ΣΙΝΕΜΑ

Στο ‘Bandersnatch’ εσύ επιλέγεις τι θα γίνει στην ταινία που παρακολουθείς

H ταινία του Black Mirror είναι το προϊόν ποπ κουλτούρας που συζητάει όλος ο πλανήτης.

“Συμφωνώ- αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά”
Jean Luc Godard

 

Μετά από φημολογίες και αποσπασματικές πληροφορίες μηνών, τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου του 2018, στην πλατφόρμα του Netflix ανέβηκε η ταινία του Black Mirror. Το όνομα αυτής ‘Bandersnatch’. Η ίδια η κυκλοφορία μιας ταινίας του Black Mirror είναι από μόνη της ένα σημαντικό γεγονός, πόσο μάλλον από τη στιγμή που αυτή συνδυάστηκε με την καινοτόμα ιδέα του διαδραστικού ‘διάλεξε εσύ την πορεία της ιστορίας που προτιμάς’, πρακτικής πολύ διαδεδομένης κυρίως στη λογοτεχνία, με μια έκρηξη κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Η ιδέα ενός διαδραστικού film δεν είναι καινούργια, αν και ποτέ δεν είχε την έκταση που πήρε στη λογοτεχνία. Το ‘Kinoautomat’ θεωρείται η πρώτη ταινία τέτοιου τύπου και βγαίνει στις αίθουσες ήδη από το 1967. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία με 9 μέρη κατά τα οποία η πλοκή σταματά και το κοινό πρέπει να επιλέξει τον τρόπο που αυτή θα συνεχίσει πατώντας ένα πράσινο ή ένα κόκκινο κουμπί. Η πλειοψηφία θα έκρινε και τη συνέχεια της αφήγησης. Παρεμφερώς λειτουργεί και το ‘I’m Your Man’ του 1992, στην εισαγωγή του οποίου ένας ηθοποιός τονίζει το ρηξικεύλεθο της ταινίας, θέτοντας προγραμματικά την επιθυμία να αλλάξει συνολικά η κινηματογραφική εμπειρία. Τελικά, όλες οι προσπάθειες έμειναν σε ένα πειραματικό επίπεδο και ο κινηματογράφος συνέχισε την πορεία του ανεξάρτητα. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά.

 

Δεν είναι μόνο το γεγονός πως τώρα πίσω από το πείραμα κρύβεται ένας κολοσσός, όπως το Netflix, ούτε ότι η ταινία εντάχθηκε στην ανθολογία μιας από τις πλέον επιδραστικές σειρές της εποχής μας, ίσως της πιο επιδραστικής ως προς τον τρόπο που βλέπει η ποπ κουλτούρα το μέλλον. Προφανώς και είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία. Το Netflix μπορεί να κάνει πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο άμεσα μια πειραματική ταινία relevant, σε σχέση με μια, για παράδειγμα, ανεξάρτητη παραγωγή. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι.

O τρόπος που λειτουργεί η ποπ κουλτούρα είναι τέτοιος, ώστε από καιρό όσοι την παρακολουθούν να νιώθουν ότι έχουν πολύ πιο ενεργή συμμετοχή στα τεκταινόμενα και στον τρόπο που αυτή παράγεται, σε σχέση με το παρελθόν όπου τα όρια μεταξύ του δημιουργού και του κοινού ήταν πολύ αυστηρά καθορισμένα. Τα social media έχουν ούτως ή άλλως έναν τέτοιου τύπου εκδημοκρατιστικό ρόλο. Οι γνώμες του κοινού μπορούν να φτάσουν πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο αδιαμεσολάβητα στους δημιουργούς. Ταυτόχρονα, τα κοινά του Netflix ηλικιακά είναι τα κοινά στα οποία η ποπ κουλτούρα δεν είναι απλά ένα χόμπι. Αντιθέτως, είναι ένα μέσο κοινωνικοποίησης, μια οπτική κατανόησης του κόσμου και ένας τρόπος να στηθεί μια επικοινωνία βασισμένη στις κοινές αναφορές.

Αυτή η ιδιαίτερη σημασία στο πώς προσλάμβανεται η ποπ κουλτούρα ως τρόπος διαμόρφωσης του εαυτού μας κάνει τη γενιά μας ιδιαίτερα απαιτητική ως προς τη συμμετοχή ενεργά στην παραγωγή της. Έτσι, παρότι προφανώς δεν υπήρχε μια ξεκάθαρη διεκδίκηση ρόλου στην ίδια την πλοκή ταινιών, η ιδέα μιας interactive ταινίας ταιριάζει απόλυτα στην εποχή μας. Ιδίως, όταν πρόκειται για μια πλατφόρμα, όπως το Netflix, η εμπειρία παρακολούθησης της οποίας συνδέεται πολύ περισσότερο με την ιδιωτική, παρά με τη δημόσια ζωή μας. Νetflix βλέπουμε μέσα στο comfort zone μας, φορώντας τις πιτζάμες μας, εκεί που φαινομενικά μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα. Το Netflix ένιωσε την ανάγκη να μας προειδοποιήσει να έχουμε κοντά το λαπτοπ μας για να μην χρειάζεται να σηκωνόμαστε και ξεβολευόμαστε. Το Bandersnatch είναι από την αρχή συνδεδεμένο με τον τρόπο που το παρακολουθούμε, με την κινηματογραφική εμπειρία. Και αυτό πρέπει να το κρατήσουμε. Πρόκειται για μια ταινία που πρέπει να δει ο καθένας μόνος του και με το λάπτοπ κοντά του. To Bandersnatch είναι τελικά η πρώτη ταινία, σε τέτοιο επίπεδο μαζικής κουλτούρας, που δεν θα μπορούσες να δεις στο σινεμά, αλλά ούτε καν με παρέα.

Μπορεί να μην προσέφερε ως ταινία το απαραίτητο συναισθηματικό δέσιμο στους περισσότερους από εμάς, πληρώνοντας ενδεχομένως και το γεγονός πως επικεντρωθήκαμε στο φορμάτ και χάσαμε την πλοκή. Το σενάριο ήταν μέτριο και σε κάποιες περιπτώσεις το timeline έμοιαζε να έχει πολλά κενά. Η σκηνοθεσία ήταν τελείως παραδοσιακά στημένη, πράγμα που προσωπικά πάντα με χαλάει στο Black Mirror, δεδομένων των πραγμάτων με τα οποία καταπιάνεται. Τα όρια της ελεύθερης επιλογής γίνονται αντικείμενο με το οποίο πραγματεύεται κατά βάση σε ένα meta επίπεδο η ταινία με έναν κάπως επιπόλαιο τρόπο. Ο meta σχολιασμός μπαίνει παντού σε τέτοιο σημείο, ώστε να φαντάζει ενοχλητικός. Πρακτικά μιλάμε για μια ταινία, στην καλύτερη περίπτωση μέτρια, πολύ κάτω από το επίπεδο στο οποίο μας έχει συνηθίσει o Charlie Brooker και οι συνεργάτες του.

Ακόμα και αν ο συγκεκριμένος αφηγηματικός τρόπος είναι οικείος στους gamers (γιατί η λογική της πορείας μιας πλοκής με βάση τις επιλογές αυτού που την παρακολουθεί, είναι ουσιαστικά ο τρόπος που λειτουργούν τα videogames), το γεγονός ότι μιλάμε για ταινία – που δεν βλέπεις στις αίθουσες μάλιστα- αλλάζει τα πάντα. Η μη γραμμική αφήγηση των πραγμάτων είναι πρακτικά εδώ. Μπορούμε να συζητάμε όλοι για την ίδια ταινία χωρίς να ξέρουμε ποιο τέλος έχει η καθεμιά.

Και αυτή η προοπτική αλλαγής ενδεχομένως να είναι τρομερά σημαντική και για το ίδιο το Netflix που βρίσκει έναν πρωτοποριακό τρόπο, σε περίπτωση πάντα που γίνουν και άλλες τέτοιες παραγωγές, να κάνει το profiling των χρηστών του μέσω των επιλογών που κάνουν μέσα στις ταινίες. Το πετυχημένο profiling, άλλωστε, είναι από τους πιο βασικούς παράγοντες επιτυχίας της πλατφόρμας με το να σου δημιουργεί μια αρχική σελίδα κατάλληλα διαμορφωμένη για σένα και για άλλους σαν εσένα. Και πάλι η εξατομίκευση, αυτή τη φορά της κατανάλωσης ποπ περιεχομένου, είναι στον πυρήνα της εταιρείας.

Ας σκεφτούμε, λοιπόν, πόσα περισσότερα δεδομένα θα έχει στη διάθεσή του το Netflix μέσα από απλές επιλογές που κάνουμε, όπως το τι τραγούδι προτιμάμε να ακούσει ο Stefan, συνδυασμένα με άλλα δεδομένα που προκύπτουν από τα πράγματα που επιλέγουμε να δούμε. Για παράδειγμα, ‘αυτός ο χρήστης και άλλοι χρήστες που συνήθως βλέπουν animation προτιμούν τη συγκεκριμένη μουσική’. Με αυτόν τον τρόπο, οι προτάσεις θα γίνονται ακόμα καλύτερες και ο χρήστης θα δυσκολεύεται (ακόμα πιο) πολύ να βγει από το ούτως ή άλλως εθιστικά στημένο περιβάλλον της πλατφόρμας. Και όλα αυτά λίγο πριν η Amazon και η Disney μπουν δυναμικά στην αγορά, προκειμένου να διεκδικήσουν κομμάτι από την πίτα, σε μια μεταβατική δηλαδή περίοδο ως προς τον τρόπο που λειτουργεί το streaming.

Προφανώς, βέβαια, το γεγονός ότι όλοι μιλάμε για το ‘Bandersnatch’ δεν σημαίνει αυτόματα ότι ήρθε το τέλος του κινηματογράφου όπως τον ξέραμε. Όσο πετυχημένος και αν ήταν ο τρόπος που αυτό παρουσιάστηκε ως κάτι πρωτόγνωρο και σαρωτικό. Ο κινηματογράφος είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από την αφήγηση μιας ιστορίας και η ολότητα είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του.  Δεν είναι τυχαίο το πόσο μας νοιάζει το τέλος μιας ταινίας κατά κάποιο τρόπο έχοντας και μια τελετουργική λειτουργία. Το τέλος μιας ταινίας, όπως και κάθε τέχνης που στηρίζεται στην αφήγηση, είναι ταυτόχρονα επιστροφή στον πραγματικό κόσμο και ο χρόνος που συμπυκνώνονται τα περισσότερα συναισθήματα και οι αντιδράσεις του θεατή ως προς αυτό που είδε. Στο Bandersnatch αυτή η αντιμετώπιση του κινηματογραφικού έργου ως ‘ολότητα’ διασαλεύτηκε. Η έμφαση δόθηκε στα επιμέρους. Όσοι κάναμε μπρος-πίσω στην αφήγηση, και μετά το πρώτο τέλος, χαθήκαμε ως προς το ποιες εκδοχές θεωρούνταν ‘τέλη’, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να συνδεθούμε συναισθηματικά με αυτό που είδαμε.

Το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου και η meta χρήση της τεχνολογίας μέσα στην ίδια την πλοκή μας καθιστά μέρος του δυστοπικού μηνύματος που έχει πάντα το Black Mirror δημιουργώντας την εντύπωση ότι συμμετέχουμε σε ένα ποπ event, όπως είναι το Bandersnatch. Πρώτα το παρακολουθούμε με την παραδοσιακή οπτική του ανθρώπου που κοιτάει αλλά δεν τον κοιτάνε. Στην πορεία παίρνουμε τον έλεγχο των πραγμάτων και γινόμαστε και οι ίδιοι ορατοί από τον πρωταγωνιστή. Στο τέλος, όταν κλείσουμε το pc, συνεχίζουμε να μιλάμε για αυτό στις παρέες μας και το κάνουμε με την εντύπωση ότι παίξαμε ενεργό μέρος σε αυτό που έγινε. Ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της πραγματικής ζωής συγχέονται, ώστε θεωρητικά το Βandersnatch να συνεχίζεται μέσα στην πορεία μας, ακόμα και όταν θα το έχουμε ξεχάσει τελείως. Εμείς που ελέγξαμε τον Stefan συνεχίζουμε τη ζωή μας, ανεξάρτητα από εκείνον. Περίπου δηλαδή αυτό που επιζητούν οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής από τότε που κατέστησαν, για εμπορικούς πρώτα από όλα λόγους, την ίδια την ταινία ως μέρος ενός ευρύτερου brand.

Τελικά, πιστεύω ότι περισσότερο από κάτι συνταρακτικό που θα αλλάξει τον τρόπο που στήνονται οι αφηγήσεις, το Bandersnatch ήταν σημαντικό από την άποψη του νέου δρόμου που ανοίγεται στις πλατφόρμες, στην προκειμένη το Netflix, ώστε να σκάψουν βαθύτερα σε πιο αποτελεσματικούς τρόπους να κατανοήσουν τους χρήστες τους. Και αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο σε εταιρικό επίπεδο. Αφού περάσαμε μια σχετική ελευθερία στον τρόπο που καταναλώναμε δωρεάν ποπ κουλτούρα, τα πράγματα αρχίζουν σιγά-σιγά να μετασχηματίζονται σε κάτι που μοιάζει τέλειως καινοτόμο, όπως το Bandersnatch, αλλά τελικά δεν απέχει και πολύ από τον τρόπο που η ανθρωπότητα έβλεπε τηλεόραση πριν τα torrents. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η ποπ κουλτούρα γίνεται στοιχείο ταυτότητας (πολλές φορές ορίζουμε το ποιοι είμαστε ανάλογα με τις σειρές και τις ταινίες που βλέπουμε), ο τρόπος που οι πάροχοι της μας σχηματοποιούν είναι ένα απίστευτα σημαντικό για την ίδια την παραγωγή περιεχομένου.

Ο τεράστιος όγκος δεδομένων μας κάνει να θεωρούμε ότι οι εταιρικοί κολοσσοί και διαχειριστές της διανομής  ποπ περιεχομένου μέσω διαδικτύου (Google, Spotify,Netflix, Amazon), σε μια ντεϊστικού τύπου σκέψη, υπάρχουν κάπου εκεί ψηλά αλλά δεν παρεμβαίνουν, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να ελέγξουν όλον αυτόν τον ογκο. Ακόμα και αν αυτό δεν είναι και τελείως λάθος, είναι σίγουρο ότι ο ρόλος τους, οι στόχοι τους, οι μετοχές τους και τα κέρδη τους είναι στοιχεία καταλυτικά για το ποια είναι η κατάσταση στην ποπ κουλτούρα. Με αυτή την έννοια, το Bandersnatch μπορεί, λοιπόν, να γίνει κάτι αδιανόητα επιδραστικό, αλλά όχι με τον τρόπο που το φανταζόμαστε αποκλείοντας τον αντίκτυπό του, αντίκτυπο που βέβαια δεν αφορά τους πάντες.

Η μάνα μου, για την οποία το Netflix είναι εξίσου άγνωστη λέξη με αυτό που ήταν και για τον Stefan, με ρώτησε τι κείμενο ετοιμάζω. Όταν της είπα, κάπως ενθουσιωδώς, για το Bandersnatch και τη δυνατότητα να επιλέξεις εσύ την πλοκή, μου απάντησε με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και χωρίς κανέναν ενθουσιασμό ‘α, αυτό δεν είναι που έκανε ο Βούρος σε μια σειρά;’. Και δεν είχε ακριβώς άδικο. Για να της εξηγήσω γιατί είναι τελικά σημαντικό θα έπρεπε να κάνω μια ολόκληρη εισήγηση για το τι είναι το Netflix, ποια είναι η επίδραση του Black Mirror στον τρόπο που βλέπουμε το μέλλον και να προσθέσω μια τεράστια ποσότητα πραγμάτων τα οποία θεωρούσα εξαρχής ως δεδομένα κοινή γνώση, όταν συνομίλησα με όσους ξέρουν είδαν το Bandersnatch.

Το Bandersnatch ήταν τελικά όντως ένα event στο οποίο συμμετείχαν κυρίως όσοι ήξεραν τη ‘φάση’. Το βιώσαμε εξατομικευμένα και ταυτόχρονα συλλογικά, ο καθένας μόνος του και την ίδια στιγμή όλοι μαζί παρέα. Και το event αυτό δεν τελειώσε, όταν τέλειωσε και η ταινία. Το event συνεχίζεται μέσω του σχολιασμού στα social media, στις καφετέριες, στα γραφεία, σε αυτό το κείμενο, ακριβώς όπως συμβαίνει με κάθε προϊόν της ποπ κουλτούρας. Στην προκειμένη, το Bandersnatch εξατομίκευσε την εμπειρία της παρακολούθησής του, έφτιαξε στον καθένα μας μια φαινομενικά δική του ταινία, μια δική του προσωπική εκδοχή ενός πράγματος που είδαν εκατομμύρια άλλοι. Ταυτόχρονα ήταν μια ταινία που μπορείς να δεις μόνο μέσα από την πλατφόρμα του Netflix και για ένα εκκολαπτόμενο είδος κινηματογράφου που εξαρχής είναι φτιαγμένος για το δωμάτιό σου και όχι για την κινηματογραφική αίθουσα, μέρες μόνο από όταν μπήκαμε στο δίλημμα να δούμε το ‘Roma’ από Netflix ή στις αίθουσες. Αυτό είναι όντως κάτι σαρωτικό.

Η πορεία θα δείξει αν το πείραμα ήταν πετυχημένο εμπορικά.Τώρα απλά περιμένουμε την επόμενη σεζόν του Black Mirror. Είτε αυτή θα είναι διαδραστική είτε όχι, ένα είναι το σίγουρο. Θα την παρακολουθήσουμε όλοι μαζί. Ο καθένας μόνος του.