ENTERTAINMENT

To ‘10 Cloverfield Lane’ είναι η ταινία τρόμου που δεν περίμενες να δεις

Αλλά πρέπει. Να τη δεις.

Το θυμάσαι το “Cloverfield”; Εκεί το πολύ ιδιόμορφο, μετα-9/11 άγχους, Godzilla σε found footage φιλμ τρόμου που είχε φτιάξει υπό άκρα μυστικότητα το παρεάκι του Τζ. Τζ. Έιμπραμς πριν μερικά χρόνια; Το είχα βρει απολαυστικό. Σε πολύ κόσμο δεν άρεσε κυρίως επειδή οι χαρακτήρες ήταν κατά βάση κενά, βαρετά τυπάκια, από τους ανθρώπους εκείνους που την ώρα του χαμού θα είχαν κύρια έγνοια πόσα λάικς θα έπαιρνε ένα βιντεάκι του τέρατος στο facebook. Προσωπικά μου άρεσε κυρίως επειδή οι χαρακτήρες ήταν αυτοί οι τύποι.

Γενικότερα το είχα βρει μια πολύ δυνατή προσθήκη σε ένα αρχαίο είδος ταινιών. Πολύ αποτελεσματική χρήση της Jaws φιλοσοφίας τερατοταινίας (μια τεράστια επιρροή του Έιμπραμς), όπου η απειλή όσο είναι δυνατόν απουσιάζει από την οθόνη, αφήνοντας χώρο στους χαρακτήρες και στο χάος που αρχίζει να κυριαρχεί. Ο Έιμπραμς δεν είχε γυρίσει την ταινία (αν και τα ίδια ισχύουν και για το “Super 8” του ίδιου), σκηνοθέτης τότε ήταν ο Ματ Ριβς και σεναριογράφος ο Ντρου Γκόνταρντ, δύο τότε ανερχόμενα ταλέντα που σήμερα έχουν στο ενεργητικό τους τα “Dawn of the Planet of the Apes” και το τηλεοπτικό “Daredevil” αντίστοιχα, οπότε μπορείς να πεις πως εκείνη η ταινία σίγουρα έδωσε μια κρίσιμη ώθηση στις καριέρες τους.

Τελοσπάντων. Το θυμάστε το “Cloverfield”, θέλω να καταλήξω.

Επειδή ξεχάστε το.

 

Το “10 Cloverfield Lane” δεν έχει σχέση. Ή, βασικά, έχει. Προφανώς έχει, είναι στον τίτλο. Αλλά αυτή η σύνδεση, εκτός από ενδιαφέρουσας σύλληψης, είναι και ένα αληθινά συναρπαστικό σημείο ανάλυσης ως προς τον τρόπο που λειτουργούν τα κινηματογραφικά στούντιο. Με αυτό θέλω να πω ότι το “10 Cloverfield Lane”, που γυρίστηκε σε συνθήκες εξίσου άκρας μυστικότητας με τον προκάτοχό του, είναι σίκουελ αλλά και δεν είναι. Είναι εμφανέστατα μια περίπτωση εξαιρετικού κλειστοφοβικού θρίλερ που η σύλληψή του έγινε ως κάτι το ανεξάρτητο κι αργότερα ήρθε υπό την ταμπέλα του Cloverfield για λόγους, πιθανώς, μπάτζετ και προώθησης.

Περιέργως, και χωρίς να αποκαλύψουμε περισσότερα, όλο αυτό λειτουργεί άψογα. Το “10 Cloverfield Lane” είναι πολύ καλό.

[To ακόλουθο κείμενο συζητά την ταινία με spoilers επιπέδου τρέιλερ, όχι παραπάνω.]

 

Πρωταγωνιστεί η Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ (του “Scott Pilgrim”), μια από τις κρυφά καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της στο ρόλο μιας γυναίκας που τρέχοντας μακριά από έναν χωρισμό, εμπλέκεται σε δυστύχημα στο δρόμο και ξυπνά δεμένη, κρατούμενη, σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Σύντομα θα αρχίσουν να έρχονται οι εξηγήσεις. Αυτός που την κρατά εκεί, αυτός που “της έσωσε τη ζωή!” είναι ένας από αυτούς τους μανιακούς συνωμοσιολόγους που πιστεύουν ότι εξωγήινοι θα μας επιτεθούν και που αγοράζουν τα βιβλία του Άδωνι (νομίζω είδα καναδυό στα ράφια του). Τον παίζει ο Τζον Γκούντμαν που εντελώς αβίαστα καταφέρνει να μοιάζει εξίσου με τρομακτικό τέρας όσο και με ανασφαλή κοινωνιοπαθή.

 

To αρχικό σενάριο έγραψαν οι Ματ Στούκεν και Τζος Κάμπελ, όμως την ουσιαστική βερσιόν κατέθεσε ο Ντάμιεν Σαζέλ, δηλαδή ο σκηνοθέτης του “Whiplash”, ο οποίος όπως έγινε εμφανές με την οσκαρική του εκείνη ταινία, ενδιαφέρεται πολύ για τις δυναμικές μέσα σε μια θυελλωδώς abusive σχέση. Μια τέτοια βρίσκεται και στο επίκεντρο του “10 Cloverfield Lane” καθώς ο Χάουαρντ (του Τζον Γκούντμαν) κρατά δέσμια τη Μισέλ (της Γουίνστεντ) επιμένοντας πως εκείνος ξέρει καλύτερα, πως εκείνη του οφείλει τη ζωή της. Το σενάριο είναι αριστοτεχνικό και προχωρά σπέρνοντας διαρκώς αμφιβολίες σχετικά με την αλήθεια των όσων διατείνεται ο Χάουαρντ, σχετικά με το τι συμβαίνει στα αλήθεια στην επιφάνεια της Γης. Όμως ταυτόχρονα, ακόμα κι η πιθανότητα του να έχει όντως δίκιο δεν φτηναίνει ποτέ την επιθετική, εγκληματική του διάσταση: Ο Χάουαρντ ζωγραφίζεται απόλυτα και ικανοποιητικά ως ο τύπος του ψυχασθενούς που φοβάται τις γυναίκες, που θέλει να καλύψει ένα δικό του κενό μεταχειριζόμενος τη Μισέλ σα να ήταν μια άψυχη κούκλα. Την κρατά αιχμάλωτη, απαιτεί απόλυτο έλεγχο της ύπαρξής της, γίνεται έξαλλος όταν η Μισέλ φλερτάρει με έναν άλλο θαμώνα του υπόγειου αυτού καταφυγίου, τον Έμετ.

 

Η καλύτερη σκηνή του έργου έρχεται όταν οι τρεις τους παίζουν κάτι σαν το Taboo. Ο Έμετ προσπαθεί να περιγράψει τον τίτλο “Little Women” στον Χάουαρντ. “Χάουαρντ, η Μισέλ είναι…;” “Κορίτσι!”, απαντά εκείνος. “Πιο μεγάλη από αυτό…;” “Είναι… εεε… εε… αααα… αμπφ μακξφδ… κορίτσι εεε… ηφξνκα ξιογξξνκξνχ… πριγκίπισσα!”. Ο Χάουαρντ κυριολεκτικά δε μπορεί να πει τη λέξη “γυναίκα”.

Η δε Μισέλ ξεκινά την ταινία τρέχοντας μακριά από μια σχέση δίχως η ταινία να μας προσφέρει τίποτα σαν επιπλέον πληροφορία. Πρόκειται για θαυμάσιο δείγμα οικονομίας στην αφήγηση, ειδικά συνυπολογίζοντας το πώς η προσωπική εξέλιξη του χαρακτήρα διαγράφεται στη διάρκεια του φιλμ, το πώς πάμε από την πρώτη αυτή -λιτή- σκηνή, στην ολοκλήρωση της διαδρομής με την πολυσυζητημένη τρίτη πράξη. Η ταινία παίζει διαρκώς με τον θεατή και με τους ήρωές και τις προσδοκίες όλων μας και όλων τους σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει εκεί έξω. Φυσικά δεν θα αποκαλύψουμε τίποτα, ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε έστω και -δυστυχώς- έτσι αόριστα, πως αποτελεί ένα άψογο κλείσιμο character arc για τη Μισέλ.

 

Στο μεταξύ, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται στους τέσσερις τείχους του καταφυγίου, αναπτύσσοντας τις δυναμικές των χαρακτήρων και στήνοντας υπομονετικά ένα φανταστικό παζλ απόδρασης. Και πάλι θα επιστρέψουμε στην οικονομία του σεναρίου του Σαζέλ, όπου κάθε μικρό ή μεγάλο κομμάτι οπτικής ή λεκτικής πληροφορίας θα επιστρέψει για να κουμπώσει ιδανικά στην πορεία. Το “10 Cloverfield Lane” είναι σε ίσα μέρη ένα παζλ, ένα ασφυκτικό θρίλερ, μια σπουδή προσωπικής απελευθέρωσης, ένα αγωνιώδες δράμα χαρακτήρων, ένα α λα “Twilight Zone” διαμαντάκι. Η διαχείριση του υλικού είναι εξαιρετική από όλους τους εμπλεκόμενους- το σενάριο είναι μεν θαυμάσιο, όμως ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Νταν Τράχτενμπεργκ κάνει καλή δουλειά στην ενορχήστρωση και το μικρό καστ είναι τέλειο.

 

Και το “Cloverfield”; Οι ταινίες είναι περισσότερο ξαδερφάκια παρά οτιδήποτε άλλο πιο άμεσο. Λατρεύω την ιδέα του να προχωρήσουμε σε ένα τέτοιο σύμπαν ανθολογίας τρόμου, με μικρές αυτοτελείς ιστορίες διαφορετικού τύπου θρίλερ, να ενώνονται υπό μία σκεπή, και πάντα από νέα πρόσωπα του χώρου, όπως ήταν τότε οι Ριβς και Γκόνταρντ και τώρα οι Σαζέλ και Τράχτενμπεργκ. Εξάλλου, αν το “10 Cloverfield Lane” μας μαθαίνει ένα πράγμα, είναι πως τα τέρατα μπορούν να έρχονται σε διάφορες μορφές.