ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

“Transcendence”: Πρέπει να κλείσουμε όλο το ίντερνετ!

Το “Transcendence” με τον Τζόνι Ντεπ είναι η μεγάλη κυκλοφορία της βδομάδας, αλλά μην περιμένεις καμία υπέρβαση.

Η μεγάλη αυτή τέχνη, και ταυτόχρονη άσκηση ισορροπίας: της σωστής δόσης σοβαρότητας σε κάθε ιστορία. Μην παρεξηγηθώ, είμαι φαν κάθε σωστού σοβαρού πράγματος, όπως όμως και σωστού ασόβαρου πράγματος. Με αυτό θέλω να πω ότι επιθυμώ κάτι να είναι καλό, πρώτα και κύρια. Μπορεί να είναι σοβαρό ή και εντελώς ασόβαρο, αλλά αυτό είναι μια αισθητική επιλογή, όχι εγγύηση ποιότητας.

Ας πούμε το “Elektra” είναι μια απολύτως σοβαρή υπερηρωική ταινία, ενώ το “Avengers” απολύτως όχι: Είναι γεμάτο πολύχρωμους τύπους που διαλύουν πόλεις ενώ κάνουν πλακίτσες και ποπ αναφορές και τρυπάνε τεράστια εξωγήινα μηχανικά καλαμάρια από μέσα τους. Ποια είναι καλύτερη ταινία από τις δύο; Δεν έχει σαφώς τίποτα η σοβαρότητα να κάνει με την ποιότητα στην προκειμένη περίπτωση. Ωστόσο περνάμε μια περίοδο όπου η δίψα για Σοβαρότητα μοιάζει να έχει γίνει αυτοσκοπός, αντί του πολύ πιο σωστού στόχου, του να δημιουργήσεις κάτι ωραίο. (Και, εφόσον μιλάμε για υπερήρωες, και κάπως fun.)

Τις προάλλες διάβαζα για την σκοτεινή, σοβαρή προσέγγιση στον Γκοτζίλα. Στον Γκοτζίλα. Την τεράστια μεταλλαγμένη σαύρα που ποδοπατάει πόλεις. Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης του reboot των Fantastic Four εξηγούσε χτες στο Empire πώς θα είναι “gritty and realistic” η δική του εκδοχή πάνω στην οικογένεια ενός κυρίου που τεντώνει τα χέρια του σαν τον Τιραμόλα, κι ενός άλλου κυρίου που είναι πέτρα, ενώ αντιμετωπίζουν τον μεγάλο τους αντίπαλο, έναν άντρα που ονομάζεται DOOM και φοράει μια πράσινη μπέρτα. Ναι, σαφώς. Ας σηκώσουμε ένα φρύδι κι ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά επιτέλους.

 

Τα λέω όλα αυτά επειδή το “Transcendence” (letterboxd | imdb) είναι μια μεγάλη βλακεία ταινία, που είναι βλακεία ακριβώς επειδή προσπαθεί να είναι σοβαρό χωρίς να έχει λόγο ή στήριγμα για να το κάνει. Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Είναι μια ταινία για έναν τύπο τόσο έξυπνο που όταν σκοτώνεται, οι άλλοι πανέξυπνοι συνεργάτες του μεταφέρουν το μυαλό του μέσα σε ένα σύστημα υπολογιστών, κι εκείνος καταλαμβάνει το ίντερνετ και επιχειρεί να κατακτήσει τον κόσμο.

Ωραία; Το έχουμε; Είναι μια ταινία για ένα ζωντανό ίντερνετ με υπερδυνάμεις.

Τότε γιατί στα κομμάτια είναι όλα τόσο αργά και τόσο ζορισμένα;

Είναι ένα φιλμ που βασίζεται σε τόσο μεγάλες αποχωρήσεις συνέπειας και λογικής, που για να δουλέψει θα χρειαζόταν αντίστοιχο χειρισμό. Όχι λυρικά πλάνα με σταγόνες και μουντή ατμόσφαιρα και νολανικά ΜΠΡΑΑΑΑΜ στο σάουντρακ. Όχι ηθοποιούς που είτε νομίζουν πως παίζουν σε κάτι που βγάζει νόημα (ο πάντα καλός Πολ Μπετάνι, η μάσκαρα της Κέιτ Μάρα) ή ηθοποιούς που απλά πηγαινοέρχονται επειδή το σενάριο έχει ξεχάσει να τους δώσει αληθινό ρόλο (Ρεμπέκα Χολ, αιώνια ερωτευμένος) ή ηθοποιούς που ειλικρινά βαριούνται τη ζωή τους και στέλνουν τις ερμηνείες τους μέσω κώδικά (Τζόνι Ντεπ, εσύ σουπερστάρ).

Είναι όλα λάθος. Η αίσθηση, οι ρυθμοί, η εικόνα. Ο Γουώλι Φίστερ, εδώ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, είναι ο διευθυντής φωτογραφίας του Κρίστοφερ Νόλαν κι αυτό δυστυχώς φαίνεται στα πάντα. (Δυστυχώς επειδή το “Transcendence” δεν έχει απολύτως τίποτα από όσα κάνουν τις καλύτερες στιγμές του Νόλαν να λειτουργούν τόσο καθηλωτικά.) Είναι σαν κάποιος να προσπάθησε να μοντάρει μια cheesy ‘80s περιπέτεια στο στυλ του Νόλαν, σαν ένα από αυτά τα χιουμοριστικά βιντεάκια στο YouTube τύπου “οι τίτλοι αρχή του Friends στο στυλ του Firefly!”

Το εμφανές πρόβλημα στην προσέγγιση κρύβει βαθύτερα εγκλήματα που διαπράττει η ταινία σε πολύ πιο βασικό επίπεδο, εκ των οποίων τα δύο κυριότερα είναι:

1) O πλήρως ασύνδετος χαρακτήρας της. Υπάρχουν ταινίες που χαίρεσαι όταν διαρκώς σε εκπλήσσουν και δε σου επιτρέπουν να μαντέψεις όχι μόνο τι έρχεται, αλλά και πώς θα μοιάζουν σε μισή ώρα από τώρα (όπως ας πούμε το μεγαλειώδες “Martyrs”), όμως για να πετύχει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρχει μια αίσθηση κρεσέντου και υπόγειας έστω σύνδεσης. Μια υποψία πως όλα δένονται κάπως, από μια ισχυρή κλωστή που δε θα σπάσει, από ένα κάλυμμα θεματικής συνοχής. Το “Martyrs” μέχρι περίπου τα ⅔ του δε σε αφήνει να μαντέψεις καν τι ταινία είναι και πού το πάει, αλλά όταν εν τέλει σου αποκαλύπτεται, όλη η διαδρομή βγάζει νόημα ως ακολουθία φρικιαστικών καρτ-ποστάλ. Το “Transcendence” δεν έχει το παραμικρό νόημα ή την ελάχιστη αίσθηση στόχου. Απλά πηγαίνεις, βαρετά, προς κάπου που δεν έχει ιδέα πού είναι ή γιατί ή αν θες να ταξιδέψεις. Είναι μια ταινία που μοιάζει πραγματικά σαν κάποιος να τη γράφει ένα δεκάλεπτο τη φορά.

2) Ο Τζόνι Ντεπ. Δηλαδή ειλικρινά, ο Τζόνι Ντεπ. Πότε θα γίνει κάτι με αυτό τον τύπο; Πότε είναι η τελευταία φορά που έκανε κάτι καλό; Τον θυμόμαστε όντως να έχει υπάρξει ποτέ καλός ή είναι μόνο μια μαζική παραίσθηση που είχαμε επειδή φάγαμε πολύ το Πάσχα; Ειλικρινά, τη στιγμή που εμφανίζεται ο Ντεπ σε αυτή την ταινία, παίρνει έναν ‘βήτα’ χαρακτήρα που δεν είναι δυνατόν να αποφύγει όσο κι αν το προσπαθεί με την Πολλή Τη Σοβαρότητα. Ο Ντεπ το βουλιάζει αυτό το πράγμα, περισσότερο κι από όσο είναι εξαρχής καταδικασμένο να πνιγεί. Τον βλέπεις σε όλη τη διάρκεια του φιλμ να κοιτάζει τα πάντα από μια οθόνη, τον φαντάζεσαι να έχει παραδώσει όλη την ερμηνεία του μέσα σε μιάμιση εργάσιμη μέρα και στο τέλος να αποχωρεί με την επιταγή, και θες να απονείμεις εφτά Όσκαρ στην Σκάρλετ Γιόχανσον για την ασώματη ερμηνεία της στο “Her”. Γιατί, πολύ απλά, μπορείς να το καταλάβεις πότε κάποιος προσπαθεί και πότε όχι. Ο Τζόνι Ντεπ έχει δεκαετίες να προσπαθήσει.

 

Ακόμα κι έτσι, η ταινία θα μπορούσε να έχει διασωθεί. Μπορώ να φανταστώ το ίδιο ακριβώς υλικό στα χέρια ενός σκηνοθέτη σαν τον Τζον Κάρπεντερ και της ‘80s φόρμας του, που θα έπαιρνε την αφέλεια και θα τη χρησιμοποιούσε ως καύσιμο ενθουσιασμού και cheesy μεγαλείου. Θα ήξερε πώς να πάρει μια ιστορία παγκόσμιας τεχνο-απειλής που είναι περισσότερο fantasy παρά science fiction, και θα αγκάλιαζε το κοινό με αλληγορικό υπαρξιακό φόβο, ΕΝΩ το διασκέδαζε. Θα ήξερε ρε παιδί μου, πώς να το πω, να κάνει να λειτουργήσει μια ταινία στην οποία ακούγεται η φράση “πρέπει να κλείσουμε όλο το ίντερνετ.”

Ο Φίστερ σοβαρολογεί ακριβώς εκεί που δε μπορείς να χωνέψεις πως είναι δυνατόν κάποιος να μιλάει σοβαρά, και το αποτέλεσμα δεν είναι απλά γελοίο αλλά -ακόμα χειρότερα- τρομερά πνιγηρό και εν τέλει απόλυτα πληκτικό. Κάποιες φορές πρέπει πολύ απλά να ξέρεις πότε να κάνεις πλάκα και πότε να μιλήσεις σοβαρά. Το “Transcendence” δεν κατάλαβε πού είναι το αστείο.