FOOD & DRINK

Στο θρόνο του Ποσειδώνα δίνεις ραντεβού με τον ήλιο

Μια μικρή προσωπική ιστορία καλοκαιριού για εκείνα τα απογεύματα που έρχονται λίγο διαφορετικά απ' ό,τι τα περιμένεις.

Όταν πηγαίνεις περισσότερα από τα μισά χρόνια της ζωής σου σε έναν τόπο, έχεις την τύχη αλλά και την ατυχία να τον δεις να μεγαλώνει, να εξελίσσεται, να αλλάζει. Η Τζια είναι ένα νησί που το αγαπώ και θα το αγαπώ παθολογικά, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι αγαπώ τους ανθρώπους του νησιού αυτού, τις παραλίες και τις εκκλησιές, τις δύσβατες βουνοπλαγιές και τα ανεμοδαρμένα βράχια.

Αλλάζει όμως ο τόπος αυτός. Κι όσο αλλάζει, αλλάζουμε κι εμείς. Η ιστορία που θα αφηγηθώ παρακάτω αφορά μια παραλία στα νότια του νησιού, στον κόλπο του Κούνδουρου. Μια μεριά του νησιού που πηγαίνω μόνο για να ανταμώσω με αυτή την παραλία και ένα συγκεκριμένο σημείο της που κάποτε ονόμασα για πλάκα ‘θρόνο του Ποσειδώνα’.

Μια εσοχή στο βράχο ανάμεσα σε δύο αμμουδερές παραλίες. Μια εσοχή που την προσεγγίζεις μόνο κολυμπώντας. Αλλά όταν την φτάσεις και καθίσεις αναπαυτικά στα σωθικά του βράχου, νιώθεις ότι είσαι μόνος στον κόσμο. Γιατί το μάτι από εκείνη τη μεριά βλέπει μόνο μπροστά τη θάλασσα και τον ορίζοντα. Και οι παραλίες που έχει δεξιά κι αριστερά μοιάζουν αποκομμένες.

(Σκίτσα: Ρομπέρτα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Αυτό το ‘θρόνο’, αυτό το σημείο που κρατώ κρυφό από τον κόσμο, σαν να μου ανήκει, το βρήκα πρώτη φορά όταν ήμουν πιτσιρικάς. Ένα μεσημέρι που ήθελα απλά κάπου να ξαποστάσω αφού είχα κάνει τον σύντομο άθλο να κολυμπήσω ως εκεί. Κι έκτοτε του υποσχέθηκα ότι θα τον επισκέπτομαι κάθε χρόνο, έστω μια φορά.

Την ίδια υπόσχεση κράτησα και ένα μεσημέρι Σαββάτου πριν από πέντε χρόνια όταν κατέβηκα με την παρέα μου στο νησί για το Σαββατοκύριακο. Με μόνη έγνοια να ξεφύγουμε λίγο από την καθημερινότητα της πόλης. Το σακίδιο για την παραλία λοιπόν είχε μόνο τα απαραίτητα. Μαγιό, πετσέτα, αντηλιακό, βιβλίο και δυο μπουκαλάκια Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου. Για μια υπέροχη μέρα στην παραλία.

Η μέρα όμως δεν εκτυλίχθηκε όπως την περιμέναμε. Άργησε ο ένας να φέρει πρωινό από το φούρνο, άργησε ο άλλος να ετοιμαστεί, μας πήρε το μεσημέρι για να φτάσουμε στην παραλία. Σε μια παραλία ή οποία ήταν τόσο γεμάτη από κόσμο που δεν σου έκανε καρδιά να απλώσεις τη δική σου πραμάτεια. Δεν θα το βάζαμε όμως κάτω, είχαμε κάνει τόσο δρόμο ως εδώ κι εγώ είχα κι ένα ‘ραντεβού’ να τηρήσω.

Αφήσαμε τα πράγματά μας βιαστικά και βουτήξαμε στη θάλασσα. Η παρέα όμως σκόρπισε γρήγορα. Ο ένας αποφάσισε να βουτήξει με μπουκάλες γιατί του είχε λείψει λέει, ο δεύτερος ασχολήθηκε με κάτι κοπέλες που έρχονταν πρώτη φορά στο νησί και δεν ήξεραν πού να βγουν το βράδυ και οι υπόλοιποι ήθελαν απλά να σαπίσουν στην πετσέτα παρέα με το βιβλίο τους.

Βλέποντας ότι ο καθένας έχει το δικό του πλάνο, αποφάσισα να κάνω κι εγώ το δικό μου. Και ξεκίνησα να κολυμπώ προς το ‘θρόνο του Ποσειδώνα’. Σε αυτό το σημείο να σου πω ότι κάθε χρονιά που πηγαίνω εκεί, έχω μια μικρή ανησυχία. Ότι κάποιος θα το έχει βεβηλώσει με κάποιο τρόπο. Ή ότι η φύση θα έχει δώσει μια στο βράχο πάνω από την εσοχή και θα τον έχει ρίξει στη θάλασσα.

Κι όμως κάθε χρονιά, αυτό το μικρό κάθισμα στο βράχο, αυτός ο προσωπικός ‘θρόνος’ είναι εκεί και με περιμένει. Έτσι ήταν κι εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου. Κολύμπησα κοντά του, έπιασα με δύναμη τα βράχια και έσυρα το σώμα μου στο ‘θρόνο’. Βολεύτηκα ανάμεσα στα κοφτερά βράχια και έμεινα να αγναντεύω τη θάλασσα μπροστά.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, δεν θυμάμαι αν ήταν εκείνη τη χρονιά που με πήρε ο ύπνος στο βράχο. Θυμάμαι μόνο να ακούω φωνές από ένα ιστιοπλοϊκό λίγα μέτρα παραπέρα. Ήταν ένα ζευγάρι που τσακώνονταν τι να κάνουν τα πανιά, αν πρέπει να φύγουν από το αγκυροβόλι, υπήρχε μια αναστάτωση. Γρήγορα κατάλαβα ότι η ανησυχία τους ήταν ένα μεγάλο γκρίζο σύννεφο που πρόβαλε πάνω από το βράχο.

Δεν πρέπει να πέρασαν ούτε πέντε λεπτά μέχρι να αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς. Θυμάμαι να μαζεύω τα πόδια μου στο σώμα μου και να κρυώνω όπως έπεφτε το νερό της βροχής επάνω μου. Αλλά την ίδια στιγμή ένιωθα και λίγο ωραία, ένιωθα ξεχωριστά. Γιατί ήμουν σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη σε αυτή τη γη, βρεχόμουν από νερό, είχα τριγύρω μου νερό και πραγματικά δεν είχα τίποτα στο μυαλό μου που να με ανησυχεί. Ήμουν σίγουρος ότι η παρέα μου θα είχε τρόπο να προστατευτεί. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ανησυχούσαν για εμένα.

Κι έτσι άφησα το χρόνο να κυλά. Σαν να μην έβρεχε. Δεν μετρούσα τα λεπτά που περνούσαν αλλά πρέπει να κράτησε ίσα με 20 λεπτά η καταιγίδα. Κι έτσι όπως εμφανίστηκε ξαφνικά το σύννεφο, τόσο ξαφνικά εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση του στον πιο λαμπρό ήλιο που έχεις δει ποτέ. Έναν ήλιο που άρχισε να καίει τα βράχια, τη θάλασσα, εμένα. Έναν ήλιο που στέγνωσε ό,τι είχε μουσκέψει η βρόχη.

Χάρηκα άλλο λίγο τη μοναξιά μου στο ‘θρόνο’ και βούτηξα στο νερό να πάω να βρω την παρέα μου. Όσο κολυμπούσα σκεφτόμουν ‘τι θα άκουγα’ που δεν ήμουν εκεί να βοηθήσω, που θα ήθελαν να φύγουν αλλά πού να φύγουν χωρίς εμένα και όλα τα άλλα κλασικά που λένε οι φίλοι σε τέτοιες περιπτώσεις.

Πλησίασα την παραλία με γρήγορες απλωτές, με το κεφάλι πότε μέσα πότε έξω από το νερό μέχρι που έφτασα σε σημείο που μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Όταν πάτησα γερά και κοίταξα προς την παραλία, είδα ό,τι πιο όμορφο θα μπορούσα να αντικρίσω.

Η αμμουδιά ήταν άδεια από κόσμο. Άδεια. Μόνο σε μια γωνιά της προς το βράχο, ήταν 5 τρελοί όρθιοι από την έκσταση που τραγουδούσαν κάτι ακαταλαβίστικο και μου έκαναν νοήματα να βγω γρήγορα στην παραλία. Η βροχή είχε διώξει τον κόσμο από αυτόν τον ευλογημένο τόπο και μας είχε αφήσει μόνους στην παραλία να στήσουμε το δικό μας πάρτι.

Πάτησα στην άμμο και ο ένας από τους κολλητούς με υποδέχτηκε με ένα ποτήρι. Τα ποτήρια ήταν δανεικά από το beach bar στη διπλανή παραλία. Τα δυο παγάκια που είχε μέσα ήταν για να προσγειωθεί πάνω τους μια γενναία ποσότητα από το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου που είχαμε στο σακίδιο.

Δεν έχει σημασία να σου περιγράψω ακριβώς όσα έγιναν στην συνέχεια. Μπορώ όμως να σου πω την εικόνα που έχει μείνει από τότε χαραγμένη στο μυαλό μου. Την εικόνα έξι ανθρώπων καθισμένων στην αμμουδιά με ποτήρια στα χέρια. Να συζητούν για εκείνο και τα περασμένα καλοκαίρια, για τις κοπέλες με τις οποίες είχε προχωρήσει η κατάσταση αλλά έφυγαν μην κατσαρώσει το μαλλί τους, για τον βλαμμένο τον φίλο τους που κάθε χρόνο πάει να κάτσει σε μια κοτρόνα που αποκαλεί ‘θρόνο του Ποσειδώνα’.