ΣΙΝΕΜΑ

Τον Ερρίκο Λίτση τον σημάδεψε η ‘Ψυχή Στο Στόμα’

Το πουλέν του Γιάννη Οικονομίδη δεν είναι μια μηχανή εκτόξευσης "καντηλιών" όπως πίστεψες όταν τον είδες στο "Σπιρτόκουτο". Είναι άλλα, πολλά.

Έχω μεγαλώσει ως καταναλωτής πολιτισμού σε μια εποχή που αν εξαιρέσεις τη ραγδαία εξέλιξη του ίντερνετ που λίγο-πολύ έζησα από την αρχή μέχρι σήμερα, οι τεράστιες μορφές της μουσικής ή του κινηματογράφου ή των εικαστικών όχι μόνο έζησαν πολύ πριν από εμένα, αλλά πολλές από αυτές δεν υπάρχουν (ζουν) πια. Οι Pink Floyd, οι “Νονοί” του Κόπολα, η έκρηξη του ροκ, οι Smiths, ο Robert de Niro στα καλά του.

Οι φορές που συγκλονίζεσαι πια σε συγχρονισμό με ένα κινηματογραφικό επίτευγμα για παράδειγμα είναι τόσο λίγες όσο και εντυπωσιακές επειδή είναι λίγες. Για παράδειγμα, βλέποντας τη Σαντάκο να βγαίνει από το πηγάδι στο γιαπωνέζικο “Ring” ένιωσα ότι αυτή η απόκοσμη εικόνα είναι ένα καινούργιο φαινόμενο που δέχομαι κατευθείαν, απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση. Το ίδιο ένιωσα κι όταν ένας χοντρούλης κύριος με παλιομοδίτικα γυαλιά μυωπίας έριχνε ό,τι καντήλι θες επί σχεδόν 90 λεπτά σε ένα ελληνικό φιλμ του 2003, καθηλώνοντάς σε απορημένο για το αν αυτό που βλέπεις είναι απλά ένα μοντάζ με στιγμές από μια κανονική(;) οικογένεια της διπλανής πόρτας.

Ο πρωταγωνιστής Ερρίκος Λίτσης ήταν εκεί τη στιγμή που ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος δεχόταν μια δυνατή σπρωξιά από τον Γιάννη Οικονομίδη. Και έβριζε. Στους επόμενους ρόλους του ήταν κατά κανόνα λιγότερο εκνευρισμένος. Ποιοτικός ήταν πάντα το ίδιο.

 

Χτενίζοντας μια ηχογραφημένη κουβέντα 63 λεπτών και τις εντυπώσεις από δύο ακόμα, παράπλευρες, μία πριν, μία μετά, το να πέφτεις πάνω σε μια προ 3ετίας συνέντευξη του Ερρίκου στον πρόγονο του ΟΝΕΜΑΝ, το MEN24, είναι κάπως αποθαρρυντικό. Γιατί την έχει πάρει ο Θανάσης Κρεκούκιας κι έχει ρωτήσει τα πάντα. Και μετά αρχίζεις και σβήνεις παρόμοιες δηλώσεις που έκανε και σε σένα. Αλλά κι αυτό έχει τη σημασία του. Η συνέπεια του Ερρίκου Λίτση στα λεγόμενά του είναι παροιμιώδης. Και τέτοιους τύπους δεν τους φοβάσαι.

Έχει ξαναγραφτεί (δυστυχώς) ότι ο Ερρίκος, μεταξύ άλλων, έχει ισραηλίτικη καταγωγή, ότι έπαιζε 6-7 χρόνια ως dj σε ελληνάδικο, ότι ο πατέρας του άκουγε Paul Anka, ότι, αν τη μέρα που άφηνε το βιογραφικό του για ένα άσχετο με το Σπιρτόκουτο κάστινγκ του Οικονομίδη δεν έπεφτε πάνω στο σκηνοθέτη, ίσως δεν τον γνωρίζαμε ποτέ ως ηθοποιό, ότι είναι Παναθηναϊκός του Λουκανίδη και του Δομάζου. Ξαναγράφω κι εγώ λοιπόν -και εξηγώ αναλυτικά με τα λεγόμενα του Ερρίκου- γιατί είναι συνεπής τύπος, ηθοποιός, σαν παρέα, σαν στάση ζωής και αλλού.

Σχεδόν συνεπής στην αισθητική του

“Δεν τα σνομπάρω καθόλου τα λεφτά. Θα μπορούσα ίσως να κάνω κάτι που θα πρόσβαλε την αισθητική μου, αν πληρωνόμουν καλά γι’ αυτό. Έχω κάνει κάποια τέτοια ακόμα και τελείως δωρεάν γιατί έτυχε να γίνει το κλικ με τον σκηνοθέτη. Δεν είμαι άμεμπτος, αλλά πιστεύω ότι δύσκολα θα ξεπουλιόμουν από καλλιτεχνικής απόψεως.

Ακόμα και κάποια εμπορικά που έχω κάνει, για μένα είναι από τα καλά του είδους. Για παράδειγμα, το επεισόδιο “Εργαζόμενη Γυναίκα – Φιλόλογος” θεωρώ ότι ήταν από τα καλύτερα επεισόδια της σειράς (που ήταν όλη αρκετά καλή). Έχω παίξει και στο “Άμυνα Ζώνης”, με τον ντετέκτιβ Χαρίτο άμα θυμάσαι, στο τηλεοπτικό ‘Λούφα και Παραλλαγή’. Το 2007-08 με έψαχναν περισσότερο”

Συνεπέστατος στα djιλίκια του

“Είμαι και dj. Δεν κάνω κάτι τελείως έξω από τα ενδιαφέροντά μου. Μπήκα και στον χώρο πολύ αργά κι έτσι όσα έκανα πριν ήταν εκτός. Για να ζήσω, να κάνω… Τώρα προσπαθώ να μην κάνω τέτοια πράγματα. Αν φτάσω στο αμήν, πιθανόν να κάνω, γιατί είμαι και κάποιας ηλικίας. Εδώ, άλλοι με πτυχία στην ηλικία μου και δυσκολεύονται.

Δεν το έχω αποκηρύξει το djιλίκι, το κουβαλάω”

Συγκεντρωμένα συνεπής στον ρόλο του “Κουλοχέρη του Σποκέιν” (τελευταίες παραστάσεις 7-8-9/4, στο θέατρο “Αργώ”)

“Ο ‘Κουλοχέρης’ είναι κατά τη γνώμη μου η καλύτερη συνεργασία που έχω κάνει στο θέατρο. Πάρα πολύ καλό κλίμα με τους συναδέλφους, δεθήκαμε, πήγαμε και αρκετά καλά. Το ευχαριστιέμαι και στο παίξιμο, έχω μια ελευθερία που δεν την είχα άλλες χρονιές στο θέατρο. Δεν αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κάτι.

Ο ρόλος είναι φαινομενικά μακριά μου γιατί πρόκειται για έναν άνθρωπο χωρίς χέρι, που έχει μια αναπηρία. Μεταφορικά ο ηθοποιός καλείται να βρει την αναπηρία. Προσπάθησα να την αντιστοιχήσω με τη δική μου μυωπία για να εντοπίσω το συναίσθημα της ανασφάλειας. Θεωρώ απαραίτητο να νιώσεις την ψυχολογία του χαρακτήρα.

Η σωματικότητα του ρόλου είχε επίσης μια δυσκολία. Το να χειρίζομαι μόνο το δεξί χέρι όταν μιλάω, ας πούμε. Ο Καρμάικλ είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος γι’ αυτό κι έχει βάλει στόχο να βρει το χέρι που του έκοψαν όταν ήταν μικρός. Μοιάζει επίσης να επηρεάζεται ακόμη από τη μάνα του, παρ’ ότι έχει φτάσει τα 50. Πήρα όλα αυτά τα στοιχεία σαν ηθοποιός και τα αναδεικνύω. Είναι ένας ρόλος με πολύ έντονη την ανθρωπίλα”

 

Συνεπής στο κόμμα του (που δεν υπάρχει πια)

“Είμαι της γενιάς της μεταπολίτευσης και θα αναγκαστώ να πω “με την καλή έννοια”. Είμαι της γενιάς στην οποία φύσηξε ένας άνεμος κουλτούρας και δημιουργίας με το τέλος της χούντας. Ήμουν κι εγώ μες στο πλήθος που είχε μαζευτεί έξω από το Πολυτεχνείο. Με το πρώτο νταμπαντούμπα το έβαλα στο πόδια, έπαιξα λίγο κλεφτοπόλεμο… Στα 17, έχεις άγνοια κινδύνου, νομίζεις ότι κάνεις κάτι σπουδαίο. Τώρα που το κοιτάω από μακριά, λέω πως θα είχα φύγει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι και μπορεί και χωρίς κανέναν λόγο, γιατί δεν πιστεύω ότι η χούντα έπεσε λόγω Πολυτεχνείου. Άνοιξα κι έκλεισα την παρένθεση εδώ.

Η σχέση μας τους αστυνομικούς ως πιτσιρικάδες κατά τη διάρκεια της χούντας ήταν κάπως σαν τις τελευταίες συγκρούσεις των γηπεδικών με την αστυνομία. Νομίζεις ότι πλακώνονται για το αν ο ΠΑΟ είναι καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό; Υπάρχει αυτό το απολιτίκ που είχαμε κι εμείς, στα 15. Γνωρίσαμε το καθεστώς μέσα από ένα εραστιχνικό ραδιοφωνικό σταθμό, όταν πλάκωσε η ασφάλεια και κατάσχεσε τους δίσκους μας. Φάγαμε κλωτσιές, καρπαζιές. Μας έσκαγαν τη μπάλα όταν παίζαμε στο δρόμο.

Τέλος πάντων, από τη μεταπολίτευση μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, οι ορίζοντές σου άνοιγαν συνέχεια. Μπορούσες να ακούσεις Μίκη Θεοδωράκη μέχρι να δεις σοβιετικές ταινίες και να διαβάσεις βιβλία. Μας προέτρεπαν οι μεγαλύτεροι της ευρύτερης αριστεράς (αν κι εγώ ήμουν ΚΚΕ εσωτερικού) να διαβάσουμε Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς, ψυχολογία, Βάρναλη, πράματα που κουβαλάω μέχρι σήμερα. Όλα αυτά δεν ήταν της μόδας για μένα. Τα πίστεψα και τα πιστεύω μέχρι σήμερα. Έχω κάποιες συμπάθειες στον πολιτικό χώρο, αλλά το κόμμα που εγώ αγαπούσα δεν υπάρχει πια, οπότε είμαι εκτός κόμματος”

 

Ασυνεπής στο ελληνάδικο

“Είχα γίνει και dj σκυλάς. Πλέον αποφεύγω να κάνω κάτι με μόνο κίνητρο τα λεφτά. Δεν θέλω να γίνει ένα είδος σκυλάδικου η δουλειά μου. Από ελληνικά δεν ήξερα, αλλά τα έμαθα, στο Station στα Πετράλωνα που έπαιζα. Μου σημάδευε το αφεντικό με μαρκαδόρο τα κομμάτια που έπρεπε να βάλω κι εγώ από φιλότιμο το έψαχνα παραπάνω. 

Η θητεία μου στα ελληνάδικα με έκαναν να δω μια πλευρά του κόσμου που δεν την ήξερα και ίσως και να τη φοβόμουν. Είναι η πλευρά του λαϊκού, της νύχτας. Το μεθύσι, το αλκοόλ, το σκυλάδικο έχει μια αγριότητα από κάτω. Ένας από τους λόγους που δεν πίνω πολύ αλκοόλ σήμερα είναι ψυχολογικός. Έβλεπα ανθρώπους να μπαίνουν γραβατωμένοι και μετά, αφού τα ήπιαν, να βγαίνουν κατουρημένοι πάνω τους και να έχουν ανταλλάξει και 10 μπουνιές”

Συνεπέστατος στην αγάπη του για τις τέχνες

“Πάντα γυρνούσα γύρω από τις τέχνες, στις παρυφές, χωρίς να ξέρω τι θα με εκφράσει περισσότερο. Και με τη ζωγραφική έχω ασχοληθεί. Δεν έχω εκθέσει τα έργα μου, είμαι αυτοδίδακτος. Έβγαζα τον εξωτερικό μου κόσμο, πάντα προσπαθούσα να εκφραστώ μέσα από την τέχνη κι αν είναι δυνατό να ζω από αυτό”

Αρχετυπικά συνεπής στους ρόλους που έχει παίξει

“Με όλους τους χαρακτήρες που έχω ενσαρκώσει, ανακαλύπτω είτε στις πρόβες ή εκ των υστέρων δικά μου χαρακτηριστικά. Όλοι από τα ίδια υλικά είμαστε φτιαγμένοι. Όσον αφορά το Δημήτρη του “Σπιρτόκουτου”, υπήρχε έντονα η αίσθηση ότι είμαι αυτός και στην πραγματικότητα. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάποιος με παρατηρούσε που διάβαζα μια εφημερίδα, με πλησίασε και μου είπε “τελικά είσαι κανονικός άνθρωπος, έ;

Στα γυρίσματα προσπαθούσαμε να κρατήσουμε την ένταση στην ατμόσφαιρα και μετά το ‘στοπ’. Υπήρχε μια πειθαρχία που είχε επιβάλλει ο Οικονομίδης, αυτό είναι και το στιλ του. Να μην χαλαρώνουμε. Όταν το δημιουργούσαμε όλο αυτό στις πρόβες και ψάχναμε να δούμε πώς μιλάνε αυτοί οι άνθρωποι, γελούσαμε μέχρι δακρύων όταν ακούγαμε αυτά που γράφαμε στο μαγνητόφωνο. Μετά, το παίζαμε με όλη τη σοβαρότητα. Δεν ήταν κωμωδία, παρότι αν το αναγνώσεις από άλλη μεριά, θα μπορούσες να το δεις έτσι. Είναι στην κόψη του ξυραφιού κι εκεί έδειξε την ικανότητα του ως σκηνοθέτης ο Οικονομίδης κι εμείς ως ηθοποιοί. Το πράγμα δεν έγινε μπαλαφάρα, ούτε κάτι γκροτέσκο. Ήταν ρεαλιστικός κινηματογράφος”

Συνεπώς σημαδεμένος από την “Ψυχή στο Στόμα”

“Ο ρόλος του Τάκη στην “Ψυχή στο Στόμα” με σημάδεψε. Εκεί άλλαξα και σαν άνθρωπος και σαν σωματότυπος. Αδυνάτισα πάρα πολύ και έπρεπε να φαίνομαι και πιο γομαράκι γιατί έκανα τον εργάτη. Επίσης, έβγαλα τα γυαλιά μυωπίας και έβαλα φακούς επαφής. Φορούσα γυαλιά από το δημοτικό και τα έβγαλα μετά από 40 χρόνια. Άλλαξε η φάτσα μου, ξύρισα το κεφάλι μου, δεν με είχα ξαναδεί έτσι.

Αυτός ο ρόλος άλλαξε και την ψυχολογία μου, αλλά αυτό δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε”

 

Συνεπής και σε νέους κινηματογραφικούς ρόλους (παίζει στο “Τρεις Μέρες Ευτυχίας” που προβάλλεται στον κινηματογράφο Mikrokosmos)

“Eίμαι ένας αστός και πρωταγωνιστώ σε μια από τις 3 ιστορίες της ταινίας. Το κεντρικό πρόσωπο και των 3 είναι μια Ρωσίδα πουτανίτσα που μαζεύει λεφτά για να πάει στον Καναδά, είναι το όνειρο της. Έχω μπλέξει κι εγώ μαζί της, είμαι ο καψούρης της ιστορίας που ετοιμάζεται να τινάξει την οικογένειά του στον αέρα. αυτά κατά κανόνα έχουν κακό τέλος”

Ερωτευμένα συνεπής με τη μουσική

“Ακόμα τρώω μουσική, δεν αγοράζω cd μόνο για τη δουλειά. Αλλά έχω πολλές ελλείψεις στα cd, δεν μπορώ να αναπληρώσω όλα τα βινύλια που έχω (έχει 3.000). Τα βράδια ακούω πολύ “Εν Λευκώ” και “105.5”, παίρνω τηλέφωνο, ρωτάω τι παίζει τώρα, πιάνω κουβέντα.

Το πρώτο LP που πήρα με δικά μου λεφτά ήταν το “Led Zeppelin III” και το “Black Magic Woman του Santana ήταν το πρώτο 45άρι νομίζω. Στα μαγαζιά που παίζω προτιμώ να κάνω ένα πρόγραμμα για να ακούσεις, όχι ντε και καλά να χορέψεις. Θα το γυρίσω και σε πιο πάρτι, αλλά αυτό που με εκφράζει πιο πολύ είναι να έρθεις να πιεις το ποτό σου και να ακούσεις ωραία ροκ μπλουζ κομμάτια. Να τα ευχαριστηθούμε (ο Ερρίκος παίζει κάθε Παρασκευή στο bar Φαβορίτα, Τοσίτσα και Ζαϊμη). Μέχρι πέρυσι αγόραζα cd”

Συνεπής σε αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν

“Καλλιτεχνικά νιώθω καλά με αυτό που κάνω, οι συνάδελφοι εκτιμούν τη δουλειά μου και αυτό με κάνει πολύ περήφανο. Μεγάλοι ηθοποιοί μου έχουν συμπεριφερθεί σαν ίσος προς ίσο κι ας έχουν 30 χρόνια θητεία πίσω τους. Από το “Σπιρτόκουτο” κιόλας μου άνοιξαν την αγκαλιά τους. το θετικό είναι ότι δεν τους έχω προδώσει. Συνεχίζω να είμαι ποιοτικός σε αυτά που κάνω. Ακόμη και σε μια διαφήμιση, έστω παικτικά.

Οι καλλιτέχνες ακόμα κι όταν έχουν παρέα είναι και λίγο μόνοι τους. Τουλάχιστον έτσι είναι η δική μου φύση. Γίνομαι μοναχικός όταν μπαίνω σε έναν ρόλο. Είναι ο ρόλος μου”

Φεύγοντας από τον καλλιτεχνικό-δημιουργικό χώρο του Ερρίκου κοντά στο τρένο των Άνω Πετραλώνων, είμαι σίγουρος πως άνοιξε για λίγο το “Ένας Ηθοποιός Δημιουργείται” του Κονσταντίν Στανισλάβσκι. Για να μελετήσει-θυμηθεί κάτι. Κι όταν βαριέται, ξέρεις.

Ανεβαίνει στη μηχανή του, μην φανταστείς, μια Honda του ’82 και πάει καμιά βόλτα, έτσι, για να τον φυσήξει.

Ο Ερρίκος Λίτσης πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν” στο θέατρω Αργώ (Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο) -τελευταίες παραστάσεις το Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα (7-8-9/4)- και στην ταινία “Τρεις Μέρες Ευτυχίας” που προβάλλεται από την Πέμπτη 5 Απριλίου στον Μικρόκοσμο”.