FOOD & DRINK

Ο φίλος μου ο άνευ

Μέσα σ' ένα βράδυ κατάλαβα ότι ο Δημήτρης θα γινόταν ο νέος μου κολλητός και ότι ήξερε να πίνει.

Το πάρτι γενεθλίων της Ελένης ξεκινούσε στις 22:00. Εγώ είχα αρχίσει να πίνω μπίρες από τις 20:00, ο Βαγγέλης είχε σκοπό να πιει τόσο όσο χρειαζόταν για να την πέσει για άλλη μια φορά στην Ελένη, λες και οι δύο χυλόπιτες δεν του ήταν ήδη αρκετές, η Μαρία δεν έπινε ποτέ και ο Δημήτρης, το νέο αμόρε της Μαρίας ερχόταν για πρώτη φορά στην παρέα. Αν βγάλεις τη Μαρία, οι υπόλοιποι τρεις είχαμε δίπλωμα οδήγησης. Κάποιος, όμως, θα έπρεπε να πιει ελάχιστα εκείνο το βράδυ προκειμένου να οδηγήσει, μιας και η Ελένη έμενε στο Πόρτο Ράφτη και δεν μας έπαιρνε οικονομικά να πάρουμε ταξί από το κέντρο. Στην κοινή συνομιλία μας στο Facebook, χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Δημήτρης πρότεινε να πάρει το αυτοκίνητό του.

Το πάρτι

Δεν χρειάστηκε να βάλουμε GPS για να βρούμε το σπίτι της Ελένης, αφού η μουσική ακουγόταν από την πρώτη στιγμή που βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και άνθρωποι που δεν γνωρίζαμε πηγαινοέρχονταν μεταξύ αυλής και εσωτερικού. Με το που πατήσαμε το πόδι μας στην αυλή εμφανίστηκε μπροστά μας η Ελένη κρατώντας μία κανάτα μ’ ένα λαχανί υγρό από την οποία ξεπηδούσαν χοντρά πολύχρωμα καλαμάκια, ανακατεμένα με μικρές, κόκκινες χάρτινες ομπρέλες. Πριν προλάβουμε να της πούμε ‘χρόνια πολλά’ η κανάτα βρισκόταν στο ύψος των προσώπων μας κι εμείς είχαμε ήδη καταπιεί την πρώτη μας γουλιά. Τρία δευτερόλεπτα αργότερα, όσο μου πήρε να συνειδητοποιήσω, ότι η κανάτα περιείχε περισσότερα διαφορετικά ποτά από όσα μπορούσα να ξεχωρίσω, έριξα μια κλεφτή ματιά στον Βαγγέλη και μία στον Δημήτρη. Ο Βαγγέλης είχε πάρει, σαν υπνωτισμένος, στο κατόπι την Ελένη με την κανάτα που κρατούσε στα χέρια σε ρόλο μαγικού αυλού και ο Δημήτρης με κοίταξε υψώνοντας με απορία τα φρύδια του στην προσπάθειά του να μου δείξει πως δεν είχε καταλάβει τι είχε μόλις πιει. ‘Το ήπιες, όμως, Δημήτρη’, σκέφτηκα, ‘κι αν συνεχίσεις με τους ίδιους ρυθμούς να δούμε ποιος θα μας γυρίσει στο σπίτι’.

Το show του Δημήτρη

Στο επόμενο πλάνο ήμουν κατά δύο μπίρες λιγότερο νηφάλιος, η τύχη του Βαγγέλη αγνοούνταν και ένας κύκλος από 7-8 άτομα είχε δημιουργηθεί γύρω από τον Δημήτρη. Πλησίασα τον κύκλο και έσπρωξα ελαφρά δύο άτομα που βρίσκονταν μπροστά μου για ν’ αποκτήσω κι εγώ οπτική επαφή με τον Βαγγέλη. Εκείνος, με μαζεμένα τα μανίκια από το μαύρο του πουκάμισο μέχρι τους αγκώνες και ανοιχτά τα δύο επάνω κουμπιά, διηγούνταν ιστορίες από το πρόσφατο ταξίδι του στο Βιετνάμ. Ιστορίες που έκαναν κάθε τρεις και λίγο τους ακροατές να ξεσπούν σε γέλια και τον Δημήτρη να κάνει μικρές παύσεις στο λόγο του μόνο και μόνο για να του ζητήσουν οι άλλοι να συνεχίσει τις ιστορίες. Κοίταξα την Μαρία, την κοπέλα του, και μόλις αντιλήφθηκε το βλέμμα μου, κοίταξα ξανά τον Δημήτρη κάνοντας την χαρακτηριστική χειρονομία που κάνουμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος είναι πιωμένος. Έσφιξα τη γροθιά του δεξιού μου χεριού, τέντωσα τον αντίχειρα και τον έφερα κοντά στο στόμα μου. Εκείνη μου έγνεψε αρνητικά σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της και μου συλλάβισε αργά με τα χείλη της τη λέξη ‘κα-θό-λου’.

Η τρίτη χυλόπιτα

Τον Δημήτρη διέκοψε ένα απότομο ‘γκντουπ’ από το βάθος της αυλής, το οποίο ακούστηκε πεντακάθαρα μιας και η μουσική είχε χαμηλώσει αισθητά, αφού ήταν πλέον μεσάνυχτα και φοβόμασταν μην μας φέρουν την αστυνομία. Στρέψαμε τα βλέμματά μας προς το σημείο που ακούσαμε τον ήχο και είδαμε τον Βαγγέλη να κείτεται ανάσκελα στο πάτωμα, κρατώντας στο δεξί του χέρι μόνο τη λαβή της σπασμένης πλέον κανάτας και την Ελένη να του ρίχνει ελαφρά σκαμπίλια προσπαθώντας να τον συνεφέρει. Ενώ η πλειοψηφία του κύκλου είχε μείνει κοκαλωμένη, μην ξέροντας πώς ν’ αντιδράσει, ο Δημήτρης σήκωσε το Βαγγέλη, τον στήριξε στον δεξί του ώμο και τον κατηύθυνε προς το σαλόνι, ζητώντας παράλληλα από την Ελένη να του φέρει ένα ποτήρι νερό και να ετοιμάσει ένα σκέτο καφέ.

Λίγα λεπτά αργότερα ο Βαγγέλης είχε αρχίσει να έχει ξανά επαφή με το περιβάλλον και να μας εξηγεί πως είχε πιει λίγο παραπάνω γιατί η Ελένη δεν είχε ανταποκριθεί για ακόμη μία φορά στον έρωτά του. ”Η υπόθεση σηκώνει ποτό”, είπε ο Δημήτρης κοιτώντας μας με νόημα. Μπορεί να μην καταλάβαμε το νόημα του βλέμματός του, ωστόσο τον ακολουθήσαμε μαζί με τη Μαρία μέχρι το αμάξι. Μισή ώρα αργότερα βρισκόμασταν σ’ ένα μπαρ του κέντρου. Δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο που βρισκόμασταν εκεί, αλλά δεν είχα ούτε όρεξη, ούτε αντοχή ν’ αντιδράσω. Χάσαμε τον Δημήτρη για δύο λεπτά και όταν γύρισε μας είπε το εξής: ”Παράγγειλα το ιδανικό ποτό για την περίσταση. Είναι μπίρα, δεν έχει αλκοόλ και είναι εξίσου απολαυστική με μία μπίρα που έχει αλκοόλ”. Οχτώ μπουκάλια FIX άνευ αργότερα, είχα συνειδητοποιήσει δύο πράγματα. Πρώτον, ο Δημήτρης θα γινόταν ο νέος μου κολλητός και δεύτερον ο Δημήτρης ήξερε να πίνει.

Στην υγειά σου Δημήτρη!