REVIEWS

Το KIMI είναι το χιτσκοκικό θρίλερ της χρονιάς

Αγωνία, συνωμοσίες, Zoë Kravitz, Beastie Boys και HR από την κόλαση. Έτσι μοιάζει το αψεγάδιαστο σασπένς σινεμά του σήμερα.

«Το σκηνοθετικό μου στυλ, νομίζω μπορείς να το δεις. Γίνεται κάτι πολύ πιο λείο και καθαρό, πολύ πιο αποδοτικό. Δεν υπάρχει καθόλου λίπος, τίποτα περιττό».

Πάνε 4 χρόνια από τότε που μας τα έλεγε αυτά ο Steven Soderbergh όμως στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει, μοιάζει να έχει οδηγήσει την τεχνική του σε ακόμα πιο αστρονομικά επίπεδα καθαρότητας. Συχνά θα πούμε για κάποια ταινία πως δεν βαριέσαι λεπτό ή πως δεν της περισσεύει τίποτα, αλλά μετά το KIMI θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τα στάνταρ μας.

Μια ταινία που πραγματικά δεν καμπυλώνει ούτε για δευτερόλεπτο, μια ταινία κατασκευασμένη με τόσο εσωτερική ένταση και συνοχή, που δεν νιώθεις πως φλυαρεί ούτε για μισό πλάνο. Απλά ξεκινάει, και για μιάμιση ώρα νιώθεις πως βρίσκεσαι στα χέρια ενός βετεράνου τεχνίτη στο μάξιμουμ των δυνάμεών του, που ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει για να σε διασκεδάσει χωρίς ανάσα.

Ο HITCHCOCK ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ALEXA

Σε όλη του την σύντομη διάρκεια το KIMI (που δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα, κάτι που ελπίζουμε να διορθωθεί σύντομα) φορά περήφανα τις διάφορες επιρροές του, αποτελώντας παραλλαγή πάνω σε γνώριμα κινηματογραφικά μοτίβα. Καταλήγοντας όμως ως κάτι τελείως σφιχτό και σύγχρονο, μακριά από το όποιο άνευρο homage.

Η φανταστική κι εδώ Zoë Kravitz με τα μπλε μαλλιά της πρωταγωνιστεί στο ρόλο της Angela (όχι της Kimi, αν και είναι βέβαιο πως στη συζήτηση όλοι θα λένε «ήταν φοβερή η Kravitz ως Kimi»), μια work from home υπάλληλο tech εταιρείας στο Σιατλ, της οποίας δουλειά είναι να ελέγχει εισερχόμενα ηχητικά streams από μια τύπου Alexa συσκευή, τα οποία παρουσιάζουν διαφόρων ειδών προβλήματα.

Η συσκευή είναι η Kimi του τίτλου κι ο CEO της εταιρείας ετοιμάζεται να τη βάλει στο χρηματιστήριο. Η υπόσχεσή του -την οποία δίνει σε πλήρως “2021” mode, σε συνέντευξη μέσω zoom στο γκαράζ του, φορώντας πυτζάμες- είναι πως πίσω από τους αλγόριθμους βρίσκονται άνθρωποι. Αν, σου λέει, πεις κάτι στην Kimi και δεν καταλάβει την οδηγία, το stream μεταβιβάζεται σε αναλυτή της εταιρείας, που με τη σειρά του θα ακούσει, και κατόπιν θα «εξηγήσει» στην Kimi, εκπαιδεύοντας καλύτερα το σύστημα.

Η Angela μένει σπίτι, με την αγοραφοβία της να έχει ενταθεί επί χίλια την περίοδο της πανδημίας – ναι, είναι μια ταινία που διαδραματίζεται στον σημερινό μας κόσμο, αλλά χωρίς να επιχειρεί να κάνει κάποια μεγάλη παρατήρηση για Αυτό Που Ζούμε Σήμερα. Έχουμε απλώς μια ηρωίδα που, όπως πολλοί άνθρωποι ανάμεσά μας, νιώθει εντελώς παγιδευμένη μέσα στα όρια του σπιτιού της. Ο κόσμος της είναι μια ρουτίνα σε ένα κλειστό stage, μια ακολουθία καθημερινών μοτίβων στα σύνορα των τεσσάρων τοίχων.

Ο Soderbergh όλο αυτό το πρώτο μέρος του φιλμ το κινηματογραφεί με σχεδόν νεκρική ηρεμία. Καδράρει το εντυπωσιακό σπίτι της Angela και τους μεγάλους χώρους του με κάδρα άλλοτε συμμετρικά, άλλοτε ευρεία, μα πάντοτε ήρεμα, καθαρά από ήχους και οπτική φασαρία. Η ένταση εισέρχεται όταν η Angela -φυσικά- ακούει σε ένα stream κάτι που δεν έπρεπε να ακούσει, κάτι που στέλνει την ίδια και μαζί της το φιλμ, σε μια δίνη.

KIMI, COPPOLA ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΠΕΙΛΕΣ

Το σενάριο είναι του David Koepp, σπουδαίο και εξαιρετικά πετυχημένου σεναριογράφου κυρίως των ‘90s, με ταινίες όπως το Jurassic Park, το Carlito’s Way, το Snake Eyes, το Panic Room και πολλά άλλα απολαυστικά θρίλερ (και όχι μόνο) των τελευταίων δεκαετιών. Σε αυτό το σημείο του KIMI, ο Koepp έχει γράψει ένα απολαυστικό μίγμα που αντλεί από μερικά από τα διασημότερα αγωνιώδη φιλμ όλων των εποχών: Το Blow-Up, το Conversation του Coppola, και φυσικά το Rear Window του Hitchcock. Η ηρωίδα, καθηλωμένη στο σπίτι της, παρατηρώντας (και παρατηρούμενη από) τους γείτονές της, γίνεται κατά κάποιο τρόπο μάρτυρας ενός γεγονότος, το οποίο απαιτεί λεπτομερή ανάλυση για να αποκαλύψει όλη του την αλήθεια.

Ο Koepp δεν στέκεται όμως ποτέ σε κλείσιμο του ματιού, χρησιμοποιώντας αυτά τα στοιχεία ως βάση στην οποία στήνει ένα εντελώς μοντέρνο θρίλερ, κάπου ανάμεσα στην μοναξιά της πανδημίας και στην corporate κόλαση του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Soderbergh αντικαθιστά την τακτοποιημένη φόρμα του πρώτου μέρους με έναν οπτικό ίλιγγο καθώς η Angela αρχίζει να αναζητά διεξόδους (κυριολεκτικές και μη) προκειμένου να μην αποσιωπηθεί η αλήθεια – και μαζί της κι η ίδια.

Απειλές κρυμμένες ακόμα και στην ακινησία, ψυχρές χρωματικές αποχρώσεις, αγχωτική κίνηση κάμερας και πυρετώδεις γωνίες λήξεις καταγράφουν την περιπέτεια της Angela την ώρα που η Kravitz πετυχαίνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον κι αποτελεσματικό με την σταθερότητα που κινείται και τον έλεγχο που προσπαθεί να επιβάλει στην κάθε στιγμή. Κινείται ουσιαστικά με τρόπο αντίθετο από εκείνον της ταινίας: Όσο ο Soderbergh κινηματογραφεί έναν εντεινόμενο ίλιγγο, τόσο η Angela νιώθει πιο σίγουρη στη θέση της στο χώρο.

Χωρίς να προδώσουμε την παραμικρή λεπτομέρεια για το πώς χτίζεται η πλοκή και το σασπένς στο δεύτερο μέρος, θα παρατηρήσουμε απλώς ότι το φιλμ ποτέ δεν στέκεται σε ένα μέρος ή σε μία συνθήκη για περισσότερο χρόνο από όσο θα επέτρεπε στον θεατή να νιώσει την οποιαδήποτε άνεση ή αίσθηση σταθερότητας. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της ηρωίδας δεν υπάρχει καν, μοιάζει να βρίσκεται σε μια πλατφόρμα σε μόνιμη κίνηση. Έτσι δε θα έμοιαζε ούτως ή άλλως ο κόσμος για την Angela;

Παράλληλα, ο ρόλος της τεχνολογίας είναι κλειδί για την κοσμοθεωρία του φιλμ. Ο αναμενόμενος tech πανικός δεν καταφθάνει ποτέ, μιας και η Kimi αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένα δεδομένο της καθημερινότητας και μάλιστα παρέα με ένα αληθινά διασκεδαστικό συνεχιζόμενο αστείο κατά τη διάρκεια της ταινίας, που κάνει τη συσκευή τελικά να μοιάζει όχι ακριβώς με κάτι αληθινά μοχθηρό και καταστροφικό. Δεν υπάρχει προειδοποίηση ή (θεός φυλάξοι) «μήνυμα» εδώ κατά της κακιάς τεχνολογίας που θα μας φάει. Αν μη τι άλλο, η ασφυξία και η απειλή προέρχονται από τους ανθρώπους και από το tech καπιταλιστικό περιβάλλον.

Δηλαδή, ένα HR από την κόλαση, μια απάνθρωπη κοινωνική δυστοπία, ένας μουντός corporate εφιάλτης με εταιρείες που λένε ψέματα και παρουσιάζουν κατασκευασμένα προφίλ μπροστά από την κοινότυπα αδηφάγα πραγματικότητα και -τελικά- ο ίδιος ο ανθρώπινος παράγοντας, η απληστία, οι διαχρονικές μας αδυναμίες. Υπό αυτή την έννοια το KIMI δεν αποπειράται να πει μια διδακτική ιστορία για τον κίνδυνο της τεχνολογίας, όσο μια στυλάτη και γεμάτη σασπένς περιπέτεια για το καταπλακωτικό άγχος και τον πανικό του να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα στον σημερινό κόσμο.

Και το κάνει με τα πιο παραδοσιακά, πιο αγνά κινηματογραφικά εργαλεία. Με τεχνική, με στυλ, με γούστο, με ένα σενάριο χωρίς κοιλιές, κενά και τρύπες, με μια σκηνοθεσία αεροστεγή, ευρηματική και σε διαρκή κίνηση, και με μια εκπληκτική σκηνή κρεσέντου που έρχεται πριν προλάβεις να απορήσεις αν τελικά θα υπάρχει ή όχι. Ο Hitchcock θα έτριβε τα χέρια του από ευχαρίστηση.

Αλλά ακόμα σημαντικότερα; Θα πέρναγε κι εκείνος τέλεια.