ΠΟΤΟ

Στην ‘Arena’ έχουν ιδρώσει πέντε Έλληνες πρωθυπουργοί

Ο Γιώργος Κοτοπούλης αφηγείται την ιστορία του θρυλικού κλαμπ της Πάτρας.

Αν Πάτρα είναι η πρωτεύουσα του ελληνικού καρναβαλιού (που είναι, αναμφίβολα), το ‘Arena’ είναι το χρυσό παλάτι της. Το θρυλικό κλαμπ που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με την ξέφρενη διασκέδαση και τις αχαλίνωτες καρναβαλικές νύχτες, διέγραψε μια πορεία τόσο συγκλονιστική, ώστε σήμερα να θεωρείται -και όχι άδικα- το κορυφαίο νυχτερινό μαγαζί που λειτούργησε ποτέ εκτός Αθηνών.

Από εκεί πέρασαν (και χόρεψαν) δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ανάμεσά τους, πέντε Έλληνες πρωθυπουργοί, ο Νίκος Γκάλης, όλη η showbiz των προηγούμενων δεκαετιών και κάποιοι που μετά το ξενύχτι επέλεγαν να κοιμηθούν στο μαγαζί για να μη χάσουν το πάρτι της επόμενης νύχτας. Όταν απευθυνθήκαμε στον Γιώργο Κοτοπούλη, στον άνθρωπο που έστησε το ‘Arena’, ξέραμε εκ των προτέρων ότι θ’ ακούσουμε φοβερές ιστορίες. Πρόκειται, άλλωστε, για έναν εξαιρετικά εύστροφο άνθρωπο κι έναν από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης και της νύχτας. H συζήτησή μας τελικά έφτασε μέχρι το Περού και τον Νεϊμάρ.

Ο Γιώργος Κοτοπούλης μας υποδέχθηκε στο Prego, το τελευταίο από τα πολλά μαγαζιά που έχει στήσει κατά καιρούς. Το πρωταρχικό μέλημα εδώ είναι το καλό φαγητό, η καλή μουσική και οι δημιουργικές εκπλήξεις (στο πλατό, στον ρόλο του DJ ήταν ο Φίλιππος Σοφιανός). Όπως μας εξήγησε ο Γιώργος, “Η εποχή των μεγάλων κλαμπ έχει περάσει. Η κοινωνία άλλαξε και μαζί της άλλαξε και το γούστο. Ο κόσμος θέλει πλέον μικρότερους χώρους και φθηνότερη διασκέδαση”. Η παρατήρησή του ήταν η καλύτερη αφορμή για να μιλήσουμε για την προηγούμενη εποχή, όταν στη νύχτα κυριαρχούσε η ‘Arena’.

Όλα ξεκίνησαν από μια τρέλα, το 1987. Η βασική μου ιδέα ήταν να φτιαχτεί ένας βιομηχανικός χώρος σαν κλαμπ, με δυνατές μουσικές το βράδυ και μια λογική σαν τα σημερινά All Day τις υπόλοιπες ώρες. Ταξίδευα πολύ τότε, κυρίως στην Ιταλία και είχα δει προς τα πού πήγαινε ο χώρος της διασκέδασης και της μουσικής. Προέρχομαι από μια οικογένεια με παράδοση στον χώρο της νύχτας, καθώς ο πατέρας μου είχε το μεγαλύτερο μπουζουξίδικο της πόλης, το ‘Villys Park’. Παρόλα αυτά, ξεκίνησα σπουδές στην αρχιτεκτονική, αλλά πολύ γρήγορα είδα ότι μου άρεσε η νύχτα.

Ήταν μια εποχή που σε όλη την Ευρώπη ήταν σε έξαρση η dance σκηνή. Μαζί με τον Σταύρο τον Μαλιώρη, επίσης πατρινό που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας, πήραμε το ρίσκο να φτιάξουμε κάτι πολύ μεγάλο για την Πάτρα. Το πρότζεκτ ήταν αντίστοιχο των μεγάλων χώρων που υπήρχαν στο εξωτερικό, με έμφαση στον καλό ήχο.

Βρήκαμε έναν χώρο, στο 137 της Αγίου Ανδρέου. Εκεί ήταν ένα παλιό πρατήριο υφασμάτων που ανήκε σε έναν από τους σπουδαιότερους πατρινούς βιομηχάνους, στον Μαραγκόπουλο. Καταφέραμε να τον νοικιάσουμε μετά από προσπάθεια πέντε μηνών, χωρίς μάλιστα να τον έχουμε δει εσωτερικά, αφού οι ιδιοκτήτες δεν μας άφησαν ποτέ να τον επιθεωρήσουμε. “Αφού σας αρέσει, νοικιάστε τον έτσι, απ’ έξω”, μας είπαν. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα μιλήσει με παλιούς εργαζομένους στο πρατήριο, που μου είχαν περιγράψει τον χώρο, οπότε δώσαμε τα χέρια και τα ενοίκια μπροστά για δύο χρόνια. Η συμφωνία κλείστηκε στις 17/07/1987, όλα εφτάρια. Έκτοτε άρχισα να παίζω λαχείο στο ‘7’ και αργότερα κέρδισα κιόλας τον πρώτο λαχνό.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 3 Οκτωβρίου. Εκείνη τη μέρα κάναμε τη χειρότερη είσπραξη στην ιστορία του μαγαζιού. Όλοι μας έλεγαν τρελούς και αποφάσισαν να μην εμφανιστούν, ούτε καν οι φίλοι μας. Είχαμε λιγότερο από 500 άτομα, τα οποία, όμως, την επόμενη μέρα διέδωσαν τα νέα για το τι είχαμε φτιάξει εκεί, οπότε τη δεύτερη νύχτα ‘έσκασε’ όλη η πόλη, το μαγαζί ήταν πίτα. Πηγαίναμε κάθε βράδυ με 1500 άτομα τουλάχιστον και ήμασταν ανοιχτοί επτά μέρες την εβδομάδα. Κάθε μέρα ανοιχτά,κάθε μέρα πίτα.

Είχαμε μια από τις σκληρότερες πόρτες. ‘Ηταν νόμος ότι για να μπεις έπρεπε να έρθεις με γυναίκα. Στις πιο δύσκολες μέρες φτάσαμε να έχουμε 12 πορτιέρηδες. Εποχές Καρναβαλιού το μαγαζί είχε 74 άτομα προσωπικό και πέντε μπαρ σε λειτουργία και 16 τουαλέτες σε 1650 τετραγωνικά.

Εγώ, φαντάσου, κοιμόμουν μέσα στο μαγαζί για να ελέγχω τα πάντα. Είχα μέσα ντουζιέρα, μπανιέρα, μου έφερναν τα ρούχα μου σιδερωμένα για να αλλάζω! Μέσα στο καρναβάλι, ο κόσμος κοιμόταν με κλειστό το μαγαζί στα πατώματα και την ίδια στιγμή οι καθαρίστριες καθάριζαν για να ανοίξουμε.

Παίζαμε μόνο ξένα. Ροκ, ποπ και τη νέα τότε ηλεκτρονική μουσική. Γινόταν χαμός με Μικ Τζάγκερ, Λου Ριντ, Ίγκι Ποπ, Μπάουι, αλλά ποτέ Ελληνικά. Άκου και μια τρομερή ιστορία: ένα βράδυ ήρθε ένα συνεργείο με κάμερες και μας ζήτησε να γυρίσει ένα βίντεο κλιπ. Ήταν η Άννα Βίσση. Δεν την ήξερα… Συστηθήκαμε και της ζήτησα συγγνώμη, λέγοντας “Κυρία μου δεν σας ξέρω γιατί δεν ακούω Ελληνικά. Μου λένε να γυρίσουμε βίντεοκλιπ και λέω να είστε καλά αλλά δεν γίνεται να γυρίσετε βιντεοκλίπ με Ελληνικό τραγούδι σε μαγαζί που δεν παίζουμε Ελληνικά”. Ξαναήρθαν μάλιστα και την επόμενη μέρα, αλλά πάλι είπα ότι δεν γίνεται.

Είχαμε φέρει πολλούς γνωστούς DJs της εποχής που έπαιζαν χάουζ και ρέιβ. Είχαν έρθει η Λευκή, ο Ακύλλα, αλλά και οι Τρύπες που έκαναν live. Βασικά, όμως, στη μουσική ήταν ο αδελφός μου, ο Ζαφείρης. Τότε ταξίδευε συνέχεια για να φέρνει βινύλια (άλλες εποχές τότε, αν ήθελες να έχεις πρώτος καλές μουσικές και δίσκους έπρεπε να το κυνηγάς πολύ). Σήμερα ο Ζαφείρης μένει μόνιμα στο Λονδίνο και εργάζεται σε εταιρεία που διοργανώνει συναυλίες και events.

Το ρεκόρ μας σε ένα βράδυ ήταν τα 3200 εισιτήρια. Στο Καρναβάλι ειδικά, γινόταν χαμός. Από ιστορίες, άλλο τίποτα: Φέρναμε λαγάνες Καθαρά Δευτέρα στις 9 το πρωί και στις 12 το μεσημέρι, που ο κόσμος δεν έφευγε. Άλλοι μου έδιναν λεφτά για να μείνουν μέσα και να κοιμηθούν. Κάποιοι έπαιρναν τηλέφωνο από Αθήνα για να δουν αν έχει τραπέζι και μετά μου έλεγαν “Αν μπορείς, βρες μας κι ένα ξενοδοχείο να μείνουμε”. Τους ενδιέφερε, δηλαδή, να έρθουν στην Πάτρα πρωτίστως για να έρθουν στην ‘Arena’ και μετά για τουρισμό ή για το Καρναβάλι. Κάποτε είχε φέρει ο Δήμος χορεύτριες από το Καρναβάλι του Ρίο, αυτές με τις τρομερές στολές. Τις έβαλα στο μαγαζί κι έγινε χαμός – φαντάσου 50 Βραζιλιάνες χορεύτριες στο ίδιο χώρο.

Στα καλά μας πάρτι η είσοδος ήταν 5000 δραχμές, σε μια εποχή που μπορούσες να αγοράσεις ένα μπουκάλι ουίσκι από μια κάβα με 900 δραχμές. Το σημερινό ανάλογο θα ήταν, ας πούμε, 60 ευρώ είσοδος.

Μην με ρωτήσεις που πήγαν τα λεφτά – η ζωή θέλει ενέργεια και δράση, ταξίδια και καλοπέραση. Φεύγουν τα λεφτά…

Το μαγαζί έκλεισε το 1994, έχοντας κάνει τον κύκλο του. Κάθε μαγαζί στον χώρο αυτό είναι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κι έχει ημερομηνία λήξης. Εγώ εν τω μεταξύ από το 1989 είχα αρχίσει να πηγαινοέρχομαι στη Λατινική Αμερική.

Το μόνο promotion του μαγαζιού ήταν οι εντυπώσεις του κόσμου. Όταν έχεις καλό προϊόν δεν χρειάζεσαι διαφήμιση. Μιλάμε βέβαια και για διαφορετικές εποχές, υπήρχαν λεφτά. Όταν ανοίξαμε εμείς, στην Πάτρα λειτουργούσαν 11 μπουζουξίδικα και μάλιστα καθημερινά.

Η ‘Arena’ ήταν το σήμα κατατεθέν της πόλης μας. Νομίζω ότι καταγράψαμε κι ένα μοναδικό ρεκόρ: Από αυτό το μαγαζί πέρασαν πέντε πρωθυπουργοί. Τους περισσότερους τους έφεραν οι φίλοι τους για να διασκεδάσουν. Είχε έρθει και ο Αλέξης Τσίπρας, ο σημερινός πρωθυπουργός μας, όταν η σύζυγός του σπούδαζε στην Πάτρα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε έρθει με την Μαργαρίτα. Ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν πελάτης μας – πατρινός γαρ – και είχε έρθει και όταν ήταν ενεργεία πρωθυπουργός. Το ‘παρών’ είχαν δώσει και οι κύριοι Καραμανλής και Σαμαράς.

Κάποτε, μετά από ένα ματς με τον Απολλωνα, ήρθε στο μαγαζί η μεγάλη ομάδα του Άρη, με τον Νίκο Γκάλη. Ήταν οι μέρες του Καρναβαλιού και πάνω στην κουβέντα με τους παίκτες και με τον Νικ, τους λέω “Δείτε πώς βγάζω εγώ τα χρήματα”. Πήρα τέσσερα τσουβάλια κονφετί, ανέβηκα στο πατάρι, έκλεισαν όλα τα φώτα για λίγα δευτερόλεπτα και σκόρπισα το κονφετί. Μέσα στα επόμενα 10 λεπτά έπαιρναν όλοι νέα ποτά αφού, τα ποτήρια τους είχαν γεμίσει χαρτάκια. Πήγαν τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη κι έλεγαν ότι υπάρχει στην Πάτρα ένας τύπος με ένα μαγαζί που σε 10 λεπτά βγάζει ένα εκατομμύριο. Έρχονταν από την Θεσσαλονίκη για να το δουν αυτό.

Η Arena ήταν το αποκορύφωμά μου ως επιχειρηματίας, αλλά υπήρξε και συνέχεια. Φτιάξαμε το Calcuta, το Mammos στον χώρο που ήταν το εργοστάσιο της περίφημης μπύρας, το 1000-Χείλια, το Up town, το Abya Yala, το Orient Express και, βέβαια, το Prego από το 2013. Είναι ένας χώρος πάλι με ιταλική προέλευση σαν όνομα και φιλοσοφία, με καλό φαγητό, καλή μουσική και ατμόσφαιρα που μπορεί να ‘παντρέψει’ όλες τις ηλικίες.

Μερικά tips

Η μουσική είναι το σημαντικότερο. Καλή μουσική σημαίνει καλός ήχος. Λίγα μαγαζιά σήμερα δίνουν σημασία στον ήχο και την καλή ακουστική.

Οι γυναίκες είναι το παν. Το συνειδητοποίησα στην Ιταλία, όταν στα μαγαζιά έβλεπα παντού γυναίκες. Δεν έμπαινες αν δεν είχε γυναίκα. Είναι και θέμα ασφάλειας, ξέρεις: Πώς θα αφήσει ο γονιός την κόρη του αν δεν είναι ασφαλής; Επίσης, για να μην παρεξηγηθώ, όταν λέω ότι η γυναίκα είναι το παν, ξεκινώ από την οικογένεια και την γυναίκα μου. Για να είσαι ευχάριστος στο μαγαζί σου πρέπει να έχεις και μια καλή οικογένεια κι εγώ χρωστάω πολλά στη σύζυγό μου, την Σάντυ.

Η νύχτα έχει πεθάνει πλέον. Μόνο Σάββατο και με χαμηλή ποιότητα και εξυπηρέτηση. Οι πόλεις που δεν έχουν τουρισμό έχουν πεθάνει. Ακόμα και στη Μύκονο, ο ένας στους 100 πελάτες είναι Έλληνας. Εδώ στην Πάτρα έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Η κρίση χτύπησε σκληρά την πόλη όταν έκλεισαν οι βιομηχανίες και τα μνημόνια μας αποτελείωσαν. Δεν έχουμε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στην Πάτρα,δεν μπορεί πχ να γίνει εδώ ένα μεγάλο Συνέδριο. Ελπίζω, πάντως, ότι κάτι θ’ αλλάξε με τους δρόμους που επιτέλους φτιάχτηκαν.

Μερικές ακόμα απίθανες ιστορίες

Το 1989 κέρδισα το λαχείο – με το επτάρι στο λήγοντα, που λέγαμε – και πήγα στο Ρίο ντι Τζανέιρο. Γύρισα στην Πάτρα ένα μήνα μετά κι έκανα ρεπετισιόν στο λαχείο, πάλι με λήγοντα στο επτά. Και ξανάπιασα τον πρώτο λαχνό! Στις 27/02 κέρδισα το πρώτο λαχείο και στις 27/03 το δεύτερο. Θυμάμαι ότι πήγα στον καθρέφτη κι άρχισα να μιλάω στον εαυτό μου “Ρε, μας δουλεύουν; Μας κάνει πλάκα κάποιος από κει πάνω;”.

Στην Πάτρα όλος ο κόσμος μου την έπεφτε για δανεικά. Εγώ δεν ήθελα ούτε τοκογλύφος να γίνω, αλλά ούτε και να μοιράσω τα λεφτά μου σε ‘φιλανθρωπίες’, σε δανεικά και αγύριστα. Κι έτσι τα μάζεψα και την έκανα για Αθήνα. Πήγα στον φίλο μου, τον Βλάση τον Μπονάτσο και στον Ισίδωρο στο ‘Rock’. Eμενα στο ‘Μεριντιέν΄, στο κέντρο. Ένα βραδάκι ρώτησα τον ρεσεψιονίστ αν υπάρχει κάποιο ροκ μπαρ στην περιοχή και μου υπέδειξε το No Name, πίσω από τη Φιλελλήνων. Όταν μπήκα, είδα μια κοπέλα στο μπαρ σαν την έχει σχεδιάσει ο Φειδίας. Ήπια τα ποτά μου και μαζί με ένα τυπικό πουρμπουάρ της είπα “Ποια είναι η επιθυμία σου; Είμαι ο Αλαντίν, είμαι κλειδωμένος 400 χρόνια σε ένα λυχνάρι και βγήκα σήμερα για να σου εκπληρώσω μια επιθυμία”. Μου είπε ότι ήθελε να πάει στο Περού.

Επέστρεψα αμέσως στο ξενοδοχείο και ζήτησα να μου κλείσουν επιτόπου μια σουίτα σε κάποιο Μεριντιέν στο Περού. Ήταν 02:30 τη νύχτα και τελικά χρειάστηκε να ξυπνήσουν τον διευθυντή και να του εξηγήσουν ότι ένας τρελός έχει ένα τρελό αίτημα. Μέσα σε μισή ώρα είχαν κλείσει εισιτήρια και ξενοδοχείο. Πήρα την κράτηση με το τέλεξ που υπήρχε τότε, γύρισα στο μπαρ, ήπια άλλο ένα ποτό και αντί για πουρμπουάρ άφησα στην μπάρα το εισιτήριο. Την επιθυμία της. Τελικά πήγαμε στο Περού και το αγάπησα πολύ, ειδικά το Κούσκο και το Ματσου-Πίτσου . Είναι ό,τι πιο δυνατό υπάρχει στον κόσμο, οι κατοικίες των ιερέων των Ίνκας χτίστηκαν πάνω από τα σύννεφα. Φαντάσου ότι ακόμα και το ουράνιο σκάει από κάτω!

Γνώρισα και μια φίλη Ινδιάνα εκεί και μαζί αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα μπαρ στην κεντρική πλατεία της πόλης του Κούσκο, που είναι δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο του Μάτσου-Πίτσου. Κάπως έτσι, το 1993 γεννήθηκε εκεί το ‘Up Town’, ένα bar-restaurant που το κράτησα ως το 2000. Μέχρι τον Αμαζόνιο φτάσαμε για να βρούμε το καλύτερο ξύλο για τα σκαμπό… Πήγαμε πολύ καλά, αλλά εγώ έφυγα και το κράτησε η συνεταίρος μου.

Έφυγα γιατί είχα παντρευτεί στην Ελλάδα. Ο γιος μου ήταν ήδη πεντέμισι ετών και προτιμήσαμε την Ελλάδα για να πάει σχολείο. Γενικά, οι άνθρωποι στο Περού είναι καλοί και φιλόξενοι. Δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες εκεί, αλλά μας αγαπάνε για την ιστορία μας.

Στο Ρίο γνώρισα τον Sting. Ήταν μια περίεργη συνάντηση, μας είχαν κλείσει κατά λάθος την ίδια σουίτα στο ξενοδοχείο. Γνωριστήκαμε και είπαμε να πάμε μαζί στο γήπεδο, να δούμε Φλαμένγκο – Φλουμινένσε. Στον δρόμο εγώ αγόρασα κάτι τρομερά ταμπούρλα από μια μπάντα. Ρώτησα τον Sting αν είναι καλά τα ταμπούρλα, για να δω αν με είχαν πιάσει κορόιδο και μου είπε ότι είναι τόσο καλά που θα τα κρατήσει εκείνος. Στο τέλος γίναμε κολλητοί και πήγαμε μαζί ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο.

Τον Αύγουστο του 2010 βρισκόμασταν οικογενειακώς στην Μπαΐα, στη Βραζιλία. Συμπτωματικά, μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο με την ομάδα της Σάντος. Ο μεγάλος γιος μου ήξερε τον Νεϊμάρ από το PlayStation και ήθελε να βγάλει μια φωτογραφία μαζί του. Δεν προλάβαμε την πρώτη μέρα, αλλά την επόμενη, στο πρωινό, βρήκαμε την ομάδα να τρώει. Πλησίασα στο τραπέζι του προέδρου, του εξήγησα ότι είμαστε Έλληνες και τον ρώτησα για τον Νεϊμάρ, που έτρωγε μόνος του σε ένα τραπέζι, αποκομμένος από την υπόλοιπη ομάδα. Μου είπε “Αφού θέλει αν τρώει μόνος του, εγώ δεν έχω πρόβλημα. Σε λίγο θα βγάλω 100 εκατομμύρια απ’ αυτόν”. Δύο μήνες μετά, ο Νείμάρ πουλήθηκε στην Μπαρτσελόνα.

Και μερικά tips για το φετινό Καρναβάλι

Περιμένουμε τον κόσμο και φέτος στο καλύτερο Καρβανάλι της χώρας κι ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Η Πάτρα είναι έτοιμη να φιλοξενήσει όλους τους επισκέπτες καθώς έχουμε καλά μαγαζιά, από καφέ μέχρι φαγητό και -φυσικά- διασκέδαση, όλα σε τιμές φυσιολογικές.

Εμείς στο Prego έχουμε το Σάββατο 09/03 το καθιερωμένο μας πάρτι, με θέμα ‘Θεατράλε’. Για μας είναι το αποκορύφωμα της γιορτής του Καρναβαλιού, με τις μουσικές που μεγάλωσαν όλα αυτά τα χρόνια.

Οι επισκέπτες δεν έχουν λόγο να φοβούνται για τις τιμές, γιατί στην Πάτρα δεν υπάρχει κερδοσκοπία λόγω των ημερών. Το μόνο που χρειάζεται είναι να προσέξουν το αλκοόλ αν οδηγούν και, φυσικά, να μην ψωνίζουν από τον δρόμο προϊόντα αγνώστου ποιότητας και προελεύσεως.

Υπάρχουν πολλά να δει κανείς εδώ. Είναι σπουδαίο έστω και μια φορά να ζήσεις αυτό το κέφι και να δεις την παρέλαση – ειδικά τη Σαββατιάτικη, τη νυχτερινή. Είναι μια μια καλή ευκαιρία να ξεχαστούμε για μερικές μέρες από τα προβλήματα της καθημερινότητας.

Και γενικά, ας έχουμε στο μυαλό μας ότι η Πάτρα, με τους νέους δρόμους, προσφέρεται για διήμερα και τριήμερα. Παρέχει υψηλή ποιότητα υπηρεσιών, με ελκυστικές τιμές για όλα τα βαλάντια και -κυρίως- ένα πολύ χαρούμενο κλίμα. Γιατί; γιατί απλά είμαστε Πατρινοί!

(Οι φωτογραφίες είναι όλες από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Κοτοπούλη. Για περισσότερες αναμνήσεις από την Arena, μπορείς να μπεις στην ομάδα που έχει φτιάξει ο Γιώργος Κοτοπούλης στο Facebook)