ΠΟΤΟ

1 ποτό και 55 λεπτά στο πιο καλτ μπαρ της χώρας

Το "Λάθος" είναι μάλλον ό,τι πιο σωστό μπορείς να κάνεις στο ιστορικό Κέντρο του Ναυπλίου. Και γενικότερα.

Ένα μπομπινόφωνο που δουλεύει, ένας ιδιοκτήτης που σε δουλεύει (με έναν αυθόρμητο, περίπου ποιητικό τρόπο) και περισσότερα από 500 αντικείμενα-κατασκευές στο πιο αναπάντεχο μπαρ της χώρας αρκούν για να ξεχάσεις όσα παγωτά έφαγες, όσες αναφορές στον Καποδίστρια συνάντησες στο διάβα σου και ό,τι (if any) ήξερες για το Ναύπλιο μέχρι τώρα.

Ζώντας από τις μέρες του στρατού με την ψύχωση να ανεβαίνω σε παραδοσιακές, μη ψηφιακές ζυγαριές και να βλέπω αν η βελόνα μου χαρίζει κάνα μισόκιλο, έκανα σαν να μην είδα τον ορυμαγδό από αντικείμενα, κατασκευές, καλτίλα που ανοιγόταν πίσω από μια ξεχαρβαλωμένη, αλλά ακριβοδίκαιη (έγκυρο 66,5) ζυγαριά του Μπακάκου αμέσως μετά την είσοδο στο “Λάθος”.

 

Μια κλεφτή ματιά στο χώρο. Η μπάρα στη θέση της, ο μπάρμαν το ίδιο, οι καρέκλες περιμετρικά της εκεί (αλλά άδειες), ένα μικρό τραπεζάκι κάτω από έναν καθρέφτη του Καμπά με την Άρτα και τα Γιάννενα attached, σκόρδα για το μάτι. Όλος ο υπόλοιπος χώρος, ένα υπερθέαμα. Μια μουσειακού τύπου παράθεση αυτοσχέδιων μηχανισμών (μην πάει ο νους σου στο κακό. ή μήπως να πάει;), Amiga υπολογιστών, τηλεφώνων, επιγραφών, αφισών τύπου ΠΑ.ΧΟ.Κ (Πανελλήνιο Χορευτικό Κίνημα ή κάτι τέτοιο).

 

Τα ποτά σερβίρονται από τον έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερο μπάρμαν με τη σαλοπέτα και το φιζίκ μουσικού (είναι και μουσικός -όπως έμαθα μετά- και αδερφός του ιδιοκτήτη), πίνουμε μια γουλιά και αφήνουμε το μοναδικό τραπεζάκι για να ξεκινήσουμε την περιπλάνηση στον πλανήτη “Λάθος”. Τυπική συμπεριφορά τουριστών στο μουσείο του Βαν Γκογκ (τυχαίο παράδειγμα). Ο μπάρμαν και ο αδερφός (ο ιδιοκτήτης) μας κοιτάνε με την προαιώνια σιγουριά της επανάληψης. Τύπου “άλλοι δύο περίεργοι πελάτες που χαζεύουν και χαζογελάνε με τα props του μαγαζιού”. Ισχύει. Όποιος έρχεται στο “Λάθος”, ασχολείται με το “Λάθος”. Δεν γίνεται αλλιώς.

 

Στην πίσω αριστερή γωνιά του, συνδέεσαι με το διάστημα. “Με το πάτημα του κουμπιού, μπορείς να προκαλέσεις ηλεκτρική καταιγίδα στην Αφροδίτη”, λέει στη φίλη μου ο ιδιοκτήτης που σηκώθηκε αυτοβούλως για να μας εξηγήσει. Με την ευθύνη του κουρασμένου ξεναγού και την πνιγμένη υπερηφάνεια του δημιουργού. Μαζί. To από κάτω κουμπί, με τη βοήθεια ενός ειδικού κράνους, μεταφέρει μια σκέψη σου σε αυτόν που αγαπάς. Το τελευταίο κουμπί θα καταστρέψει τον κόσμο σε 20 λεπτά. Ένα πάτημα, ένας περίεργος, βιομηχανικός θόρυβος και τα αποτελέσματα επί της οθόνης ενός αντικέ Amiga. Δεν έχει σημασία ποιο κουμπί πάτησε η φίλη μου.

 

Λίγο πιο κει, ο John John δίνει μάχη να ξεφύγει από μια πράσινη μυγοσκοτώστρα, αλλά μένει συνέχεια στο ίδιο σημείο, όπως συμβαίνει στα όνειρα που πολεμάς να ξεφύγεις από κάποιον που σε κυνηγάει, αλλά δεν μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου. Στο μηχάνημα ανάγνωσης του “ποιόντος” μου, βγαίνω ένοχος και επιστρέφοντας στον καναπέ, σηκώνω το τηλέφωνο και συνδέομαι “κατευθείαν με τον παράδεισο”, όπως με προλαβαίνει ο μπάρμαν.

Αριστερά του μοναδικού καναπέ που συνοδεύει το μοναδικό τραπεζάκι εντός του “Λάθους” (έχει και 2-3 απ’ έξω, αλλά τι νόημα έχει το “έξω” εδώ πέρα;), διακρίνεις μέσα από τα έντονα χιόνια της οθόνης, την Αλέκα Παπαρήγα στον 902. Ξανά και ξανά. Αν μπορέσεις βέβαια να δεις πίσω από τη στάμπα “Τσίπουρο” που είναι κολλημένη καταμεσής. Στα δεξιά, το “Prince of Persia” παίζει μόνο του σε μια άλλη οθόνη ενός Amiga, μια τριήρης με έναν πειρατή καπετάνιο σου δείχνει το δρόμο προς την τουαλέτα, σε μια εικόνα (γενική) που επικεντρώνεσαι σε μερικά αντικείμενα, ενώ από πίσω τους υπάρχει μια ζούγκλα μικρότερων άλλων που πρέπει να πας κοντά για να παρατηρήσεις. Σε περίπτωση που ξεχάστηκες, τόση ώρα μιλάμε για ένα μπαρ.

 

Παρ’ ότι ο όγκος και το φόρτωμα που περιγράφουμε αναγορεύουν ήδη το “Λάθος” ως το πιο καλτ διαμάντι των ελληνικών μπαρ με πολύ καλό πλασάρισμα και στο top-10 όλης της Ευρώπης -δεν είναι τυχαία τα recommendations του Lonely Planet(!) και του National Geographic(!!)-, δεν έχεις δει σχεδόν τίποτα, αν δεν γνωρίσεις, αν δεν μιλήσεις με τον ίδιο τον Δημιουργό, τον Αναστάσιο Κολένη.

Εκείνον τον ήσυχο τύπο που κάθεται δεξιά στο μπαρ, ρουφώντας το ποτό του από το καλαμάκι και που λεπτά αφού μπαίνουν τρεις Σκανδιναβοί τουρίστες στο μαγαζί, πηγαίνει στην άλλη άκρη, φέρνει ένα κλειστό μαύρο κουτί προς το μέρος του ενός και τον ρωτάει αν θέλει να παίξει μαζί του λίγη φυσαρμόνικα. Τόσο άκυρα, μα τόσο αγνά.

Ο ξένος αρνείται ευγενικά κι ο Αναστάσιος παίζει μόνος του πάνω στο τραγούδι του Hendrix που ακούγεται απ’ την μπομπίνα. Με μορφή, σύλληψη και σαρκασμό που παραπέμπει ευθέως στον Νίκο Λακόπουλο, τον ευφυή και εκκεντρικότατο ιδιοκτήτη του ιστορικού Club Decadence στην Αθήνα, ο Αναστάσιος άνοιξε πριν μια 20ετία το “Λάθος” σίγουρα για να προκαλέσει, σίγουρα για να καταθέσει κάτι διαφορετικό όχι μόνο στη νύχτα του Ναυπλίου (δεν υπάρχει συναγωνισμός εκεί), αλλά της χώρας ολόκληρης. Και τα καταφέρνει μια χαρά, αφού γυρνώντας από το Ναύπλιο, θες μανιωδώς να μιλήσεις σε κάποιον για το “Λάθος”.

 

Ξαφνικά, ο Αναστάσιος, ΠΑΝΤΑ μειλίχιος και αθόρυβος λες και πριν το μαγαζί είχε όντως “πάρει τη ζωή του λάθος”, πηγαίνει πίσω από τα “decks”, κλείνει τη μουσική και ανακοινώνει στους πελάτες (σ’ εμάς τους 5 που ήμασταν εκεί, εκ των οποίων οι 3 δεν μιλούσαν ελληνικά) ότι θα βάλει μια ηχογράφηση από το μαγαζί. Βάζει. Είναι ο ίδιος με μια κιθάρα και το “Heroes” του David Bowie. Όπως μπορούσε να το πει. Αυτό είναι το θέμα μας άλλωστε;

Μόλις τελειώνει, φωνάζει τη φίλη μου κι εμένα κοντά του. Θέλει να μας δείξει ένα βίντεο που λέει ότι έφτιαξε ο ίδιος. Στίχους, μουσική, artwork, βίντεο κλιπ, τα πάντα. Λέγεται “Προφητικόν”.

 

“Καλλιτεχνική φύση”, του λέω. “Πάντα”, μου λέει. “Γράφετε;”, του λέω. “Εκδίδω κιόλας, αλλά όχι με το όνομά μου, με ψευδώνυμο”, μου λέει. “Ποιο είναι το ψευδώνυμο”;

“Οδυσσέας Ελύτης”.

Πήγα να γελάσω. Δεν μου βγήκε. Προσευχήθηκα.