ΒΙΒΛΙΟ

Χρήστο Μαρκογιαννάκη, τι σκοτεινά μυστικά κρύβουν τα ελληνικά νησιά;

Ο 41χρονος συγγραφέας που γνωρίζει επιτυχία τα τελευταία χρόνια σε Ελλάδα και Γαλλία (όπου μένει μόνιμα) ανοίγει τα χαρτιά του για τα αστυνομικά, τα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα σε κάθε μέρος και κάθε εποχή, αλλά και τα επόμενα σχέδιά του.

Ένα μαγευτικό ψαρονήσι μετατρέπεται μέσα σε λίγα χρόνια σε προορισμό του διεθνούς τζετ σετ. Το έχουμε δει να συμβαίνει ξανά και ξανά στις θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Γιοτ, σαμπάνιες και πανάκριβη διασκέδαση. Τι θα συμβεί όμως όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, μία νεαρή Αγγλίδα δημοσιογράφος θα βρεθεί δολοφονημένη στην αποθήκη της οικοδέσποινας;

Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου αναλαμβάνει δράση – παρότι βρίσκεται στο Νησί για να κάνει τις διακοπές του. Όταν, μάλιστα, το ειδυλλιακό ψαρονήσι αποκλειστεί από τον άνεμο τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο περίπλοκα. Τελικά, ποιος είναι ο δολοφόνος;

Το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Μαρκογιαννάκη σκαλίζει με πανέξυπνο τρόπο το τι βρίσκεται κάτω από την επιφανειακή ηρεμία, χαλαρότητα και χλιδή ενός προορισμού όπου το διεθνές τζετ σετ παραθερίζει. Το Μυθιστόρημα με κλειδί (εκδ. Μίνωας) αποτελεί ένα επίκαιρο, ξεχωριστό whodunit βασισμένο σε ένα εξαιρετικό εύρημα: οι ήρωες δεν είναι αποκλεισμένοι σε ένα σπίτι αλλά σε ένα νησί. Όπως έγραψε και το γαλλικό Zonelivre: «Ο Μαρκογιαννάκης είναι ένας μετρ του σύγχρονου whodunit».

Πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται το crime fiction στη Γαλλία από ό,τι στην Ελλάδα;

Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί αγαπημένο είδος όχι μόνο στην Ελλάδα και τη Γαλλία, αλλά παγκοσμίως. Παράλληλα, και στις δύο χώρες, υπάρχουν κάποιοι που το κοιτούν αφ’ υψηλού, φτάνοντας στο σημείο να ισχυρίζονται πως δεν αποτελεί σοβαρή λογοτεχνία (roman de gare, μυθιστόρημα σιδηροδρομικού σταθμού, κατά το αντίστοιχο αγγλικό airport literature). Σ’ αυτό πάντα αντιτάσσω το ότι ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθεί τον ορισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία: μας οδηγεί στην κάθαρση μέσω ελέου και φόβου. Παράλληλα δε, απαντά στο ερώτημα που έχει απασχολήσει κάθε θρησκεία και φιλοσοφική τάση: ποιος;

Η μεγάλη διαφορά που διαπίστωσα μεταξύ των δύο χωρών είναι ότι εδώ και πολλές δεκαετίες οι Γάλλοι αναγνώστες διάβαζαν και διαβάζουν Γάλλους συγγραφείς του genre. Αντίθετα, πλην του Μαρή, και του Μάρκαρη -ο οποίος είναι αγαπημένος συγγραφέας και των Γάλλων- οι Έλληνες αναγνώστες άρχισαν να εμπιστεύονται τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικού μόλις τα τελευταία χρόνια. Το είδος γνωρίζει πλέον άνθηση στην Ελλάδα, και το κοινό κατανοεί πως πολλοί εγχώριοι συγγραφείς δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από ανάλογους διεθνείς.

Το whodunit είναι ίσως το παλιότερο genre στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Δεν φοβάστε ότι το Μυθιστόρημα με κλειδί πρέπει να αναμετρηθεί με τους γίγαντες του είδους που μοιάζουν σαν να τα έχουν γράψει και πει όλα;

Όχι μόνο δεν φοβάμαι, αλλά το απολαμβάνω, γιατί δεν σκοπεύω ν’ αναμετρηθώ με κανέναν.

Γράφω τα whodunit μου, όπως εγώ (ως φανατικός αναγνώστης του είδους, αλλά και με τις εμπειρίες απ’ την -σύντομη- καριέρα μου στο ποινικό, και τις σπουδές μου στην εγκληματολογία σε Αθήνα και Παρίσι) θα ήθελα να τα διαβάσω. Αποτίω φόρο τιμής στους γίγαντες, δεν τους αντιγράφω και δεν μπορώ να συγκριθώ μαζί τους. Πράγματι, όλα έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί, γραφτεί και ξαναγραφτεί, γιατί ακριβώς τα κίνητρα και η ψυχολογία του εγκλήματος παραμένουν τα ίδια, εδώ και χιλιετίες. Είναι το πώς θα τα πεις ή θα τα γράψεις που κάνει τη διαφορά.

Φαντάζεστε τους σύγχρονους συνθέτες να έτρεμαν να γράψουν μουσική στη σκιά των κλασικών ή τους ζωγράφους να δημιουργήσουν, τους αρχιτέκτονες να πρωτοτυπήσουν; Τα υλικά, οι νότες, οι λέξεις είναι τα ίδια, αλλά οι παραλλαγές στις μελωδίες, τα δημιουργήματα, τις περιγραφές δεν έχουν όριο!

Μία υπόθεση δολοφονίας που πρέπει να εξιχνιαστεί κάτω από τη συνθήκη ενός αναγκαστικού εγκλωβισμού σε ένα νησί – να μία συνθήκη που φαίνεται πρωτότυπη. Πώς ακριβώς εμπνευστήκατε την ιδέα;

Με το μυαλό στον Πουαρό του οποίου τις διακοπές διαρκώς αναστατώνει κάποιο πτώμα, επέλεξα κι εγώ ως τόπο ένα μικρό ελληνικό νησί, καλοκαιρινό παράδεισο του διεθνούς τζετ σετ, και τον αστυνόμο Χριστόφορο Μάρκου σε άδεια. Η Νήσος, ωστόσο, όπου λαμβάνει χώρα το μυστήριο δεν είναι υπαρκτό νησί. Είναι ένα αμάλγαμα αγαπημένων μου προορισμών, κι ευέλικτο ώστε να αγκαλιάσει τα αγαπημένα νησιά όλων των αναγνωστών. Ύποπτοι διαφόρων εθνικοτήτων, ένα νησί αποκλεισμένο απ’ τον αέρα -κάτι που δημιουργεί κωμικοτραγικές καταστάσεις!- η διαρρηγμένη ηρεμία του ελληνικού καλοκαιριού, παρόντα και παρελθόντα εγκλήματα, συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί στα όρια μυστηρίου κλειδωμένου δωματίου, αλλά με την αποκλεισμένη Νήσο ως ένα τέτοιο.

Αν έπρεπε αναγκαστικά να επιλέξετε ανάμεσα στην Agatha Christie και τον Georges Simenon, ποιον θα διαλέγατε;

Η ερώτηση αυτή μου θυμίζει εκείνη που μας έκαναν όταν ήμασταν παιδιά: «Ποιον αγαπάς περισσότερο, τη μαμά ή τον μπαμπά;»! Αν πρέπει αναγκαστικά -με το πιστόλι στον κρόταφο, δηλαδή- να επιλέξω, θα διάλεγα την Christie, όχι μόνο για το έργο της, αλλά επειδή, κάθε φορά που ξαναδιαβάζω τα βιβλία της, μεταφέρομαι σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μου, απ’ την παιδική μου ηλικία έως και σήμερα, σε καλοκαίρια, Χριστούγεννα, αεροπλάνα, παραλίες, και οι αναμνήσεις αυτές συνοδεύονται από αισθήσεις, πρόσωπα και καταστάσεις που έχω συνδέσει με τα βιβλία της.

Πόσο πολύ σας βοηθούν οι εγκληματολογικές σπουδές που έχετε κάνει με τα λογοτεχνικά εγκλήματα που δημιουργείτε;

Μια αφορμή να γράψω ήταν το πόσο λάθος αποτυπωνόταν σε πολλά αστυνομικά η ψυχολογία του εγκληματία και η σχέση κινήτρων-αποτελέσματος. Όλα τα υπόλοιπα μπορεί να είναι φανταστικά, ή και λάθος, άλλωστε οι τεχνικές της αστυνομίας, οι ποινικές διαδικασίες, οι βαθμοί και οι τίτλοι των τμημάτων, η τεχνολογία και η κοινωνία εξελίσσονται, επομένως κάτι που δεν στέκει σήμερα, σε 10, 15, 100 χρόνια θα είναι έτσι κι αλλιώς ξεπερασμένο και θα έχει μικρή σημασία.

Αλλά, όπως σας είπα, ο ανθρώπινος παράγων και το γιατί σκοτώνει κάποιος δεν αλλάζουν. Σε αυτά επικεντρώνομαι και σ’ αυτό το κομμάτι με βοήθησε η εγκληματολογία: να δω, να μελετήσω, να καταλάβω -όσο γίνεται- και να αποτυπώσω το έγκλημα και τον εγκληματία σε βάθος και πιο σφαιρικά.

Πόσο πιθανό είναι κατά την άποψή σας οι ειδυλλιακές καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα να κρύβουν σκοτεινά μυστικά;

Παραφράζοντας έναν απ’ τους πατέρες της κοινωνιολογίας, τον Émile Durkheim, που είχε γράψει πως δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς έγκλημα, θα σας έλεγα πως δεν υπάρχει εποχή του χρόνου χωρίς έγκλημα. Οι μετατοπίσεις των εγκληματιών συνοδεύουν τις μετατοπίσεις των πληθυσμών, και υπάρχει πάντα και παντού η πιθανότητα οι διακοπές σε ειδυλλιακά, ή λιγότερο ειδυλλιακά, μέρη να γίνουν θέατρο παραβατικών συμπεριφορών. Ελπίζω κι εύχομαι, ωστόσο, οι καλοκαιρινοί φόνοι να περιοριστούν στις σελίδες καλών αστυνομικών μυθιστορημάτων, που θα συνοδεύσουν τους αναγνώστες στις διακοπές τους.

Θα μπορούσατε να απαριθμήσετε κάποιους συγγραφείς -τόσο Έλληνες όσο και ξένους- που σας έχουν επηρεάσει;

Έλληνες είναι αρκετοί, αλλά, επειδή δεν θέλω να ξεχάσω κάποια ή κάποιον, δεν θα ονοματίσω. Θα παροτρύνω ωστόσο τους αναγνώστες ν’ ανακαλύψουν τη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία! Έχει πολύ καλά βιβλία, για κάθε γούστο.

Θα σας πω, λοιπόν, κάποιους απ’ τους ξένους που με έχουν επηρεάσει, εμπνεύσει, ή με έχουν κάνει να ζηλέψω με τη γραφή, τις ανατροπές ή τις πλοκές τους. Πλην της Christie και του Simenon που αναφέραμε ήδη, διαβάζω και ξαναδιαβάζω με ευχαρίστηση P.D. James, Josephine Tey, Margaret Millar, Arthur Conan Doyle, λατρεύω τον Edgar Allan Poe, και τον Oscar Wilde (για να ξεφύγουμε και λίγο απ’ το αστυνομικό!).

Από σύγχρονους, τον Pierre Lemaitre, τον Anthony Horowitz, στο ίδιο μοτίβο του whodunit, και περιμένω με ανυπομονησία το νέο του Alex Michaelides (που εκτός από εξαίρετος συγγραφέας είναι και καλό παιδί, σε αντίθεση με άλλους διεθνείς best sellers με τους οποίους έχω συγχρωτιστεί…!).

Πόσο γόνιμες και χρήσιμες είναι για την αστυνομική λογοτεχνία οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η Ελλάδα από πλευράς ιστορίας, γεωγραφίας αλλά ακόμα και εθίμων;

Ειδικά για έναν συγγραφέα που κάνει καριέρα, κυρίως, στο εξωτερικό, η Ελλάδα είναι brand name. Οι Γάλλοι δε, είναι εξαιρετικά φιλέλληνες κι αυτή η αγάπη τους εκτείνεται και στη λογοτεχνία, αναζητώντας νοητά ταξίδια στη χώρα μας, για να γνωρίσουν τόπους, συνήθειες, την ελληνική κοινωνία κ.ο.κ. Αυτό βέβαια ενέχει έναν κίνδυνο: να μετατραπεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σε τουριστικό οδηγό, κάτι το οποίο αποφεύγω με πείσμα στα βιβλία μου.

Συχνά, σε συνεντεύξεις σε γαλλικά μέσα, ξεκαθαρίζω πως, αν περιμένουν κλισέ -σουβλάκι, ουζάκι συρτάκι κι Ακρόπολη-, δεν είμαι ο συγγραφέας που θα τους ικανοποιήσει. Προσπαθώ να βρω, λοιπόν, μια ισορροπία μεταξύ των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων, π.χ. του τοπίου, των κοινωνικών, επαγγελματικών και οικογενειακών σχέσεων, της σουρεάλ -συχνά- αστυνομικής ή πολιτικής πραγματικότητας, της κρίσης τα προηγούμενα χρόνια και της μετά κρίσης εποχής τώρα, με την οικουμενικότητα της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Αντίθετα, στα criminartistic βιβλία μου, όπου αναλύω με εγκληματολογικά εργαλεία ζωγραφικούς πίνακες που αναπαριστούν εγκλήματα σε μεγάλα μουσεία, η ελληνική μυθολογία και οι αρχαίες τραγωδίες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες επί αιώνες είναι εμφατικά και ανερυθρίαστα παρούσες. Συμφωνώ απόλυτα, άλλωστε, με τον τίτλο ενός άρθρου των ΝΥΤ πριν από δύο χρόνια: «Forget Game of Thrones. No One Does Violence Like Euripides».

Τι να περιμένουμε το επόμενο διάστημα από εσάς στο συγγραφικό μέτωπο;

Ήδη ετοιμάζουμε με τις εκδόσεις Μίνωας την επανακυκλοφορία των δύο πρώτων αστυνομικών μου μυθιστορημάτων, σε βελτιωμένες εκδόσεις, βασισμένες στις αντίστοιχες γαλλικές, και μια ακυκλοφόρητη συνέχεια. Κάνω έρευνα για ένα ακόμα criminartistic βιβλίο για έναν γαλλικό εκδοτικό οίκο, και επίσης μαζεύω υλικό για ένα whodunit, λιγάκι διαφορετικό…

Ιδέες υπάρχουν, ο χρόνος βρίσκεται, όλα όμως εξαρτώνται απ’ τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, που καθορίζουν για πόσο καιρό θα υπάρχουν νέα απ’ το δημιουργικό μέτωπο ενός συγγραφέα!