REVIEWS

Το ρομαντικό καταφύγιο που θα βρεις στα Μαγνητικά Πεδία

Θα υπάρξει άραγε ποτέ πιο ιδανική ταινία για θερινό σινεμά από τα Μαγνητικά Πεδία;

Η αναβίωση της ρομαντικής κωμωδίας στη μεγάλη οθόνη έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης εδώ και πολύ καιρό. Το πολύπαθο είδος έχει καταλήξει να υπάρχει κυρίως στο Netflix – με πολλά υποσχόμενη αφετηρία αλλά αμφισβητήσιμη συνέχεια – ή ακόμα κι όταν καταφθάνει στη μεγάλη οθόνη, είναι είτε όχι και τόσο ρομαντική γιατί τα κεντρικά ζευγάρια δεν έχουν τη χημεία των παλιών καλών εποχών (βλέπε τα πρόσφατα τίμια αλλά ελλιπή Marry Me και The Lost City), είτε ξεχνούν τελείως την κωμωδία του πράγματος.

Δεν υπολόγιζα πως η καλύτερη απάντηση εδώ και χρόνια θα ερχόταν από ελληνική παραγωγή, αλλά εδώ είμαστε και τα περνάμε φανταστικά. Τα Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση έκαναν tick σε όλα.

Μετά το «οικογενειακό» ντοκιμαντέρ του με τον Χειροπαλαιστή, ο βραβευμένος κομιξάς Γούσης έπιασε μία miniDV κάμερα για τα Μαγνητικά Πεδία και πήρε από πίσω μία γυναίκα. Την πρώτη φορά που τη βλέπουμε οδηγεί ταραγμένη στην Αθήνα, αλλά γρήγορα θα πάρει μία στροφή προς Κόρινθο και τελικά την Πάτρα, για να πάρει το φέρι προς Κεφαλονιά.

Δραπέτευσε για λίγο, αλλά όχι χωρίς τις ενοχές της. Νιώθει εγκλωβισμένη, δε μπορεί να τραγουδήσει όπως παλιά, και δεν αναγνωρίζει πια τη γυναίκα που αντανακλάται πίσω στον καθρέφτη.

Είναι μία μονόχρωμη φιγούρα με την πρώτη ματιά, αλλά η Έλενα Τοπαλίδου, αυτό το αερικό που μετά τη χορευτική της καριέρα έχει αρχίσει να αφήνει ξεκάθαρο στίγμα στο σινεμά μας, διασκεδάζει κάθε μονοδιάστατη υποψία. Η ηρωίδα της είναι ζεστή, ανοιχτόκαρδη και, σε κάθε, μα κάθε beat του φιλμ, αναγνωρίσιμη. Οικεία.

Την ξέρεις αυτή τη γυναίκα. Έχει υπάρξει φίλη σου ή κάτι παραπάνω, έχεις συμπάσχει με τα μπαγκάζια της κι εκείνη με τα δικά σου, έχετε υποσχεθεί να μη χαθείτε αλλά χαθήκατε κι όταν τη βλέπεις ξανά είναι σα να μην πέρασε ούτε μία μέρα. Δε σε κάνει απλώς να εύχεσαι να είχες στρίψει κι εσύ κάποια στιγμή για Κόρινθο, αλλά να πιστέψεις πως μπορεί μια μέρα να το κάνεις.

Μαγνητικά Πεδία

Σαν αλαφροΐσκιωτο φιλικό στοιχειό η Τοπαλίδου είναι μαγνητική όπως υπόσχεται ο τίτλος, και έλκει τον έτερο πόλο, τον «Αντώνη» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου. Έναν θεατρικό ηθοποιό που το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται στον ελληνικό κινηματογράφο όλο και περισσότερο, συνεσταλμένο και προσεκτικό εδώ, ήπια τρυφερό, στωικό, αντιθετικό στην πρώτη, ημι-άγρια εντύπωση που δίνει.

Συναντά την Έλενα τυχαία όταν μένει από αυτοκίνητο και εκείνη τον περιμαζεύει, αλλά δεν είναι μόνος. Έχει μαζί του τις στάχτες της θείας του με σκοπό να τις πάει για ταφή στο χωριό της, χωρίς να ξέρει αν θα του επιτραπεί να το κάνει ή όχι.

Μαζί θα ταξιδεύουν στον Ζορζ, το δίχρωμο, ταλαιπωρημένο αμαξάκι της Έλενας, στα νωπά, ακίνητα τοπία της Κεφαλονιάς που καδράρει ο Γούσης με προορισμό την καρδιά μας, σε πλάνα που θυμίζουν ‘80s και ‘90s home videos – μία απόφαση του Γούση που πάρθηκε λόγω του μικρού του μπάτζετ αλλά θα έπρεπε να μείνει η ίδια σε κάθε σύμπαν, όσα λεφτά κι αν του έδιναν.

Οι πρωταγωνιστές του συνυπογράφουν μαζί του το απροσδόκητο, συχνά πολύ αστείο σενάριο και αφήνουν πίσω τους διαμαντάκια: «Δε θέλω να ερωτευτώ, μεγάλος πόνος» – «Δεν έχεις επιλογή, άνθρωπέ μου».

Μαγνητικά Πεδία

Ως ερμηνευτές παραδίνονται συγκινητικά στην κάμερα, ως συνοδοιπόροι θα ελαφρύνουν από τα βαρίδια τους, για λίγο έστω, χωρίς να έχουν γίνει απαραίτητα διαφορετικοί. Ποιος δεν έχει κερδίσει, άλλωστε, από λίγη καλοσύνη των ξένων;

Σε μία εποχή κοινωνικής αποξένωσης, επιβεβλημένης και επίμονης τα τελευταία χρόνια, τα lo-fi Μαγνητικά Πεδία ανοίγουν μία τεράστια, ευπρόσδεκτη αγκαλιά για τους ανθρώπους, για τα τραγούδια και τις σχέσεις τους, για όσα δε θέλουν να μένουν πλέον ανείπωτα. Είναι τo feelgood, δικαιωματικό χιτ των έξι βραβείων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών.

Τα Μαγνητικά Πεδία κυκλοφορούν στις αίθουσες από το Cinobo.