
The Life of Chuck και Caught Stealing: Δύο σκηνοθέτες σε στροφή
Ο Mike Flanagan κάνει μια παράκαμψη από το μακάβριο στο Life of Chuck και ο Darren Aronofsky θέλει να κάνει να γελάσεις δυνατά με το Caught Stealing.
- 4 ΣΕΠ 2025
Έπρεπε να έχουμε δει το The Life of Chuck να έρχεται και όχι μόνο επειδή ο Mike Flanagan έχει γίνει ο δημιουργός που αναλαμβάνει τα δύσκολα εγχειρήματα της βιβλιογραφίας του Stephen King. Το Caught Stealing όμως, δεν είναι σε καμία περίπτωση μία αυτονόητη ταινία για τον Darren Aronofsky που έχει το πιστό του κοινό στην Ελλάδα.
Για τον Flanagan έγραφα κάποτε με αφορμή το Haunting of Bly Manor, μία από τις πολλές σειρές τρόμου του για το Netflix, πως «είναι ένας βαθιά ρομαντικός σε ένα είδος που δεν φημίζεται για την ανθρωπιά του. Είναι ο showrunner που είχε αρχικά γράψει τους Crains να παραμένουν στο Κόκκινο Δωμάτιο στο Haunting of Hill House, αλλά το άλλαξε επειδή δεν του πήγαινε καρδιά. Είναι ο άνθρωπος που ανέλαβε το sequel μίας επιεικώς κακής ταινίας όπως το Ouija και έφτιαξε ένα σπαρακτικό οικογενειακό δράμα τρόμου που δεν είχε κανένα δικαίωμα να είναι όσο καλό είναι. Είναι αυτός που προσπάθησε το ακατόρθωτο με το υποτιμημένο Doctor Sleep, να ικανοποιήσει και τους φαν της ταινίας του Kubrick και αυτούς του βιβλίου του Stephen King, κοιτάζοντας με συμπόνια το διαγενεακό τραύμα του Danny Torrance.
Είναι γνήσιος αισθηματίας δηλαδή θέλω να πω. Όσο σφοδρός κι αν θα είναι ενίοτε ο τρόμος του – και πόσο, μα πόσο μπορεί να είναι – δεν θα γίνει ποτέ ανάλγητος». Η παράκαμψη που κάνει με το Life of Chuck άρα ήταν γραμμένη στ’ άστρα του σινεμά.
Ο Aronofsky, τώρα, κάνει ταινίες εδώ και σχεδόν 30 χρόνια, και επί αυτά τα σχεδόν 30 χρόνια φαίνεται να είναι θυμωμένος με όσους τις παρακολουθούμε. Μία τυπική του ταινία είναι συναισθηματικά ταραχώδης, συχνά σε σημείο ναυτίας, και ενώ μερικές είναι πιο προσιτές από άλλες, ο δημιουργός δεν έχει δείξει ποτέ τη διάθεση να πάρουμε μια ανάσα, μετριάζοντας τον ζοφερό τόνο του. Το Caught Stealing όμως, παρότι επιδεικνύει επιτέλους έλεος, έχει όλα τα στοιχεία που το κάνουν μία αληθινή ταινία Aronofsky.
The Life of Chuck, Mike Flanagan
Σε τρία κεφάλαια, το The Life of Chuck είναι ένα Stand By Me για τις πολλαπλές ζωές που υπάρχουν μέσα σε κάθε έναν από εμάς, τραβηγμένα μέσα από τα όνειρά μας και του ρεαλισμού της καθημερινότητας.
Η ταινία ξεκινά στο τέλος του ταξιδιού του Chuck, αν και ο χαρακτήρας (που υποδύονται ο Tom Hiddleston, ο Jacob Tremblay, ο Benjamin Pajak και ο Cody Flanagan, από μεγαλύτερη σε μικρότερη ηλικία) εμφανίζεται μέχρι τα μισά της ταινίας κυρίως ως εικόνα σε μία σειρά από διαφημίσεις που τον ευχαριστούν για τα «39 υπέροχα χρόνια!». Όπως και με τις άλλες του προσεγγίσεις στο έργο του King, ο σκηνοθέτης αποτυπώνει πιστά το πρωτότυπο υλικό μέχρι και την τελευταία Κινγκ-ική του πινελιά, είτε πρόκειται για κάποιο μακάβριο αστείο, είτε για κάποια λεπτομέρεια ακριβείας. Αν μη τι άλλο απολαμβάνει την ευελιξία του είδους της νουβέλας, μεγεθύνοντας την απόκοσμη ατμόσφαιρα των αρχικών σκηνών πριν εμβαθύνει στην οικεία ζεστασιά των επόμενων κεφαλαίων. Γυρίζει κάθε ενότητα χρησιμοποιώντας διαφορετική αναλογία διαστάσεων και αλλάζει ηθοποιούς και τόνους χωρίς μέτρο. Έτσι κάθε ιστορία αποκτά τη δική της ζωή.
Η έναρξή του εν μέσω μιας Αποκάλυψης είναι φανταστική. Σχεδόν κάθε ατάκα διαλόγου θα μπορούσε να είναι το σλόγκαν κάποιας ταινίας του Roland Emmerich – σεισμοί στην Καλιφόρνια, ηφαίστεια στη Γερμανία, πυρηνική καταστροφή στην Ιαπωνία. Όλες αυτές οι καταστροφές συμβαίνουν ταυτόχρονα, και είναι τόσες πολλές και με τέτοια ταχύτητα, που μοιάζουν με χιονοστιβάδα όταν φτάνουν στον Marty, τον δάσκαλο του Chiwetel Ejiofor που διδάσκει σε ένα άδειο, πια, σχολείο.
Από άποψη ατμόσφαιρας εκείνο το πρώτο μέρος είναι υπέροχα φτιαγμένο. Θα έβλεπα με χαρά μία, τουλάχιστον, επιπλέον ώρα αυτού του Αρμαγεδδώνα με πρωταγωνιστή τον Chuck, όμως καθώς ο πρωταγωνιστής του τίτλου ανακτά την υγεία του που μαθαίνουμε ότι είναι βαριά, η ταινία χάνει αντιστρόφως ανάλογα τη ζωντάνια της.
Το πρόβλημα είναι πως ο Flanagan – γνωστός για τις τρομακτικές αλλά πιο διακριτικές δημιουργίες τρόμου του – μοιάζει να βάζει εισαγωγικά στις σκηνές που θέλει να ανακοινώσει ως πιο συγκινητικές. Η μουσική γίνεται μεγαλοπρεπής και γλυκερή κάθε φορά που υπάρχει μια μεγάλη συναισθηματική αποκάλυψη, και οι χαρακτήρες εκφωνούν σοβαρούς μονολόγους για την ομορφιά των μαθηματικών, αν και οι Hiddleston και Ejiofor καταφέρνουν σε κάποιο βαθμό να αντισταθμίσουν τη μελοδραματικότητα. Ο Ejiofor εξηγεί το Κοσμικό Ημερολόγιο του Carl Sagan με μια σαιξπηρική αυθεντία που δίνει σημασία σε κάθε λέξη να έχει σημασία και ο Hiddleston στο δεύτερο μέρος της ταινίας έχει ένα εκτενές χορευτικό νούμερο που απογειώνει για μια στιγμή την ταινία. Ο Flanagan τον σκηνοθετεί σα να τον παρακολουθεί μαζί μας, αντί να τον παρουσιάζει.
Εμπνευσμένο από το ποίημα Song of Myself του Walt Whitman – και συγκεκριμένα από τον στίχο «είμαι ευρύς, περιλαμβάνω πλήθη» («το φάρδος μου είν’ απέραντο, και κλείνω εντός μου πλήθια», σε παλαιότερη ελληνική μετάφραση) – το σενάριο βασίζεται σε γνωστά αρχέτυπα και tropes για να μεταδώσει τη συγκινητική του ιδέα. Φυσικά και ο Chuck είχε μια τραγική παιδική ηλικία που τον έκανε να δεχτεί τη συμβουλή του παππού του Albie (ένας υπέροχος Mark Hamill) να επιλέξει μια σταθερή ζωή αντί για μια παθιασμένη. Φυσικά και το κορίτσι που ο Chuck παρασύρει να χορέψει μαζί του κατά τη διάρκεια της δεύτερης πράξης είναι κάποια που, όπως και ο Chuck, έχει απελπιστική ανάγκη να της φτιάξει κάποιος τη διάθεση. Και φυσικά ο Chuck ανακαλύπτει, ως αγόρι, ότι μέσα του, όπως και σε όλους, ενυπάρχει μαγεία που δεν μπορεί να σβήσει ο χρόνος ή οι περιστάσεις. «Αυτή τη στιγμή, είμαι υπέροχος», λέει στον εαυτό του ένα βράδυ καθώς κοιτάζει τα αστέρια, παραφράζοντας τον Whitman. «Έχω το δικαίωμα να είμαι υπέροχος».
Η γραμμή αγγίζει τα όρια του γλυκανάλατου και πιθανόν θα κάνει όσους δεν ανέχονται τη μελοδραματικότητα να ανατριχιάσουν. Με κέρδισε όμως η ειλικρινής επιμονή της ταινίας – βασικό στοιχείο του Flanagan – πως ο καθένας μας έχει πρόσβαση σε έναν εσωτερικό κόσμο που κανείς άλλος δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως. Αυτό το μήνυμα, όσο κοινότυπο και αν είναι, γίνεται συγκινητικό λόγω της ευθύτητας με την οποία μεταφέρεται. Η ιστορία του Chuck είναι με κρυφό τρόπο σύμφωνη με το υπόλοιπο έργο του King, επειδή φωτίζει το θαύμα και τον τρόμο του να είσαι άνθρωπος. Το να ζεις σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι ο θάνατος πλησιάζει, ότι τα πλήθη που εμπεριέχουμε δεν μπορούν να διαρκέσουν για πάντα. Η αλήθεια αυτή είναι ίσως ο πιο βαθύς φόβος που υπάρχει, πρέπει όμως να μας παρηγορεί ότι είναι αυτός που μοιραζόμαστε όλοι.
Το The Life of Chuck (Η Ζωή του Τσακ) κυκλοφορεί από το Cinobo.
Caught Stealing, Darren Aronofsky
Το Caught Stealing είναι το είδος οικείας περιήγησης στη Νέα Υόρκη που αποκαλείται συνήθως ερωτική επιστολή προς την πόλη. Οι γωνιές της όμως που αρέσουν στον Aronofsky έχουν τόση βρωμιά, απειλή και χιούμορ, που μοιάζει περισσότερο με ένα τρυφερό, βρώμικο σατιρικό ποίημα. Υπάρχει μέχρι και κατσαρίδα στους τίτλους έναρξης, γιατί Aronofsky.
Ο Hank Thompson (Austin Butler), ο κακοποιημένος πρωταγωνιστής της ταινίας, έχει κάνει δύο μεγάλα λάθη. Πρώτον, έσωσε ως έφηβος μια αγελάδα. Στρίβοντας το αυτοκίνητό του για να την αποφύγει έπεσε πάνω σε έναν στύλο, κατέστρεψε την πολλά υποσχόμενη επαγγελματική καριέρα του στο μπέιζμπολ. Δεύτερον, συμφώνησε να φροντίσει μια γάτα. Το cat-sitting συμβαίνει στο σήμερα, μετά τη μετακόμισή του από την Καλιφόρνια στο Lower East Side του Manhattan, όπου εργάζεται ως μπάρμαν. Πριν προλάβει ο τεμπέλης μαμάκιας να ανοίξει ένα κουτάκι μπύρα, δύο κακοποιοί έρχονται να βρουν τον πραγματικό ιδιοκτήτη της εν λόγω γάτας, τον γείτονά του, τον Russ (Matt Smith). Αφού δεν κατάφεραν να βρουν τον πραγματικό στόχο τους, χτυπούν τόσο πολύ τον Hank που χάνει το ένα του νεφρό.
Ο Hank δεν ξέρει τι θέλουν όλοι οι κακοποιοί που θα βρεθούν εν τέλει στο διάβα του, αλλά ξέρει πως θέλει απεγνωσμένα να τους ξεφορτωθεί, οπότε ανταποκρίνεται στην επιμονή μίας σκληροτράχηλης βετεράνου ντετέκτιβ της αστυνομίας που υποδύεται η Regina King, που δεν έχει ακόμα πειστεί πως ο Hank έχει μπλεχτεί τυχαία στην υπόθεση.
Τα πάντα στην οθόνη είναι καλυμμένα με γκράφιτι, αλκοόλ ή σωματικά υγρά. Το Caught Stealing, σε διασκευή του Charlie Huston από το ομώνυμο μυθιστόρημά του, είναι ένα βίαιο ξεφάντωμα που υμνεί τη βρώμικη Νέα Υόρκη του 1998, όταν το World Trade Center υπήρχε ακόμη και οι geeks της τεχνολογίας ήταν ακόμα άφραγκοι, με δουλειές που κανείς δεν καταλάβαινε. Ο Aronofsky λατρεύει σαφώς αυτόν τον βούρκο, προτιμώντας τους σέξι, ενεργητικούς ήχους του συνθέτη Rob Simonsen και ένα soundtrack που αφήνεται στους post-punk Idles.
Ο Aronofsky προσέγγισε τον Huston για τη μεταφορά του Caught Stealing πριν από πάνω από μιάμιση δεκαετία, την εποχή περίπου που γύριζε το Black Swan. Η φήμη του σκηνοθέτη είναι τόσο συνδεδεμένη με φιλόδοξα – και επιτηδευμένα ακόμα – έργα οσκαρικού επιπέδου, που ακόμα και όταν μας απασχολεί το αν ο Hank θα καταφέρει να σώσει τον εαυτό του — ή, έστω, τη γάτα —, στο πίσω μέρος του μυαλού μας αναρωτιόμαστε τι τράβηξε τον σκηνοθέτη σε μια ιστορία που είναι, απλά, μια καλή ιστορία. Πρέπει να αγαπάει τις ταραχώδεις και βρώμικες κλασικές ταινίες της Νέας Υόρκης που ανέδειξαν μια γενιά σπουδαίων σκηνοθετών στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, και τότε σκέφτεσαι ότι το 1998 — μια χρονιά που πρέπει να επέλεξε ο ίδιος ο Aronofsky μιας που το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 2000 — ήταν περίπου στην ηλικία του Hank και κυκλοφορούσε την ταινία που τον ανέδειξε, το Pi, γυρισμένο σε κοντινή τοποθεσία.
Το πιο meta, ωστόσο, επίπεδο που φαίνεται να είναι διατεθειμένος να φτάσει ο Aronofsky είναι να επιλέξει τον Griffin Dunne για τον ρόλο του αφεντικού του Hank μιας που ο Dunne είχε πρωταγωνιστήσει στο After Hours του Martin Scorsese. Αυτή είναι η πιο σκοτεινή από όλες τις μαύρες κωμωδίες της Νέας Υόρκης, για έναν άλλο άτυχο γκαφατζή που την πατάει συνεχώς από περιστάσεις εκτός του ελέγχου του. Το After Hours έχει όμως πιο ισχυρή άποψη από το Caught Stealing, μία βαθιά αίσθηση πως το σύμπαν κάνει έναν άνθρωπο σάκο του μποξ για το παραμικρό αμάρτημα που μπορεί να διαπράττει. Είναι Scorsese, οπότε φυσικά μοιάζει με καθολική παραβολή. Το Caught Stealing δεν είναι τόσο στοχαστικό.
Δεν μπορώ ωστόσο παρά να απολαύσω έναν Aronofsky που αλλάζει τονικά. Το Caught Stealing μοιάζει με δική του διέξοδο αποσυμπίεσης. Από την αρχή ως το τέλος, αυτό που κυρίως επιθυμεί είναι να διασκεδάσει. Θέλει μία pulp ιστορία εγκλήματος με καλό χιούμορ και εντυπωτικούς χαρακτήρες που, ναι, πεθαίνουν κάμποσο, αλλά αυτό αποτελεί τραγωδία μονάχα για έναν ή δύο εξ αυτών. Επιτέλους μια ταινία του Aronofsky που δεν δίνει την αίσθηση ότι μας μισεί. Αυτή τη φορά, μάλιστα, θέλει να μας κάνει να γελάσουμε δυνατά.
Βοηθάει και το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής του είναι εξαιρετικά συγχρονισμένος με τον ρόλο του. Ο Austin Butler αποδεικνύει την ικανότητά του να κυριεύει την οθόνη όπως οι παλιοί σταρ του κινηματογράφου, διατηρώντας την ερμηνεία του προσγειωμένη, συμπαθή και συμπονετική, ακόμα και όταν ο Hank κάνει κακές επιλογές ή βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι πρόσφατοι ρόλοι του στον κινηματογράφο — ο Βασιλιάς του Ροκ, ένας βαρύμαγκας μοτοσικλετιστής, ένας παλαβός κληρονόμος των Harkonnen — έχουν αναμφίβολα αναδείξει το εύρος των δυνατοτήτων του. Εδώ, όμως, ο Butler λάμπει παίζοντας απλά έναν σχετικά συνηθισμένο τύπο με εξόχως κακή τύχη.
Η χημεία του με τη Zoë Kravitz είναι επίσης εκρηκτική, ακόμα κι αν η ηθοποιός μένει κυρίως ανεκμετάλλευτη. Πιο εμφανής συγκριτικά είναι ο Matt Smith που απολαμβάνει πραγματικά τον punk χαρακτήρα και τη χαοτική του μοϊκάνα. Όλοι οι ηθοποιοί συνολικά φαίνεται να το καταδιασκεδάζουν, από τον Vincent D’Onofrio και τον Liev Schreiber που θα σε διπλώσουν στα γέλια ως Χασιδιστές εκτελεστές, μέχρι τον Bad Bunny σε ρόλο εκκεντρικού γκάνγκστερ.
Αυτό κάνει ακόμα πιο απογοητευτικό το γεγονός ότι το Caught Stealing σχεδόν αυτοκαταστρέφεται από νωρίς, με μία ανατροπή στο τέλος του πρώτου μέρους που απειλεί να ξεφουσκώσει όλη την υπόθεση. Μία σεισμική εξέλιξη της πλοκής εξαντλεί σχεδόν όλη την συναισθηματική επένδυση που έχει δημιουργηθεί ως τότε, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα όταν η υπόλοιπη τρέλα αρχίζει να ξεδιπλώνεται που είναι δύσκολο να ξεπεράσεις.
Ίσως είναι αυτή η πικρία που απολαμβάνει ο Aronofsky. Ότι ακόμα και σε διασκεδαστική διάθεση, δεν μπορεί να μην τραβηχτεί προς την άβυσσο. Και είναι αυτή η προσήλωση στον πόνο που κάνει το Caught Stealing μία αληθινή ταινία του Aronofsky.
Το Caught Stealing (Κλέφτης από Σπόντα) κυκλοφορεί από τη Feelgood.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.