συντεχνίες (και τα συμφέροντά τους) κάνουν κουμάντο και στο Χόλιγουντ. Και συνήθως τα πράγματα είναι τόσο, μα τόσο κυνικά.

Αλλά καμιά φορά γίνεται κάτι απροσδόκητο. Κάποιες φορές, οι άνθρωποι σε εκπλήσσουν. Κάποιες φορές δεν υπάρχει Περίπτωση Reader, κι αυτό είναι πάντα λόγος χαράς.

Πριν τη φετινή διαδικασία, τα υποθετικά φαβορί (σε μια χρονιά πολύ ανοιχτή σε προβλέψεις) ήταν τα “Λίνκολν” (το ιστορικό δράμα του Σπίλμπεργκ με τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις στον ρόλο του Λίνκολν), “Επιχείρηση: Argo” (Μπν Άφλεκ, τρομερό entertainment), “Zero Dark Thirty” (η Οσκαρική Κάθριν Μπίγκελοου για την επιχείρηση δολοφονίας του Μπιν Λάντεν) και “Οι Άθλιοι” (ο Οσκαρικός Τομ Χούπερ διασκευάζει κλασικό μιούζικαλ). Θες να βάλουμε και τον Ταραντίνο για το “Django Ο Τιμωρός”; Ας τον βάλουμε.

Από αυτά τα 5 μεγάλα φαβορί, οι 4 δεν προτάθηκαν καν για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας.

Τέτοιο μακελειό φαβορί δεν έχει ξαναγίνει. Μόνο ο Σπίλμπεργκ επιβίωσε, και θεωρείται τώρα το αδιαφιλονίκητο φαβορί για να σαρώσει, όμως πιο ενδιαφέρον από αυτά που έμειναν έξω είναι εκείνα που μπήκαν μέσα. Μαζί με τον Σπίλμπεργκ μπήκε ο Ανγκ Λι (που έχει κερδίσει ήδη Όσκαρ και γύρισε την πανέμορφη και εντυπωσιακή “Ζωή του Πι”, οπότε λογικό) κι ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ για τον “Οδηγό Αισιοδοξίας” (που είναι Γουαϊνστάιν, οποτε λογικό). Οι άλλοι δύο;

Ο Μπαν Τσάιτλιν. Για τα “Μυθικά Πλάσματα του Νότου”.

Ο Μίκαελ Χάνεκε. Για την “Αγάπη”.

Κι οι δύο ήταν ταινίες που ήλπιζαν σε κάποιες διακρίσεις, κυρίως στον Α’ Γυναικείο Ρόλο, με μια μακρινή ελπίδα για να μπουν υποψήφιες για Καλύτερη Ταινία (κι αυτό για τον πολύ απλό λόγο πως αρέσουν κι οι δύο τόσο μα τόσο πολύ, όχι τίποτα άλλο). Κι οι δύο προήλθαν από το Φεστιβαλικό κύκλωμα, κι αν -μέσα στις τεράστιες διαφορετικές τους- έχουν κάτι κοινό, είναι πως κι οι δύο δεν μοιάζουν καθόλου με Οσκαρική ταινία.

Κι όμως: Μια ανεξάρτητη ταινία με ερασιτέχνες ηθοποιούς για μια οικογένεια που αρνείται να εγκαταλείψει το ρημαγμένο της σπίτι στη Νότια Λουιζιάνα και μια Αυστριακή ταινία στοχασμός πάνω στην αγάπη, τα γηρατειά και το θάνατο, προτάθηκαν για Ταινία, Σκηνοθεσία, Σενάριο και -φυσικά- Α’ Γυναικείο Ρόλο. Είναι σαν το αντίθετο του “Reader”.

Όταν ανακοινώθηκε η πεντάδα της Σκηνοθεσίας μπορούσες να γευτείς το σοκ στο αέρα. Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε πρώτα να επεξεργαστεί το γεγονός πως ο Μίκαελ Χάνεκε ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας ή πως ο Άφλεκ δεν ήταν. Ή ο Ταραντίνο. Ή οι Άντερσον. Ή η Μπίγκελοου. Αυτή η 5άδα ήταν το αντίστοιχο του να αποκλείονται Ρεάλ, Μάντσεστερ, Μίλαν και Μπάγερν από τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. (Το οποίο ταιριάζει και μια χαρά δεδομένου πως, ως γνωστόν, ο Μίκαελ Χάνεκε είναι η Μπαρτσελόνα του σινεμά.)

Γιατί όμως είχαμε όλοι λόγο να χαιρόμαστε; Γιατί δεν υπήρχε Περίπτωση Reader.

Πώς έγινε αυτό; Όλα έχουν λογική εξήγηση. Η “Αγάπη” έχει ένα θέμα που προφανώς άγγιξε πολύ το μέσο ψηφοφόρο της Ακαδημίας, ένα εκλογικό σώμα που ξεπερνά κατά μέσο όρο τα 60 έτη. Τα “Πλάσματα” είναι μια πολύ συγκινητική ιστορία μαγικού ρεαλισμού, από αυτές τις ταινίες που αν σε αγγίξουν θες μετά να τους δώσεις όλα τα βραβεία.

Αυτό είναι όμως το θέμα: Είναι καθαρά ψήφος καρδιάς και στις δύο περιπτώσεις. Καμία συντεχνία δε χρωστά τίποτα στον Χάνεκε ή την Ριβά- δε τους ξέρουν τους ανθρώπους. Καμία συντεχνία δεν θέλει να γλείψει τον Τσάιλιν ή την 9χρονη Κουγουενζχανέ (μάλλον έτσι διαβάζεται) Γουόλις. Δεν είναι ‘κάποιοι’.

Αυτό είναι το υπέροχο. Συχνά εμφανίζεται στα Όσκαρ κάποια ξενόγλωσση ταινία, αλλά είναι κάτι σαν το “Η Ζωή Είναι Ωραία” ή το “Artist”, όχι δηλαδή ταινίες για τις οποίες θα γράφει κανείς σημειολογικές αναλύσεις κάποια χρόνια μετά την κατανάλωση. Και συχνά εμφανίζεται στα Όσκαρ κάποια μικρή ανεξάρτητη ταινιούλα, η λεγόμενη ‘μικρή ταινία που μπόρεσε’, απλά συνήθως λέγοντας μικρή ανεξάρτητη ταινιούλα εννοούμε κάτι αν το “Little Miss Sunshine”, με πρωταγωνιστές που έχουν σειρές στην τηλεόραση και σεναριογράφους που δουλεύουν στο Λος Άντζελες. Όχι μια περίεργη ταινία ενός ανθρώπου που ζει στη Νέα Ορλεάνη κι έχει για πρωταγωνίστρια ένα κοριτσάκι με μικρό όνομα που δε μπορείς να διαβάσεις.

Τα “Πλάσματα” δεν μου άρεσαν περισσότερο από ό,τι, πχ, το “Zero Dark Thirty”. Θεωρώ πως είναι ακατανόητο το να μην προτείνεται η Μπίγκελοου για αυτή την ταινία. Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορεί να κάνει κάποιος για τον Ταραντίνο ή για το “Master” ή για το φανταστικό “Argo”. Και μπορεί όντως, τελικά, αυτό να άνοιξε διάπλατα το δρόμο για μια βαρετή τελετή βράβευσης του “Λίκολν” παντού.

Όμως άξιζε τον κόπο. Γιατί δύο ταινίες που εμφανέστατα και ξεκάθαρα απλώς γυρίστηκαν (δίχως κανένα Όσκαρ κατά νου), κατέληξαν με πανίσχυρες υποψηφιότητες. Κι αυτό είναι τρομερά φρέσκο και σημαντικό. Κρατάει ζωντανή την ιδέα πως σε κάποιο βαθμό, μπορεί κι αυτοί οι άνθρωποι απλώς να βλέπουνε κάτι πολύ όμορφο και να το ψηφίζουν. Κρατάει ζωντανό το ίδιο το παραμύθι των Όσκαρ.

Και στην τελική, έτσι παίρνουν προβολή, έκθεση και αναγνώριση, άνθρωποι και ταινίες που πραγματικά τις χρειάζονται και τους αξίζουν. Η Εμανουέλ Ριβά στα 85 της, υποψήφια. Ο τεράστιος Μίκαελ Χάνεκε, ένας από τους Μεγάλους Auteurs, θα πάρει Όσκαρ. Μια ανεξάρτητη ταινία που μοιάζει όντως με ανεξάρτητη ταινία, υποψήφια για 4 μεγάλα Όσκαρ, που σημαίνει καριέρα για τον Τσάιτλιν, που σημαίνει μεγάλο κοινό για ένα υπέροχο μικρό φιλμ.

Δεν έχει να κάνει με προτιμήσεις- πάντα ο καθένας μας θα προτιμά κάτι άλλο, είναι αφελές να περιμένεις καλά και ντε να δεις τη δική σου αγαπημένη να κεδίζει την αγαπημένη του άλλου. (Κι αν αρχίσουμε με τα -δεδεομένα, πάντα- σνομπαρίσματα δε θα τελειώσουμε ούτε αύριο.) Όχι, οι φετινές υποψηφιότητες-έκπληξη ήταν ωραίες για άλλο λόγο. Καταλαβαίνεις. Έχει να κάνει με την αγάπη.

*Η ταινία “Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου” κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες μέσα στο Φεβρουάριο.