ΤΑΞΙΔΙ

Λέσβος: Ένα μεθυστικό ταξίδι στο νησί του ούζου

Επισκεφτήκαμε την ιδιαίτερη πατρίδα του αγαπημένου αποστάγματος και μάθαμε (σχεδόν) όλα τα μυστικά του.

“Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι της γης που κάποτε, ποιος ξέρει, σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους”.

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος αφιέρωσε ουκ ολίγες λέξεις, για να περιγράψει την ομορφιά της ιδιαίτερης πατρίδας του. Η Λέσβος είναι ένα νησί που δεν μοιάζει με τα υπόλοιπα. Είναι το τρίτο μεγαλύτερο της Ελλάδας (μετά την Κρήτη και την Εύβοια) και είναι γνωστό παγκοσμίως για τις σαρδέλες, το λάδι, τα τυροκομικά προϊόντα και φυσικά το ούζο. Για την ακρίβεια, το νησί αυτό είναι η πατρίδα του ούζου και το καταλαβαίνει κανείς από το πρώτο δευτερόλεπτο, αφού όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό. Σε αφίσες, παρέες, ταβερνάκια, παγκάκια, το Ούζο κυριαρχεί παντού.

 

Το ταξίδι μας, στο υπέροχο αυτό νησί, είχε ως κύριο στόχο του την ξενάγησή μας στο αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, προκειμένου να δούμε από κοντά όλα τα στάδια της παραγωγής του διάσημου αποστάγματος, αλλά και να το γευτούμε στην πηγή του. Παράλληλα, όμως, δεν χάσαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε παραδοσιακά χωριά της Λέσβου, όπως ο Μόλυβος, αλλά και να περιπλανηθούμε στα στενά της πρωτεύουσας του νησιού, της Μυτιλήνης.

Στις δύο ημέρες παραμονής μας στη Λέσβο, το ούζο έγινε ο καλύτερός μας φίλος. Όχι ότι δεν ήταν από πριν δηλαδή, απλώς εκεί μας συντρόφευε σε κάθε μας στιγμή. Πρώτη μας στάση ήταν ο γραφικός Μόλυβος και το ξενοδοχείο Olive Press Hotel. Τοποθετημένο ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, στο χώρο που παλαιότερα βρισκόταν ένα ελαιοτριβείο (εξού και το όνομα) και με σήμα κατατεθέν του μια 30μετρη καμινάδα, προσέφερε μια μοναδική θέα είτε στη θάλασσα, είτε στο επιβλητικό κάστρο που βρισκόταν από πάνω μας.

 

Αφού αφήσαμε τις βαλίτσες και απολαύσαμε ένα δροσερό υποβρύχιο με μαστίχα για το καλωσόρισμα, είχε έρθει η ώρα για την ξενάγησή μας στο γραφικό χωριουδάκι του Μόλυβου. Σε όλες τις ταμπέλες θα τον συναντήσεις ως Μήθυμνα, το αρχαίο όνομα της περιοχής. Κατευθυνθήκαμε προς το υψηλότερο σημείο, το κάστρο, από όπου απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα και είδαμε ταυτόχρονα τον ήλιο να δύει από το μια πλευρά και το φεγγάρι να κάνει την εμφάνισή του από την άλλη. Ένα θέαμα πραγματικά μοναδικό. Από το σημείο αυτό, το μάτι σου μπορούσε να δει απέναντι τα παράλια της Τουρκίας, ενώ όπως υπογράμμισε η εξαιρετική ξεναγός μας, φαινόταν ακόμη και η Τροία.

Όσο ο ήλιος έπεφτε, πήραμε τον κατηφορικό πλακόστρωτο δρόμο από το κάστρο προς την καρδιά του οικισμού. Περάσαμε μέσα από υπέροχα αρχοντικά, μικροσκοπικά μαγαζάκια που πουλούσαν ντόπια προϊόντα και πανέμορφα ταβερνάκια, φτάνοντας μέχρι το λιμάνι. Ένα από τα ωραιότερα σημεία της πόλης. Είχε έρθει η ώρα, όμως, για φαγητό και γι’ αυτό και αφήσαμε για λίγο το Μόλυβο, προκειμένου να πάμε στην ταβέρνα ‘Βαφειός’ και να δοκιμάσουμε τις ντόπιες σπεσιαλιτέ. Λαδοτύρι Μυτιλήνης, πατατοκεφτέδες, σουγάνια (γεμιστά κρεμμύδια), αρνάκι με ρύζι και κόκκορας κρασάτος ήταν κάποια από τα πιάτα που εμφανίστηκαν στο γιγάντιο τραπέζι μας. Φυσικά όλα αυτά τα συνοδεύσαμε με Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου και γίναμε αμέσως όλοι μια παρέα. Γιατί αυτό είναι που κάνει το ούζο να ξεχωρίζει. Η ιδιότητά του να φέρνει κοντά γνωστούς κι αγνώστους, κάνοντάς τους μια μεγάλη παρέα.

 

Το βράδυ μας συνεχίστηκε σε ένα από τα καλύτερα beach bars του νησιού. Το Congas στο Μόλυβο μας υποδέχθηκε και μας σύστησε το The Local Spirit Project, ετοιμάζοντάς μας κοκτέιλ που βασίζονταν σε τρεις ετικέτες, το μονοποικιλιακό τσίπουρο Δεκαράκι, το Ούζο Πλωμαρίου Άδολο και τη M dry Mastiha. Τα τρία κοκτέιλ, λοιπόν, που μας ετοίμασαν ήταν το Anise & Cherry, το Sweet & Sour M DRY Mastiha και το προσωπικά αγαπημένο One In Ten. Και τα τρία μπορείς να τα παραγγείλεις και στην Αθήνα σε επιλεγμένα μαγαζιά. Μετά από όλα αυτά, είχε έρθει η ώρα για ξεκούραση, έτσι ώστε να είμαστε πανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα, η οποία περιελάμβανε ξενάγηση στις κεντρικές εγκαταστάσεις του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου.

Λίγο μετά τις 10 το πρωί, αφήσαμε πίσω μας τον Μόλυβο και κατευθυνθήκαμε για το υπέροχο Πλωμάρι. Η Λέσβος είναι πραγματικά μεγάλο νησί, επομένως χρειάζεται υπομονή στις διαδρομές. Πάντως όσα μέρη κι αν περάσαμε ήταν μοναδικής ομορφιάς. Φτάνοντας στο αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου, το οποίο μετράει πλέον 125 χρόνια ζωής, μας περίμενε ο κ. Νίκος Καλογιάννης, τέταρτης γενιάς αποσταγματοποιός και επικεφαλής της εταιρείας, ο οποίος ανέλαβε το ταξίδι μας στο μαγικό κόσμο του ούζου.

Η παραγωγή του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου είναι μία πραγματική ιεροτελεστία και γίνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και το 1894, σε μικρούς, χειροποίητους χάλκινους άμβυκες, που συνιστούν το μόνο τρόπο παραδοσιακής παραγωγής και οι οποίοι φτιάχνονται από τότε μέχρι και σήμερα από την ίδια οικογένεια χαλκουργών. Στο αποστακτήριο του Ούζου Πλωμαρίου υπάρχουν 18 μικροί άμβυκες. Αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ένας μικρός άμβυκας προσφέρει ποιοτικότερο απόσταγμα. Το ούζο αποστάζεται 2 φορές και κάθε απόσταξη διαρκεί 9 ολόκληρες ώρες γιατί, όπως χαρακτηριστικά λένε: “όσο πιο αργά γίνεται, τόσο καλύτερο απόσταγμα έχουμε”. Έτσι, επιτυγχάνεται υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα, ιδανική αρωματική και γευστική ισορροπία καθώς και απαλή και εκλεπτυσμένη υφή.

Παράλληλα, εκτός από το κλασσικό ούζο που όλοι ξέρουμε, μας σύστησαν και το Άδολο, το οποίο αποτελεί την “καρδιά” του αποστάγματος. Πρόκειται για ένα τριπλής απόσταξης ούζο, από 100% απόσταξη. Η τρίτη αυτή απόσταξη διαρκεί 13 ολόκληρες ώρες, πάνω σε χαμηλή φωτιά από ξύλα ελιάς, μέσα σε έναν σφυρηλατημένο στο χέρι χάλκινο άμβυκα του 1911, ο οποίος είχε κατασκευαστεί κατά παραγγελία, για τον Ισίδωρο Αρβανίτη.

Δεν γινόταν, όμως, να μην περάσουμε και στη διαδικασία της γευσιγνωσίας. Όπως μας είπαν άλλωστε οι ειδικοί, η δοκιμή του ούζου περνάει πρώτα από τα μάτια, στη συνέχεια από τη μύτη και τέλος φτάνει στο στόμα. Επίσης, ο σωστός τρόπος για να το πιεις είναι να βάλεις πρώτα το Ούζο στο ποτήρι, στη συνέχεια το νερό και τέλος τον πάγο, έτσι ώστε να αλλάξει σιγά σιγά θερμοκρασία και να αποκτήσει το χαρακτηριστικό γαλακτώδες χρώμα του.

Μετά από τις απαραίτητες ομαδικές φωτογραφίες, επισκεφτήκαμε την πόλη του Πλωμαρίου, κάτσαμε σε ένα ταβερνάκι δίπλα στο κύμα, ήπιαμε ούζο, φάγαμε φανταστικούς θαλασσινούς μεζέδες και δώσαμε μια παράταση στο καλοκαίρι μας.

Το ραντεβού, που δώσαμε στον ήλιο παρέα με το  Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, ήταν μοναδικό και αναχωρώντας από το νησί της Λέσβου με προορισμό την Αθήνα, όλοι σκεφτόμασταν πότε θα ξαναγίνουμε μια παρέα. Ένα ποτήρι ούζο, πάντως, είναι αρκετό για να μας κάνει να μεταφερθούμε, έστω εικονικά, και πάλι στη Λέσβο. Ακόμη και αν το πιούμε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας ή σε κάποιο μαγαζάκι της πρωτεύουσας.