GAMES

Την εποχή του PS2: GTA Vice City

Money, power, respect. The open-world is yours (to play).

Τη στήλη αυτή ήθελα να την ξεκινήσω με τούτο δω το ασήμαντο παιχνιδάκι. Παρόλα αυτά, δεύτερες και τρίτες σκέψεις μου θόλωσαν την κρίση, για το λόγο ότι είχα κάνει αφιέρωμα στο GTA (γενικά) πριν περίπου 18 μήνες, δεν ήθελα να επαναληφθώ ούτε στο ελάχιστο. Λάθος. Δεν γίνεται αφιέρωμα στα αγαπημένα μου PS2 games, έστω και σε «τεύχη», χωρίς το ‘Grand Theft Auto’, χωρίς το Vice City, χωρίς το δικό μας ‘Scarface’, ιερόσυλος δεν γίνομαι.

I always tell the truth, even when I lie

Για την κορυφαία εταιρεία του χώρου (Rockstar) και το «καλύτερο κακό παιδί» της (‘Grand Theft Auto’), ό,τι και να γράψει κανείς είναι λίγο, αλλά θα πρέπει με κάποιο τρόπο να το κάνω. Το ‘GTA III’ το 2001 καθόρισε τις εξελίξεις στο χώρο των open-world games, στοιχεία και ιδέες συναντάμε έως και σήμερα, εντός κι εκτός της περίφημης σειράς.

Το Vice City (2002), όμως, το πήγε ένα βήμα πιο πέρα σε επίπεδο gameplay αλλά κυρίως σε αυτό που ονομάζουμε «κινηματογραφική εμπειρία».

Σε αυτή την περίπτωση, η land of opportunity είναι το παραδεισένιο και κολασμένο Μαϊάμι. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’80 και η πόλη γνωρίζει «άνθηση», ανάπτυξη. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει μόνο για τις νόμιμες κατάστασεις, μάλιστα θα έλεγε κάποιος ότι περισσότερο έχει να κάνει με την παρα-οικονομία και δη τα ναρκωτικά. Το Vice City μοιάζει να είναι το videogame όπου η Rockstar οριοθετεί, προσδιορίζει (τελειοποιεί ενδεχομένως) το μοτίβο και τη φυσιογνωμία των GTA και, συνάμα, το δικό της πρόσωπο στο gaming και στους τίτλους της γενικότερα.

Καυστικό χιούμορ δίχως όρια, σαρκασμός των αμερικανικών συνηθειών και της κουλτούρας των κατοίκων, τα κακώς κείμενα στη φόρα. Κι ενώ θα μπορούσε πολύ πολύ εύκολα να κατηγορηθεί για ξεπατικωτούρα του επικού ‘Scarface’, η Rockstar (North) κατάφερε το ακατόρθωτο με ακρίβεια ακροβάτη. Πάτησε πάνω στο σχοινί και πέρασε από τη μία άκρη στην άλλη χωρίς καν να παραπατήσει, για πτώση ούτε λόγος.

Δεν είναι μόνο η τελευταία αποστολή (τελευταία σκηνή στην ταινία) της ιστορίας του Vice City. Οι αρκετές διάσπαρτες αναφορές, η ατμόσφαιρα γενικά, ρισκάρει απεριόριστα, αλλά τίποτα κακό δεν συμβαίνει, δεν ενοχλούνται ούτε οι πιο αφοσιωμένοι οπαδοί του Σημαδεμένου (σαν και του λόγου μου). Η Rockstar North καταφέρνει να κάνει κτήμα της το αριστούργημα του De Palma και να προσφέρει τη δική της εκδοχή.

Ένα κομμάτι της επιτυχίας ανήκει στο voice acting και ευχαριστώ τη Wiki που με βοήθησε να τους θυμηθώ όλους ή σχεδόν όλους: Ray Liotta (Tommy Vercetti), Tom Sizemore (Sonny Forelli), Robert Davi (Colonel Juan García Cortez), William Fichtner (Ken Rosenberg), Dennis Hopper (Steve Scott), Burt Reynolds (Avery Carrington), Luis Guzmán (Ricardo Diaz), o Philip Michael Thomas (Lance Vance) από το ‘Miami Vice’ από το οποίο συναντούμε επίσης πινελιές εδώ, Danny Trejo (Umberto Robina), Gary Busey (Phil Cassidy), Lee Majors (“Big” Mitch Baker), Fairuza Balk (Mercedes Cortez), μέχρι και η Jenna Jameson ως Candy Suxxx, ενώ ακούγεται η φωνή της Debbie Harry των Blondie (ναι, εδώ κέντρο, 312 ακούει, έτερος). Ούτε σε ταινία τέτοιο cast.

Και, προφανώς, ποιός μπορεί ν’ αγνοήσει ένα από τα καλύτερα soundtracks στην ιστορία των videogames, με licensed μουσικά κομμάτια που καλύπτουν όλα τα γούστα, αν και προσωπικά δηλώνω groupie των Love Fist.

All I have in this world is my balls and my word. And gameplay.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι πάνω-κάτω το 50% (άντε και λίγο παραπάνω), δίχως το σωστό gameplay θα ήταν όντως μια καρικατούρα του ‘Scarface’. Μία ποικιλία κρεατικών (shooting) και θαλασσινών (racing) αποστολών που εκτοξεύουν την εμπειρία, από βασικές έως παράπλευρες. Πέραν της τελευταίας που εκτοξεύει την αδρεναλίνη αλλά και συγκινεί, πάντα ξεχωρίζω την Malibu που σπάει σε κομμάτια (και ειδικά στο The Driver σπάει balls μέχρι να τα καταφέρεις), αλλά και την Publicity Tour με τη λιμουζίνα των Love Fist αλά Speed (ταινία). Απ’ ότι φαίνεται παρακάτω, το δρομολόγιο κάνει τη διαφορά.

 

Αγορές ακινήτων και επιχειρήσεων, κλοπές αυτοκινήτων και μηχανών, βόλτες με ελικόπτερα και ταχύπλοα, κυνηγητά με την αστυνομία (με πολλά αστέρια) έτσι για το μηδέν, rampages, άλματα, δολοφονίες, driving missions, τόσα πολλά και καλά γύρω-γύρω, ένας παιδότοπος για ενήλικους (μεγαλοπαιδότοπος;). Απόλαυση.

Would you kiss me if I wear the hat?

Γνωρίζω ότι μάλλον είμαι η μειοψηφία. Όλοι αγαπήσαμε το Vice City, αλλά οι περισσότεροι έχουν στην καρδιά τους το San Andreas το οποίο, κακά τα ψέματα, σε όρους ολοκληρωμένης open-world εμπειρίας έκανε το κάτι παραπάνω. Θεωρώ πως ισχύει ότι έγραψα στο ανάλογο άρθρο για το ‘God of War’. Πρώτον, δεν έχω όρεξη να τσακωθώ με τον εαυτό μου, λατρεμένα και τα δύο, 10 στα 10 από μένα. Δεύτερον, ως ατμόσφαιρα το Vice City με κερδίζει περισσότερο κι αυτό είναι που λένε ο υποκειμενικός παράγοντας.

Άνθρωποι, κυρίως εκτός gaming, με ρωτάνε πολλές φορές για τη βία σε αυτά, τις «επικίνδυνες» αναφορές, το ‘GTA’ που κάνει ζημιά. Ναι, προφανώς το εκάστοτε ‘Grand Theft Auto’ δεν προορίζεται για 12χρονα, οι εικόνες του δεν είναι για τα μάτια τους. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως ένα παιδί αυτής της ηλικίας δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως ένα ‘GTA’, να αντιληφθεί τι θέλει να μας πει για την κοινωνία, το σαρκασμό, τις εμπνεύσεις και τις επιρροές του. Σε αυτή τη φάση, απλά παίζεις. Όταν μεγαλώσεις λίγο έως πολύ και αποκτήσεις ερεθίσματα, βιώνεις. Μια εμπειρία.