ΜΠΑΡ

Berlin: Το μπαρ που δεν κοιμάται ποτέ

37 χρόνια ιστορίες και υπερωρίες στην μπάρα.

Η πόρτα του Berlin είναι μαγική. Διαχωρίζει τη νύχτα από τη μέρα, την απλή έξοδο από ‘εκείνο το βράδυ’, τους κοινούς θνητούς από τους μπερλινάδες. Διασχίζοντας με δύο βήματα τον προθάλαμο μεταφέρεσαι σε ένα αυτόνομο κρατίδιο, με έτος ίδρυσης το 1979.

Οι πρώτοι κάτοικοι του Berlin ήταν σύμφωνα με τον Θόδωρο Παπαδόπουλο, τον ιδρυτή του κρατιδίου, οι ‘διαφορετικοί’. Αυτοί που αναζητούσαν έναν νέο τρόπο διασκέδασης, χωρίς τραπεζοκαθίσματα, παρά μόνο με μια φιλόξενη μπάρα και ένα deck που πρόσφερε ως αντίδοτο στο flower power που ψυχορραγούσε, την ζωντανή και παλλόμενη φλέβα του punk. Ο τίτλος ‘μαγαζί θρύλος’ όχι μόνο δεν περισσεύει, αλλά αντιθέτως μοιάζει λίγος, αδυνατεί να περιγράψει το bar που εξέφρασε την ορμητική είσοδο της εναλλακτικής Θεσσαλονίκης στο προσκήνιο και ταυτόχρονα έγινε σημείο αναφοράς για όλη την πόλη.

Η αντισυμβατική νεολαία που μαζευόταν στο Ντορέ και την ‘έψαχνε’ σε καταλήψεις στέγης διαμόρφωσε το πρώτο της ορθάδικο και στη συνέχεια έδωσε τη σκυτάλη του μαγαζιού στα non stop party των 90’s, που με τη σειρά τους κληροδότησαν το αγαπημένο afterάδικο της πόλης στους πειραματισμούς των 00’s. Πλέον έχουν περάσει 3,5 δεκαετίες από το βράδυ που σερβιρίστηκε το πρώτο ποτό στη μπάρα του Berlin, και οι ιστορίες που έχουν γραφτεί μέσα στα σύνορά του είναι όσοι και οι θαμώνες που έχουν ξημερωθεί εντός του: χιλιάδες. Στην προσπάθειά μου να αποτυπώσω έστω και ένα μικρό μέρος της διαδρομής του απέκτησα τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που ποτέ δεν πίστευα πως θα έχω.

Ενδεικτικά, το παρακάτω κείμενο κρύβει τις λύσεις στις εξής απορίες:

Γιατί οι σερβιτόρες του Berlin δεν μπορούσαν να πάνε στις τουαλέτες;
Τι έγινε όταν τρεις ένστολοι αστυνομικοί μπήκαν στο μαγαζί;
Τι έψαχνε ο αυτοφωράκιας με τον φακό στο πάτωμα;
Ποιο είναι το πιο περίεργο αντικείμενο που έχει ξεχαστεί μέσα στο μαγαζί;
Και τελικά, ισχύει άραγε πως το Berlin είχε δικό του αποστακτήριο;

“Πες μου πόσα θες, να κάψω όλη την κάβα τώρα”

Το προσωπικό είχε φτιάξει κάποτε ένα Τ-shirt που έγραφε “Αν θυμάσαι τι έγινε χθες το βράδυ, τότε δεν ήσουν στο Berlin”. Εκτός αν χθες το βράδυ έκατσες στο μπαρ και γνώρισες τον Τάσο, θα συμπληρώσω εγώ. Αυτό σίγουρα θα το θυμάσαι. “Δουλεύω barman στο Berlin 19,5 χρόνια. Ξεκίνησα το 1996, ήμουν 20 χρονών, σχεδόν μετά τον στρατό. Δεν ήξερα τη δουλειά. Ερχόμουν στο μαγαζί από το 1993, ήμουν θαμώνας. Στην αρχή είχα δύο μεροκάματα, μετά έγινα βασικός και από τότε μέχρι και σήμερα έχω πέντε. Από παραγγελίες έχω ακούσει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Πριν λίγους μήνες ήρθε η σερβιτόρα και μου ζήτησε ένα μπουκάλι βότκα, κάποια αναψυκτικά και μια σακούλα με πάγο. -Τι θα τον κάνεις τον πάγο; -Είναι πακέτο, για έξω.

Ο κόσμος, όταν τους λέω πως δουλεύω στο Berlin, με ρωτάει πώς την παλεύω με το ωράριο. Είναι συνήθεια. Φέτος την Πρωτοχρονιά έσπασε και το ρεκόρ κλεισίματος των τελευταίων ετών, πήγε 13:55. Το προηγούμενο ήταν του 2008, 13:40.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες του Berlin την έζησα πριν 10 χρόνια. Ήταν Σάββατο βράδυ, νωρίς 12 η ώρα, έχει περίπου δεκαπέντε άτομα στο μαγαζί. Έρχεται ένας τύπος και κάθεται στο bar, μπροστά στο πάσο μου. Λίγο γεματούλης, κοντούλης, περίεργος εμφανισιακά. Παραγγέλνει ένα ουίσκι με έναν πάγο. Μετά από λίγο ζητάει να κεράσουμε σφηνάκια όλο το μαγαζί. Τα βάζουμε, τα πηγαίνουν οι σερβιτόρες, του λένε όλοι ‘στην υγειά σου’, όλα καλά. Περνάει η ώρα και αρχίζει να έρχεται κόσμος, είναι σαράντα άτομα μέσα, με φωνάζει και ζητάει ξανά σφηνάκια για όλους. Τα σερβίρουμε κανονικά. Εν τω μεταξύ ό,τι παράγγελνε το πλήρωνε κατευθείαν. Περνάει λίγη ώρα και πλέον το μαγαζί έχει γεμίσει. Μου ζητάει ξανά να βάλουμε σφηνάκια. Του εξηγώ πως δεν έχω τόσα σφηνοπότηρα. ‘Λες να τα κάνουμε ποτά;’ ρωτάει. Του απάντησα πως ούτε τόσα ποτήρια έχω και μου πρότεινε να βάλουμε σφηνάκια στους μισούς, να τα μαζέψουν οι σερβιτόρες και μετά να βάλουμε στους άλλους μισούς. Με τα πολλά δεν τα βάζω και μετά από λίγο με ρωτάει αν έχω σαμπανιέρα και αν μπορώ να βάλω μέσα λίγο ουίσκι και να το ανάψω. Το κάνω και του τη δίνω.

 

-Μου δίνεις και ένα μπουκάλι;

-Τι μπουκάλι;

-Ό,τι θες.

Του πηγαίνω ένα μπουκάλι ουίσκι. Αρχίζει και το χύνει μέσα στη σαμπανιέρα. Με το που φτάνει στη μέση ζητάει και αγοράζει και δεύτερο μπουκάλι. Εγώ μέσα στο μπαρ από τις αναθυμιάσεις κοντεύω να σουρώσω, έχω γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα και ο κόσμος τον κοιτάει. Μην στα πολυλογώ, ανοίγει τέσσερα πέντε μπουκάλια και όλα τα καίει. Ο ίδιος δεν έχει πιει ούτε ένα σφηνάκι και έχει ακόμα το ποτό του. Κατά τις 6 με φωνάζει και μου λέει «Πες μου πόσα θες, να κάψω όλη την κάβα τώρα». Ρωτάω τον Θόδωρο, μου λέει ένα ποσό, του το μεταφέρω και μου απαντάει «Κοίτα, δεν έχω τόσα λεφτά πάνω μου, πάω στην τράπεζα και έρχομαι». Σηκώνεται, φεύγει και δεν ξανάρχεται. Επέστρεψε μετά από δυο εβδομάδες, εγώ δεν δούλευα, και έκανε πάλι τα ίδια. Έναν μήνα αργότερα έρχεται ξανά, κάθεται στο μπαρ και μου λέει ‘φίλε, μπορείς να με κεράσεις ένα ποτό;”.

Τις επόμενες μέρες που θα μιλούσα και με άλλα μέλη του προσωπικού θα επιβεβαίωνα τόσο την ακρίβεια της ιστορίας όσο και το ότι αποτελεί (δικαίως) μία από τις αγαπημένες διηγήσεις του μαγαζιού. Ρωτάω τον Τάσο για το παρελθόν, ποιες είναι οι κυριότερες διαφορές με σήμερα. “Η νύχτα τότε ήταν διαφορετική, είχε φασαρίες, τώρα είναι εκκλησία. Τα πιο παλιά όμως θα στα πει καλύτερα ο Θόδωρος. Να κανονίσω να βρεθούμε αύριο;”. Πράγματι, την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως ο Θόδωρος μας περιμένει στο σπίτι του. “Έξω από το μαγαζί θα βρεθούμε, μένει ακριβώς από πάνω”, μου λέει. Προφανώς το κρατίδιο Berlin επεκτείνεται και στα διαμερίσματα της διπλανής πολυκατοικίας.

Το ’80 οι μαμάδες λέγανε “δεν θα περάσεις μπροστά από το Berlin”

Το σαλόνι του Θόδωρου αποπνέει μία οικειότητα. Pop αισθητική, αντικείμενα από τα ταξίδια του που με έναν ιδιόμορφο τρόπο ταιριάζουν μεταξύ τους, λιγοστά poster και ο υπολογιστής ανοιχτός στο facebook. Δίπλα από την οθόνη ένα σκάνερ περιμένει να ψηφιοποιήσει κι άλλες φωτογραφίες για να ‘ανέβουν’ στο page του Berlin, με το χαρακτηριστικό short description : “Loud after music since 1979”. Το άνοιγμα του bar της Χρυσοστόμου Σμύρνης στο μεταίχμιο 1979-1980 συμπίπτει με τις πρώτες φοιτητικές καταλήψεις της Μεταπολίτευσης που είχαν ως επακόλουθό τους την απόσυρση του εκπαιδευτικού νόμου 815. Αργότερα ο Θόδωρος θα μου επιβεβαίωνε πως “όλοι οι καταληψίες σύχναζαν στο Berlin, πολλοί δούλευαν κιόλας στο μπαρ”, εκείνη τη στιγμή όμως κανόνιζε μαζί με τον Τάσο κάποιες λεπτομέρειες για τα ψυγεία του μαγαζιού. Καθώς τον περίμενα να τελειώσει, βυθίστηκα με θρασύτατη άνεση στον αναπαυτικό καναπέ και πήρα στα χέρια μου κάποιες από τις παλιές φωτογραφίες του μαγαζιού, από έναν τεράστιο σωρό που βρισκόταν στο τραπεζάκι μπροστά μου. Ζωντανή ιστορία, σκέφτηκα, καθώς παρέλαυναν από μπροστά μου καμπάνες, ζιβάγκο, χαίτες και δερμάτινα.

Λίγα λεπτά αργότερα ο Θόδωρος κάθεται απέναντί μου και με την χαρακτηριστική ήρεμη φωνή του αρχίζει τη διήγηση:

“Από την αρχή ήμασταν γεμάτοι. Στα μπαράκια τότε είχαν μόνο ένα κασετόφωνο και απλά άλλαζαν την κασέτα από τη μία πλευρά στην άλλη. Εμείς είχαμε πικάπ και dj για να είναι πιο ζωντανό το μαγαζί. Επειδή ήμασταν το πρώτο ορθάδικο έμπαινε μέσα κόσμος που νόμιζε πως, αφού δεν έχουμε τραπέζια, δεν έχουμε ανοίξει ακόμα. Τους λέγαμε πως θα τα φέρουμε. Το όρθιο στιλ το είχα δει στη Γερμανία και την Ολλανδία σε μαγαζιά που έκαναν gay party. Στα straight μαγαζιά ήταν όλοι καθισμένοι. Το μαγαζί δεν ήταν ποτέ gay αλλά είναι gay friendly. Και σε διεθνή περιοδικά, όπως το Spartacus, μας έχουν αναφέρει ως gay friendly μαγαζί. Από την αρχή όλοι οι διαφορετικοί και εναλλακτικοί τύποι έρχονταν στο Berlin. Όχι μόνο από Θεσσαλονίκη αλλά και από άλλες πόλεις. Κυρίως φοιτητές αλλά και καλλιτέχνες, ηθοποιοί, ζωγράφοι. Γινόταν πανζουρλισμός. Η διαφορετικότητα του κόσμου που σύχναζε μας είχε φέρει εξ αρχής στο προσκήνιο”.

Από τις πρώτες κουβέντες καταλαβαίνει κανείς πως το μεγάλο πάθος του Θόδωρου είναι η μουσική. Εξάλλου ο ίδιος έχει μία τεράστια συλλογή 70.000 – 80.000 δίσκων που τον καθιστά σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλέκτες. Οπότε και η ιστορία του Berlin δεν θα μπορούσε παρά να είναι συνυφασμένη με τη μουσική.

“Ταξίδευα Αγγλία και Γερμανία και ό,τι καινούργιο άκουγα, το έφερνα. Όταν ανοίξαμε παίζαμε νέα αμερικάνικα, όπως Television, Patty Smith, Velvet Underground. Μετά παίζαμε punk. Οι παλιοί δεν το γούσταραν αυτό, ήταν πιο κλασικοί, στιλ Doors, Janis Joplin που δεν τα πολυπαίζαμε. Διαμορφώναμε πάντα έναν δικό μας κόσμο, ένα σκηνικό. Ύστερα άρχισε το αμερικάνικο ροκ, η ψυχεδέλεια. Τη δεκαετία του ’80 έπαιζε για 2 χρόνια και ο Αγγελάκας ως dj. Κάναμε και live στο μαγαζί, έχουν παίξει οι Last Drive, οι Villa21, οι Yell-O-Yell… Αλλά και όλα αυτά τα γκρουπ που είχαν βγει, όπως οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά δημιουργήθηκαν και κυκλοφόρησαν μέσα στο μαγαζί. Την δεκαετία του ’90 παίζαμε πολύ pop από το Μάντσεστερ. Καθιερωνόμασταν σε ένα στιλ αλλά δεν φοβόμασταν να αλλάξουμε. Αυτό διαμόρφωνε και τον κόσμο, το ντύσιμο, τη μόδα. Το μαγαζί ήταν βαμμένο με ‘σκληρά’ χρώματα, κόκκινο και μαύρο. Μία περίοδο κάναμε περίεργα πάρτι: dark, death, gothic ντυμένοι, βαμμένοι όλοι –τρόμος! Ακόμα όμως και αυτά δεν κάναμε στημένα. Το 2000 παίξαμε περισσότερο funk, ηλεκτρονικά, britpop, jazz”.

Παρατηρώ πως μιλάει αποκλειστικά και μόνο στον πληθυντικό λέει ‘ανοίξαμε’, ‘παίζαμε’, ‘καθιερωνόμασταν’ και τον ρωτάω αν είχε συνεταίρους.

“Όχι, εννοώ τον κόσμο, αυτοί διαμόρφωναν το μαγαζί, το Berlin είναι ο κόσμος του. Την δεκαετία του ’80 μαζεύονταν και πολλοί απ’έξω επειδή δεν χωρούσαν μέσα και από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσες καν να περάσεις από τον δρόμο. Τότε γίνονταν από την Αστυνομία οι λεγόμενες ‘επιχειρήσεις αρετής’ (σ.σ. πιο γνωστή ‘επιχείρηση αρετής’ της περιόδου ήταν η περίπτωση των Εξαρχείων το 1984 με σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής). Έρχονταν το πούλμαν της αστυνομίας και τους μάζευε. Ταυτότητες, εξακρίβωση και πολλούς τους έπαιρναν μέσα. Ήταν σχεδόν ένα παιχνίδι ‘κλέφτες και αστυνόμοι’. Από την αρχή δουλεύαμε πιο αργά από όλους και κλείναμε και πιο αργά από όλους. Όσο περισσότερο κυνηγούσε η Αστυνομία τόσο το τραβούσαμε και εμείς.

 

Το κάνανε και σε άλλα μπαράκια αλλά κυρίως σε εμάς. Εμείς συνεχίζαμε. Σίγουρα έχω πάει περισσότερες από δέκα φορές αυτόφωρο, αλλά και αυτό συνήθεια ήταν. Μετά βάζαμε και υπεύθυνους, αυτό που λέμε αυτοφωράκιας, και δεν πήγαινα εγώ. Η εποχή των έντονων τσακωμών έχει περάσει. Τότε ήταν σχεδόν καθημερινότητα. Σίγουρα όταν άρχιζε μια φασαρία υπήρχε και ο φόβος του πώς θα εξελιχθεί. Το ’80 ήταν οι συμμορίες. Μάλωναν ομάδες μεταξύ τους. Πιο πολλοί οι αναρχοπάνκηδες που το θεωρούσαν το μαγαζί δικό τους επειδή παίζαμε και τη μουσική τους. Το ’90 ήταν πιο μεμονωμένοι. Έψαχναν χαζές αφορμές. Για παράδειγμα, επειδή ήταν πολύς κόσμος και για να ανέβει κάποιος στις τουαλέτες έπρεπε να σπρώξει στα σκαλιά για να περάσει, πατούσε κάποιον και μετά κατέβαινε πετώντας. Ήταν αυτή η ατμόσφαιρα. Γίνανε πολλά αλλά ευτυχώς κάτι εξτρίμ δεν υπήρξε. Γενικώς το ’90 ο κόσμος διαμορφώθηκε διαφορετικά, κάποιοι ερχόταν και από περιέργεια ή για να βγάλουν και το βράδυ τους. Ορισμένοι κοιμόντουσαν μέσα. Πλέον έρχονται όλοι, όλες οι φυλές του κόσμου.

Μπορείς να συναντήσεις οποιονδήποτε και να σου συμβεί το ο,τιδήποτε μέσα στο Berlin. Ένα από τα slogan μας είναι το “Berlin ist allein, Ιch auch” δηλαδή “Το Βερολίνο είναι μόνο του και εγώ το ίδιο”. Όπως το Βερολίνο ήταν μόνο του μέσα σε ένα κράτος με τοίχο γύρω γύρω, έτσι και στο Berlin έρχονται μόνοι τους και γίνονται μια παρέα. Το μαγαζί όμως ποτέ δεν ήταν παρεΐστικο, ήταν για μοναχικούς ανθρώπους. Ο κόσμος στην Ελλάδα γενικώς είναι πιο συντηρητικός, αλλά στο Berlin θα δεις πολύ κόσμο, ακόμα και κοπέλες που έρχονται μόνες τους. Αλλά και παλιά ίσχυε αυτό. Η Κατερίνα Γώγου -όπως και η κόρη της- έρχονταν σχεδόν κάθε μέρα. Ξεχνιόταν. Άλλοι έρχονταν και έγραφαν μέσα στο μαγαζί, ποιήματα, ιστορίες. Ο Γιώργος Σκούρτης σύχναζε στο μαγαζί. Μην νομίζεις ότι τα θυμάμαι και όλα ή όλους. Δεν σκέφτηκα ποτέ να το πουλήσω ή να αποκτήσω συνέταιρο. Τώρα κλείσαμε 36 χρόνια, τι να πουλήσω και τι να κάνω. Είναι σαν το σπίτι μου. Δεν πηγαίνω πλέον και πολύ, αλλά είναι η προέκταση του σαλονιού μου”.

Σηκώνεται, εξαφανίζεται για λίγο και επιστρέφει με περισσότερες φωτογραφίες. Καθώς τις ξεφυλλίζω, στέκομαι σε μία κοπέλα με πιασμένα πορτοκαλί μαλλιά που φοράει ένα μπεζ κολάρο, ένα αυτοσχέδιο μοβ μπλουζάκι, ασορτί περικάρπιο με κόκκινη καρδιά πάνω του και μια μαύρη δερμάτινη φούστα. Σερβιτόρα, μου εξηγεί ο Τάσος και ενώ προσπαθεί να θυμηθεί το όνομά της, ο Θόδωρος μας διηγείται πως κάποτε είχε φύγει για διακοπές αφήνοντας το μαγαζί ξεκλείδωτο: “Το καλοκαίρι κλείνουμε για δύο μήνες περίπου. Μία χρονιά κατέβηκα, έκλεισα τα φώτα και το νερό και έφυγα για 15 μέρες στη Χαλκιδική. Γυρίζω πίσω και μου λένε τι έγινε, ανοιχτή την αφήνεις εσύ την πόρτα του μαγαζιού; Είχα ξεχάσει να κλειδώσω και έμπαινε κόσμος μέσα, έτρωγαν, πίνανε ποτά και βάζανε ένα σκαμπό στην πόρτα για να μπαίνει φως απ’έξω. Αυτό ήταν το party του καλοκαιριού και το κάνανε μόνοι τους. Ωραία θα ήταν, εγώ έλειπα”.

Τους ρωτάω ποιο είναι το πιο περίεργο πράγμα που έχουν βρει στο μαγαζί την επόμενη μέρα. Κοιτάζονται, ο Τάσος ξεφυσάει γελώντας και ο Θόδωρος μου εξηγεί: “Προχθές το πρωί κλείσαμε κανονικά και μετά από λίγες ώρες ένας από δίπλα μου χτύπησε το κουδούνι και μου είπαν πως χτυπάνε την πόρτα από μέσα. Ήταν ένα ζευγάρι που είχε ξεχαστεί πάνω στις τουαλέτες και τους είχαμε κλειδώσει. Δεύτερη φορά μας συμβαίνει αυτό. Πρέπει να ψάχνουμε παντού”. Εγώ θα συνέχιζα το επόμενο βράδυ τη δική μου αναζήτηση, όχι στις τουαλέτες, αλλά στο bar του Berlin.

“Έρχομαι τόσα χρόνια στο Berlin και δεν σταύρωσα γυναίκα”

Το άλλο βράδυ κατά τις 12, καθώς κατέβαινα τη Μητροπολίτου Ιωσήφ με θυμήθηκα να περπατάω ως πρωτοετής φοιτήτρια τον ίδιο δρόμο πάνω κάτω, μαζί με μία φίλη, ψάχνοντας το περιβόητο Berlin. Για κάποιον λόγο μας πήρε ώρα να εντοπίσουμε την χαρακτηριστική κόκκινη επιγραφή και τη βαριά πόρτα. Προφανώς έχοντας ακούσει τόσα πολλά περιμέναμε να αντικρίσουμε κάτι άλλο. Τι; Ούτε εγώ ξέρω. Για αρχή μάλλον μία μεγαλύτερη επιγραφή. Τη συνέχεια αυτής της βραδιάς δεν τη θυμάμαι, η διαδρομή όμως για το Berlin μου είναι πλέον τόσο γνώριμη όσο και η μπάρα στην οποία καθόμουν λίγα λεπτά αργότερα. Μαζί μου έχω μόνο το κινητό μου και τον Μαρκέζ. Καθ’όλη τη διάρκεια της βραδιάς, απολογούμαι σε όποιον είναι πρόθυμος να με ακούσει.

“Δεν συνηθίζω να έρχομαι σε συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις με τον σκύλο μου, είπα όμως να τον πάω μια βόλτα πριν φύγω από το σπίτι και ξέχασα τα κλειδιά μου μέσα”. Σύντομα συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν μπορεί να φανεί παράταιρο μέσα στο Berlin και σίγουρα όχι ένα μικρόσωμο λευκό τετράποδο. Θυμάμαι τι μου είπε χθες ο Θόδωρος: “Στο Berlin ό,τι και να κάνεις κανείς δεν θα σε προσέξει. Για παράδειγμα πριν χρόνια μία γυναίκα έπινε όλο το βράδυ μόνη της στο μπαρ. Στο τέλος πάει να πληρώσει και δεν βρίσκει το πορτοφόλι της. Ψάχνεται για πολλή ώρα και έτσι όπως έχει πιει και ψάχνει καταλήγει να βγάζει τα ρούχα της. Στο τέλος έμεινε σχεδόν γυμνή και ενώ το μαγαζί ήταν γεμάτο δεν γύρισε να την κοιτάξει κανείς. Έκατσε κιόλας σ’ ένα καναπεδάκι που είχαμε και συνέχισε να ψάχνεται. Της είπα να ντυθεί και πως δεν τρέχει τίποτα. Το εντυπωσιακό όμως είναι πως έβγαζε τα ρούχα της και κανείς δεν έδινε σημασία”.

Στο μεταξύ, ο Μαρκέζ είχε βολευτεί κάτω από το σκαμπό της Ειρήνης, σερβιτόρας του μαγαζιού από το 1999 έως το 2007. Μου εξηγεί πως έβαλε ξυπνητήρι για να έρθει στο ραντεβού μας. H ζωή της σήμερα δεν θυμίζει και πολλά από την εποχή που έβλεπε τον ήλιο μόνο όταν άνοιγε την πόρτα του Berlin για να πάει σπίτι της. Την κοιτάω και προσπαθώ να τη φανταστώ με τον δίσκο στο χέρι. Για κάποιον λόγο η εικόνα είναι πολύ καθαρή στο μυαλό μου. Ίσως βοηθάει το γεγονός ότι μιλάει με τόση αγάπη και νοσταλγία για τις ‘ωραίες εποχές’ -όπως τις αποκαλεί.

“Ήμουν 19 χρονών, μόλις είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και αρχικά έπιασα δουλειά σε ένα μικρό καφέ στα Πανεπιστήμια. Εκεί γνωρίστηκα με μία άλλη κοπέλα και ήρθαμε μαζί στο Berlin για να ζητήσει αυτή δουλειά. Τελικά μας πήραν και τις δύο. Δεν είχα ιδέα τι μαγαζί είναι το Berlin, είχα έρθει μόνο μία φορά ακόμα και θυμάμαι πως όταν άνοιξε η πόρτα, σκεφτήκαμε πως μοιάζει με underground bar του Βερολίνου. Ξεκινούσαμε στις 23:00, ανοίγαμε το μαγαζί, το ετοιμάζαμε, κάναμε κάβα και μετά με έπαιρνε ο Τάσος και πηγαίναμε βόλτα σε όλα τα γύρω μαγαζιά, χαιρετούσαμε όλους τους γνωστούς μας που δούλευαν εκεί, πίναμε από ένα σφηνάκι στο καθένα και μετά γυρνούσαμε στο μαγαζί κατά τις 00:00 να ξεκινήσουμε δουλειά.

Αντίστοιχα, το προσωπικό από όλα σχεδόν τα μαγαζιά της περιοχής κατέληγε μετά το κλείσιμό τους σε εμάς. Φεύγαμε στις 10 το πρωί. Είχα τρία μεροκάματα και σε συνδυασμό με τα πουρμπουάρ, τα χρήματα μου έφταναν άνετα για όλη την εβδομάδα. Ήταν άλλες εποχές, ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να βγει και να ξοδέψει. Μεγάλο bonus ήταν τα χρήματα που βρίσκαμε στο πάτωμα. Είχαμε έναν αυτοφωράκια που ήθελε να προλάβει τις σερβιτόρες και πριν ανοίξουμε τα φώτα έψαχνε με φακό. Πολλά ξεχασμένα μπουφάν, έφευγαν μες το κρύο με Τ-shirt χωρίς να το καταλάβουν. Κανένας δεν γυρνούσε να ζητήσει τίποτα. Θυμάμαι πως αρκετά συχνά μας ζητούσαν να κλείσουν τραπέζι και εμείς γελούσαμε, δεν υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο. Το μαγαζί ήταν διαρκώς γεμάτο, έβλεπες κοστουμαρισμένους που έρχονταν μετά από τα μπουζούκια έως junkies, και όλοι αυτοί έδεναν μεταξύ τους, ήταν μια μεγάλη παρέα.

Μια Τσικνοπέμπτη είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσες να κουνηθείς και απλά σταματήσαμε να δουλεύουμε, ήταν αδύνατον να περάσεις. Να φανταστείς κάποια στιγμή που έπρεπε να δώσω ρέστα, τα έδωσα και πήγαν χέρι με χέρι σε αυτόν που έπρεπε. Δεν ξέρω πώς είχε γίνει αυτό, μάλλον υπήρχε πολλή αγάπη στον αέρα.

Ο κόσμος γενικώς ήταν πολύ φιλικός, μου έχει συμβεί να με βλέπουν να τρέχω πάρα πολύ, να μου λένε να κάτσω μαζί τους να κάνω τσιγάρο και να με φωνάζει μία διπλανή παρέα και να τους λένε ‘μισό λεπτό να ξεκουραστεί’. Δεν μου την έπεφταν πολλοί, νομίζω με βλέπανε σαν δικό τους άνθρωπο, λες και τους φιλοξενούσα στο σπίτι μου και κάναμε πάρτι. Βέβαια υπήρχαν και άσχημες συμπεριφορές, με ακολουθούσαν πάνω στην τουαλέτα, με στρίμωχναν, αλλά ευτυχώς όχι σε έντονο βαθμό. Μπορούσα να τους χειριστώ. Έφυγα σταδιακά το 2006 με 2007. Όταν άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι. Το συνδύασα ίσως και με ένα άσχημο περιστατικό. Είχα έρθει να ανοίξουμε, μπήκε μέσα ένας περίεργος, ανέβηκε στις τουαλέτες, έκοψε τις φλέβες του και φώναζε πως έχει ηπατίτιδα. Καλέσαμε και τον πήρε το ασθενοφόρο, δεν έμαθα μετά τι έγινε. Κατά τ’ άλλα με θυμάμαι να δουλεύω, να θέλω να πάω τουαλέτα και ποτέ να μην μπορώ να μπω μέσα, γιατί ήταν μονίμως κατειλημμένη από ανθρώπους που έκαναν σεξ. Κάποιος βέβαια είχε γράψει με μαρκαδόρο στον προθάλαμο ‘έρχομαι τόσα χρόνια στο Berlin και δεν σταύρωσα γυναίκα”.

Στην παρέα μας μπαίνει και ο Θόδωρος. Έχω ήδη καταλάβει πως το προσωπικό του δεν τον βλέπει ως εργοδότη και το ότι τον φωνάζουν ακόμα αφεντικό αποτελεί κάτι μεταξύ χαϊδευτικού και τίτλου τιμής. Η Βίκη, barwoman από το 1997 έως το 2004, μου εξηγεί πως “ο Θόδωρος μας έδινε το ΟΚ σε ό,τι κι αν θέλαμε να κάνουμε. Ποτέ δεν μας είπε όχι, ποτέ δεν μας απαγόρευσε να κεράσουμε -και ήταν πολλοί αυτοί που χωρίς να τους ξέρουμε έρχονταν στο bar και ζητούσαν να τους κεράσουμε, και πολλές φορές το κάναμε. Επίσης ποτέ δεν αρνήθηκε σε κανέναν που του ζήτησε να δουλέψει στο μαγαζί. Έλεγε σε όλους ναι και όποιος δεν άντεχε έφευγε μόνος του. Μας εμπιστευόταν, μας έδινε το ελεύθερο και πιστεύω πως δεν το μετάνιωσε.

Ένα Πάσχα βαριόμασταν να δουλέψουμε και έτσι ξαφνικά, ενώ το μαγαζί είχε κόσμο, αποφασίσαμε να παίξουμε μπουγέλο. Ξεκινήσαμε με ποτήρια γεμάτα νερό και καταλήξαμε στην αποθήκη, όπου κατεβάσαμε το λάστιχο και βρέξαμε όλον τον κόσμο. Κανείς δεν γκρίνιαξε, αντιθέτως στήθηκε επιτόπιο πάρτι. Στο τέλος βέβαια, είχα γίνει λούτσα και δεν ήξερα πώς να γυρίσω σπίτι. Έβγαλα όλα μου τα ρούχα, έμεινα με τα εσώρουχα, έβαλα από πάνω το μπουφάν μου και μπήκα στο ταξί παρακαλώντας να μην καταλάβει ο οδηγός πως θα κάνω και το αυτοκίνητο μούσκεμα. Μία περίοδο είχε κυκλοφορήσει έντονα η εξής παράλογη φήμη, πως δήθεν είχαμε δικό μας αποστακτήριο και πως το ποτά τα παράγουμε μόνοι μας, μάντεψε πού; Στο πατάρι του μαγαζιού! Είχα βαρεθεί να διαβεβαιώνω τον κόσμο πως όχι, δεν έχουμε δική μας παραγωγή και πως ναι, αγοράζουμε τις φιάλες από την κάβα. Η άλλη κλασική ερώτηση ήταν αν το μαγαζί είναι gay bar.

Βραβείο καλύτερης παραγγελίας;

-Έναν χυμό βερίκοκο.

-Δεν έχω βερίκοκο, τελείωσε.

-Εντάξει, ένα ουίσκι κόλα.

Οι μόνιμοι κάτοικοι του κρατιδίου

Η ώρα έχει πάει 01.00 και είμαστε περίπου δέκα άτομα μέσα στο μαγαζί. Για μια στιγμή ένιωσα σαν έχω μπει στα παρασκήνια μίας παράστασης, λίγο πριν την ώρα έναρξης. Οι πρωταγωνιστές -ο dj, η σερβιτόρα και ο barman, είναι χαλαροί στα πόστα τους, γνωρίζοντας πως η νύχτα δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Απόδειξη τα ποτήρια με καφέ που έχουν δίπλα τους. Η μουσική είναι ακόμα σε σχετικά χαμηλή ένταση, το ίδιο και οι συνομιλίες μας. Στην άκρη του μπαρ, γύρω από τον Τάσο έχει στηθεί ένα πηγαδάκι και ακούω ανά διαστήματα τα γέλια τους. Πλησιάζω γνωρίζοντας πως θα τους διακόψω, θέλω όμως να γνωρίσω ορισμένους από τους θαμώνες.

Πρώτα μιλάω με τον Τόλη, που αρνείται ευγενικά να βγει φωτογραφίες, είναι όμως πρόθυμος να μου μιλήσει για τη δική σχέση με τον Berlin. “Ήταν για εμάς το facebook της εποχής. Πρώτη φορά ήρθα το 1989, 15-16 χρονών. Με την παρέα μου κολλήσαμε και έγινε και το δικό μας μέρος συνάντησης, όπως και τόσων άλλων. Ερχόσουν, άφηνες στον barman ή τον dj το μήνυμα πως θα έρθεις ξανά σε μία, μιάμιση ώρα και έτσι βρισκόμασταν. Θυμάμαι αρχές του ’90 που ήθελε κάποιος να κάνει electro party (ακόμα ήταν στα σπάργανα η ηλεκτρονική μουσική) και αγόρασε δεν ξέρω κι εγώ πόσες συσκευασίες αλουμινόχαρτου. Νομίζαμε πως θα τυλίξει μια κολόνα ή μερικά αντικείμενα αλλά αυτός έντυσε όλο το μαγαζί με αλουμινόχαρτο.

Στο Berlin, ήταν πολύ εύκολο να γνωρίσεις κόσμο. Για παράδειγμα πριν χρόνια, μία Πέμπτη, παρακαλούσα την παρέα μου να κατεβούμε Αθήνα για μια συναυλία που ήταν το Σάββατο. Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ, έτσι όπως μιλούσαμε όλοι δυνατά για να ακουγόμαστε, πως ακριβώς από πίσω ήταν ένας που έλεγε στους δικούς του φίλους ακριβώς το ίδιο, για την ίδια συναυλία. Με είχε ακούσει και αυτός, οπότε κοιταχτήκαμε, πρώτα συμφωνήσαμε πως θα πάμε μαζί και μετά συστηθήκαμε και ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Ακόμα κάνουμε παρέα”.

Δίπλα στον Τόλη είναι ο Αλέξης και ο Πέτρος. Δύο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες, διαφορετικές –τουλάχιστον εμφανισιακά, μεταξύ τους αλλά με κοινό σημείο αναφοράς τις νύχτες του Berlin.

“Θυμάμαι μία από τις πρώτες φορές που είχα έρθει, τότε τελείωνε η πιάτσα της Κορομηλά που είχε γίνει τη δεκαετία του ’80, άνοιξα την πόρτα κατά τα μεσάνυχτα, είδα το μαγαζί άδειο και σκέφτηκα ‘α, πάει το Berlin, πέθανε και αυτό’. Μετά έμαθα”, διηγείται ο Αλέξης. Συμφωνούν πως μέσα στο μαγαζί μπορείς να δεις τους πάντες και τα πάντα, κανείς δεν κοιτάει τον άλλον εκτός και αν συμβεί κάτι πραγματικά εντυπωσιακό -όπως για παράδειγμα live sex, και διευκρινίζουν πως δεν εννοούν στις τουαλέτες. “Να, μια φορά ήταν ένα ζευγάρι εδώ…”, μου λένε και δείχνουν στο πίσω άνοιγμα του μαγαζιού, λίγο δίπλα από τον περίφημο στύλο που έχει με τη σειρά του πρωταγωνιστήσει σε αναρίθμητα στριπτίζ. Αν κρίνω από τις διηγήσεις που ακούω δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο το να βγάλει κάποιος τα ρούχα του στο Berlin. Ο Πέτρος, παρόλο που επισημαίνει πως ο ίδιος δεν μπλέκει σε καυγάδες, θυμάται γεγονότα άσχημου ξύλου, αλλά και αστείες παρεξηγήσεις. “Για να έρθεις στο Berlin έχεις πάει σε τρία-τέσσερα μαγαζιά πριν, οπότε είσαι ήδη πιωμένος και με το λίγο που θα πιεις εδώ ξεφεύγεις”.

Και οι δύο είναι τακτικοί θαμώνες, θα περάσουν τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Είναι σημείο αναφοράς, εξηγούν. “Όπου και να πάμε, μετά τις 4 θα βρεθούμε εδώ”. Ο Αλέξης προσθέτει, “εδώ γνώρισα και τη μεγάλη μου σχέση, εδώ έκανε και το πάρτι του γάμου του ο αδερφός μου”. Ανακαλύπτω πως η μεγαλύτερη μας –έστω, η μεγαλύτερη μου- παρεξήγηση σχετικά με το Berlin είναι η πεποίθηση πως όλα τα μεγέθη και πρόσωπα του μαγαζιού είναι τόσο εξτρίμ όσο το ωράριο του. Ο Τόλης διευκρινίζει: “Η ζωή μου είναι τυπική, έχω πρωινό ξύπνημα, απλά όταν έρχομαι παίζει σημαντικότερο ρόλο το να περάσω καλά και ας είμαι με δύο ώρες ύπνο. Κολλήσαμε με το Berlin επειδή ήταν στην πρωτοπορία της πόλης. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό που το κάνει ξεχωριστό και όχι το ότι είναι after”.

Το ‘κακό παιδί’ της πόλης θα κατοικεί για πάντα στο πιο διάσημο 10

Nick Cave. Marc Almond. Morrissey. Nomads. Tindersticks. Ramones. Savage Republic. Ian McCulloch. Μπορεί να μην έπαιξαν στο Berlin, αλλά είναι κάποιοι μόνο από τους δεκάδες καλλιτέχνες που ‘έπαιξαν’ ως παρουσίες στο μαγαζί, απλοί επισκέπτες μεταξύ θαμώνων. Εξάλλου είναι άτυπος νόμος πως όλοι οι καλλιτέχνες μετά το live τους θα καταλήξουν στον αριθμό 10 της Χρυσοστόμου Σμύρνης. Έμαθα πως και η Πάολα είχε γίνει θαμώνας του μαγαζιού μία περίοδο, καθώς ερχόταν κάθε βράδυ μετά τις εμφανίσεις της. Η Βίκη βέβαια μου είπε και το εξής, πως περνάνε και λίγο απαρατήρητοι, σαν να είναι μάλλον φυσικό να βρίσκονται στο μαγαζί. “Η μόνη φορά που ταράχθηκα με κάποιον γνωστό ήταν για τελείως διαφορετικό λόγο. Είχε μπει ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μία περίοδο που μας κυνηγούσαν για το ωράριο, μόλις είχε ξεκινήσει καινούργια εκπομπή και ήμουν σίγουρη πως είχε έρθει για να κάνει κάποιου είδους επιτόπιο ρεπορτάζ. Στην πραγματικότητα ήπιε απλώς το ποτό του και έφυγε”. Ο Θόδωρος συμφωνεί πως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το πότε θα γίνει κάτι απρόβλεπτο ή ασυνήθιστο μέσα στο μαγαζί.

Το Berlin μπορεί να σου συμβεί εκεί που δεν το περιμένεις. Ο κόσμος νιώθει απελευθερωμένος, αυτό μάλλον είναι το ατού του. Και έχουμε πελάτες οι οποίοι είναι κανονικοί στη ζωή τους, αλλά στο Berlin είναι διαφορετικοί. Περνάνε καλά. Άλλα ό,τι και αν γίνει, μένει εκεί μέσα. Μετά μπορεί να μην το θυμάσαι

Η Ειρήνη αποτελεί εξαίρεση και θυμάται εξίσου καλά και το τι συνέβαινε έξω από αυτό: “Όταν δουλεύεις για πολλά χρόνια με αυτό το ωράριο, αλλάζει και η ζωή σου. Για χρόνια ξυπνούσα στις 17:00 και ήλιο έβλεπα μόνο όταν φεύγαμε το πρωί από εδώ. Αλλά αυτό που με κρατούσε ήταν το πόσο ωραία περνούσα. Είχαμε οικογενειακή σχέση μεταξύ μας, ο Θόδωρος μας έβλεπε σαν παιδιά του. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα μαζευόμασταν στο σπίτι του μαγειρεύαμε, τρώγαμε μαζί και καθόμασταν μέχρι αργά το βράδυ ακούγονταν μουσικές”.

Όσο για το μέλλον όλοι συμφωνούν πως το μαγαζί θα συνεχίσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί εδώ και 36 χρόνια. “Η ταυτότητα μας είναι πως δεν έχουμε ταυτότητα. Το Berlin είναι αυθόρμητο, έτσι το διαμόρφωσε ο κόσμος και έτσι θα συνεχίσουμε. Δεν σταματάμε. Ένα ολλανδικό περιοδικό μας είχε χαρακτηρίσει free place και αυτό ισχύει. Το ίδιο είναι όπως παλιά, πάλι στο στόχαστρο είμαστε. Θα μας κυνηγάνε, θα μας κλείνουνε. Τι να κάνουμε, έχουμε το όνομα του κακού παιδιού, αλλά ταυτόχρονα έχουμε και τα κλειδιά της νύχτας”, λέει ο Θόδωρος.

Το μαγαζί είχε αρχίσει να γεμίζει και πλέον η αποστολή μου είχε τελειώσει. Κοίταξα την παρέα που είχε μαζευτεί γύρω από τον dj, τελείως αδιάφοροι για το τι συζητούσαμε τόση ώρα εμείς στο μπαρ. Συνειδητοποίησα τότε πως όσο εμείς βυθιζόμαστε στο παρελθόν μας, οι νέοι μπερλινάδες είναι εδώ, χτίζουν τις δικές τους αναμνήσεις. Τo Berlin είναι πράγματι ένας μύθος, αλλά παράλληλα είναι και μία ιστορία που θα συνεχίσει να εκτυλίσσεται. Εντόπισα τον Μαρκέζ που είχε βολευτεί ανάμεσα στα σκαμπό και καθώς φορούσα το παλτό μου, σκέφτηκα πως θα είναι από τις ελάχιστες φορές που θα ανοίξω την πόρτα του Berlin και έξω θα είναι ακόμα σκοτάδι.

Καθώς χαιρετούσα στο μπαρ, στάθηκα και άκουσα μία τελευταία ιστορία από τον Τάσο:

“Ήταν Πέμπτη, δεν δούλευα και καθόμουν στο bar. Κατά τις 03:45 ήρθαν τρεις αστυνομικοί και μας έγραψαν για τη μουσική. Ήταν δύο άντρες και μία κοπέλα, ο ανώτερος ήταν γύρω στα 40. Με αυτόν πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε πως ερχόταν στο μαγαζί παλιότερα ως πελάτης. Του πρότεινα να τους κεράσουμε ένα σφηνάκι, ρώτησε και τους άλλους δύο και συμφώνησαν. Συνεχίσαμε την κουβέντα και τους ρωτήσαμε μήπως τελικά θέλουν να πιουν κάποιο ποτό. Το περιπολικό το είχαν παρκάρει μπροστά από το μαγαζί. Λέει τότε ο ένας, ‘Ε, άμα είναι να πιούμε να πάω να παρκάρω το περιπολικό στην Μητροπόλεως’ και έφυγε πράγματι για να το παρκάρει. Κάθισαν στο μαγαζί με τη στολή και έπιναν μέχρι το πρωί. Όταν μας είδαν να κλείνουμε μας ρώτησαν ‘Από τώρα;’. Μετά κοίταξαν την ώρα και είπαν: ‘Α, ωραία, πήγε 8:30, 9 η ώρα παραδίδουμε και εμείς’. Και έφυγαν”.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 13 Απριλίου 2016.