Niko Tavernise/Warner Bros. Pictures via AP
REVIEWS

Το Dune: Part Two είναι για τις πένθιμες πύρινες νίκες της ζωής

Με το Dune: Part Two, o Denis Villeneuve φτιάχνει ένα τολμηρό μπλοκμπάστερ που όμως ισοπεδώνει τους χαρακτήρες του.

Το πρώτο Dune του Denis Villeneuve είχε ξεκινήσει με την αινιγματική φράση «τα όνειρα είναι μηνύματα από τα βαθιά», μια αναφορά στα προφητικά και μερικές φορές εφιαλτικά παραισθησιογόνα οράματα που αρχίζει να βιώνει ο νεαρός Paul Atreides (Timothée Chalamet) μόλις υποβάλλεται στο μυστικιστικό μπαχαρικό του πλανήτη Arrakis.

Το Dune: Part Two ξεκινά με το «ο έλεγχος του μπαχαρικού είναι έλεγχος πάνω σε όλους». Μία δυσοίωνη προειδοποίηση για την υποταγή και για το πού μπορούν να οδηγήσει ο δρόμος προς την εκδίκηση και την εξουσία.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του υπερθεάματος του 2021 ήταν ότι πως δεν επρόκειτο για ολοκληρωμένη ιστορία. Εκείνο το φινάλε είχε προετοιμάσει για τη συνέχεια της ιστορίας, με την ατάκα «Αυτή είναι μία νέα αρχή».

Τώρα, σχεδόν δυόμισι χρόνια αργότερα, Part Two συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη, κρατώντας τον ίδιο ρυθμό, την ίδια ματιά και την ίδια αίσθηση με την πρώτη, καλώς ή κακώς, καθώς καμία από τις δύο ταινίες δεν μπορεί να σταθεί μόνη της.

Περαιτέρω, κάπου στην πορεία ο Villeneuve αποφάσισε ότι ήθελε να διασκευάσει και το δεύτερο μυθιστόρημα του Dune, το Dune: Messiah, και με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε ουσιαστικά το Dune: Part Two στο δεύτερο κεφάλαιο μίας τριλογίας. Ως αποτέλεσμα, παρά την ολοκλήρωση της πλοκής του πρώτου μυθιστορήματος, το Dune: Part Two αφήνει σκόπιμα μία σειρά από εκκρεμή νήματα.

dune Warner Bros. Pictures vía AP / Warner Bros. Pictures vía AP
Warner Bros. Pictures vía AP

Ο νεαρός δούκας και η μητέρα του, η μυστικίστρια Lady Jessica (Rebecca Ferguson), κρύβονται από τους πολιτικούς τους αντιπάλους στον άνυδρο Arrakis. Αν και ο ευγενής οίκος τους έχει εξοντωθεί με διαταγή του αυτοκράτορα Padishah (Christopher Walken), ο Paul και η Jessica έχουν μία ακόμη πιο ισχυρή δύναμη στο πλευρό τους τώρα – το θρησκευτικό πάθος των καταπιεσμένων κατοίκων της ερήμου, των Fremen.

Όλα δείχνουν ότι ο Paul είναι ο πολυαναμενόμενος μεσσίας των Fremen, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή το αρχαίο θρησκευτικό τάγμα της μητέρας του έχει πλέξει και εκπληρώσει επιλεκτικά προφητείες σε όλο τον γαλαξία ως μέσο ελέγχου. Ο Paul βασανίζεται από οράματα ενός γαλαξιακού ιερού πολέμου στο όνομά του, αλλά μπορεί να εκδικηθεί προς τιμήν της παλιάς του οικογένειας και να απελευθερώσει τη καινούρια του, χωρίς να εκπληρώσει το πεπρωμένο του;

Βαρύ είναι το κεφάλι που φοράει το ακάνθινο στεφάνι, και το ταξίδι του Paul στο δεύτερο κεφάλαιο αφορά το βάρος αυτής της πρόβλεψης, του κυριαρχικού ελέγχου και το τίμημα του να το παίζεις θεός.

Τα μέτρα που θα πάρει για να προβλέψει το μέλλον στην προσπάθειά του και το κόστος που τον επιβαρύνει είναι διανθισμένα με ένα επικίνδυνο προηγούμενο, ικανό να εξαπολύσει τον ιερό πόλεμο που στοιχειώνει τα όνειρά του. Κίνδυνοι και απειλές ελλοχεύουν σε όλες τις πλευρές του εγχειρήματός του, και έτσι ο Atreides στ’αλήθεια πολύ μικρό περιθώριο για ελπίδα ή επιτυχία.

Όμως ο αληθινός εχθρός βρίσκεται μέσα μας: στην απερίσκεπτη λαχτάρα για εκδίκηση, στην απελπισία μας για έλεγχο, στην επιθυμία μας να χωνέψουμε ένα αβέβαιο μέλλον, στην αλαζονεία που προκύπτει όταν παραπιστεύουμε στον εαυτό μας. Αν η ηθική διαύγεια στο Dune φαινόταν αψεγάδιαστη, το Part Two παρουσιάζει όλους τους εισβολείς του Arrakis ως εν δυνάμει καταπιεστές, ενώ οι αυτόχθονες Fremen ίσως είναι πραγματικά οι μόνοι που αξίζουν τη συμπόνια του κοινού.

Το πρώτο τρίτο του Dune: Part Two λειτουργεί πραγματικά ως εναρκτήρια πράξη, δημιουργώντας αίσθηση πατρίδας και οικογένειας μεταξύ των Fremen. Ο παλαβός αλλά έντιμος ηγέτης των Fremen, Stilgar (Javier Bardem), γίνεται ο μέντορας και ο πιο ένθερμος απόστολος του Paul, μία πολύ διαφορετική πατρική φιγούρα από τον Δούκα Leto του Oscar Isaac από το πρώτο μέρος.

dune Warner Bros. Pictures vía AP / Warner Bros. Pictures vía AP
Warner Bros. Pictures vía AP

Το ειδύλλιο ανθίζει μεταξύ του Paul και της πραγματίστριας Chani (Zendaya), η οποία βλέπει την προφητεία ως το πολιτικό εργαλείο που είναι. Το σενάριο προσπαθεί να της δώσει κάποια πολυπλοκότητα μετατρέποντάς τη σε φωνή των μαχητών της ελευθερίας, όμως εξακολουθεί να παραμένει απλώς το ερωτικό ενδιαφέρον του ήρωα, αφού η κύρια αφήγηση ασχολείται κυρίως με την εκπαίδευση του Atreides ως ηγέτη.

Αυτό αφήνει τους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας ξεκρέμαστους για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, χωρίς να έχουν να κάνουν τίποτα άλλο από το να ποζάρουν δυναμικά και να κρατούν έντονη οπτική επαφή μεταξύ τους (να σημειωθεί ότι σε αυτό είναι και οι δύο υπέροχοι, εκπληρώνοντας την υπόσχεση της πρώτης ταινίας).

Βλέπουμε επίσης τον Paul και τους Fremen να διεξάγουν έναν τολμηρό ανταρτοπόλεμο ενάντια στο αδίστακτο καθεστώς των Harkonnen, να εκπαιδεύονται και να συνδέονται μεταξύ των μαχών, ενώ ο επιτηρητής των Harkonnen Beast Rabban (Dave Bautista) τους καταριέται με άγρια αλλά ανίσχυρη μανία. Αυτή η κλασική απλότητα μίας περιπέτειας του Χόλιγουντ δεν μένει για πολύ, όμως είναι διασκεδαστική όσο διαρκεί και παρέχει το υπόβαθρο για τα υπόλοιπα.

Αν και η πλοκή του μπορεί να είναι μπερδεμένη και δαιδαλώδης, ο Villeneuve και η βραβευμένη ομάδα παραγωγής του ξεπερνούν τον εαυτό τους με το Part Two. Βασισμένοι στη δουλειά που είχαν ήδη κάνει με την πρώτη ταινία, κάθε ένας από τους εξωγήινους κόσμους εδώ έχει μία ξεχωριστή, ζωντανή αισθητική, ιδιαίτερα ο κόσμος των Harkonnen, το Geidi Prime, που βάφεται σε σκληρή μονοχρωμία από τον παράξενο μαύρο ήλιο του.

Οι σκηνές μάχης είναι πιο ευανάγνωστες εδώ, τα sandworms είναι το πιο επιβλητικό τέρας που έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια στο σινεμά, και η ομάδα οπτικών εφέ αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως το CGI δεν χρειάζεται να είναι κιτς ή παρεμβατικό.

dune Warner Bros. Pictures vía AP / Warner Bros. Pictures vía AP
Warner Bros. Pictures vía AP

Γυρίζεται και πάλι από τον διευθυντή φωτογραφίας Greig Fraser που απαθανατίζει εκθαμβωτικά τη στείρα έρημο, ενώ το μουσικό σκορ έρχεται ξανά από τον Hans Zimmer – όχι ακριβώς διακριτικός εδώ, αλλά με βροντερές συμφωνίες τρόμου – το Dune είναι πιο εύκολο να επαινεθεί για την κινηματογραφική μεγαλοπρέπεια που του προσδίδουν καλλιτέχνες όπως αυτοί, παρά για το δυσκίνητο σχήμα ή την ιστορία του.

Παρά τη νατουραλιστική οπτική αισθητική μίας διαστημικής όπερας για ενήλικες, η συναισθηματική ένταση του Dune: Part Two φτάνει σε μελοδραματικά επίπεδα. Το πρώτο μέρος είχε επικεντρωθεί στην υποβόσκουσα ίντριγκα του παλατιού, όμως καμία ερμηνεία στο δεύτερο μέρος δεν είναι τόσο πολυεπίπεδη ή ενδιαφέρουσα όσο του Isaac ή της Ferguson στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Αυτό είναι αναμενόμενο μιας που η ίντριγκα του παλατιού έχει πλέον εκραγεί σε ανοιχτό πόλεμο, έχει επίσης όμως να κάνει με το ποσοστό των χαρακτήρων σε τούτο το κεφάλαιο που είτε βρίσκονται στη διαδικασία να χάσουν το μυαλό τους, είτε το έχουν ήδη χάσει.

Τόσο ο Paul όσο και η Lady Jessica είναι λιγότερο σταθεροί στα πόδια τους, ενώ οι κακοί – ιδιαίτερα ο Fayd-Routha του Austin Butler – είναι ψυχωτικά τέρατα με χαζοβιόλικες φωνές. Αν και δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είναι ένα sci-fi blockbuster κάπως χαζοβιόλικο ή pulp, αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον τόνο που καθιερώθηκε στο πρώτο μέρος (θεωρητικά είναι το πρώτο μισό της ίδιας ταινίας).

Το υπερθέαμα που ο Villeneuve εξορύσσει από όλο αυτό το σκηνικό προδίδεται από τη μικρότητα του ανθρώπινου δράματος που στήνει απέναντι σε αυτό, με το μεγαλείο της πρώτης ώρας της ταινίας να ξεραίνεται καθώς ο Paul Atreides παλεύει να βρει τη φωνή του ανάμεσα στα οράματα που τον αναγκάζουν να προχωρήσει μπροστά.

Το Dune είναι μία αυτοτελής ιστορία για έναν απρόθυμο μεσσία βασανισμένο από τον ρόλο του σε μια τρομακτική προφητεία που μόνο αυτός έχει τη δύναμη να σταματήσει, όμως ποτέ δεν μας δίνεται κανένας λόγος να σκεφτούμε ότι ο Paul μπορεί πραγματικά να το κάνει, ή ακόμα και να μας ενδιαφέρει αν μπορεί.

Sandworms Warner Bros. Pictures vía AP / Warner Bros. Pictures vía AP
Warner Bros. Pictures vía AP

Αν το Part Two είναι πιο αποχρωματισμένο και γεμάτο δράση από την προηγούμενη ταινία, και ο πρίγκιπας του Chalamet είναι ένας πολύ λιγότερο παθητικός ήρωας από ό,τι ήταν την πρώτη φορά – αν και όχι περισσότερο πειστικός σε έναν ρόλο που τον καταπίνει – η σχετική πυκνότητα του δράματος που έχει χωρέσει ο Villeneuve στην ταινία ξεφουσκώνει από τη μεγαλοπρέπεια του θεάματος που την περιβάλλει.

Η διάρκεια των 2 ωρών και 45 λεπτών είναι απολύτως αισθητή και, όπως και ο πρωταγωνιστής του, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να συμφιλιώσει μία μεγαλύτερη από τη ζωή αίσθηση του προορισμού με τον οικείο πόνο ενός ηθικού διλήμματος, όμως η δική του αποτυχία στην ισορροπία καθιστά σχεδόν αδύνατο για τον Paul να πετύχει με τους ίδιους όρους. Η βαρύτητα της σκηνοθεσίας του Villeneuve είναι σπουδαία στο να δημιουργεί μία πένθιμη διάθεση πύρινης νίκης, όμως εξαφανίζει τους χαρακτήρες στα σκηνικά γύρω τους μέχρι που αρχίζουν να μοιάζουν οι ίδιοι σαν μέρος τους.

Η ταινία δεν θέλει να χειροκροτήσουμε όταν αρχίζουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους και αυτό είναι τολμηρό και πολύ ευπρόσδεκτο στον κόσμο των blockbusters, όμως είναι απογοητευτικό ότι το Dune: Part Two, όπως και το Part One, περισσότερο σταματούν παρά τελειώνουν.