ΠΟΤΟ

Κανένας μπάρμαν δεν μπορεί να σερβίρει καλύτερες ιστορίες από τον Μιχάλη Μένεγο

Μία συνέντευξη που διήρκησε τέσσερις ώρες με ιστορίες από την Αθήνα, την Αβάνα, το Παρίσι και τα μπαρ (πολλά, πάρα πολλά μπαρ).

Το ραντεβού είχε κλειστεί. Το μέρος το επέλεξε ο ίδιος και μέσα από την κουβέντα κατάλαβα το γιατί. Όσο τον περίμενα στο Warehouse στα Εξάρχεια παρήγγειλα έναν καφέ. Μετά από λίγο τον είδα να έρχεται. Τον αναγνωρίζεις από μακριά. Η φιγούρα του ξεχωρίζει, το κασκέτο που σχεδόν πάντα φοράει είναι το χαρακτηριστικό του. Μέρες σκεφτόμουν τι ερωτήσεις να του κάνω. Ο Μιχάλης Μένεγος, βλέπεις, δεν είναι απλά ένας bartender. Είναι ο άνθρωπος που ευθύνεται για την ανάπτυξη αλλά και την μεταμόρφωση της ελληνικής σκηνής του μπαρ. Είναι ένας άνθρωπος που δεν χορταίνεις να μιλάς μαζί του.

Τον Μιχάλη τον είχα δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στον ρόλο του κριτή σε διαγωνισμούς bartending, όμως δεν είχαμε μιλήσει ποτέ από κοντά. Παρ’ όλα αυτά είχα ακούσει πάρα πολλά από άλλους bartenders. Κοινή συνισταμένη όλων ήταν ότι αν δεν υπήρχε ο Μιχάλης ίσως να μην είχε εξελιχθεί η σύγχρονη μπαρ σκηνή της Ελλάδας σε αυτό που είναι σήμερα. Είχα περιέργεια να μάθω γιατί το έλεγαν όλοι αυτό.

Το ξεκίνημα και η Αθήνα στα ’70s και ’80s

Στην πρώτη γουλιά σκεφτόμουν ποια θα είναι η πρώτη ερώτηση. Τελικά έκανα την πρώτη που μου ήρθε στο μυαλό “Γιατί bartender;”. Η απάντηση που πήρα δεν ήταν απλή. Σαν ένα classic cocktailκλασικό κοκτέιλ δηλαδή, που φαίνεται απλό αλλά η πολυπλοκότητα του σε κάθε γουλιά είναι τεράστια:  “Η ουσία είναι ότι ήμουν τυχερός να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε συγκυρίες που με κατεύθυναν στο μπαρ. Ακόμα και σαν ένα σκηνικό ζωής, πάντα και παντού υπήρχε ένα μπαρ στην ζωή μου. Από πολύ μικρή ηλικία θυμάμαι στο πατρικό μου σπίτι στην Δεξαμενή κάποιος έκανε δώρο στους γονείς μου ένα μοναδικό γαμήλιο δώρο: Ένα πλήρες μπαρ δύο μέτρων, με μαρμάρινη μαύρη επιφάνεια, φινιρίσματα χάλκινα και στηρίγματα από τροπικό ξύλο. Είχε τρία σκαμπό και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από ένα κανονικό μπαρ. Από μικρός έπαιζα εκεί και όταν ήθελα να κρυφτώ και να απομονωθώ πήγαινα πάλι εκεί κατέληγα. Και όπως απέδειξε η ζωή μου μετέπειτα πάντα, όταν ήθελα χρόνο για περισυλλογή και απομόνωση πάντα πήγαινα στα προσωπικά μου μπαρ-καταφύγια. Η άλλη μεγάλη μου αγάπη και προσωπικό καταφύγιο είναι το σινεμά. Και τα δύο είναι πολύ ατμοσφαιρικά αλλά το μπαρ έμελλε να είναι και η επαγγελματική μου αποκατάσταση”.

[Πάρτι τέλος σεζόν, Bar Guru Bar, Αθήνα, Ιούνιος 1999]

Έζησα τα καλύτερα χρόνια της νυχτερινής Αθήνας, από το τέλος της δεκαετίας του ’80 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000. Έζησα στην ουσία δύο ακμές και δύο παρακμές. Ξεκίνησα πολύ μικρός στο τότε Balthazar, στην πρώτη του ενσάρκωση. Ήταν ένα υπέροχο νεοκλασικό με αρτιστίκ κόσμο, ηθοποιούς, καλλιτέχνες, μουσικούς. Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες, προς την τιμήν τους, έχουν κρατήσει αρχιτεκτονικά και ατμοσφαιρικά τον ίδιο χαρακτήρα. Ύστερα έκανα καλοκαιρινές περιστασιακές δουλειές, στη Μήλο στις Κυκλάδες και μετά για τέσσερα χρόνια ήμουν στα μαγαζιά του πρωτοπόρου και συγχωρεμένου πλέον, Μάκη Σαλιάρη: Αfter, West, Camel, Club 22, με ένα μικρό διάλειμμα στο ιστορικό Berlin του Θησείου. H θητεία μου κοντά στον συγχωρεμένο Μάκη ήταν πραγματικό σχολείο. Κατόπιν πέρασα από διάφορες ιστορικές μπάρες (Bronx Bar, Χοροστάσιο, City κλπ.) μέχρι το τελευταίο μου μόνιμο πόστο, στο θρυλικό πλέον Bar Guru Bar, αρχικά στο μπαρ του ισογείου και τέλος στο μπαρ του Jazz Upstairs, το πανέμορφο τζαζ κλαμπ στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Παράλληλα έβγαινα κιόλας πολύ, όπως όλοι οι συνάδελφοι, και έζησα πολλά μαγαζιά στην πλήρη ακμή τους. Όπως ο: το Rock ‘n’ Roll, το City, o  πρώτος Κούκος στο Θησείο και ο καλοκαιρινός δίπλα στο Καλλιμάρμαρο, το No Name, ο Πίκινος και το Memphis στο Χίλτον, τα αξεπέραστα κλαμπ των αδελφών Μελετόπουλων, το Εργοστάσιο και το Αεροδρόμιο μα κι όλα τα ωραία μαγαζιά της παραλίας, που ακόμα και ως club λειτουργούσαν με την πρόσφατη μνήμη της discotheque όπου πήγαινες για να ξεφαντώσεις. Και τον χειμώνα γυρνούσαμε στα υπέροχα μικρά μπαράκια της Αθήνας με κουλτούρα ποτού και γερή μουσική άποψη: το Dada, το Decadence, ο Υπερσυντέλικος, η Ίντριγκα, το Green Door, ο Ιπποπόταμος. Και στα παλιά ποτάδικα, στο Au Revoir, στο Galaxy της Σταδίου, στο Flower, στον Λώρα μάθαμε τους κώδικες του μπαρ, τον σεβασμό στην τιμή του κάθε πότη και την απεριόριστη εκτίμηση για τη συμβολή και την εργασία του μπάρμαν.

[Στο Bronx Bar, Αθήνα, χειμώνας 1992]

Ήμασταν πολύ μικροί και εναλλακτικοί για πολλά μαγαζιά και πολύ mainstream για μερικά άλλα, όμως με άλλοθι την ιδιότητα του μπάρμαν μπορούσες να μπεις παντού. Σου άνοιγε πολλές πόρτες το επάγγελμα του μπαρτέντερ αλλά δεν ήταν όπως σήμερα. Έπρεπε να είναι κάποιος εκ φύσεως ιδιαίτερα φιλικός, ένας πολύ θετικός και χαρισματικός άνθρωπος, ώστε να τον εμπιστευτούν και να καταφέρει να μπει πίσω από μια μπάρα. Αυτό που έπαιζε ρόλο ήταν και είναι να βρίσκεσαι εκεί για τον άνθρωπο απέναντί σου. Τα χρήματα έρχονταν μετέπειτα. Το φιλοδώρημα ήταν η αναγνώριση του καλού σέρβις και ο κόσμος τότε είχε μάτια και κρίση και μπορούσε να το εκτιμήσει.

Τότε υπήρχε σαφής διαχωρισμός μεταξύ μπαρ, εστιατορίων, καφέ, ενώ τώρα έχουν γίνει όλα ένα, προφανώς για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Έτσι όμως δημιουργούνταν διαφορετικές κάστες θαμώνων. Ο μπαρόβιος αλλού θα έπινε καφέ, αλλού θα έτρωγε μεσημεριανό και θα έπινε μπίρα και αλλού θα απολάμβανε το ποτό του. Το σημαντικό όμως είναι ότι τον χαρακτήριζε αυτή η πορεία μέσα στην πόλη. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που άγεται και φέρεται ανάλογα με την μόδα, υπάρχει ένα ιδιαίτερο πρότυπο συμπεριφοράς και για αυτόν τον λόγο απαιτεί τον σεβασμό από τον μπάρμαν. Και πρέπει να τον τιμάς τον πότη, με κάθε ευκαιρία. Αυτό που έκαναν ξεχωριστά τα μπαρ εκείνης της εποχής είναι ότι φρόντισαν να χωρέσουν ιδέες παλιές και νέες εκείνης της εποχής, γέννησαν κινήματα  καλλιτεχνικά, πολιτικά, κοινωνικά και σε τρίτο χρόνο δημιούργησαν τάσεις. Τώρα τα μπαρ δεν έχουν κανέναν ξεχωριστό χαρακτήρα.

Ο Jonathan Downey ιδιοκτήτης και ιδρυτής των ιστορικών Match Bars, που άλλαξαν τα σύγχρονα μπαρ του Λονδίνου μα και της Ευρώπης, σε μία περιοδεία του πρόσφατα, γύρισε και είπε με ειλικρίνεια και απογοήτευση: “Παντού στον κόσμο ανοίγει το ίδιο εστιατόριο”. Εγώ θα το παραφράσω ώστε να ερμηνεύσω αυτό που είπα πριν: “Παντού ανοίγει το ίδιο μπαρ”. Δεν υπάρχει χαρακτήρας, ούτε ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ποτά οδηγούν και όχι το κοινό και ποτέ δεν φροντίζουν να καλυφθεί μία ανάγκη τοπική, η ανάγκη της κάθε γειτονιάς για ποτό, συντροφιά, απόδραση, φλερτ, επικοινωνία, απομόνωση. Στην περιφέρεια ίσως όχι τόσο, αλλά εδώ στην μητρόπολη ανοίγουν μπαρ χωρίς να ρωτήσουν αν το χρειάζεται η περιοχή. Το χωρίς μέτρο άνοιγμα τόσων μπαρ έχει κάνει σκόνη την εμπορική ζωή της κάθε γειτονιάς. Θα πρέπει σε κάθε περιοχή να ορίζεται και να ανοίγει συγκεκριμένος αριθμός μπαρ και χώρων εστίασης ώστε να συνεχίσει να υπάρχει και η υπόλοιπη εμπορική δραστηριότητα κάθε γειτονιάς, ανεξαρτήτως της οικονομικής κρίσης. Πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε.

Η γνωριμία με την bar σκηνή του εξωτερικού και η αναγνώριση

Δούλεψα πίσω από τα μπαρ από το καλοκαίρι του 1987 μέχρι το 2008. Το 2005 είχε ήδη δημιουργηθεί η ανάγκη στην αγορά για καλό cocktail catering και συμβουλευτικές υπηρεσίες. Κοκτέιλ με την ευρύτερη έννοια του όρου έκαναν όλοι, όμως βλέπαμε τότε μία ανάγκη να ξεφύγουμε από τα κλασικά. Όλο αυτό το διάστημα είχα κάνει τρεις προσπάθειες να φύγω από την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2000 έλαβα την πρόσκληση από ένα φίλο να πάω στην Βαρκελώνη και να ανοίξουμε ένα μπαρ αλλά δυστυχώς δεν ευδοκίμησε. Κατά την εκεί παραμονή μου όμως ανακάλυψα (σπούδασα, θα έλεγα!) τι σημαίνει σύγχρονο νοτιοευρωπαϊκό μπαρ. Τι σημαίνει σεβασμός και γνώση στο σέρβις. Αυτό που είδα εκεί και το ζούσα κάθε βράδυ ήταν απίστευτο. Στο Boadas, στο Dry Martini, το Ideal, το Gimlet. Εκεί κατάλαβα ότι το ποτό είναι απλά η αφορμή. Είναι το λιγότερο σημαντικό στην σχέση που δημιουργείς με το μπαρ και τον χώρο. Σε αυτή την μυσταγωγία, όταν υποδέχεσαι κάποιον σε έναν χώρο, θερμά, με ένα νεύμα, με χαμόγελο ή με ένα χαιρετισμό, αμέσως νιώθει οικεία.

[Σε χωράφι με μπλε αγαύες, Atotonilco el Alto, Jalisco, Μάρτιος 2008]

Στη Βαρκελώνη βαφτίστηκα σε πολύ βαθιά νερά. Μετά είπα πως κάτι πρέπει να αλλάξει. Η δική μου προσπάθεια, με τα μέσα που είχα και με την επιρροή μου άρχισε από το 2001 και μετά. Ψαχνόμασταν ήδη από το τέλος των 90s με οδηγό το βιβλίο-Βίβλο “American Bar” του μέντορα Charles Schumann. Πριν την Βαρκελώνη είχα πάει στο Μεξικό, λόγω μιας σχέσης που είχα τότε, και περνούσα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε γνώρισα τη μαγεία της τεκίλας και την αγαύη. Μάλιστα στην Ελλάδα είχαμε μόνο mixto τεκίλες οι οποίες δεν είχαν δαιμονοποιηθεί όπως τώρα και μερικές τους ήταν πάρα πολύ καλές.

[Το τέλος της εβδομάδας που έμελλε να αλλάξει τη σύγχρονη ελληνική σκηνή των μπαρ. (Αριστερά προς δεξιά) Γιάννης Πετρής, Πάνος Καναβέτας, Στέφανος Παρασκευούδης, Μπεν Ριντ, Μιχάλης Μένεγος, Θάνος Προυναρούς, Γρηγόρης Μητράκος, Σπύρος Πατσιαλός, Χρήστος Χουσέας. IP Bartenders, Κένζαλ Τάουν, Λονδίνο, Ιούνιος 2008]

Μετά από ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο το 1992 και συνεχή ταξίδια στη Βρετανία μέχρι το 2008 (όπου γνώρισα καλά τον μαγικό κόσμο του ουίσκι και γοητεύτηκα από το ρούμι) αποφασίσαμε, οι τότε πιο ευαίσθητοι και ανήσυχοι μπαρτέντερ της αθηναϊκής σκηνής, να οργανώσουμε μια εκδρομή εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Βρήκα δύο φίλους στο Λονδίνο, φτασμένοι στον χώρο μας, και στήσαμε ένα course πέντε ημερών. Σε αυτό προσθέσαμε επισκέψεις σε αποστακτήρια και στα μεγάλα λονδρέζικα μπαρ της εποχής, μάθαμε πώς στήνεται ένα σύγχρονο μπαρ, πως γίνονται σωστά οι απογραφές και τα διαδικαστικά που τότε δεν τα ήξερε η ελληνική σκηνή. Φυσικό επακόλουθο είναι οι τότε συμμετέχοντες να είναι οι σημερινοί πρωταγωνιστές: ο Θάνος Προυναρούς του Baba Au Rum, ο Χρήστος Χουσέας (συνάδελφος τότε και με τους δύο στο Bar Guru Bar), ο Γιάννης Πετρής, ο Στέφανος Παρασκευούδης, ο Γρηγόρης Μητράκος, ο Πάνος Καναβέτας, ο Σπύρος Πατσιαλός, καθένας τους μοναδικός με ξεχωριστή πορεία στον χώρο. Θεωρώ πως η εβδομάδα εκείνη ήταν κομβικό σημείο. Με αυτή την εκδρομή άλλαξαν όλα. Μιλούσαμε ως ίσοι προς ίσους με ανθρώπους που είχαν επηρεάσει την σκηνή του Λονδίνου αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, κάτι πολύ σημαντικό για εμάς και τη δική μας σκηνή.

Ιστορίες της Αβάνα

Το 2008 προσλαμβάνομαι από την Havana Club International ως Διευθυντής Εμπειρικού Μάρκετινγκ και μετακομίζω στην Κούβα. Έψαχναν έναν άνθρωπο με το δικό μου προφίλ, έκανα την συνέντευξη και με πήραν. Τότε ήμουν και μέλος των Traveling Mixologists, μια ιδιοσυγκρασιακή αδελφότητα μπάρμαν με τους οποίους στήναμε θεματικές βραδιές σε μπαρ σε όλη την Ευρώπη. Η βάση κι η αφετηρία αυτής της ομάδας ήταν πολύ σημαντική: λατρεύαμε όλοι τα κλασικά κοκτέιλ και μέσα από έρευνα τα αναπαράγαμε όπως πρέπει να τα έφτιαχναν στις χρυσές εποχές του κοκτέιλ, κυρίως  από την δεκαετία του 1870 μέχρι εκείνη του 1930. 

[Οι Traveling Mixologists ή η Μεικτή Ευρώπης των Μπάρμαν, τον Μάιο του 2008 στο Παρίσι. (αριστερά προς δεξιά) Μιχάλης Μένεγος, Γκονσάλο Σόουσα Μοντέιρου, Γιόργκ Μάγιερ, Τομ Γιάγκσας, Άνγκους Γουίντσεστερ, Ρικάρντο Σπόρκσλεντε, Στέφαν Μπεργκ, Ξαβιέ Παντοβανί]

Στην Αβάνα ήταν αμήχανα στην αρχή καθότι εκεί πήγα για να ζήσω μόνιμα. Άλλοι ρυθμοί, άλλη κουλτούρα, άλλες προσδοκίες. Περίμεναν πολλά πράγματα από εμένα και πιστεύω ότι τα κατάφερα σε μεγάλο βαθμό. Το επίτευγμα για το οποίο θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο είναι η αναβάθμιση και η αναγέννηση του Grand Prix του Havana Club. Το Grand Prix το πήρα εγώ και η ομάδα μου από έναν ιστορικό διαγωνισμό μπάρμαν -σε συνεχή διοργάνωση από το 1994- που θεωρούνταν παρωχημένος και το μεταμορφώσαμε. Εκείνη την χρονιά σπάσαμε το ρεκόρ: συμμετείχαν τριάντα εννέα χώρες, οπότε ήταν πλέον ένας πραγματικά παγκόσμιος διαγωνισμός. Ορίσαμε και δεκατρείς κριτές παγκόσμιας αναγνώρισης οι οποίοι έστησαν τα πρώτα δημιουργικά σεμινάρια σε τέτοιας μορφής εκδήλωση διαμορφώνοντας έναν διαγωνισμό που έκανε την διαφορά αλλάζοντας την αντίληψη του χώρου μας για τους διαγωνισμούς κοκτέιλ.

[Διάλεξη στο μπαρ του Μουσείου του Αβάνα Κλουμπ, Αβάνα, Μάρτιος 2011]

Ένα άλλο project που ήταν υπό την επίβλεψή μου ήταν η αναμόρφωση και ανακαίνιση του μουσείου του Havana Club. Απέναντι ακριβώς από το λιμάνι, εκεί που κάποτε έφταναν τα πλοία με τους τουρίστες από την Φλόριντα, υπήρχε ένα καταπληκτικό κτίριο του 1770 το οποίο ήταν σε κακή κατάσταση. Ήδη λειτουργούσε δέκα χρόνια ως Μουσείο του Ρουμιού προβάλλοντας μοναδικά την διαδικασία παραγωγής του ρουμιού, τη σχέση του με την οικονομία της Κούβας, την ιστορία του ζαχαροκάλαμου, το δουλεμπόριο και την εκμετάλλευση των λαών της Αφρικής και της Κούβας κλπ. Όλον αυτόν τον θησαυρό τον οργανώσαμε ξανά και ανακαινίσαμε το κτίριο και μετά από ενάμιση χρόνο δουλειάς έλαμψε ξανά στην πόλη αποτελώντας το υπ’ αριθμόν ένα τουριστικό αξιοθέατο της Αβάνας.

Άλλη μία πρόκληση ήταν η φιλοξενία επισκεπτών, συνήθως επαγγελματιών, στην Αβάνα. Εμείς και με αφορμή το Grand Prix φτιάξαμε σε συνεργασία με μία επιστήμονα ιστορικό το Bar Tour της Αβάνας, μοναδικό στα ως τότε χρονικά. Βάλαμε στο κλασικό tour της πόλης εμβόλιμα μερικά εμβληματικά μπαρ της για τα οποία η Αβάνα είναι πάρα πολύ περήφανη. Βλέπεις, όταν τον Ιανουάριο του 1959 ο Φιντέλ Κάστρο και τα στρατεύματα του κατέλαβαν την Αβάνα, την επόμενη μέρα κιόλας έκλεισαν όλοι οι ναοί του τζόγου. Ο μοναδικός κλάδος επαγγελματιών ψυχαγωγίας που έμεινε ανέγγιχτος ήταν το μπαρ και οι Κουβανοί μπαρτέντερ, οι οποίοι ονομάζονται Καντινέρος. Άλλωστε το μπαρ, όπως και τα καφέ και τα ρεστωράν, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής ζωής της Κούβας και του Δυτικού Κόσμου. Εκεί βέβαια βοήθησε και το γεγονός ότι ένας από τους πιο σημαντικούς καντινέρο εκείνης της εποχής ήταν και επαναστάτης: ο Elio Moya, ο οποίος έγινε σύντομα και Πρόεδρος του ιστορικού συλλόγου τους, Club de Cantineros de Cuba.

[Στην Πλατεία της Επανάστασης, μπροστά από το Υπουργείο Εσωτερικών της Κούβας με την ανάγλυφη πρόσοψη αφιερωμένη στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα Αβάνα, Φεβρουάριος 2011]

H Αβάνα είναι παραμυθένια. Δεν είναι ο πραγματικός κόσμος, αλλά είναι μια άλλη πραγματικότητα. Οι ισπανικές, αμερικάνικες, γαλλικές, αφρικανικές επιρροές είναι αμέσως ορατές στον επισκέπτη. Αυτή η πόλη είναι μια πραγματική χρονομηχανή, ένα θεατρικό σκηνικό, το πλαίσιο μυθιστορηματικής αφήγησης. Κι όσο για τους Κουβανούς; Μιλάμε για τους πιο υπέροχους ανθρώπους του πλανήτη! Είναι ένας τρομερά περήφανος λαός που καταφέρνει και αντέχει ένα εμπάργκο σχεδόν 60 ετών. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, δεν θα σου πω ψέμματα, αλλά αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι η ζωή συνεχίζεται πέρα από τις δυσκολίες. Οι Κουβανοί έχουν και κάτι άλλο που είναι υπέροχο και παιδικό και σε φέρνει σε αμηχανία τις πρώτες φορές: δεν έχουν φίλτρα συμπεριφοράς. Είναι απόλυτα ευθείς και ειλικρινείς. Σου απευθύνονται όμως από πραγματικό ενδιαφέρον, όχι για κουτσομπολιό. Αν έμαθα κάτι στην Αβάνα είναι την βαθύτερη έννοια της λέξης “Humanidad” που σημαίνει Ανθρωπιά.

[Απόπειρα παρασκευής παλαιού τύπου Νταϊκιρί, μέσα στο μπαρ της El Floridita, Αβάνα, Μάρτιος 2011]

Ίσως αυτή την νοοτροπία να τους την ενίσχυσε η επανάσταση ή ακόμη και οι στερήσεις. Η επανάσταση ενοποίησε τις κοινωνικές τάξεις. Σίγουρα υπάρχει μια νομενκλατούρα που απολαμβάνει κάποια παραπάνω προνόμια όμως επειδή οι πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι πολύ περιορισμένες, πρέπει να ελέγχονται από το κράτος. Η προσωπικότητα που ήταν πιο αγαπητή μεταξύ των Κουβανών, ακόμα και από τον Τσε Γκεβάρα, είναι ο Καμίλο Σιενφουέγος. Εγώ έχω πολλούς φίλους που τους λένε Καμίλο και όχι Ερνέστο ή Τσε. Παρ’ όλα αυτά το κεφάλαιο Κούβα δεν έκλεισε μέσα μου ποτέ, παρότι έφυγα το 2013 γιατί πήρα μετάθεση στο γραφείο του Παρισιού αναλαμβάνοντας τον τίτλο του Ιnternational Brand Ambassador για το Havana Club.

Μεσάνυχτα στο Παρίσι

Το Παρίσι είναι για μένα η πιο όμορφη πόλη του πλανήτη, την οποία όμως δεν την έζησα όπως ήθελα. Τότε ξεκίνησε μια περίοδος μιας βαθιάς υπαρξιακής αναζήτησης. Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ να γίνεται χαμός, κοινωνική αναταραχή, επιβολή άδικων οικονομικών μέτρων, μάχες καθημερινές, και μάθαινα τα νέα από την οικογένειά μου. Το PSI κόστισε στην οικογένεια μου τις οικονομίες της. Ο πατέρας μου, ένας από τους παλιούς άδικα απολυμένους της ΕΑΣ, είχε ήδη κλονισμένη υγεία. Όταν ζούσα στο Παρίσι, ήρθα σε επαφή με ανθρώπους, πολιτικά όντα , κινήματα, που με επηρέασαν βαθιά και παρατηρούσαμε όλοι μαζί την ανθρωπιστική κρίση, το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα σε εξέλιξη και την περιφρόνηση των αδυνάμων αλλά και την άνοδο του νεοφασισμού σε όλη την ήπειρο. Παράλληλα ζούσα μια τρομερή αύξηση του όγκου της δουλειάς μας. Ζώντας από τη μία μια έντονη μεταβολή, μια ριζοσπαστικοποίηση, θα έλεγα, και από την άλλη την προσοδοφόρο εργασία για μια πολυεθνική εταιρία, στην επόμενη αναθεώρηση της θέσης μου διάλεξα το πιο επώδυνο χαρτί και τελικά αποσύρθηκα. Συνέβαλε καταλυτικά σε αυτό και ο πρόωρος θάνατος του αγαπημένου μου φίλου, συναδέλφου και μέντορα Χένρι Μπέσαντ. Αυτή η πολυεπίπεδη εσωτερική σύγκρουση με άφησε μετέωρο για κάποια χρόνια.

[Με τον φίλο και μέντορα Χιντετσούγκου Ουένο, ιδιοκτήτη και μπάρμαν του High Five Bar στην Γκίνζα του Τόκιο. Βερολίνο, Οκτώβριος 2009]

Το 2013 για έναν χρόνο έζησα στο Λονδίνο λόγω φίλων και συνθηκών αλλά και λόγω του ότι εκεί είναι το παγκόσμιο επίκεντρο της δουλειάς μας, σε περίπτωση που αποφάσιζα να κάνω ρηστάρτ. Παρ όλα αυτά έζησα πολύ μποέμικα και το έριξα στο γράψιμο. Αποτέλεσμα αυτής της συγγραφικής προσπάθειας είναι ένα μια συλλογή μικρών ιστοριών/διηγημάτων με τίτλο “Ιστορίες της Αβάνας”. Στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η πόλη της Αβάνας, μια πόλη ζωντανή, με χτύπο καρδιάς και σφυγμό, με αίμα και ανάσα, και όχι ο ίδιος ο αφηγητής. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να το εκδώσω σύντομα”.

Το 2014 ήρθα στην Ελλάδα ώστε να δω τους γονείς μου με σκοπό να επιστρέψω στο Παρίσι και να ανοίξουμε ένα μπαρ εκεί. Δυστυχώς όμως ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά και αποφάσισα να μείνω στην Αθήνα δίπλα στην οικογένειά μου. Αφοσιώθηκα στους δικούς μου ανθρώπους και ως τώρα περίμενα να περάσει αυτό το μεγάλο κύμα, ένα μείγμα πένθους, εσωτερικής πάλης, οικονομικής κι επιχειρηματικής απραξίας και κρίσεων. Τώρα σκοπός μας είναι να ανοίξουμε ένα πρώτο μαγαζί σε μια γειτονιά που να της λείπει κάτι. Ένα καφέ, μια ιδιαίτερη ταβέρνα, ένα μπαρ. Πρέπει υποχρεωτικά και πρώτα από όλα να καλύπτει μια δεδομένη ανάγκη της περιοχής και να λειτουργήσει με μεγάλο σεβασμό στον επισκέπτη, χωρίς εγωπάθειες, ανόητους ελιτισμούς και προσποίηση, επίκτητες ασθένειες της νεότητας των μπαρ του κέντρου. Αποφασίσαμε να μεταφέρουμε το ενδιαφέρον μας σε περιοχές με ιστορική σημασία όπου βρίσκονταν καλά μπαρ στο παρελθόν. Θεωρώ ότι το κέντρο έχει κορεστεί οριστικά αφού και τα περισσότερα μπαρ δεν σέβονται την ίδια την γειτονιά τους και βρίσκονται εκεί μονάχα ως μηχανές παραγωγής χρήματος.”

Το τελευταίο σφηνάκι για το κλείσιμο

Οι ιστορίες από την Αβάνα, το Παρίσι, την παλιά Αθήνα δημιουργούν ένα αίσθημα νοσταλγίας στην κουβέντα. Για να επανέλθουμε στο σήμερα τον ρωτάω ποια είναι τα αθηναϊκά αλλά και ευρωπαϊκά bar που τα θεωρεί προσωπικό καταφύγιο. “Για μένα το Au Revoir είναι ζωντανό μνημείο. Προσφέρει αυτό που υπάρχει σε έλλειψη. Σέρβις και διακριτικότητα και ανθρωπιά. Επίσης το Galaxy, το Βar 56 από τα παλιότερα. Το Baba Αu Rum ως το πρώτο από τα σύγχρονα μπαρ, η πρώτη ενσάρκωση του 42 το οποίο πήρε ο Σπύρος Κερκύρας και το σεβάστηκε εξελίσσοντάς το υποδειγματικά αλλά και το Warehouse και το Trap. Να μην ξεχάσουμε το σημείο αναφοράς της Αθήνας, το Seven Jokers και βέβαια το πολύ σπουδαίο Vogatsikou 3 στην Θεσσαλονίκη”.

[Από συνέντευξη με τον πολυαγαπημένο μα πρόωρα χαμένο φίλο και μέντορα Χένρι Μπέσαντ. Ξενοδοχείο Πάρκε Σεντράλ, Αβάνα, Κούβα, Ιούνιος 2012]

Στην Βαρκελώνη τα Dry Martini, Ideal, Gimlet, Boadas, Caribbean Club, Milano, στην Μαδρίτη το Bar Coq, Del Diego, Chicote, στην Γερμανία φυσικά τα Schumann’s, Baroom και Pacific Times στο Μόναχο, στο Βερολίνο το αγαπημένο μου Bar Victoria, τα Green Door, Lebensstern, Buck and Breck, το Rotte Bar στην Φρανκφούρτη, αναρίθμητα μπαρ και kneipe στην Κολωνία. Στο Παρίσι είναι σχεδόν όλα τα μικρά και εκλεπτυσμένα καφέ και τα ιστορικά καφέ των μεγάλων μπουλβάρ, όπως και στο Λονδίνο οι πάμπ, τα νέα κοκτέιλ μπαρ του ανατολικού κομματιού της πόλης αλλά και τα λαϊκά caffs και ολόκληρο το Σόχο, χωρίς να του λείπει ούτε ψηφίδα. Εκτός της Ευρώπης, η μια και μοναδική Floridita στην Παλιά Αβάνα. Το απόλυτα Μεγάλο Μπαρ.

Αυτό που χρειαζόμαστε στην εστίαση στην Ελλάδα δεν είναι να αντιγράψουμε ατόφια κάτι από το εξωτερικό ή από το ίνσταγκραμ, να πάψουμε επιτέλους να ακολουθούμε τυφλά, σχεδόν ρομποτικά, ένα παγκοσμιοποιημένο πρότυπο σερβιρίσματος εξηζητημένων, υπερπληθωρικών ποτών αλλά πρωτίστως να κοιτάξουμε γύρω μας και να αφουγκραστούμε τις ανάγκες των πελατών, των γειτόνων, των συνεργατών μα και να κάνουμε κι ένα τακτικό προσκύνημα στους χώρους και στις πόλεις όπου δημιουργήθηκαν τα πρώτα πραγματικά μπαρ διαμορφώνοντας έτσι έναν ξεχωριστό, συμπαγή χαρακτήρα για τον κάθε νέο χώρο που ονειρευόμαστε!.

Κάπως έτσι έκλεισε η κουβέντα μας. Γεμάτη ταξίδια, ποτά, μπάρες και ιστορίες που ίσως χρειάζεσαι μια ολόκληρη ζωή για να ζήσεις. Για τον Μιχάλη τώρα είναι ένα νέο ξεκίνημα και αυτό που έζησε, πίσω και μπροστά από το μπαρ, είναι απλά ο οδηγός για το αύριο.

Οι φωτογραφίες είναι από την προσωπική συλλογή του Μιχάλη Μένεγου. [Κεντρική: Πίνοντας στο Victoria Bar, Βερολίνο, Φθινόπωρο 2011]