ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Το Καρτ ποστάλ είναι η ελληνική μυθοπλασία στα καλύτερά της

Λίγο πριν από το φινάλε της σειράς της ΕΡΤ που μας συγκίνησε ως το κόκκαλο, γράφουμε το δικό μας καρτ ποστάλ στην τηλεόραση που μας αξίζει.

Θα ήμουν μια χαρά πρόθυμος να παρακολουθήσω τον Ανδρέα Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία, Ουζερί Τσιτσάνης, Το τελευταίο σημείωμα) να βάφει σιωπηλός ένα τοίχο επί ένα τρίωρο. Τόση είναι η εκτίμηση που τρέφω σε έναν ξεχωριστό ηθοποιό που είχα την τύχη να γνωρίσω, χρόνια πριν, όταν πρωταγωνιστούσε στο -λάιτ για τα κυβικά του- Ο θάνατος που ονειρεύτηκα μαζί με την Τζένη Θεωνά. Ο τύπος είναι, για να το θέσω απλά και συγκεντρωτικά, κα-θη-λω-τι-κος.

Ακόμη και όταν το μαλλί του είναι τόσο άθλιο όσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου υποδύεται έναν -ελληνικής καταγωγής- εσωστρεφή Άγγλο αρχαιολόγο που προγραμματίζει να κάνει πρόταση γάμου στη σύντροφό του όταν πατήσει στα πάτρια εδάφη της Κρήτης (στα οποία έχει επιστρέψει για μια ανασκαφή).

Μόνο που εκείνη δεν εμφανίζεται ποτέ στο αεροδρόμιο, οπότε και ο ήρωάς μας, λαβωμένος αλλά όχι ολοκληρωτικά ηττημένος, αναγκάζεται να αρχίσει τα σούρτα φέρτα. Ή, αν το προτιμάς στο πιο κομψό, μια εσωτερική περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο.

Αυτό που ο σκηνοθέτης της σειράς, Γιώργος Παπαβασιλείου (βραβευμένος για τη δουλειά του στο εξωτερικό όπου ζει, με project όπως τα Slave, A Summer in Greece, Special Unit, The Storm Tide) περιγράφει ως μια σύγχρονη Οδύσσεια.

Ένα συνολικά υπέροχο καστ

Αν και η αλήθεια είναι ότι το ίδιο, όσον αφορά το καθηλωτικό της φάσης, μπορεί να ισχυριστεί κανείς για τους περισσότερους από τους -εγκληματικά ταλαντούχους- ηθοποιούς που πρωταγωνιστούν στα 12 συνολικά αυτοτελή επεισόδια (το τελευταίο προβάλλεται στις 18/12) της σειράς που βασίζεται στα βιβλία Cartes Postales from Greece και The Last Dance της Victoria Hislop.

Ξεκινώντας από τον «εθνικό θησαυρό» (γιατί ναι, αυτό είναι) ­­Βασίλη Χαραλαμπόπουλο ως τον παρατημένο στα σκαλιά της εκκλησίας γαμπρό, τη μοναχική ιδιοκτήτρια βενζινάδικου Μαρία Ναυπλιώτου (μια γυναίκα για την οποία δεν έχει εφευρεθεί ακόμη κομπλιμέντο που να είναι αντάξιο της), το «γλυκό» δίδυμο μάνας-κόρης ζαχαροπλάστριας των Μυρτώ Αλικάκη και Ναταλία Σουίφτ, τον ερωτοχτυπημένο ιερέα Ορφέα Αυγουστίδη και τόσους ακόμη που ξεχνώ.

Ένα πραγματικά συγκλονιστικό casting που έρχεται και «ντύνει» ένα πολύ ιδιαίτερο concept καθώς, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν υπάρχει αφηγηματική σύνδεση μεταξύ των επεισοδίων. Ο πρωταγωνιστής είναι ο μοναδικός που συναντά όλους αυτούς τους λαβωμένους, ερωτευμένους, δειλούς, τολμηρούς και πάντα ιδιαίτερους ανθρώπους ανά την Κρήτη. Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, μόνο εκεί θα μπορούσαν να είναι όλοι μαζί συγκεντρωμένοι.

Οι καρτ ποστάλ του μυστηρίου

Εκείνος ο πρωταγωνιστής που, προκειμένου να γιάνει, στέλνει καρτ ποστάλ στο σπίτι της πρώην συντρόφου του στο Λονδίνο. Μόνο που αυτές τις παραλαμβάνει η νέα ένοικος του σπιτιού,  η οποία αρχίζει να αναπτύσσει συναισθήματα για ένα μυστηριώδη άντρα που γνωρίζει μόνο διαβάζοντάς τις μύχιες σκέψεις του στο χαρτί.

Δεν αντιλέγω. Το να γράφεις καρτ ποστάλ μου ακούγεται λίγο παλαιομοδίτικο. Όπως και όλη η παραπάνω rom com υπο-πλοκή που μας βγάζει -ελαφρώς άγαρμπα;- από τον γαλαξία της Κρήτης όπου έγιναν τα γυρίσματα (Άγιος Νικόλαος, Αρχαιολογικός Χώρος Λατούς, Ελούντα, Ιεράπετρα) για να μας ταξιδέψει στο -παγωμένο από συναισθήματα- Λονδίνο (βλέπε Albert Bridge, Battersea Park, Chelsea). Επίσης, σε προσωπικό επίπεδο, πως να το πω κομψά, με αφήνει…αδιάφορο το ότι το όλο πράγμα είναι βασισμένο σε υλικό της Hislop.

Εκεί που εγώ εστιάζω είναι στη συνολική καθηλωτική ατμόσφαιρα μιας ελληνικής σειράς (έστω, μέσα από τη ματιά ενός «ξένου» που είναι καψουρεμένος με τη χώρα μας) που μοιάζει ό,τι πρέπει για να κάνει το πέρασμα από το Ertflix στο Netflix. Επίσης, πάνω από όλα, στην ωμή δύναμη κάθε guest star ερμηνείας που έρχεται και πολλαπλασιάζεται, σαν να γιγαντώνεται, από την αλληλεπίδρασή της με τον πρωταγωνιστή.

Στο τέλος της ημέρας το Καρτ Ποστάλ αντιπροσωπεύει την τηλεόραση που μας αξίζει. Δεν σου λέω ότι, ειδικά φέτος, παίζει μπάλα μόνο του. Γιατί όντως ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.

Αλλά δεν γίνεται να το αφήσουμε να φύγει χωρίς να το κεράσουμε μια ρακή, να του χτυπήσουμε φιλικά την πλάτη και να του πούμε ότι πολύ χαρήκαμε που το γνωρίσαμε και ότι, αν ποτέ το βγάλει ο δρόμος ξανά από τα μέρη μας (το ίδιο, τον σκηνοθέτη του, τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τους υπόλοιπους συντελεστές) να μη διστάσει να μας χτυπήσει την πόρτα.