REVIEWS

Το Bridge of Spies είναι το όπιο των πατεράδων μας

Ένας δημοσιογράφος του Oneman, λίγες ώρες μετά την ταινία του Steven Spielberg, ανακαλύπτει το κοινό στο οποίο απευθύνεται.

Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα μια πραγματική ταινία κατασκόπων πριν από αυτή. Και δεν είμαι σίγουρος αν το Χόλιγουντ αποφασίζει να ξαναφέρει το ψυχροπολεμικό κλίμα μπροστά σε όσα συμβαίνουν γεωπολιτικά στη Μέση Ανατολή και αναμφίβολα θα ξαναφέρουν τις δύο χώρες αντιμέτωπες διπλωματικά. Αλλά αν παρακολουθείς και τα reviews μας για το Homeland, θα δεις ότι οι Ρώσοι είναι λίγο ας το πούμε “της μόδας”.

Δυσκολέυτηκα επί δύο ημέρες να βρω εισιτήριο για την συγκεκριμένη ταινία. Και ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος τι είναι πια αυτό που τραβά τον πολύ κόσμο στις ταινίες. Γιατί η συγκεκριμένη έχει πάνω της μερικά πάρα πολύ μπλοκμπαστερικά στοιχεία αλλά δεν είμαι σίγουρος πόσο πλέον τραβά τον Έλληνα στον κινηματογράφο ο Τομ Χανκς, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ή μια κατασκοπική ταινία. Νομίζω το 8 που το βαθμολογεί το imdb είναι μεγαλύτερο κριτήριο για τον κόσμο.

Όπως και να ‘χει, η Γέφυρα των Κατασκόπων – όπως την αποκαλούμε αυτή την ταινία στα ελληνικά – έχει κάνει περίτρανα αισθητή την παρουσία της και νομίζω προσωπικά ότι αυτό που καταφέρνει να κάνει περισσότερο από όλα είναι να δηλώσει ότι μπορούμε ακόμα να βγάζουμε παλιού τύπου μπλοκμπάστερ με σημερινά δεδομένα και να αρέσουν στον κόσμο. Για να το θέσω πιο απλά, αυτή η ταινία είναι ιδανικά φτιαγμένη για να αρέσει στους πατεράδες μας, στην Ακαδημία, σε όλους εκείνους που έμαθαν να αγαπούν τον κινηματογράφο τις δεκαετίες ’70, ’80 και ’90. Χωρίς αυτό να το θεωρώ κακό σε κανένα σημείο.

 

 

Κι αν και ομολογώ ότι δεν είναι μια έκφραση που χρησιμοποιώ συχνά. Για την ακρίβεια, πρώτη φορά το ξεστόμισα σήμερα το πρωί στο γραφείο αλλά εκφράζει επακριβώς αυτό που σκέφτομαι για αυτή την ταινία. Το Bridge of Spies έχει Ψυχρό Πόλεμο (ναι, αρέσεουν του πατέρα σου οι ιστορίες του Ψυχρού Πολέμου), έχει κατασκόπους των αρχών των 60s (σε ποιον πατέρα δεν αρέσουν οι κατασκοπικές ταινίες), έχει το Βερολίνο τον καιρό που ορθωνόταν το τείχος (δώσε στον πατέρα ιστορικό στοιχείο να ξετρελαθεί), έχει αξίες όπως δικαιοσύνη και ελευθερία (οι πατεράδες μας μεγάλωσαν λατρεύοντας ταινίες που μιλούσαν για αυτά). Και έχει και κλασικές ισχυρές ανδρικές ερμηνείες από ηθοποιούς που γεννήθηκαν για αυτές του είδους τις ερμηνείες.

Μπορεί να είμαι μόνο εγώ αλλά θεωρώ ότι έβλεπα έναν Τομ Χανκς βγαλμένο από τα ’90s. Με ό,τι καλό ή κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Σαφέστατα πιο ώριμο αλλά ταυτόχρονα το ίδιο εγκλωβισμένο ερμηνευτικά σε ένα παλιακό στιλ υποκριτικής που ενδεχομένως να ταιριάζει στην ταινία αλλά μου φάνηκε λίγο ξεπερασμένο. Απέναντί του ένας εκπληκτικός Mark Rylance, ο οποίος δυστυχώς δεν έχει ακόμα περισσότερες σκηνές για να τον απολαύσουμε σε μία ερμηνεία τόσο απλοϊκή αλλά συνάμα τόσο διαφορετική μέσα στην ατμόσφαιρα αυτής της ταινίας.

 

Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο και χωρίς να είμαι σίγουρος αν έχω δει μια απλά καλή ή μια πολύ καλή ταινία, ένιωσα πράγματι να μου έχουν λείψει αυτού τους είδους τα φιλμ. Να μου έχει λείψει λίγο αυτό το ρεαλιστικό παραμύθι στο οποίο μας βύθιζαν τις περασμένες δεκαετίες με ταινίες βασισμένες σε αληθινά γεγονότα αλλά χωρίς τις υπέροχες παραλλαγές ενός κάποιου Ταραντίνο.

Η βιομηχανία είχε σταματήσει να παράγει τέτοιες ταινίες και νομίζω ότι αυτό που καταφέρνει φέτος ο Σπίλμπεργκ είναι να επαναφέρει έστω μια νοσταλγία για τον καιρό εκείνο που ο κόσμος ζητούσε μόνο τέτοια. Ξέρεις, τον καιρό των πατεράδων μας.

 

Κι είναι φορές που στεναχωριέμαι να ακούω μεγαλύτερούς μου να διηγούνται σκηνές από πολεμικά ή κατασκοπικά δράματα του παρελθόντος χωρίς να μπορώ να μετέχω. Είναι εκπληκτικό πώς πολλά κομμάτια της αμερικάνικης ιστορίας, ο κόσμος τα γνώριζε μέσα από αυτές τις ταινίες. Και είμαι πολύ σκεπτικός για το κατά πόσο κάποια ταινία θα μπορέσει να αντικατοπτρίσει μετά από 10-20 χρόνια όσα βιώνει αυτή τη στιγμή ας πούμε η υφήλιος. Γιατί αν ας πούμε είναι να μάθουμε την ιστορία του πλανήτη μας από τις ταινίες των τελευταίων ετών που μιλούν για το Αφγανιστάν και το Ιράκ, μάλλον καλύτερα να μην την μάθουμε καθόλου.

Χωρίς να κάνω spoiler, θα πω ότι στο τέλος της ταινίας, γίνεται μία – όμορφη για κάποιους, λίγο γραφική για εμένα – αντιπαραβολή της ζωής στην Αμερική με τη ζωή στο Βερολίνο του 1960 ή τη Σοβιετική Ένωση τον καιρό εκείνο. Αναδεικνύοντας το πόσο ελεύθεροι θα έπρεπε να αισθάνονται οι Αμερικανοί και πόσο τα υπόλοιπα έθνη δεν πρόσεχαν τον κόσμο τους όσο εκείνοι.

 

Είναι αυτές οι λογικές και αυτά τα στενωπά που έκαναν αυτόν τον κινηματογράφο παλιακό. Ο κόσμος μας έχει προχωρήσει και μαζί του πρέπει να προχωράνε και οι ταινίες μας. Προτείνω ανεπιφύλακτα να πάτε να δείτε το Bridge of Spies. Για να νοσταλγήσετε κι εσείς αυτόν τον κινηματογράφο. Για να ανακαλύψετε άλλη μια φορά κάποιες πτυχές της ιστορίας που μόνο ο κινηματογράφος καταφέρνει να φέρνει στο φως, καλύτερα από κάθε βιβλίο και κάθε ντοκιμαντέρ.