ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Τελικά τι συνέβη όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες;

Για πρώτη φορά, η ταινία που επελέγη να μας εκπροσωπήσει στα Όσκαρ ήταν ένα ντοκιμαντέρ. Η σκηνοθέτης Μαριάννα Οικονόμου μιλά για το ευρηματικό της έργο λίγο πριν τα φετινά βραβεία Ίρις.

«Μα αυτή η ταινία έχει ιστορία», μου λένε, «πώς είναι δυνατόν να είναι αλήθεια;»

Η Μαριάννα Οικονόμου προσέγγισε το αντικείμενο της ιστορίας της με έναν τρόπο τόσο ευρηματικό και βαθιά ανθρώπινο, που συχνά θα αναρωτηθείς πώς γίνεται να είναι όλο αληθινό. Όπως εξηγεί όμως, πήγαινε στο χωριό αποσπασματικά για πάνω 6 χρόνια, χτίζοντας μια σχέση εμπιστοσύνης με τους κατοίκους του χωριού. « Ήμουν ένας συνομιλητής γι αυτούς», λέει.

To “Όταν ο Βάγκνερ Συνάντησε τις Ντομάτες” είναι διαθέσιμο για δωρεάν on demand θέαση στην υπηρεσία COSMOTE TV PLUS και on demand στο Vimeo.

Τα Βραβεία Ίρις απονέμονται στις 14 Απριλίου.

Το χωριό είναι ο Ηλιάς του Θεσσαλικού κάμπου, εκεί όπου 30 μόλις ηλικιωμένοι κάτοικοι αντιστέκονται με τον δικό τους τρόπο. Αρνούμενοι να αφήσουν το χωριό να αργοσβήσει, αποφασίζουν να κάνουν μια νέα αρχή, καλλιεργώντας έναν παλιό σπόρο ντομάτας που έφτασε εκεί ταξιδεύοντας ωκεανούς, αιώνες πριν. Στόχος τους να μπουν στην παγκόσμια αγορά με αυτή τη ντομάτα, η οποία διαπιστώνουν πως ζωντανεύει στο άκουσμα δημοτικής μουσικής ή Βάγκνερ.

Το ντοκιμαντέρ ασχολείται με τους ανθρώπους που επιχειρούν να στήσουν μια ιδιότυπη τοπική επιχείρηση παίζοντας κλασική μουσική στις ντομάτες που καλλιεργούν, και σταδιακά εξελίσσεται σε μια αφήγηση πάνω στις τοπικές κοινωνίες και τη σχέση μας με την υπόλοιπη ανθρωπότητα- είτε είναι κουλτούρες μακρινές και ξεχασμένες, είτε, απλώς, ό,τι βρίσκεται πέρα από τον κάμπο. «Σε ένα τόπο που δεν έχει σχεδόν τίποτα να προσφέρει και σε ένα χωριό όπου οι 30 ηλικιωμένοι κάτοικοι με δυσκολία επιβιώνουν, υπάρχει μια πρωτοφανής ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία που συχνά αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού», εξηγεί η σκηνοθέτης μιλώντας για τον εντελώς ξεχωριστό χαρακτήρα της ιστορίας που επέλεξε να αφηγηθεί με το ντοκιμαντέρ της.

Εγένετο, «Όταν ο Βάγκνερ Συνάντησε τις Ντομάτες». Το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου που προβλήθηκε σε ένα από τμήματα του περσινού Φεστιβάλ Βερολίνου ξεκινώντας μια διεθνή πορεία, πριν επιλεγεί μάλιστα να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στα Όσκαρ- η πρώτη φορά που ένα ντοκιμαντέρ επιλέγεται από τη χώρα μας για τον συγκεκριμένο θεσμό.

Τώρα, η ταινία βρίσκεται υποψήφια για Βραβείο Ίρις Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και, με αφορμή την υποψηφιότητα, ζητήσαμε από τη σκηνοθέτη να μας πει κάποια περισσότερα πράγματα για το πώς προσέγγισε αυτή την ιδιόμορφη ιστορία, και για το πώς βλέπει σήμερα την κατάσταση του ντοκιμαντέρ στο σινεμά.

Πώς μάθατε εξαρχής για αυτή την ιστορία και ήρθατε σε επαφή με τους ανθρώπους που τελικά πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ; Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε αρχικά σε αυτή την περίπτωση;

Γνώριζα τον Αλέξανδρο (τον πρωταγωνιστή) και είχα επισκεφτεί το χωριό πριν από αρκετά χρόνια. Αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτή την ιστορία και με αυτούς τους ανθρώπους γιατί από την πρώτη στιγμή, ένιωσα την ύπαρξη μιας παραδοξότητας και μιας απρόσμενης συνθήκης που μου προκάλεσε την περιέργεια, το ενδιαφέρον και μου άσκησε μεγάλη γοητεία.

Σε ένα τόπο που δεν έχει σχεδόν τίποτα να προσφέρει και σε ένα χωριό όπου οι 30 ηλικιωμένοι κάτοικοι με δυσκολία επιβιώνουν, υπάρχει μια πρωτοφανής ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία που συχνά αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο ότι κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, κάποιοι άνθρωποι με χιούμορ, μουσική, μύθους και σκληρή δουλειά καταφέρνουν απρόσμενα αποτελέσματα.

Το πιο συγκινητικό στοιχείο του ντοκιμαντέρ είναι το πώς μια ας πούμε τοπική ιστορία αποτελεί απλώς τη βάση για μια ματιά πάνω στην σχέση μας με την φύση, με την κουλτούρα, με τους άλλους ανθρώπους (ακόμα και άλλων τόπων ή εποχών) και, τελικά, με την Ιστορία. Είναι νομίζω ένα αρκετά φιλόδοξο ντοκιμαντέρ! Πώς οδηγηθήκατε σε αυτές τις επεκτάσεις;

Από την αρχή ένιωσα ότι αυτό που διαμειβόταν εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερο από μια τοπική ιστορία που αφορούσε την καλλιέργεια μιας ντομάτας. Σίγουρα το θέμα της βιωσιμότητας των μικρών αγροτικών κοινωνιών με απασχολούσε πολύ όπως και το πρόβλημα της γεωργίας γενικότερα, αλλά αυτό που με κράτησε για τόσα χρόνια εκεί, ήταν η αίσθηση μιας άλλης διάστασης που είχε να κάνει με πανανθρώπινα θέματα.

«Είναι θέμα δικής μας επιλογής πως κοιτάμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και την ζωή μας.»

Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να μεταφέρω αυτή την αίσθηση στην ταινία, αλλά στην πορεία τα φαινομενικά ασύνδετα συμβάντα της ζωής τους που κατέγραφα, άρχισαν να χτίζουν μια πολυδιάστατη εικόνα με επίκεντρο τον άνθρωπο, την δύναμη των σχέσεων και τον ρόλο της ποίησης, των μύθων και του χιούμορ στην ζωή μας.

Προσπάθησα να κάνω μια ταινία που να θίγει το κρίσιμο θέμα των μικρών τοπικών γεωργικών μονάδων παγκοσμίως, αλλά συγχρόνως να είναι μια ωδή στον άνθρωπο που επιτρέπει στο μυαλό του να ξεφεύγει από τα τετριμμένα και γνώριμα, να ξεπερνάει τους φόβους και τις συνήθειές του και να ονειρεύεται, να τολμάει και όπως λέει ο Αλέξανδρος “να μπλέκει την ζωή του με άλλους ανθρώπους”.

Ποια ήταν η διαδικασία του γυρίσματος; Όσο αφορά δηλαδή το χρόνο που χρειάστηκε και το πρακτικό ζήτημα του να βρεθείτε σε αυτό το χωριό, δίπλα στους ανθρώπους, για αρκετό διάστημα φαντάζομαι.

Πήγαινα στο χωριό αποσπασματικά για πάνω από 6 χρόνια. Έτσι δημιουργήθηκε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον Αλέξανδρο και τους κατοίκους του χωριού. Όταν ήμουν εκεί, συμμετείχα στην καθημερινότητά τους και η παρουσία της κάμερας σύντομα έπαψε να τους απασχολεί. Έτσι μπόρεσα να καταγράψω τις πιο αυθόρμητες και εσωτερικές τους στιγμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά όταν τους κινηματογραφούσα απευθύνονταν σε μένα με το όνομά μου. Ήμουν ένας συνομιλητής γι αυτούς.

Ποιο ήταν το πράγμα που μάθατε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία και σας εξέπληξε περισσότερο;

Νομίζω ότι το πιο σημαντικό μάθημα που πήρα από την εμπειρία μου με αυτούς τους ανθρώπους είναι η συνειδητοποίηση ότι η ματιά είναι καθοριστικής σημασίας για την ζωή μας και ανάλογα μπορεί να μας φυλακίσει ή να μας κάνει να ανοίξουμε τα φτερά μας. Είναι θέμα δικής μας επιλογής πως κοιτάμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και την ζωή μας.

Στον Θεσσαλικό κάμπο η ματιά πάντα σταματάει στα βουνά που τον περικλείουν και οι κάτοικοι επί αιώνες επαναλαμβάνουν έναν κυκλικό παραδοσιακό τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Αυτό που κάνει την μικρή αυτή ομάδα στο χωριό του Ηλιά να ξεχωρίζει, είναι ότι για να επιβιώσει αποφάσισε να κοιτάξει πέρα από τα βουνά του κάμπου, να αλλάξει την ματιά της.

Πιστεύω πως το κοινό αυτή τη στιγμή ασχολείται πολύ με τα ντοκιμαντέρ, είναι κάτι που εσείς έχετε παρατηρήσει; Πού το αποδίδετε;

Το ντοκιμαντέρ τα τελευταία χρόνια έχει μια μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς αλλά και στην χώρα μας. Ευτυχώς αλλάζει η αντίληψη ότι το ντοκιμαντέρ είναι ένα αποκλειστικά πληροφοριακό ή εκπαιδευτικό κινηματογραφικό είδος, και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η γλώσσα του έχει αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια και η θεματολογία του καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα ενδιαφερόντων.

Η ιδιαιτερότητα του ντοκιμαντέρ σε σχέση με την μυθοπλασία είναι ότι βασίζεται στην πραγματικότητα για να πει μια ιστορία, αλλά δεν παύει να είναι η ματιά του δημιουργού αυτή που του προσδίδει την καλλιτεχνική του μορφή και αξία.

Υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί που θαυμάζετε ή θεωρείτε πως σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;

Πολλοί δημιουργοί με έχουν επηρεάσει με διαφορετικό τρόπο, αλλά εδώ θα αναφερθώ σε 2 γυναίκες των οποίων τις ταινίες τους συχνά σκέφτομαι και οι οποίες συνεχίζουν να με εμπνέουν και να με διδάσκουν.

Το Three rooms of melancholia της Pirjo Honkasalo με στιγμάτισε βαθειά όταν το πρωτοείδα στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2005. Η συγκλονιστική της κινηματογράφηση, η ποιητική της και συγχρόνως άμεση αφηγηματική της προσέγγιση σε ένα πολύ δύσκολο θέμα που αφορά τα παιδιά στον πόλεμο της Τσετσενίας, κάνει αυτή την ταινία ένα αριστούργημα για μένα.

Οι ταινίες της Kim Longinotto, επίσης με έχουν επηρεάσει βαθειά κυρίως για την σχέση που δημιουργεί με τους ‘πρωταγωνιστές της’, και την ικανότητά της να διεισδύει βαθειά μέσα στην ψυχή των ανθρώπων και να θίγει με ευαισθησία και τόλμη δύσκολα κοινωνικά θέματα.

Η ταινία είχε δυνατή φεστιβαλική διαδρομή και εκτός χώρας, αναρωτιέμαι ποια ήταν κάποια αντίδραση κοινού που σας έμεινε περισσότερο, που σας έκανε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση.

Η αλήθεια είναι ότι η ταινία έχει λάβει πολύ θετικά σχόλια από όλα τα μέρη του κόσμου που έχει ταξιδέψει και έχει ενδιαφέρον ότι ο κάθε ένας βρίσκει άλλα στοιχεία μέσα στην ταινία που τον ακουμπάνε περισσότερο και του γεννούν διαφορετικά συναισθήματα. Αυτό που θα λεγα ότι μου κάνει εντύπωση κάθε φορά που προκύπτει ως ερώτημα μετά από μια προβολή, είναι αν αυτό που είδαν είναι ντοκιμαντέρ και αν όντως δεν είναι ηθοποιοί οι ‘πρωταγωνιστές’.

“Μα αυτή η ταινία έχει ιστορία”, μου λένε, “πως είναι δυνατόν να είναι αλήθεια;”

*To “Όταν ο Βάγκνερ Συνάντησε τις Ντομάτες” έκανε Α’ τηλεοπτική προβολή τον Δεκέμβριο στο COSMOTE HISTORY HD και είναι διαθέσιμο για δωρεάν on demand θέαση στην υπηρεσία COSMOTE TV PLUS και on demand στο Vimeo. Τα Βραβεία Ίρις απονέμονται στις 14 Απριλίου.