Cinobo
ΣΙΝΕΜΑ

Το Μίσος είναι μία ταινία που δεν ανήκει σε μία εποχή

Η κλασική ταινία του Ματιέ Κασοβίτς κλείνει φέτος τα 30 χρόνια από την πολύκροτη πρεμιέρα και το βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες. Το ότι παραμένει εξοργιστικά επίκαιρη, είναι δεδομένο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που παραμένει ακόμα τόσο σπουδαία.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CINOBO

Τον Απρίλιο του ‘93 στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, ο Makome M’Bowole από το Ζαϊρ συλλαμβάνεται από την αστυνομία για μια μικροκλοπή. Λίγες ώρες αργότερα, κι ενώ βρισκόταν κρατούμενος στο τμήμα, θα πέσει νεκρός σε έναν από τους αμέτρητους θανάτους- «ατυχήματα» που συμβαίνουν κατά κόρον σε αυτά τα τμήματα-κολαστήρια. Τα ξέρουμε καλά, έχουμε κι εμείς στην Ελλάδα κάμποσα από δαύτα.

Ο Makome M’Bowole ήταν 17 χρονών.

***

Τα περιστατικά σαν αυτό είναι θλιβερής συχνότητας, από ένα αστυνομικό σύστημα ανεξέλεγκτο τότε όσο κι ανεξέλεγκτο σήμερα, 30 χρόνια μετά. Το 1993 ο Κασοβίτς ήταν 26 χρονών, όταν και ξεκίνησε να γράφει ένα σενάριο με αφορμή το παραπάνω περιστατικό. Δύο χρόνια αργότερα, θα κέρδιζε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών, με μια ταινία που έκανε πάταγο από το δευτερόλεπτο της άφιξής της.

Αντίστοιχη με την παραπάνω (ή, αν προτιμάτε, με τις χιλιάδες αντίστοιχες παγκοσμίως) αληθινή περίπτωση είναι η πλοκή της ταινίας, που ξεκινά από τον πυροβολισμό ενός δεύτερης γενιάς μετανάστη αφρικανικής καταγωγής κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης που ανοίγει το φιλμ. Τρεις φίλοι θα ξεκινήσουν μια σκληρή οδύσσεια μέσα στην αφιλόξενη πρωτεύουσα αναζητώντας… τι, στα αλήθεια; Δικαιοσύνη; Εκδίκηση; Ελπίδα;

Η ταινία Το Μίσος (La Haine) κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.

Η ταινία διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας μέρας στα φτωχά προάστια όπου οι τρεις κάνουν τη ζωή τους: Είναι ο Βινς (Βενσάν Κασέλ), ένας νεαρός Εβραίος γεμάτος οργή, που βλέπει στον εαυτό του έναν νεαρό Τράβις Μπικλ στο Παρίσι. Είναι ο Ουμπέρ (Ουμπέρ Κουντέ), ένας αφρικανικής καταγωγής μποξέρ που προσπαθεί να ξεφύγει από τη ζωή στο banlieue – το φτωχό τους προάστιο. Και είναι ο Σαϊντ (Σαϊντ Ταμαουϊ), ένας νεαρός μουσουλμάνος που βρίσκεται ανάμεσα στα ιδεολογικά άκρα των δύο φίλων του.

Άκρως συμβολικά, είναι στο δικό του κλείσιμο ματιών που καταλήγει η ταινία, σε ένα εμβληματικό φινάλε που έχοντας οδηγήσει σε σύγκρουση, αφήνει την τελική λύση μετέωρη, σε ένα επίπονο cut to black με οδηγό τη φράση για μια κοινωνία σε «ελεύθερη πτώση». Είναι ένα φινάλε-δυναμίτης που ακολουθεί την τελικά μάλλον αναπόφευκτη σύγκρουση των φίλων με την (αστυνομική) εξουσία σε μια εγκλωβιστική, θανατηφόρα τραγωδία.

Να ήταν η επιτυχία του Μίσους άραγε ένας λόγος για τον οποίο ορδές καλλιτεχνικών ταινιών των επόμενων δεκαετιών βολεύοντας σε ένα μη-φινάλε που δεν λύνει τίποτα; Η διαφορά είναι πως το φιλμ του Κασοβίτς ξέρει πολύ καλά τι λέει και πού οδηγεί την κατάσταση. Δεν αφήνει τον θεατή χωρίς επίλυση – απλά του κλείνει τα μάτια, για να μη βλέπει.

Ομοίως, ο μουλτικουλτουραλισμός της ταινίας μπορεί να φέρνει στο νου την προσέγγιση αμέτρητων μετέπειτα ταινιών και σειρών που στοχεύουν στην «εκπροσώπηση», αλλά εδώ είναι το ίδιο το point του κειμένου. Οι τρεις νεαροί άντρες –λευκός, μαύρος, άραβας– εκπροσωπούν μια σύγχρονη και αληθινή γαλλική «τρικολόρ», όπως σημειώνει το BBC, τρεις άντρες που όμως θα βρεθούν φυσικά παγιδευμένοι σε έναν κύκλο συστημικής βίας.

Η ταινία δεν θέλει ποτέ να αποφύγει τη βία και το σοκ. Οι συγκρούσεις είναι διαρκείς, τα προάστια μοιάζουν σε βρασμό, σαδιστικοί αστυνομικοί επιτίθενται και κακοποιούν τα νεαρά αγόρια – όχι τον Βινς, όπως θυμόμαστε σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, γιατί φυσικά είναι λευκός.

Αυτή η βία και η διαρκής ένταση του φιλμ – που ο Κασοβίτς συντηρεί θαυμαστά και δίχως να χρειάζεται να επιστρατεύει συνεχείς υπο-πλοκές που θα έκαναν την ιστορία να μοιάζει υπερβολικά κατασκευασμένη – ταιριάζει εξαιρετικά με την αισθητική προσέγγιση. Αρχικά, το αποχρωματισμένο ασπρόμαυρο δημιουργεί μια άμεση αντίθεση που αποτελεί το δικό της σοκ: Μια ταινία τόσο μοντέρνα, που απεικονίζει νεαρούς ήρωες από τους δρόμους του σήμερα, με σύγχρονες φιγούρες και σύγχρονη αργκό, δανείζεται την ασπρόμαυρη εικόνα του παρελθόντος σα να θέλει άμεσα να υπογραμμίσει την κλασικότητα των θεματικών της.

Πέρα κι από αυτό, η χρήση του κάδρου προσφέρει κάτι πολύ ουσιώδες στην αποτύπωση αυτού του κόσμου. Πολύ συχνά επιλέγονται ευρείες συνθέσεις που και πάλι λειτουργούν σε αντίθεση με την αναμενόμενη ένταση που θα κουβαλούσε ένα φιλμ αποκλειστικά γυρισμένο σε ασφυκτικά κοντινά. Σε συνδυασμό με την κυκλική αφήγηση (η ιστορία της «πτώσης», το «ως τώρα όλα καλά»), και κάποια επιμέρους έξτρα αφηγηματικά στοιχεία, δίνει στο Μίσος την υφή ενός τρομερά σκληρού παραμυθιού που δε θέλει να σε αφήσει να πας με ασφάλεια για ύπνο – παρά το αντίθετο.

(Τα δε κοντινά πλάνα, τα βλέπουμε πολύ συχνά όταν η δράση μεταφέρεται στο κέντρο του Παρισιού, κι έχει και εκεί πολύ συγκεκριμένο ρόλο όπως διαπιστώνει το Sight & Sound: Να αρνηθεί την αποτύπωση μιας κινηματογραφικά γκλάμουρ εικόνας του Παρισιού. Τα κοντινά, κάνουν το Παρίσι κάτι το αόριστα απειλητικό.)

Είναι σημαντικό ότι το Μίσος ήταν δηλαδή από την πρώτη στιγμή κάτι πολύ παραπάνω από απλώς μια ευθέως συγκρουσιακή ταινία. Δε θα ήταν κακό αυτό, είναι απολύτως απαραίτητες αυτές οι εκφράσεις στην τέχνη. Αλλά το συγκεκριμένο φιλμ, μέσα από την κατασκευή του και το βλέμμα του, αποτελεί ήδη με την άφιξή του ένα σπουδαίο φιλμικό αντικείμενο που μιλάει ευθέως στο Τότε αλλά δεν παραμένει ούτε για μια στιγμή εγκλωβισμένη σε αυτό, γεννώντας αμέτρητους απογόνους έκτοτε.

***

Ο Κασοβίτς κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες του ‘95, σε ένα πολύ δυνατό Διαγωνιστικό που συμπεριλάμβανε και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο με το Βλέμμα του Οδυσσέα. (Που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, στην ουσία το ασημένιο μετάλλιο.)

Υπήρχε στο Διαγωνιστικό εκείνης της χρονιάς άλλη μια νεανική ταινία-σοκ, εκείνη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: Από το Kids του Λάρι Κλαρκ, σε σενάριο Χάρμονι Κορίν, μπορεί η αγωνία απέναντι στην κρίση του AIDS να το τοποθετεί χρονικά περισσότερο από οτιδήποτε μπορεί να προδίδει πως το Μίσος είναι μια ταινία του ‘95, αλλά και τα δύο φιλμ διαθέτουν μια σοκαριστική αμεσότητα στο βλέμμα τους. Οι νεαροί ήρωες και των δύο φιλμ κινούνται με ορμή αλλά οι ταινίες διαισθάνονται πως από πίσω κρύβεται μια υπαρξιακή αδράνεια. Είναι σαν παγιδευμένοι σε αστικούς λαβυρίνθους που δεν χτίστηκαν ποτέ για εκείνους – η κοινωνία δεν βλέπει αυτά τα άτομα σαν χρήσιμα ή επιθυμητά.

Τον Χρυσό Φοίνικα πάντως εκείνη τη χρονιά κέρδισε το Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα, μια ταινία που –με κάθε σεβασμό– δεν έχει απασχολήσει ούτε μισό άνθρωπο τα τελευταία 20 χρόνια. Δεν είναι μια κακή βράβευση φυσικά, απλά δε μπορούμε να μη σημειώσουμε πως οι οργισμένες νεανικές ταινίες του τότε, είναι εκείνες που συζητιούνται και επιδρούν ακόμη στη φιλμική κουλτούρα του σήμερα.

Οι ηθοποιοί Hubert Kounde, Said Taghmaoudi και Vincent Cassel, μαζί με τον σκηνοθέτη Mathieu Kassovitz (στη μέση, υψώνει τη γροθιά) στην πρεμιέρα του Μίσους στο φεστιβάλ Καννών το 1995. / GERARD FOUET/AFP
Οι ηθοποιοί Hubert Kounde, Said Taghmaoudi και Vincent Cassel, μαζί με τον σκηνοθέτη Mathieu Kassovitz (στη μέση, υψώνει τη γροθιά) στην πρεμιέρα του Μίσους στο φεστιβάλ Καννών το 1995.

Οι αντιδράσεις πάντως ήταν ήδη τότε μεγάλες. Η Libération της εποχής περιγράφει ένα φοβερό σκηνικό από την πρεμιέρα του Μίσους, όταν μετά το standing ovation που απέσπασε η ταινία, οι ένστολοι που βρίσκονται στην αίθουσα (και που σύμφωνα με το πρόγραμμα θα σχημάτιζαν μια διαδρομή για τα τιμώμενα πρόσωπα), εκείνη τη στιγμή γύρισαν επιδεικτικά τις πλάτες προς τους καλλιτέχνες και κοίταξαν προς τη θάλασσα. «Με άλλα λόγια, γύρισαν με μίσος την πλάτη προς την ομάδα που γύρισε μια ταινία που τους μισεί», όπως αναφέρει η γαλλική εφημερίδα.

Ο Κασοβίτς και τότε επέμενε πως δεν ήταν μια ταινία εναντίον της αστυνομίας, αλλά «εναντίον του αστυνομικού συστήματος». Όταν βέβαια το σύστημα είναι τόσο βαθιά ριζωμένο και αναπόδραστο –όπως η ίδια η ταινία στην ουσία παρατηρεί!– οι δύο αυτές διαχωρισμένες ιδέες γίνονται στην πράξη ταυτόσημες. 

«Οι μπάτσοι θα πρέπει να έχουν δέκα χρόνια εκπαίδευσης πριν τους δοθεί όπλο», έλεγε ο 27χρονος τότε σκηνοθέτης. «Εκείνοι που γίνονται μέλη της αστυνομίας επειδή θέλουν να διατηρήσουν την τάξη, με την πιο αγνή έννοια του όρου, γρήγορα συνειδητοποιούν πως δεν λειτουργεί έτσι. Ανάμεσα στους νέους ανθρώπους και στην αστυνομία, ο σεβασμός έχει χαθεί».

Με τις αντιδράσεις και τις συζητήσεις γύρω από την ταινία, την εστιασμένη και ποτέ φλύαρη οργή της, τις δυνατές κριτικές και φυσικά το βραβείο, το Μίσος γίνεται άμεση επιτυχία. Στο φεστιβάλ Καννών γίνεται η πιο χοτ προβολή και το crew που όλοι θέλουν κοντά τους – ένα crew που συμπεριλαμβάνει από τους νεαρούς ηθοποιούς μέχρι ακόμα και μουσικούς της περιοχής που διαδραματίζεται το φιλμ.

Στις γαλλικές αίθουσες κυκλοφορεί άμεσα, λίγες μόλις μέρες μετά την πρεμιέρα στις Κάννες. Γρήγορα οι παραγωγοί θα διαπιστώσουν πως τα φιλμ που είχαν υπολογίσει δεν πρόκειται να φτάσουν και αρχίζουν να παραγγέλνουν περισσότερες κόπιες. Η ζήτηση είναι μεγάλη και η συζήτηση ακόμα μεγαλύτερη – η ταινία φτάνει να γίνει ακόμα και υποχρεωτική παρακολούθηση για τα μέλη του τότε υπουργικού συμβουλίου.

Κι ακόμα κι αν η καθεστωτική και πολιτική τάξη της εποχής προφανώς και καταφέρθηκε εναντίον του αντι-αστυνομικού πνεύματος του φιλμ, ο τότε πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ ανέφερε πως πρόκειται για μια όμορφη κινηματογραφική δουλειά που «μπορεί να μας κάνει να αποκτήσουμε συναίσθηση μιας ορισμένης πραγματικότητας».

Ένας ευγενικός τρόπος να παραδεχτείς πως δεν έχεις ιδέα για το πώς ζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι. Ή και έγνοια, κιόλας. Είμαστε άδικοι; Αν νοιαζόταν κανείς στα αλήθεια για το θυμό του Μίσους, θα ήταν ακόμα επίκαιρο στα όρια του ντοκιμαντέρ, ακριβώς 30 χρόνια αργότερα; Τριάντα;;

***

«Είναι περίεργο το συναίσθημα να βλέπεις κάποιες σύγχρονές σου ταινίες να γίνονται επανεκδόσεις», έγραφα στην κριτική της ταινίας κατά την πρόσφατη επανέκδοσή της – κατά την οποία να πούμε πως τα πάει θαυμάσια κιόλας, με 7.000 εισιτήρια ήδη μπορεί να εξελιχθεί στην πιο εμπορική επανέκδοση του καλοκαιριού. Είναι ακόμα πιο περίεργο όμως συγκεκριμένα για την ταινία του Ματιέ Κασοβίτς, επειδή στην πραγματικότητα ποτέ δεν πρόλαβε να παλιώσει. 30 χρόνια από την πρώτη του επίθεση σε όλες μας τις αισθήσεις, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα κατά την οποία να φάνταζε παρωχημένο με οποιονδήποτε τρόπο ή παιδί μιας εποχής που έχει περάσει.

«Σε αυτή την ιστορία ατομικής, και κατ’επέκταση συλλογικής, εξέγερσης απέναντι στην κοινωνική περιθωριοποίηση (εχθρός αόριστος; Προφανώς!), ο Κασοβίτς δίνει φροντίδα και πρόσωπο στις μειονότητες των υποβαθμισμένων περιοχών του Παρισιού, και αφηγείται με πυγμή μια ιστορία που ούτε για μια στιγμή δεν περιορίζεται χρονικά ή τοπικά, παρά τη σαφή της τοποθέτηση», γράφω εκεί.

«Η κάμερά του απορροφά αγανάκτηση και ζωγραφίζει ένταση, επιδεικνύοντας μια μάλλον ενστικτώδη αίσθηση ελέγχου, εστιάζοντας σε ιδρωμένα πρόσωπα, σε οργισμένα βλέμματα, σε ηλεκτρισμένους αστικούς χώρους. Η πτώση την οποία περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια αφορούσε και αφορά όλους, ιδίως όσο συγκρούσεις και αντιδράσεις συνεχίζουν να έρχονται σε διάφορες μορφές (κάθε φορά που βλέπεις αυτή την ταινία θα υπάρχει και κάποια πιο πρόσφατη στην οποία να μπορείς να “δείξεις”) για να μας θυμίζουν οτι το αδιέξοδα αποπνικτικό Παρίσι που καταγράφει ο Κασοβίτς δεν ανήκει σε μια πραγματικότητα ξένη, και ούτε κατοικείται από άλλους. Το Παρίσι του είναι το Παρίσι όλων μας».

Αυτό που κατέγραφε η ταινία τότε ήταν ήδη παλιό, και ήταν ήδη σύγχρονο. Αυτή η διαπίστωση που κάνουμε πάντα με θλίψη όταν ένα παλιότερο έργο συνεχίζει να ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική πληγή («είναι ακόμα επίκαιρο», τρεις λέξεις που σκοτώνουν), θα μπορούσε να γίνει ήδη από τότε! Τα περιστατικά ήταν παλιά, και συνέβαιναν κατά την κυκλοφορία του φιλμ, και θα συνέχιζαν να συμβαίνουν για δεκαετίες μετά.

Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του Μίσους, άλλος ένας νεαρός άντρας αραβικής καταγωγής, ο Belkacem Belhabib, 21 χρονών, σκοτώθηκε με τη μηχανή του καθώς τον κυνηγούσε η αστυνομία. Οι διαδηλώσεις που ξεσηκώθηκαν στο Παρίσι ήταν μεγάλες και δεν ήταν δύσκολο να γίνει σύνδεση με την ταινία του Κασοβίτς. Ο σιχαμένος Λε Πεν δήλωνε τότε, «Έχουν Το Μίσος αυτοί οι ταραξίες; Στείλτε τους στη φυλακή!».

Φυσικά δεν ήταν η ταινία που ενέπνευσε αυτές τις διαδηλώσεις ή καμία άλλη μετέπειτα. Ούτε σύμπτωση ήταν. Πολύ απλά, ο Κασοβίτς αποτύπωνε μια επίμονη πραγματικότητα.

Επίμονη μέχρι όταν η αστυνομία σκότωνε τον Τράβιον Μάρτιν στην Αμερική, συμβάν από το οποίο γεννήθηκε το Black Lives Matter κίνημα. Επίμονη μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα. Μέχρι τις παγκόσμιες διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής βαρβαρότητας τον Ιούνιο του 2020. Μπορούμε άραγε να φανταστούμε καν έναν κόσμο χωρίς ταξική ανισότητα και γκέτο, και χωρίς αστυνομική (διάβαζε και: καθεστωτική) βαρβαρότητα;

Και στο μεταξύ, το Μίσος συνεχίζει να είναι, ναι, πάλι αυτή η λέξη, επίκαιρο, χάρη και στις δικές του καλλιτεχνικές και αφηγηματικές αρετές, κι όχι απλά επειδή διαπίστωσε κάτι που δεν είχε ποτέ ξανά διαπιστώσει κανείς άλλο. Κάθε κάποια χρόνια, γιορτάζεται ξανά και ξανά. Κυκλοφορεί εκ νέου. Γενιές σινεφίλ το μαθαίνουν στις επόμενες. Μέχρι και μιούζικαλ διασκευή για το θέατρο έγινε, την οποία ο Ματιέ Κασοβίτς είχε ανακοινώσει στις 27 Ιουνίου του ‘23.

Δεν πέρασε και πολύς χρόνος –ούτε μια βδομάδα– πριν συμβεί ξανά:

***

Τον Ιούλιο του ‘23 στη Ναντέρ του Παρισιού, ο Nahel Merzouk, με καταγωγή από την Αλγερία, σκοτώνεται από αστυνομικό επειδή δεν σταμάτησε σε έναν έλεγχο τροχαίας, ξεσηκώνοντας νέες διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα. Μοναχοπαίδι, μεγαλωμένος σε φτωχή οικογένεια μόνο από τη μητέρα του, δούλευε ως οδηγός σε παράδοση παραγγελιών. Όταν είδε τον έλεγχο, έτρεξε να διαφύγει επειδή λόγω της ηλικίας του δεν είχε δίπλωμα.

Ο Nahel Merzouk ήταν 17 χρονών.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.