ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Έξι, ίσως επτά, νύχτες από τη ζωή του Decadence

Όλα είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Το Decadence δεν υπήρξε ποτέ.

Όλα είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Το Decadence δεν υπήρξε ποτέ. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ήταν ένα ψέμα, μια φασματική εικόνα, που ξεπρόβαλλε τα βράδια εκεί όπου η λικνιζόμενη Πουλχεριάς πέφτει πάνω στη στιβαρή Βουλγαροκτόνου, και θα τον πιστεύψουμε όλοι. Ο ίδιος ανθρωπος όμως μπορεί να ορκιστεί ότι εκεί τον κέρασε ποτό ο frontman των dEUS και να βρεθούν αμέσως 100άδες άλλοι που θα επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του.

Όσα ξέρουμε για το Decadence είναι ένας μύθος, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι εδώ και μερικές μέρες άνοιξε ξανά τις πόρτες του και ετοιμάζεται για ένα 4ήμερο πάρτι (22-25/12), υπενθυμίζοντάς μας ότι ‘Το Decadence επιστρέφει – Χριστούγεννα στην Πουλχερίας’. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, 8 χρόνια στη διάρκεια των οποίων τα συνθήματα στους τοίχους του εμβληματικού φουαγιέ περίμεναν μάταια ένα ζευγάρι μάτια να τα ζωντανέψει με το βλέμμα του, μερικές εβδομάδες ριζικής αναπαλαίωσης του χώρου καθώς και η είδηση που κυκλοφόρησε την περασμένη Άνοιξη από τον Νίκο Λακόπουλο, τον ιστορικού μάνατζερ του μαγαζιού, με την οποία γνωστοποιούσε την εκ νέου εκτόξευση του πολύχρωμου (μετά την παρέμβαση του Γάλλου καλλιτέχνη Blo) ‘De’ στον αστερισμό την αθηναϊκής νύχτας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 2017.

Με αφορμή την επιστροφή του, πρώην και νυν συνεργάτες μοιράστηκαν ιστορίες και σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον του Decadence. Όταν τους συναντήσαμε, ο χώρος δεν ήταν ακόμα έτοιμος. Στο μεταξύ τον έφτιαξαν και οργάνωσαν και μερικά πάρτι, είπαν. Παρόλα αυτά, μην τους έχετε εμπιστοσύνη. Τα πράγματα μπορεί να συνέβησαν έτσι όπως λένε, μπορεί και κάπως αλλιώς. Άλλωστε το Decadence, αν πράγματι υπήρξε, δεν ήταν ένα. Ο κάθε συνεργάτης, περιστασιακός ή μόνιμος, ο κάθε επισκέπτης, νηφάλιος ή μεθυσμένος, κουβαλάει μέσα του ένα απολύτως προσωπικό Decadence.

Μόνο οι τοίχοι είναι αξιόπιστοι και εχέμυθοι μάρτυρες. Και αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πως όλα έγιναν στο σκοτάδι αλλά με πλήρη διαφάνεια. Αν τους ακούσεις προσεκτικά θα σου ψιθυρίσουν: “1.000.000 τραγούδια, 500.000 φιλιά, 75.000 τραγούδια και ένας γάμος”. Αυτή είναι όλη η ιστορία του Decadence σε μια πρόταση.

Για όσα ακολουθούν οι τοίχοι ούτε επιβεβαιώνουν ούτε διαψεύδουν το παραμικρό.

Ι. Μια νύχτα πριν αρχίσουν όλα

Είναι 1989 και το Decadence δεν υπάρχει ακόμα. Δηλαδή υπάρχει ως χώρος, ως μπαρ. Ο φωριαμός κάποιας ΔΟΥ θάλπει στα μεταλλικά του έγκατα τον φάκελο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του. Μπορεί να λέγεται ‘Δάφνος’ ή ‘Jim’s Bar’, δεν έχει και τόση σημασία, και παλιά ήταν φροντιστήριο και ακόμα παλιότερα το σπίτι του χουντικού αντιβασιλέα, Γιώργου Ζωϊτάκη, ο οποίος άκουσε από εκεί τα τανκς να κατηφορίζουν την Αλεξάνδρας το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου και μια απεχθής χαρά έλαμψε στην σκοτεινή ψυχή του.

Τώρα είναι ένα ενδιαφέρον μαγαζί που μαζεύει κόσμο ανήσυχο, πολλή ελεύθερη ραδιοφωνία (που τότε ήταν σαν έχεις επιδραστικό blog το 2005 -ήταν μερικά αστράκια ‘γαματοσύνης’ στη στολή σου), κάποιους καλλιτέχνες, ορισμένους εστέτ των 80s, σκόρπιες παρουσίες από το τάγμα μιας ακαθόριστης ελίτ, η οποία δύσκολα έπαιρνε φύλλο πορείας τη μεθοριακή γραμμή του underground. Ίσως να ήταν έτσι, ίσως να υπάρχει και μια δόση ανακρίβειας σε αυτά. Ποιος ξέρει;

Στην μπάρα κάθεται ένας τύπος, δημοσιογράφος, ιθύνων νους της ‘Ραδιοσυννεφούλας’, του πρώτου ζωντανού νεανικού ραδιοφωνικού μαγκαζίνου που μεταδιδόταν από την ΕΡΑ, πίνει το πιοτό του και μιλάει με πάθος για μια ιδέα που του είχε καρφωθεί στο μυαλό: να στήσει στο μπαρ ένα ραδιόφωνο δωματίου, όπου ακροατής και παραγωγός θα βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Τους έπεισε, ή μπορεί και όχι, και έστησε μια κεραία 200 watt στην ταράτσα. Το πείραμα ήταν απόλυτα επιτυχημένο για όσους βρίσκονταν μέσα. Οι περίοικοι έπρεπε να αντέξουν την πολυφωνική ομοβροντία από τους συναγερμούς των παρκαρισμένων εντός της εμβέλειας του πομπού αυτοκινήτων. Για ένα βράδυ, ωστόσο, υπάρχουν μαρτυρίες πως το ραδιόφωνο δωματίου εξέπεμψε ένα ή δύο κομμάτια.

Ο δημοσιογράφος αυτός είχε και άλλες ιδέες. Παρόλα αυτά, οι τοίχοι του συγκεκριμένου μαγαζιού είχαν ακούσει και δει πολλά, όπως για παράδειγμα τον Λέοναρντ Κοεν να πίνει dry martini και να μασουλάει αφράτα στραγάλια κάθε φορά που πεταγόταν από την Ύδρα στην Αθήνα, επομένως δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τους εκπλήξει. Εκείνος μάλλον τα κατάφερε

“Βασικά, ένα ποτό είχα περάσει να πιω το βρώμικο ‘89 και βρέθηκα μάνατζερ… με δωρεάν ποτά. Είκοσι χρόνια όλο έλεγα να φύγω, αυτό είναι το τελευταίο ποτό. Όταν είχα γίνει πια δυστυχισμένος δεν μπορούσα να το κλείσω και να φύγω δυστυχισμένος. Αυτά”.

Οι προηγούμενες 43 λέξεις είναι ίσως η πιο μεστή αυτοβιογραφία που θα μπορούσε υπάρξει για τον Νίκο Λακόπουλο, τον δημοσιογράφο που καθόταν στην μπάρα το ‘89 ή αλλιώς τη διαχρονική ενσάρκωση της ιδέας του Decadence ή αλλιώς το αναπόσπαστο κομμάτι της νέας ομάδας που θα δώσει ξανά πνοή στο κλαμπ.

***

“Ουσιαστικά θέλαμε με ένα τρόπο να συμφιλιώσουμε το παλιό Decadence με μια καινούργια και πιο σύγχρονη ματιά και έτσι είχαμε την ευκαιρία να φτάσουμε τόσο βαθιά στους τοίχους που ουσιαστικά μας αποκαλύφθηκε σταδιακά όλη η ιστορία του κτηρίου. Αυτό θέλαμε να το κρατήσουμε. Στο σημερινό μαγαζί υπάρχουν κομμάτια του κτηρίου από την εποχή που ο χώρος δεν λειτουργούσε ως κλαμπ. Από εκεί και πέρα, για εμάς είναι τρόπος ζωής ότι κάθε χώρος οφείλει να επιτρέπει την ελευθερία της καλλιτεχνικής και όχι μόνο έκφρασης και αυτό είχαμε ως στόχο να πετύχουμε και εδώ“.

Νικόλας Καρναμπατίδης | Εικαστικός Καλλιτέχνης | Επιμελήθηκε την ανακαίνιση και αναπαλαίωση του νέου Decadence.

***

“Η πρώτη διαφοροποίηση του παλιού από το νέο Decadence θα είναι το ωράριο του. Πλέον το Decadence θα δουλεύει και το πρωί γιατί έχουν περάσει οι εποχές των αλλεπάλληλων και ξέφρενων ξενυχτιών. Ο κάτω χώρος θα είναι ανοιχτός από νωρίς και εκεί θα μπορείς να βρεις ιδιαίτερα αποστάγματα και γεύσεις”.

Θανάσης Μάνδαλος | Επιχειρηματίας | Ανήκει στην ομάδα του νέου Decadence.

***

“Σε αυτόν τον ένα μήνα που δουλέψαμε, διάστημα μικρό για μία τόσο εκτεταμένη παρέμβαση, καταλάβαμε από πολύ νωρίς ότι το ίδιο το κτήριο είναι αυτό που θα μας δείξει το δρόμο για το τι πρέπει να διατηρήσουμε και τι πρέπει να αλλάξουμε. Είχαμε αρκετά πράγματα στο μυαλό μας που δεν τα προσχωρήσαμε, επειδή νιώθαμε ότι το κτήριο μάς στρέφει προς άλλη κατεύθυνση. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός“.

Δάνης Παπουτσίδης | Εικαστικός Καλλιτέχνης | Επιμελήθηκε την ανακαίνιση και αναπαλαίωση του νέου Decadence.

ΙΙ. Μία από τις πολλές νύχτες που τα ήπιε ο Cave

Τι χρονιά και το 1992! Για κάποιους όλα τέλειωσαν όταν ο Cobain παντρεύτηκε την Courtney Love στη Χαβάη (κι ας ήρθε το ‘Dirty’ των Sonic Youth λίγο αργότερα για να κρατήσει ψηλά τη σημαία του grunge). Για άλλους, όταν οι Happy Mondays κυκλοφόρησαν αυτό το απερίγραπτο ‘Yes Please!’ (κι ας είχαν χορέψει πρώτα με ‘Between the 10th and 11th’ των The Charlatans). Ε, όσοι την σκαπούλαραν ήταν μάλλον ευτυχισμένοι με καινούργιο Morrissey, Cave και Faith No More. Ή, τέλος πάντων, έτσι έδειχναν. Ποτέ μην έχεις εμπιστοσύνη σε όσα συμβαίνουν ανάμεσα στους τοίχους του ‘De’. Μόνο στους djs να έχεις εμπιστοσύνη, αλλά ακόμα και σε αυτούς όχι απόλυτη.

“Saints! Do you have the Saints”

Λίγες φορές ένα request κόβει αμετάκλητα τα πόδια, προκαλεί κόμπο στο λαιμό και φέρνει αργά-αργά στο φως μια δειλή στάλα από ιδρώτα που μπουσουλάει στο μέτωπο. Η μία από αυτές τις λίγες φορές ανήκει δικαιωματικά στον Nick Cave, που είπε να εναποθέσει την επιθυμία του στο (ας το πούμε) dj booth του μαγαζιού.

Είπαμε, ενδιαφέρουσα χρονιά το 1992. Το ‘Henry’s Dream’ κυκλοφόρησε τον Απρίλη και ο Cave έκανε ευρωπαϊκή περιοδεία. Η καθιερωμένη του ελληνική στάση περιελάμβανε το κλειστό του Σπόρτινγκ και η ακόμα πιο καθιερωμένη του αθηναϊκή έξοδος ένα ποτό στο Decadence -το ίδιο είχε κάνει στο παρελθόν και το ίδιο θα συνέχιζε να κάνει στο μέλλον.

Όση ώρα δίνονταν τα παραπάνω πραγματολογικά στοιχεία, ο (ας πούμε) dj –κατά δήλωση του ίδιου- έχει σκανάρει και ξανασκανάρει στο μυαλό του τα περίπου 500 βινύλια που βρίσκονται πίσω του, τα οποία κουβαλούσε από το σπίτι του κάθε φορά που έπαιζε μουσική. Με παραλυτικό τρόμο μεγαλύτερο κι από αυτόν που προξενεί μια αναβάθμιση των windows που θα κολλήσει αιώνια (ομολογουμένως, πρόκειται για μια παρομοίωση που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσαν να είχαν εκτιμήσει οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά για αυτό ακριβώς χρησιμοποιήθηκε εδώ, για να αποσυμπιέσει την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα), ο dj έπρεπε να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο γεγονός: Δεν είχε Saints.

“Έντρομος μπροστά στο ενδεχόμενο να μη μπορέσω να ικανοποιήσω την επιθυμία του Nick, φώναξα έναν από τους πιο στενούς μου φίλους, τον Πάνο Σκουλίδα, του έδωσα τα κλειδιά του σπιτιού μου (έμενα στα 300 μέτρα) και του είπα να τρέξει να φέρει έναν δίσκο των Saints αμέσως! Επειδή τα albums ήταν μερικές χιλιάδες και, φυσικά, δεν τα είχα αλφαβητικά, του είπα να ψάξει στα 7ιντσα. Τελικά, τα καταφέραμε. Για την ιστορία, το τραγούδι ήταν το ‘Ghost Ships’ και ο Cave έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας όταν το έβαλα”.

Στο ρόλο του απεγνωσμένου dj ο Θωμάς Μαχαίρας, διοργανωτής συναυλιών για στη Fuzz Live Production και το Release Festival, τώρα, και υπεύθυνος μουσικής του Decadence για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’90, τότε.

“Εμείς ήμασταν η πρώτη γενιά, μετά την ανάληψη του Decadence από τον Νίκο, τον Παναγιώτη Κούστα και 2-3 ακόμα, ενώ στα μπαρ και την οργάνωση του χώρου υπήρχαν ο Γιώργος, ο Άρης, ο Άλκης. Χρήστος Δασκαλόπουλος, Λένα Σαϊτάνη, Θανάσης Μήνας, Πάνος Σαϊτάνης, Μιχάλης Κωτσάκης, Πάνος Διονυσόπουλος, Βίκτωρας Χρυσανθάκης και αρκετά άλλα παιδιά που τώρα ξεχνάω, με την αφεντιά μου ως υπεύθυνο προγράμματος, έβαλαν τη μουσική που αποτέλεσε το soundtrack μιας περιόδου που τη χαρακτήριζε μια αυθεντικότητα και αμεσότητα που δύσκολα μπορούσε να επαναληφθεί. Φυσικά, ένας από τους καλύτερους djs ήταν και ο Παναγιώτης Γαβρίλης, ο καλύτερός μου φίλος, με τον οποίο γνωριστήκαμε ένα βράδυ -που αλλού;- στο Decadence”.

***

“Μας ενδιαφέρει να γίνει μια σύνδεση του κάτω και του πάνω ορόφου. Αυτή τη στιγμή είναι έτοιμος και λειτουργεί ο πάνω όροφος ως μπαρ. Ο κάτω θα φιλοξενεί έργα τέχνης, workshops και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά και ένα καφέ που θα λειτουργεί από το πρωί. Ανάμεσα στα άλλα, θέλουμε να αποτελέσει το φυσικό περιβάλλον της πλατφόρμας Music Art Magazine προκειμένου όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να μπορέσουν να αναδείξουν τις καλλιτεχνικές τους δουλειές και ιδανικά να μπορέσουν να βιοποριστούν από αυτές. Σε βάθος χρόνου, θα θέλαμε κάθε τι εδώ μέσα να προέρχεται μέσα από τη δουλειά και τη φαντασία της καλλιτεχνικής κοινότητας που επιθυμούμε να δημιουργηθεί και να δραστηριοποιηθεί σε αυτό τον χώρο. Για εμάς, η όλη η ιδέα του Decadence θα βασίζεται στην ανοικτότητα. Επιθυμουμε όσοι έρχονται εδώ να προτείνουν και να συνδιαμορφώνουν καταστάσεις. Φυσικά, θα γίνονται κι όλα όσα γίνονταν τόσα χρόνια στο Decadence, όπως θεματικές βραδιές, πάρτι, προβολές κλπ. Μείνετε συντονισμένοι, γιατί πολλά γνωστά events και πάρτι της πόλης θα περάσουν από εδώ”.

Ανδρέας Σμυρλής-Λιακατάς | Υπεύθυνος της καλλιτεχνικής πλατφόρμας Music Art Magazine | Ανήκει στην ομάδα του νέου Decadence

***

“Δεν ξέραμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Όταν ήρθαμε εδώ, o Νικόλας, ο Δάνης, ο Νίκος και εγώ, ο χώρος ήταν υπό συντέλεια, μόνο μπάζα και σκόνη. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Αυτό θα μπορούσε να ήταν παγίδα, γιατί πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να είχαμε επιβάλει την δική μας αισθητική, αλλά δεν το κάναμε. Προσπαθήσαμε να δούμε τι υπάρχει από πίσω, ξύσαμε, τρίψαμε, δώσαμε ανάσες στο κτήριο και μέσα από τη δουλεία μας θέλαμε να φτιάξουμε μια συνθήκη συνδημιουργίας: κάθε χώρος, ο τρόπο που διαμορφώνεται και αποκτά νόημα, είναι ομαδικό σπορ και όχι υπόθεση ενός”

Κωνσταντίνος Μανιάτης | Εικαστικός Καλλιτέχνης | Επιμελήθηκε την ανακαίνιση και αναπαλαίωση του νέου Decadence.

III. Μία νύχτα, κάθε νύχτα

“Το μόνο κλαμπ που μπορείς να δεις τα αστέρια”. “Υπάρχουν καλύτερα κλαμπ από μας, αλλά εμείς δεν είμαστε ζηλιάρηδες”. “Πάντα η επόμενη φάση των κλαμπ της Αθήνας”. “Το μόνο κλαμπ που μπορείς να έρθεις με το άλογο σου”. “Μην κοιμάστε στις επάλξεις”.

Τα ραδιοφωνικά σποτάκια του ‘De’, που έκλειναν με κάποιο από τα παραπάνω motto (υπήρχαν και πολλά άλλα, τόσα που δύσκολα τα συγκρατεί κάποιος από μνήμης) δεν διαφήμιζαν κάτι. Αφηγούνταν νύχτες περασμένες και μελλούμενες. Εξάλλου, πώς και γιατί να διαφημίσεις το κουρείο, το πεταλωτήριο, το αστεροσκοπείο, το Cine Decadence, την παραλία δωματίου, το πινγκ-πονγκ για τρεις, το WC FM, τις ποιητικές βραδιές, την κάθοδο –ως κλαμπ- στις εκλογές του 1996 (φήμες λένε ότι ο Τζίμης Πανούσης αρνήθηκε την αρχηγία) ή τη συναυλία με τον τραγουδιστή να βρίσκεται στο ‘De’, τον μπασίστα στο Αιγάλεω και τον ντράμερ στον Υμηττό.

Μπορεί να συνέβησαν όλα αυτά, μπορεί να συνέβησαν κάποια από αυτά, μπορεί να μην συνέβη και τίποτα. Να μην τα δοκίμασαν καν ή να το δοκίμασαν και να (α)πέτυχαν 100 φορές. Ποιος ξέρει; Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για το κλαμπ που έβλεπε κάθε αποτυχία ως εφαλτήριο για την επομένη.

Το Decadence ήταν συνώνυμο της αποδόμησης: μπαρ, πελάτες, χώρος, η μουσική, οι εμπειρίες –τίποτα δεν ήταν όπως φαινόταν και όλα έμοιαζαν αλλόκοτα. Κάθε νύχτα αποκτούσαν και μια νέα νοηματοδότηση: όλα βρίσκονταν σε ένα καθεστώς αέναης ευφορικής δυνατότητας που υποσχόταν απολαυστικά ξενύχτια μέχρι τελικής πτώσης και συγκροτούσε τον καμβά των μελλοντικών αναμνήσεων.

Σε ένα πανί προβάλλεται η Γλυκιά Συμμορία με αφορμή τη συμπλήρωση των 10 ή των 15 χρόνων από την κυκλοφορία της ή χωρίς καμία αφορμή –ποιος νοιάζεται για τις ακριβείς ημερομηνίες;

– Ρε συ, ο Νικολαΐδης δεν είναι αυτός εκεί στα δεξιά;

– Ναι, ναι. Ο Νικολαΐδης είναι.

[Δύο τυχαίοι ψίθυροι που διημείφθησαν εξαιρετικά κοντά σε ένα τοίχο –ήταν αδύνατον να μην τους συγκρατούσε. Μπορεί να μην ήταν τα σπουδαιότερα λόγια που είχαν ακουστεί στο χώρο, ήταν σίγουρα από τα πιο αθώα]

Φυσικά, πριν και πάνω απ’ όλα, το Decadence ήταν ο χώρος όπου μπορούσες να δεις ζωντανά μπροστά πάρα πολλά από τα γκρουπ που είχαν σημαντική θέση στο διαχρονικό playlist του μαγαζιού. Ανάμεσα στις σημαίνουσες παρουσίες στο βιβλίο επισκεπτών, αλλά και στις αναμνήσεις των θαμώνων, περιλαμβάνονται τα ονόματα των Nick Cave, Tindersticks, dEUS, Belle And Sebastian, Madrugada, Dandy Warhols (για να αναφέρουμε μόνο όσους πέρασαν πολλές φορές από εκεί).

Ερχεται από το υπερπέραν η φωνή του Νίκου Λακόπουλου: “Αν με ρωτάς, θα σου πω ότι στην πραγματικότητα, μέσα στα 20 πρώτα χρόνια, στήσαμε 4-5 κλαμπ με διαφορετικό κοινό που άλλαζε μαζί με την φοιτητική θητεία. Ύστερα πολλοί παντρευόντουσαν παρότι ως Τάγμα το είχαμε απαγορεύσει στα μέλη μας με το σύνθημα “Πάντα εραστές, ποτέ σύζυγοι”. Το Decadence έφερε πολλά διαφορετικά κύματα και σκηνές παίζοντας πάντα καινούργια μουσική, χωρίς να γυρίζει στα περυσινά τα πρώτα χρόνια. “Πάντα στην επόμενη φάση”, λέγαμε κι έτσι ίσως ήμασταν ο προνομιακός χώρος των δεκαεννιάχρονων ή όσων είχανε ξεμείνει σ’ αυτήν την ηλικία. Η πιο σοβαρή αλλαγή από τότε είναι μάλλον αν μεθούσες τότε υπήρχε κάποιος να σε πάει σπίτι που τώρα ίσως δεν υπάρχει…”

IV. Η νύχτα που δεν υπήρξε (ναι, καλά)

– Ένα βράδυ, λοιπόν, ο Tom Barman των dEUS πέρασε πίσω από τη μπάρα και έφτιαχνε τα ποτά. Με αφορμή αυτό, ας φτιάξουμε μια ιστορία: Ποιος θα επέλεγε την μουσική; Ποιος θα χόρευε μέχρι το πρωί; Ποιος θα έφευγε τρεκλίζοντας το ξημέρωμα και ποιος θα φασωνόταν σε μια γωνιά;

– Η ιστορία που θα αφηγηθώ είναι φανταστική, αλλά τα επιμέρους περιστατικά της απολύτως πραγματικά και επιβεβαιωμένα.

– Πολύ ωραία, σας ακούμε.

– Ο Tom χαρίζει ποτά για μισή ώρα, ο Steve Wynn (σ.σ. ιστορικός frontman των Dream Syndicate) ντι-τζέι, όπως έγινε μια φορά όταν έσκασε δύο η ώρα ερχόμενος από Θεσσαλονίκη, ο Taylor των Dandy Warhols -όπως συνέβη- να χορεύει φοξ τροτ, κάποιος των Archive που παντρεύτηκε μια μπαργούμαν του ‘De’ και οι Anathema ξαπλωμένοι ανάσκελα στο δρόμο κι εγώ να λέω στην Ινώ: “Σου είπα μην τους ξαναφέρεις!”

[Απόσπασμα διαλόγου ανάμεσα στον γράφοντα και τον Νίκο Λακόπουλο ένα τυχαίο πρωινό του Νοεμβρίου 2017, με το Decadence να είναι εργοτάξιο]

***

“Θέλουμε να καταστήσουμε την αύρα του Decadence συναφή και συμβατή στο 2018. Ήδη ο τρόπος που αντιμετωπίσαμε τον χώρο, αποδεικνύει αυτή μας την πρόθεση. Θέλουμε να συνεχίσουμε το χώρο, να λειτουργεί διαφορετικά χωρίς όμως να ακυρώσουμε την ιστορικότητά του. Σιγά-σιγά, με τις μουσικές που θα προτείνουμε, με τις εκδηλώσεις που θα κάνουμε, με την προσωπικότητα των εργαζομένων και κυρίως με τη διάθεση του κόσμου, θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα πνεύμα παιδικότητας, να γεννήσουμε νέες αναμνήσεις και συναισθήματα σε μια εποχή ζόρικη”.

Θανάσης Μάνδαλος | Επιχειρηματίας | Ανήκει στην ομάδα του νέου Decadence

V. Η νύχτα που ένας ακόμα έγραψε στο φουαγιέ

Πρέπει να ήταν χειμώνας του 2004. Ως προς τα μουσικά, το Decadence συνέχιζε στη γνωστή ρότα, με τις αναγκαίες ωστόσο αποκλίσεις καθώς το πηδάλιο είχε περάσει στη δεύτερη γενιά των djs του μαγαζιού με τους Σπύρο Τρούσα και Γιάννη Μπεγνή (Dj Sevek) να δίνουν τον τόνο.

Παίζει τη σουξεδάρα της χρονιάς και αυτό που έμελλε να γίνει η σουξεδάρα της δεκαετίας: ‘Take me out’ από Franz Ferdinand. Ναι, χαμόγελα. Ναι, ενθουσιασμός. Ναι, ποτήρια να σηκώνονται ψηλά. Ναι, λικνίσματα. Ναι, κάποιοι να ανεβαίνουν βιαστικά τις σκάλες από το ‘κάτω’ στο ‘πάνω’ για να προλάβουν. Ναι, τπο ζευγάρι που φιλιέται εδώ και πέντε τραγούδια στη γωνία, συνεχίζει να το κάνει. Όσοι κατάφεραν να κρατήσουν μια στοιχειώδη συγκρότηση στην επίθεση του εισαγωγικού riff του κομματιού, ηττήθηκαν πανηγυρικά, ένα λεπτό αργότερα, μόλις ακολούθησε η επέλαση του βασικού θέματος.

Στο φουαγιέ/προθάλαμο τα πράγματα ήταν κάπως πιο ήρεμα. Κάποιος σπρώχνει την εσωτερική πόρτα -πολλοί το έκαναν όταν ήθελαν πάρουν μια ανάσα από όσα διαδραματίζονταν μέσα. Κατεβαίνει ένα-δυο σκαλιά, βρίσκει ένα κενό ρόμβο σε αυτό το εκτενές και περίπλοκο γεωμετρικό μοτίβο που δέσποζε στους τοίχους, βγάζει ένα μαρκαδόρο από την τσέπη και γράφει: “Τέρμα πια με την αθωότητα. Επιστροφή στην αμαρτία!?!”. Ήταν μια άμεση ‘μομφή’ σε ένα από τα βασικά motto του ‘De’, ‘Η αθωότητα επιστρέφει’.

“Ναι, ρε παιδιά”, πετάχτηκε κάποιος, “αλλά λίγο να προσέχουμε τους τοίχους. Ήταν το σπίτι του πρώην Αντιβασιλέα εδώ”.

Ποιος ξέρει αν συνέβησαν έτσι ή όχι τα πράγματα;

***

“Και μόνο το γεγονός ότι εδώ βρισκόταν το σπίτι ενός χουντικού αντιβασιλέα, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε στέκι πολιτισμού και τέχνης στο λόφο του Στρέφη, αποτελεί από μόνο του ένα statement, μία δήλωση που τώρα θα πάρει ξανά σάρκα και οστά”.

Ανδρέας Σμυρλής-Λιακατάς | Υπεύθυνος της καλλιτεχνικής πλατφόρμας Music Art Magazine | Ανήκει στην ομάδα του νέου Decadence

VI. Μια τυχαία νύχτα από το μέλλον

“Σαρωτική ήταν η πρώτη εμφάνιση της Celia Μ στο πάρτι της επόμενης γενιάς Decadence. Αφου μάλιστα μερικοί λένε πως άκουσαν τον μάνατζερ του Decadence να ψιθυρίζει:

“Επιτέλους σε νίκησα Τσιλιχρήστο!”

Το επόμενο πάρτι με τη Σήλια σύντομα στα πλατό του ιστορικού κτηρίου του ιστορικού Decadence που διαμορφώνει το νέο μουσικό πρόγραμμα και δίνει τα πλατό σε νέους djs”.

[Ανταπόκριση με ημερομηνία 17/12 από την επίσημη, καθεστωτική fb page Decadence Club-Academy. Για να το λένε, έτσι θα είναι, αλλά γενικά να αμφισβητείτε την αξιοπιστία τους. Οι αντιφρονούντες μπορούν να ενημερώνονται και από τη σελίδα των ιστορικών Decadence Times]

***

“Μάλλον θα ακούσουμε τις προτάσεις της νέας γενιάς, αυτό πρέπει να κάνουμε. “Τι διαφορετικό έχει το Ντε από άλλα κλαμπ” μας ρώτησε κάποτε το ‘Aθηνόραμα’ και το ‘Ποπ και Ροκ’ μάλλον… συνεννοημένοι. ‘’Κατσαρίδες’’, απαντήσαμε συντονισμένοι ο Ριτσαρντς -ένας παλιός ντι τζέι- και ‘γω. Από την άλλη, δεν έχουμε άγχος. Δεν τραβάμε και κανένα ζόρι. Βέβαια έτσι λένε όσοι έχουν άγχος. Υπήρχε ένα σποτ μας που έλεγε “Υπάρχουν καλύτερα κλαμπ από μας, αλλά εμείς δεν είμαστε ζηλιάρηδες”. Κι όσο για τον μύθο τι τον θέλεις αν δεν μπορείς να κατουράς ελεύθερα στους τοίχους; Εγώ λέω πια συχνά σε συνεργάτες «μην κλέβεις ό,τι σου ανήκει»… Μακάρι”.

Νίκος Λακόπουλος | Μάνατζερ του Decadence, παλιού και νέου, νυν και αεί

***

“Υπάρχει κάτι συγκεχυμένο, αγωνία, ανησυχία, περιέργεια. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτή η προσπάθεια. Το στοίχημα είναι ο 20άρης να έρθει εδώ και ο χώρος να του μιλήσει για το παρόν του για το τώρα. Προφανώς, έχει το υπόβαθρο να το κάνει, αλλά αυτό είναι κάτι που σημερινός 20άρης δεν το γνωρίζει, γιατί δεν πρόλαβε το De, και κυρίως δεν τον ενδιαφέρει. Το δεύτερο στοίχημα είναι να καταφέρουμε να βγάλουμε τους 30άρηδες και τους 40ρηδες, που κάθονται σπίτι γιατί νιώθουν ότι δεν υπάρχει κάποιος χώρος να τους κρατήσει, και να τους φέρουμε ξανά σπίτι τους”.

Θανάσης Μάνδαλος, μέλος του νέας ομάδας που έχει αναλάβει το νέο Decadence.