REVIEWS

Το ‘Rocketman’ βάζει το μιούζικαλ στη βιογραφία του Έλτον Τζον

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η βιογραφία του Έλτον Τζον μας τραγουδά, η “Ma” μας τρομάζει, και το “Αναζητώντας τον Χέντριξ” διασκεδάζει και προβληματίζει.

Οι Κάννες, ακόμα και πέρα από το αναμενόμενο χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ του Κουέντιν Ταραντίνο, άφησαν μέσα από το πρόγραμμα και από τις βραβεύσεις τους, παρακαταθήκη τουλάχιστον 3-4 πολλά υποσχόμενων ταινιών για την ερχόμενη σεζόν: Ο Χρυσός Φοίνικας για το Κορεάτικο “Parasite”, το παθιασμένο απαγορευμένο ρομάντζο του “Portrait of a Lady on Fire” και το αυτοβιογραφικό “Pain and Glory” του Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι όλες ταινίες που το σινεφίλ κοινό αξίζει να συναντήσει στη μεγάλη οθόνη τους επόμενους μήνες, και θα τα λέμε αναλυτικά κατά την κυκλοφορία του καθενός.

Την ίδια στιγμή, το ελληνικό σινεμά επιστρέφει για δεύτερη διαδοχική χρονιά με μεγάλο βραβείο για ταινία μικρού μήκους από το μεγαλύτερο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του κόσμου (πέρσι η Ζακλίν Λέντζου, φέτος ο Βασίλης Κεκάτος) για ιστορίες προσωπικές και τρυφερές, που δείχνουν προς ένα πολλά υποσχόμενο νέο σινεμά του αύριο.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:

 

Rocketman **1/2

(Ντέξτερ Φλέτσερ, 2ω1λ)

Καστ: Τάρον Έτζερτον, Ρίτσαρντ Μάντεν, Τζέιμι Μπελ

Η προηγούμενη ταινία του Ντέξτερ Φλέτσερ: Το “Bohemian Rhapsody”, ταινία την οποία τελείωσε δίχως credit όταν απολύθηκε ο αρχικός σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ. Είναι ένας αληθινά ατυχής διαχωρισμός καριέρας το να πρέπει να εξηγείς πως δεν είσαι ο σκηνοθέτης του “Bohemian Rhapsody” που έχει κατ’εξακολούθηση κατηγορηθεί για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων, αλλά ο άλλος, εκείνος που δεν αναγράφεται στους τίτλους.

Η καινούρια: Μουσική βιογραφία του Έλτον Τζον με έμφαση εξίσου στη μουσική όσο και στη βιογραφία. Η ιστορία ζωής του εμβληματικού μουσικού παρουσιάζεται μέσα από μια τζούκμποξ μιούζικαλ αφήγηση, όπου περισσότερα από 20 διάσημα τραγούδια του παρελαύνουν από την οθόνη.

Και πώς είναι: Βιογραφικό μιούζικαλ εγκεκριμένο από το ίδιο το αντικείμενό του δεν ακούγεται πολλά υποσχόμενη δραματουργική συνταγή- ο Έλτον Τζον περιτριγυρίζει το πρότζεκτ και του έχει δώσει στάμπα έγκρισης. Κι όντως δεν είναι υπό την έννοια πως καθαρά σαν βιογραφία, σαν χτίσιμο και σπουδή χαρακτήρα, η ταινία του Ντέξτερ Φλέτσερ με τον Τάρον Έτζερτον στον ρόλο του διάσημου μουσικού, δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη. Υπάρχουν οπωσδήποτε πολλές δραματικές γωνίες λήψης υπό τις οποίες μπορεί κανείς να κοιτάξει και να εξετάσει μια περσόνα σαν του Έλτον Τζον, από τις πολλαπλές του μορφές και αναγεννήσεις (όπως είχε κάνει ο Τοντ Χέινς στο θαυμάσια πειραματικό “I’m Not There” βιογραφικό φιλμ του Μπομπ Ντίλαν) μέχρι την πλήρη του αφομοίωση από έναν χαρακτήρα και τη σχέση του με τη βιομηχανία (κάτι που επιχειρεί για παράδειγμα ο Μίλος Φόρμαν με τον “Άνθρωπο στο Φεγγάρι”).

Αντ’αυτού, το “Rocketman” είναι μια ακόμα ιστορία που εντοπίζει τη γέννηση μιας καλλιτεχνικής ευφυίας στο διαρκές αίσθημα εγκατάλειψης επειδή ως παιδί δεν τον αγαπούσε ο πατέρας του. Ο μικρός Έλτον της ταινίας πιάνει νότες και επιρροές στον αέρα, ο ενήλικας θέλει να ξεπεράσει τον αλκοολισμό του ως αυτοβελτίωση, και κάπου στην πορεία το σενάριο (από τον σεναριογράφο του “Μπίλι Έλιοτ”) ακολουθεί πιστά, αναμενόμενα, κάθε Α-Β-Γ βήμα.

 

Ομως. Μπορεί η υπομονή καθενός για τέτοιου τύπου ιστορίες να διαφέρει, και προσωπικά έχω αρκετά μικρή ανοχή, όμως ακόμα κι έτσι, το φιλμ είναι ένα διαρκές πυροτέχνημα.

O Ντέξτερ Φλέτσερ καταφέρνει να αποδώσει την ιστορία του Έλτον μέσα από μια μουσική συρραφή σχεδόν 20 τραγουδιών του (έχασα κάπου το μέτρημα αλλά εκεί φτάνει ο απολογισμός), χωρίς ποτέ να τα τοποθετεί όλα με όμοιους, επαναλαμβανόμενους τρόπους. Από κομμάτια παιγμένα ζωντανά σε κάποιο λάιβ μέχρι δοκιμές σε πρόβες, κι από σχεδόν ντισνεϊκούς “αυτό που θέλει η καρδιά μου!” ηρωικούς μονολόγους μέχρι εντυπωσιακά Broadway νούμερα που αδιαφορούν για δεσμούς ρεαλισμού, αυτό είναι ένα jukebox μιούζικαλ (βλέπε και “Mamma Mia! Here We Go Again”) που αντί να φοβάται τις υπερβάσεις, βουτά βαθιά μέσα τους, τις απολαμβάνει, τις φορά περήφανα μαζί με κάποια από τα αμέτρητα εβμληματικά κουστούμια του Έλτον.

Ο Τάρον Έτζερτον δεν καταφέρνει ποτέ να ζήσει ως αυτόνομος χαρακτήρας στο πανί (κάτι τα συνεχή νούμερα, κάτι τα σε ενοχλητικό βαθμό ατσαλάκωτα κουστούμια) όμως την ίδια στιγμή κατορθώνει έστω να μη χάνεται κάτω από την εξτραβαγκάνζα- είναι καλός σε έναν οριακά αδιαπέραστο ρόλο, οδηγώντας τον ήρωά του μέσα από όλα τα δραματικά στάδια, τους πρώτες έρωτες, τον χειριστικό μάνατζερ, τον άστοχο γάμο, την άνοδο, τους εθισμούς. (Να αναφέρουμε πως η ταινία τουλάχιστον δεν φοβάται την γκέι διάσταση του ήρωά της, σε αντίθεση με Το Άλλο Πρόσφατο Βιογραφικό Μιούζικαλ, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι αρκετά σεξουαλική ή ερωτική γενικότερα.)

Είναι όμως τα τραγούδια, οι σεκάνς, οι μεταβάσεις, τα χρώματα, που πουλάνε το πακέτο. Ο Φλέτσερ κάνει πολύ καλή δουλειά στη συναισθηματική συνέπεια των set-pieces του, κι ίσως αυτό είναι αρκετό για να ξεφύγει από τη σκιά του “Bohemian Rhapsody”. Είναι σε κάθε περίπτωση ένα -έστω με κάποιον τρόπο- εφευρετικό οπτικά κομμάτι χολιγουντιανού βιογραφικού storytelling. Έστω κι αν δραματουργικά, τίποτα σε αυτή την ταινία δεν τραγουδά.

 

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Εξωκινηματογραφικό αυτό, όμως είναι η στιγμή αμέσως μετά την πρεμιέρα στις Κάννες, όταν στην διάρκεια του πάρτυ ο Έλτον κι ο Τάρον Έτζερτον βρέθηκαν μαζί στη σκηνή για δυο τραγούδια.

Αναζητώντας τον Χέντριξ ***

(Μάριος Πιπερίδης, 1ω33λ)

Καστ: Αδάμ Μπουσδούκος, Βίκυ Παπαδοπούλου, Φατίχ Αλ

Πνιγμένος στα χρέη και με μια σχέση στο παρελθόν πια, ο Γιάννης αποφασίζει να μεταναστεύσει από τη Λευκωσία. Όμως όταν ο σκύλος του το σκάει στην τουρκοκυπριακή πλευρά του νησιού, ο Γιάννης θα διαπιστώσει πως είναι πρακτικά αδύνατον να τον φέρει πίσω, μιας και ζώα δε μπορούν βάσει νομοθεσίας να μετακινηθούν από την τουρκική πλευρά στην ελληνική. Τότε θα ξεκινήσει ένα στα όρια του σουρεαλισμού παράνομο ταξίδι μέσα από κρυφές διαδρομές και κανονίσματα, ώστε να μπορέσει φέρει τον σκύλο του, πίσω στο σπίτι.

Το εύρημα ενός τέτοιου παραλογισμού λειτουργεί εξαιρετικά δυνατά σε συμβολικό επίπεδο, δίνοντας στον Πιπερίδη τη δυνατότητα να στήσει πάνω σε αυτό ένα πικρά χιουμοριστικό οικοδόμημα αποτελούμενο από αυξανόμενου παραλογισμού επεισόδια. Η περιπλάνηση του Γιάννη μοιάζει κατά τόπους αρκετά κατασκευασμένη, όπως όταν προσπαθείς να αφηγηθείς ένα συμβάν και παραθέτεις κάθε του λεπτομέρεια ακόμα κι αν αυτό ίσως αποβαίνει ελαφρώς σε βάρος της αφήγησης, όμως σε γενικές γραμμές αυτό που πετυχαίνει ο Πιπερίδης με το σενάριό του (βραβευμένο στα Ίρις της ελληνικής ακαδημίας κινηματογράφου) είναι θαυμαστό: Έχει στήσει μια εντελώς ανθρώπινη γλυκόπικρη κωμική περιπέτεια, με τη δράση και τα κάθε λογής περιστατικά να πηγάζουν μέσα από τους χαρακτήρες και μέσα από παραστάσεις και καταστάσεις σαφέστατα βιωμένες, μέσα σε ένα γραφειοκρατικό λαβύρινθο παραλογισμού και διχοτόμησης, από όπου τόσο ο χαρακτήρας όσο κι η ίδια η ταινία θέλει παθιασμένα να βρει διέξοδο. Καλό mainstream σινεμά με πολιτική συναίσθηση και έγνοια για τους ανθρώπους που κατοικούν στο σύμπαν του. (Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ της Tribeca.)

Επίσης προβάλλονται

Ma **

(Τέιτ Τέιλορ, 1ω39λ)

Η Σου Αν είναι μια μοναχική γυναίκα μέχρι που μια παρέα εφήβων θα της ζητήσουν να τους αγοράσει αλκοόλ που εκείνοι δε μπορούν. Από την αφορμή αυτή, η Σου Αν θα αρχίσει να έρχεται όλο και πιο κοντά τους, ανοίγοντας το υπόγειο του σπιτιού της σε εκείνους και στους συμμαθητές τους, αφήνοντάς τους να κάνουν τα πάρτι τους εκεί- με έναν μόνο κανόνα: να μην επισκεφθουν ποτέ το πάνω μέρος του σπιτιού.

Ο Τέιτ Τέιλορ των “Υπηρετριών” επανενώνεται με την Οκτάβια Σπένσερ (που κέρδισε Όσκαρ για εκείνη την ταινία) σε ένα απρόσμενα, αλλά καλοδεχούμενο, camp σκηνικό τρόμου. Εκείνος φέρνει ξανά μαζί του την μάλλον εμφανή άγνοιά του για τα λεπτά διαφυλετικά ζητήματα που κι ετούτη η ταινία του επιδερμικά αγγίζει, η Σπένσερ φέρνοντας τη μεγάλη ερμηνευτική της διάθεση και το εύρος των ερμηνευτικών της τόνων, παίζοντας τη Σου Αν ως απειλητική, πληγωμένη και creepy σε απόσταση λιγοστών βλεμμάτων. Διασκεδαστικό, αν και χάνει τον στόχο. Με ένα πιο εστιασμένο σενάριο και με περισσότερη έμφαση στα υλικά της μανιακής τρίτης πράξης, θα είχαμε ένα camp classic τρόμου στα χέρια μας.

Όνειρα σε Ψηλοτάκουνες Γόβες **

(“Dumplin’”, Αν Φλέτσερ, 1ω50λ)

Ευτραφής κόρη μιας πρώην βασίλισσας των καλλιστείων (η Τζένιφερ Άνιστον για μια ακόμα φορά σε έναν “πιστεύω πάρα πολύ ότι αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή θα με οδηγήσει στα Όσκαρ” ρόλο) δηλώνει συμμετοχή στα τοπικά καλλιστεία ως προσωπική έκφραση επανάστασης. Όλα τα αναμενόμενα στάδια της ρομαντικής κομεντί με μπόλικα στοιχεία προσωπικής ενδυνάμωσης σχηματίζουν μια ευχάριστη, προβλέψιμη ιστορία όπου τη διαφορά κάνει η πρωταγωνιστική παρουσία της Ντανιέλ Μακντόναλντ και οι όποιες μοντέρνες χροιές στη σκιαγράφηση του κοινωνικού περίγυρου. Α, και γιατί όχι, και τα καινούρια τραγούδια που έγραψε ειδικά για την ταινία η θρυλική Ντόλι Πάρτον (ένα εκ των οποίων προτάθηκε και για Χρυσή Σφαίρα).

Τριστάνα ****

(“Tristana”, Λουίς Μπουνιουέλ, 1ω39λ)

Μετά το θάνατο της μητέρας της, μια αθώα γυναίκα θα βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός μεσήλικα αριστοκράτη ο οποίος έχει σεξουαλικές βλέψεις απέναντι της. Σε μια από τις κλασικές ταινίες της τελευταίας περιόδου του Μπουνιουέλ, με την Κατρίν Ντενέβ εκπληκτικά διφορούμενη ως προς την σεξουαλικότητά της, ο Μπουνιουέλ παίρνει μια κλασικής δομής ιστορία πάθους, εμμονής και εκδίκησης και την εμπλουτίζει με τις συνήθεις ματιές τους στη σύγχρονη διαφθορά της κοινωνικής ελίτ, λίγα χρόνια πριν παραδώσει το αριστούργημά του “Η Κρυφή Γοητεάι της Μπουρζουαζίας”.

Αποκαλύψεις (“El Desentierro / The Uncovering”, Νάτσο Ρουιπέρεζ, 1ω38λ). Ένας άντρας ερευνά τα αληθινά αίτια της εξαφάνισης του πατέρα του 20 χρόνια νωρίτερα, επιστρέφοντας ύστερα από καιρό στην πατρίδα του. Ισπανόφωνο αστυνομικό θρίλερ αμφιβόλου ποιότητας.

Γκοτζίλα ΙΙ: Ο Βασιλιάς των Τεράτων (“Godzilla: King of Monsters”, Μάικλ Ντόχερτι, 2ω12λ). Φασαριόζικο σίκουελ στην απρόσμενα εστιασμένη στους χαρακτήρες ταινία του Γκάρεθ Έντουαρντς από 5 χρόνια νωρίτερα.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

John Wick: Κεφάλαιο 3 ***1/2

(“John Wick: Chapter 3 – Parabellum”, Τσαντ Σταχέλσκι, 2ω10λ)

 Στη νέα περιπέτεια του Τζον Γουίκ η δράση ξεκινά από το σημείο που μας άφησε το δεύτερο κεφάλαιο, με τον ήρωα του Κιάνου Ριβς να έχει διαπράξει το μεγαλύτερο φάουλ στον πολύπλοκο κόσμο των εκτελεστών με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό του. Έχει λίγα μόλις λεπτά στη διάθεσή του πριν επικηρυχθεί κι ο ίδιος, με κάθε εκτελεστή του πλανήτη να στρέφεται εναντίον του. Για μια ακόμα φορά, το “John Wick” σου κλέβει την ανάσα με την πιο όμορφη, πιο προσγειωμένη και πιο έξυπνη δράση που έχει να προσφέρει το mainstream σινεμά.