ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Βάλαμε έναν Ισραηλινό να δει θρυλικές ελληνικές κωμωδίες (και να τις σχολιάσει)

O Ντανιέλ Γιαβίν Έρεζ μοιράζεται τις εντυπώσεις του από το σύμπαν της ελληνικής μυθοπλασίας.

Ανάμεσα σε άπειρα περιστατικά και καταστάσεις, κάθε πρόγραμμα κινητικότητας φοιτητών για ακαδημαϊκούς σκοπούς που σέβεται την ύπαρξή του, με γνωριμίες με άτομα από πολιτισμούς που βρίσκονται ένα σύνορο μακριά από τη χώρα σου, αλλά αγνοούσες πως υπάρχουν, αφήνει πάντοτε ως κατάλοιπο ένα στοιχείο από την κουλτούρα του άλλου.

Σχεδόν πάντοτε αυτό το στοιχείο είναι μια βρισιά. Λέξεις καθημερινές, δοκιμασμένες και πάντοτε αστείες στην εφαρμογή τους, τουλάχιστον όσο δεν προσβάλλεται κανείς και μέχρι εξάντλησης του αστείου, μέχρι να βρουν κάποια άλλη λέξη ή κάποιο άλλο κοινό σημείο αναφοράς. Σχεδόν πάντοτε, όμως.

Στην περίπτωση του Ντανιέλ Γιαβίν Έρεζ από το Ισραήλ, με τον οποίο γνωριστήκαμε όσο έκανα το Erasmus μου στην Πολωνία, το στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας που αφομοίωσε και έμεινε αναλλοίωτο εδώ και δύο χρόνια στο μυαλό του ήταν το «excellent, marvelous, φάμπουλους». Μια ατάκα που έμαθε από το μοναδικό επεισόδιο με αγγλικούς υπότιτλους του «Κωνσταντίνου και Ελένης» που υπάρχει στο YouΤube, όταν μου ζήτησε να μάθει τι σειρές βλέπουμε στην Ελλάδα. Εξάγουμε πολιτισμό, όχι αστεία.

Λίγο πριν το lockdown, ο Ντανιέλ μετακόμισε στην Αθήνα για δουλειά. Οι περιορισμένες μετακινήσεις και η τηλεργασία δεν του άφησαν περιθώρια να ανακαλύψει την σύγχρονη ελληνική κουλτούρα πέρα από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του.

Με τον όρο της «σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας» μου διευκρίνισε πως εννοεί «οτιδήποτε είναι σημείο αναφοράς και ενδιαφέροντος για τα άτομα της ηλικίας μου: memes, σατιρικά βίντεο, πολιτικά αστεία, καλτ φιγούρες, μουσικές, τηλεοπτικές σειρές, αναφορές, ερεθίσματα, φράσεις και συμπεριφορές που θα με βοηθήσουν έστω και λίγο να καταλάβω τι γίνεται γύρω μου». Και η αλήθεια είναι πως υπάρχουν άπειρα που θα μπορούσα να του στείλω και να του δείξω, αλλά η μετάφραση και η επεξήγηση θα κατέστρεφε το χιούμορ στη στιγμή.

Στην αρχή, εφόσον είχα αρκετό χρόνο, προσπάθησα να του μεταφράσω το «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;». Αρκετά μικρό (έξι συν ένα επεισόδια), ωραίο θέμα, πρωτότυπο, να πάρει και μια θετική εντύπωση για τη θεματολογία των ελληνικών σειρών. Μόλις αποπειράθηκα να αποδώσω την πρώτη σκηνή με το δείπνο της Πρωτοχρονιάς του 1965, τα παράτησα. Κάθε ατάκα είχε και από μία ιστορική και καλλιτεχνική αναφορά, ενώ ο καταιγισμός τους δεν άφηνε περιθώριο για επεξηγηματικές παρενθέσεις. Το παράτησα στα πρώτα δέκα λεπτά.

Έψαξα να του στείλω ελληνικές σειρές από το YouTube, τις οποίες κάποιοι φιλοτιμήθηκαν να ξοδέψουν χρόνο για να τις μεταφράσουν και να φτιάξουν υπότιτλους στα αγγλικά, προκειμένου να είναι προσβάσιμες σε όσους μαθαίνουν ελληνικά, σε όσους ζουν στο εξωτερικό και θέλουν μια επαφή με την πατρίδα και σε όσους ενδιαφέρονται για την τηλεοπτική κουλτούρα της χώρας (για να γλιτώσουν την άσκοπη αναζήτηση στο Netflix).

Παρακολούθησε μερικά σκόρπια επεισόδια από το «Κωνσταντίνου και Ελένης», πρόσφατα βρήκε επεισόδια του «Είσαι το ταίρι μου», αλλά η πρώτη σειρά που ολοκλήρωσε ήταν το «Στο Παρά Πέντε». Την είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο και είδε όλα τα 49 επεισόδια μέχρι και τη δεύτερη εβδομάδα του lockdown, με αγγλικούς και γερμανικούς υπότιτλους.

Τι παρασκήνιο οδήγησε στο Home Alone; Ποια stunts κοψοχόλιασαν τους συντελεστές και τι διάγνωση έκανε πραγματικός γιατρός στα τραύματα των ληστών; Ποια θεωρία για τους γονείς του Kevin θα σου αλλάξει για πάντα την ταινία; Το POP για τις Δύσκολες Ώρες γιορτάζει την επέτειο της ταινίας!

Στο Πάρα Πέντε

«Τα πρώτα επεισόδια δεν μου κράτησαν τόσο πολύ το ενδιαφέρον. Ήταν επικεντρωμένα στην πλοκή και όχι στους χαρακτήρες. Με μπέρδεψαν οι σκηνές με τη γραμματέα και το αρχείο (σ.σ του Σταυριανίδη). Από τη στιγμή που οι πέντε ήρωες πήγαν στο κάμπινγκ, η σειρά άρχισε να αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ήταν επεισόδια που επικεντρώθηκαν σε στοιχεία του χαρακτήρα τους, ακόμη και σε καταστάσεις που τους δυσαρεστούσαν, όπως η ερωτική απογοήτευση της Ντάλιας. Επίσης, ήταν η πρώτη φορά που γέλασα».

«Παρά το γεγονός πως υπήρχαν γρήγορες εναλλαγές συναισθημάτων, η σειρά είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα στο πώς καταφέρνει να διαχειριστεί διάφορα είδη γραφής και το πώς να σε καθηλώνει. Η κωμωδία, το δράμα, η δράση, το whodunnit, ο ρομαντισμός, η αγωνία, η παρωδία είναι καλοδουλεμένα στο σενάριο. Αλλιώς, δε θα νοιαζόμασταν πολύ όταν κάποιος ήρωας έπρεπε να διαχειριστεί μια ερωτική απογοήτευση, ή δε θα ενδιαφερόμασταν όταν του συνέβαινε κάτι και δε θα γελούσαμε όταν τον βλέπαμε να γελάει κι αυτός».

«Μου έκαναν αρνητική εντύπωση το blackface με τη Ντάλια και τον Φώτη που κάνουν τους Boney M ή οι ήχοι του Ταρζάν μόλις η κάμερα μας δείχνει πως η Θεοπούλα κάθεται σε ένα τραπέζι με Αφρικανούς χωρίς να το καταλαβαίνει. Δεν γνωρίζω τι εντύπωση μπορεί να έκαναν τότε, αν προβλήθηκαν δηλαδή και κανείς δεν αντέδρασε ή απλώς γέλασε επειδή του φάνηκαν αστείες, αλλά όταν βλέπω τέτοιες σκηνές το 2020, ναι, είναι προβληματικό».

 

«Όπως ανέφερα και πριν, υπήρχαν γρήγορες και απότομες εναλλαγές συναισθημάτων, ένιωθα πως το σενάριο ήθελε να με κάνει με το ζόρι να νιώσω άσχημα για κάτι. Δηλαδή, ανάμεσα σε μια σκηνή δράσης και κωμωδίας, η δραματική ένταση εμφανίζεται τόσο απότομα που δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να νιώσω. Για παράδειγμα, πυροβολούν τον Φώτη και μόλις αρχίζει το επόμενο επεισόδιο… τον πυροβολεί στο τσουλούφι. Δεν λέω πως δεν γέλασα με τον διάλογο μετά την περιπέτειά τους, αλλά ακύρωσε όλη τη δραματική ένταση που δημιουργήθηκε στην σκηνή του πυροβολισμού και μάλιστα αυτή επαναλήφθηκε στην αρχή του επεισοδίου. Και νιώθω ότι πολλές φορές γινόταν αυτό».

«Νομίζω πως η κορυφή των χαρακτήρων της σειράς είναι η Ντάλια, η Ζουμπουλία, η Θεοπούλα και η γιαγιά Σοφία. Όχι μόνο επειδή ήταν αστείες, αλλά και για το χτίσιμό τους στην πορεία της σειράς. Φαντάζομαι πως, επειδή ήταν και τότε οι πιο αγαπητοί χαρακτήρες και ο Καπουτζίδης το ήξερε αυτό, γι’ αυτό ακριβώς είχαν τις καλύτερες ατάκες, αλλά και τις πιο δραματικές στιγμές. Ήταν μοναδικές και αυτό φαίνεται από το γεγονός πως έχουν πιο ολοκληρωμένο σύμπαν από άλλους ήρωες».

«Σίγουρα είδα το πώς λειτουργεί η δυναμική της οικογένειας και πώς επηρεάζει τον καθένα. Για παράδειγμα, η γιαγιά Σοφία που κάνει στον Σπύρο διαρκώς υπονοούμενα για να βρει κάποια κοπέλα και να τον δει γαμπρό ή οι σχέσεις της Ζουμπουλίας με την κόρη της. Με την κόντρα της Ζουμπουλίας και της Μαριλένας, είδα μια πτυχή της σύγκρουσης μεταξύ Αθηνας και επαρχίας, πώς συγκρούονται οι δύο κόσμοι και ποια είναι τα στερεότυπα. Πάλι με τη Ζουμπουλία στη Μύκονο, όταν έβλεπε τα ζευγάρια των ομοφυλόφιλων και αντιδρούσε με «Ιιιιι», απεικονίζει σε μικρό βαθμό τις αντιλήψεις μιας μερίδας κόσμου απέναντι στα ομόφυλα ζευγάρια».

«Ήταν κάπως δύσκολο να δω τη σειρά με γερμανικούς υπότιτλους, καθώς οι αγγλικοί τελειώνουν κάπου στη μέση της πρώτης σεζόν. Ακόμα πιο δύσκολο ήταν να καταλάβω πολλές από τις αναφορές και χρειαζόμουν κάποιον να μου τις εξηγήσει. Το καλό με τη σειρά ήταν οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα, στις αμερικανικές σειρές του ’80 και του ’90 (σ.σ. Τόλμη και Γοητεία, Δυναστεία) και στη Eurovision. Παρά τις αναφορές όμως, ακόμη και αν δεν τις καταλάβαινες, δε νομίζω πως σε αποπροσανατόλιζαν από την πλοκή της σειράς και δε σε απέτρεπαν από το να περάσεις καλά».

«Ένα τέτοιο ήταν το επεισόδιο με τον γάμο της Μαριλένας. Δεν ξέρω ποια είναι αυτή η ηθοποιός και γιατί μεταμορφώνει τη Ζουμπουλία (σ.σ. Μιμή Ντενίση), ούτε και η τραγουδίστρια που τραγουδάει με ελληνική προφορά το “I can’t take my eyes off of you” (σ.σ. Έφη Θώδη, αλλά απολαμβάνω να τους βλέπω να περνάνε καλά. Μου φτιάχνει το κέφι».

Κωνσταντίνου και Ελένης

«Από το Κωνσταντίνου και Ελένης δεν έχω δει πολλά επεισόδια. Μόνο τα πρώτα τέσσερα και μερικά από τα τελευταία, όπως εκείνο με τη Λαίδη Πετούλα και το «excellent, marvellous, φάμπουλους». Από το λίγο που παρακολούθησα, συγκριτικά με το «Παρά Πέντε», οι ατάκες του «Κωνσταντίνου και Ελένης» είναι πιο δυνατές, πιο κραυγαλέες. Οι χαρακτήρες του όμως δεν είναι φτιαγμένοι ώστε να είναι καλόκαρδοι, να έχουν αγάπη ο ένας για τον άλλον, επειδή το σενάριο στοχεύει αποκλειστικά στο χιούμορ».

«Αν και απείρως ασύγκριτα μεταξύ τους, είναι σαν να συγκρίνεις το “Seinfeld” με το “Friends”. To «Κωνσταντίνου και Ελένης», όπως και το “Seinfeld” δεν λυπάται τους χαρακτήρες του, δεν μπορείς να νιώσεις τύψεις και θλίψη γι’ αυτούς. Στοχεύει μόνο στο γέλιο και σ’ αυτό νομίζω πως και οι ηθοποιοί κάνουν απίστευτη δουλειά».

«Η χημεία τους φαίνεται στον τρόπο που δέχονται τα αστεία και στις ατάκες που εκτοξεύουν πίσω. Γίνονται ένα με το ρόλο τους. Όλη η σειρά ουσιαστικά χτίζεται σ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε “shade” (σ.σ. λεπτή, χλευαστική έκφραση περιφρόνησης, αηδίας ή και προσβολής, queer ορολογία που έγινε ευρέως γνωστή από το drag ριάλιτι “RuPaul’s Drag Race”). O ένας κοροϊδεύει τον άλλον».

«Σε γενικές γραμμές, είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος σαν κι εμένα τα λογοπαίγνια. Ο Κωνσταντίνος, όπως διάβασα, μιλάει μια πιο παλιά μορφή της γλώσσας, ενώ η Ελένη, μια αργκό της δεκαετίας του ’90. Στην μετάφραση, οι ατάκες μπορεί να μην αποτυπώνονται καλά, αλλά αυτό που με κάνει να γελάω είναι η ερμηνεία τους, όταν ξεστομίζουν τις ατάκες».

Είσαι το Ταίρι μου

«Πρώτα απ’ όλα, το χιούμορ της σειράς είναι πιο cringy. Αυτό είναι καλό για μια σειρά που είναι κάπως παράλογα δομημένη και ταυτόχρονα δημιουργεί μια μόδα, όπως το “Curb your enthusiasm”. Επειδή όμως έχει και μια ιστορία από πίσω του, νομίζω πως περιπλέκει το χιούμορ και κάνει τη σειρά να φαίνεται κάπως πιο φορτωμένη απ’ ό, τι θα έπρεπε να είναι».

«Από την άλλη, η πλοκή δεν βγάζει νόημα. Θα μπορούσαν να το δικαιολογήσουν κάπως, ούτως ώστε η μετάβαση των καταστάσεων των ηρώων να βγάζει περισσότερο νόημα σε σχέση με αυτό που βλέπουμε. Αν έκαναν μια σειρά που τη βάσιζαν σε αυτό το χιούμορ, εντάξει, η ατάκα θα ήταν πιο στοχευμένη. Εφόσον όμως νοιάζονται για την ιστορία, νομίζω πως οι συνδέσεις και οι αιτιολογήσεις, όπως για ποιον λόγο η Βίκυ έγινε Στέλλα και η Στέλλα δεν αντέδρασε καθόλου, είναι κάπως αδύναμες».

«Έχει πάντως αστείες σκηνές και σου αποτυπώνεται στο μυαλό. Το γεγονός πως ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μια γυναίκα που δεν φέρει τις κλασικές αναλογίες μιας ηθοποιού του Χόλιγουντ είναι το πιο θετικό. Και αυτό το παρατήρησα σε όλες τις σειρές που έχω δει μέχρι τώρα. Φαίνεται πως η ελληνική μυθοπλασία δεν φοβάται να μην ακολουθήσει την πεπατημένη και να κάνει κάτι πρωτότυπο και καινοτόμο, ειδικά για το 2000».

Ένα συμπέρασμα

«Συνολικά, η ελληνική μυθοπλασία μου φαίνεται πως έχει εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Βέβαια, δεν έχω παρακολουθήσει κάτι δραματικό, αλλά νιώθω πως υπάρχουν έξυπνες κωμικές πένες. Οι Έλληνες σεναριογράφοι έχουν ανεπτυγμένες δεξιότητες ως προς το χτίσιμο της ατάκας».

«Ίσως μόνο το «Παρά Πέντε» θα μπορούσε να προβληθεί στο εξωτερικό και αυτό λόγω της πλοκής του. Υπάρχει δράση, υπάρχουν εγκλήματα, υπάρχουν οι αναφορές που είπα και προηγουμένως. Δεν χρειάζεται να είναι τόσο επεξηγηματικό».

«Λιγότερο το «Είσαι το ταίρι μου», διότι ναι μεν διαδραματίζεται στην Αυστραλία, αλλά τα κωμικά στοιχεία μπορεί να παρερμηνευθούν».

«Σίγουρα όμως το «Κωνσταντίνου και Ελένης» δεν θα ήταν δημοφιλές. Είναι τόσο ελληνικό και χρειάζεται να εξηγήσεις πολλές από τις ατάκες του και τα λογοπαίγνια του Κατακίτσεν».